Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

"ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ" ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ


Για τον Οδυσσέα Ελύτη
Νικόλαος  Παλουμπιώτης
Εισήγηση στο βιβλιοπωλείο «Nouveau» της Πάτρας, στο πλαίσιο των συναντήσεων του "Γραφείου Ποιήσεως" και της Λέσχης Ανάγνωσης Ποίησης "Ζαν Μωρεάς"
                                                             Πέμπτη 22-11-2018                                                                  

        ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
                              είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά – κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός πού άξαφνα σταματάει όξω απ’ τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει.
                 Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν πού να μη γίνεται άδικο και φονικό
               Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ΄ ό,τι να ‘ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν Οδηγό. Τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρώ ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
              Χρυσέ ζωής αέρα…

«Ο φίλος μου Οδυσσέας Ελύτης ευτύχησε να καθιερωθεί στην ακμή της ζωής του ως ο κορυφαίος της γενιάς του έλληνας ποιητής αλλά και να τιμήσει διεθνώς την Ελλάδα με την υψίστου βαθμού βράβευσή του. Μέχρι τέλους όμως της ζωής του παρέμεινε σεμνός και γνήσιος και χωρίς καν έπαρση», γράφει ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος και συνεχίζει: 
«Γνωριστήκαμε πριν δεκαετίες πολλές στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί τότε η πνευματική μας συντροφιά ζούσε ώρες πνευματικής ευφροσύνης με ζωηρές και γόνιμες συζητήσεις για θέματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, πολιτικής. Μετείχε στη συντροφιά μας και ο Γιώργος Σαραντάρης, όχι συμφοιτητής μας αλλά πρόσφατος πτυχιούχος Πανεπιστημίου της Ιταλίας. Ένας της συντροφιάς μας ήταν και ο φοιτητής της Νομικής Οδυσσέας Αλεπουδέλης, συμπαθέστατος με τη ευγενική φυσιογνωμία, το πράο ήθος και το ήρεμο ύφος του. Έδειχνε ενδιαφέρον για τις εκθέσεις ζωγραφικής και φρόντιζε να προμηθεύεται γαλλικά περιοδικά λογοτεχνίας και διαμέσου αυτών να μαθαίνει για τα λογοτεχνικά δρώμενα της Γαλλίας. Σπάνια όμως και χωρίς αξιώσεις προβολής αναφερόταν σε αυτά.
Μια μέρα πρόσχαρος ο Σαραντάρης μου ανακοινώνει: «Ο φίλος μας ο Οδυσσέας γράφει ποιήματα και ωραιότατα». Ο μετά από δεκαετίες ένδοξος ποιητής, με την τότε  και πάντοτε άκρα του σεμνότητα εμπιστεύτηκε τα πρώτα του ποιητικά σκιρτήματα μόνο στο Σαραντάρη, τον ποιητή και φιλόσοφο και προπάντων αγνότατο άνθρωπο. Επέτυχα το προνόμιο από το φίλο μου Οδυσσέα να γνωρίσω τον ποιητικό του λόγο και εγώ επίσης. Παροτρύναμε και οι δύο, εγώ δηλαδή και ο Σαραντάρης τον άξιο ήδη στη συνείδησή μας ποιητή να δημοσιεύσει τα πρώτα εκείνα δείγματα ποιητικής εμπνοής του. Ίσως  και άλλοι τον παρότρυναν. Και ακολούθησε η δημοσίευσή τους υπό το εύηχο φιλολογικό ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης. Και ανάβλυσε ο ποιητικός λόγος του ιχνευτικός  όπως ήθελε ο Πλάτων, προς «την του καλού τε και ευσχήμονος φύσιν», οδηγητικός για τη μέθεξή του σε οραματισμούς και συναισθήματα υπερκαθημερινής αξίας, σε βίωση «μιας άλλης χαράς» όπως ζητούσε ο Σαραντάρης».
Ο Ελύτης γράφει Ελληνικά,  προϋποθέτει  όμως πολλές φορές, για τη βαθύτερη κατανόησή του, έναν υψηλό βαθμό εξοικείωσης με αυτό που ο ίδιος  ονόμασε ελληνική αίσθηση.
«Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη στιγμή – όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν πραγματικά και η θλίψις γίνεται χάρις και η χάρις Άγγελος. Η ευτυχία μοναχή και η μοναχή ευτυχία».
«Με λευκές μακριές πτυχές πάνω από το κενό, ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου παραδείσου». Η ποίηση του είναι  μια ηθική στάση –ένας ηθικός ήλιος, μια φυγή στον ουρανό, ένας εναγκαλισμός με τους αγγέλους, ένας στροβιλισμός στον αέρα του χρόνου, μια μόνιμη διεκδίκηση του όντως εαυτού, μια αποδέσμευση και μια απελευθέρωση.
Την ίδια στιγμή που προβάλει από παντού η ελληνικότητά του μέσα από τη μεταφυσική διάσταση του θαλασσινού τοπίου, το κάθετο φως μέσα από τη μετώπη, το τέμπλο, τον τρούλο, την κορυφογραμμή, τα μυριστικά χορτάρια, τους περιστεριώνες, δεν παύει παράλληλα να φανερώνεται ένα ολόκληρο σύνολο  βασικών αρχών που προσδίδει στην ποίησή του  την αναζήτηση της καθολικής ψυχής. 


"Η φύση με τις άπειρες πτυχές της, είναι πότε το σεντόνι όπου ξαπλώνουμε, πότε ο μανδύας που μας τυλίγει, πότε το πανί που ανοίγουμε στα ανοιχτά της εμπειρίας", θα πει η Αγγελάκη Ρουκ. Παράδοξα ο ποιητής είναι ο πιο υποψιασμένος σε όλα αυτά τα τεχνάσματα της φύσης, αλλά συγχρόνως και ο πιο αφελής. Είναι στα χέρια της και τον κάνει ότι θέλει εκείνη. Είναι η κυρία και ο ποιητής σκυλάκι που αυτή κρατάει από το λουρί».
"Τα ποιήματα είναι εικόνες χωρίς παράσταση, είναι οι λέξεις που μας δίνουν τη γραμμή. Τα ποιήματα εμπνέουν τους ζωγράφους, τους κάνουν να φαντάζονται την πραγματικότητα", λέει ο Αλέκος Φασιανός. "Πολλές φορές βλέποντας ένα πίνακα, μένουμε έκθαμβοι από τη ζωγραφιά και αναφωνούμε: «Τι ποίηση που έχει»! Προστίθεται και η ποίηση μέσα στα χρώματα και την εικόνα. Αντίστοιχα μέσα στο ποίημα βλέπουμε να περνούν εικόνες συνέχεια, άσχετο και αν είναι γραμμένο με δυο λόγια. Η ζωγραφιά και το ποίημα γίνονται ένα. Γι αυτό και τα ποιήματα του Ελύτη είναι και ζωγραφιές, συνεχίζει. Η συγκίνηση δημιουργεί  χρώμα. Μόλις είχα μπει στη σχολή Καλών Τεχνών, γνώρισα τον Οδυσσέα Ελύτη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που μίλαγε γι αυτόν και είχαν πάει μαζί στη Λέσβο, να δουν το έργο του Θεόφιλου. Και έλεγα μέσα μου: «Τι είναι αυτοί οι ποιητές, που κατανοούν τόσο τη ζωγραφική». Με εντυπωσίασε και με επηρέασε κατόπιν η καθημερινή επαφή με τον Ελύτη στο Μπραζίλιαν στη μία η ώρα. Και οι συζητήσεις και οι απορίες πολλές... γιατί όταν είσαι νέος έχεις απορίες πολλές και θέλεις επιβεβαίωση. Εγώ είχα αμφιβολίες επάνω στη ζωγραφική... γιατί υπήρχαν διάφορα σύγχρονα ευρωπαϊκά  ρεύματα που  κυκλοφορούσαν στους κύκλους  της τέχνης και αυτό ήταν σαν τρόμος... γιατί εγώ ήμουν βαθιά αφοσιωμένος στο φλοίσβο της θάλασσας και στο φως του ήλιου που με γαλούχησαν από μικρό».
«Έτσι  στον Ελύτη έβρισκα στήριγμα, διαβάζοντας και έχοντας μέσα μου σα μουρμουρητό τα ποιήματά του. Με ενθάρρυνε και δεν ενέδωσα όταν πήγα στο Παρίσι σε μιμήσεις για να φανώ μοντέρνος. Μου έγραψε στα ανοιχτά χαρτιά ένα κείμενο, ότι: με τη σπάθα του Μεγαλέξανδρου προχωρώ  στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Κάτι άλλοι ζωγράφοι μου έλεγαν: «Μην ακούς τους ποιητές». Μα εγώ τους άκουγα».
Η ποίηση είναι η φωνή του έθνους, η αληθινή ιστορία της Ελλάδας όπως αυτή βιώνεται καθημερινά. Η Ελλάδα περνάει από τα προϊστορικά χρόνια στα ιστορικά με την ποίηση του Ομήρου. Μέσα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια οι Έλληνες αποκτούν  καταγωγή, ιστορία και θρησκεία. Εκείνο που γράφει ιστορία είναι το  πνεύμα, η τέχνη, η φιλοσοφία. Όλα αυτά σε βαθύτερο επίπεδο είναι ποίηση. Ο Ηράκλειτος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης ο Φειδίας και πολύ αργότερα ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ελληνοσύρος Μάγος, είναι πάνω και πέρα από τους βασιλίσκους των μικρών πόλεων του Ελληνικού χώρου. Ο Ελύτης, στο βαθμό που του αναλογεί, ξαναβρίσκει την άκρη της αληθινής ιστορίας με το Άξιον Εστί και το Χαμένο Ανθυπολοχαγό. Ανοίγει ένα παράθυρο για να φωτίσει ένα χώρο γεμάτο διάφανα χρώματα και θερμές σκιές. Είναι το γνώριμο τοπία της χώρας μας όπου οι μεγάλοι ποιητές μας το διατηρούν σαν πρότυπο στο πέρασμα των αιώνων.


Ο Ελύτης μελετώντας το έργο του Ρωμανού θα πει: «Ο σκοπός του ήταν να μας αναγγείλει, όχι πια τη γέννηση του Χριστού αλλά του ποιητικού πνεύματος που προσιδιάζει στη γλώσσα την Ελληνική, που άρχισε και πάλι να απλώνει το φως της το νικητήριο. Διάκονος ήταν και διάκονος παρέμεινε. Είναι και αυτό ένα μεγαλείο που ανεξάρτητα  εντελώς από κάθε ηθική, χριστιανική ή άλλη... μας βοηθά να βλέπουμε τους δημιουργούς μέσα στη μόνωση τους και να τους παρακολουθούμε στον αγώνα τους για μια αφιλόκερδη αποτίμηση της ζωής και των αξιών που περικλείνει και την ομολογούμενη λατρεία σε ότι θα αποκαλούσαμε «άσπιλο», «άφθαρτο» «διαυγές», συνώνυμα  όλα  τους ενός ποιητικού παραδείσου».
Η ποίηση του Ελύτη είναι και μουσική. Γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις: «Του Ελύτη του άρεσαν τα κορίτσια από παλιά. Αυτό δυσκόλεψε λίγο τη γνωριμία μας ώσπου άρχισα να γράφω μουσική για τον Ήλιο του. Και τραγουδούσα όπου βρισκόμουν νύχτα μέρα: «Σήκω μικρή μικρή Πορτοκαλένια» και ο Ελύτης έτρεχε προς τη μεριά μου για να αγκαλιάσει την Πορτοκαλένια, έτσι καθώς ξυπνούσε από τη Μουσική μου. Με αυτό τον τρόπο γνωριστήκαμε και γίναμε πολύ φίλοι. Αλλά όσες φορές ξεχνούσε την Ελένη του και την Πορτοκαλένια, γινόταν το παράξενο να φεύγει και από μένα. Κι ένοιωθε τότε τις περίφημες έξι και μία τύψεις για τον ουρανό. Οι ενοχές του αυτές με σφράγισαν πότε Αττικά και πότε Αιγαιοπελαγίτικα». Ο Χατζιδάκις δε μας έδωσε ποτέ τη μουσική που έγραψε για τον Ήλιο τον Πρώτο του Ελύτη. Την Πορτοκαλένια δεν την ακούσαμε, δυστυχώς. Και αυτό γιατί ο Χατζιδάκις απεφάνθη: «Το ποίημα δε χρειαζόταν μουσική. Τώρα το ξέρω αυτό καλά. Γιατί ήταν το ίδιο Μουσική».
Για να μιλήσω για έναν ποιητή σαν τον Οδυσσέα Ελύτη  ανέτρεξα σε πολλές πηγές και σχετικές κριτικές. Θαυμάζω όλους όσους ερμηνεύοντας τον ποιητή εξιχνιάζουν τα άδυτα κοιτάσματα της ενδοχώρας των ποιημάτων του.
Κάποιοι όμως που αυτοπροσδιορίζονται ως διανοούμενοι προοδευτικοί θα ξαφνιάζονταν από τους παρακάτω στίχους του ποιητή:
Θέλει μελτέμι γερό γεννημένο στην Τήνο, που 'νάρθει  με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο από όλων των λογιών της Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τα απομεινάρια.
Μήτε ποτέ πήγε ο νους τους πως μετά από 3000 χρόνια ο ίδιος λαός στην ίδια γη εξακολουθεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα, εξακολουθεί να λέει τον ουρανό ουρανό και τη θάλασσα θάλασσα...
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα – μες τις πέτρες  άνθισα και μεγάλωσα – Των φονιάδων τι αίμα με φως ξεπληρώνω. Μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο...
Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους φιλικών, όπου πήρα να δακρύζω όπως είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22...
Ονειρεύομαι μια ηθική που η έσχατη αναγωγή της να οδηγεί στην ίδια ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα…..
Μνήμη του λαού μου είσαι η Πίνδος και είσαι ο Άθως…
Όπου κι αν σας βρίσκει αδερφοί το κακό, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
«Την Ελλάδα δεν την είδα ποτέ σαν εθνικιστής αλλά σαν πηγή της γλώσσας που χειρίζομαι από το ένα μέρος και από το άλλο ως παρακαταθήκη εμπειριών μοναδικών σε πλήρη συστοιχία με τα όνειρά μου» θα πει ο ποιητής. «Έπλασα έναν μύθο με άξονα το φως και τον έρωτα έως θανάτου».  Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο ποιητής ποιεί. Αν θέλει να βγάζει από το μαύρο μαύρο, λογαριασμός δικός του, Εμένα μου αναλογεί το λευκό. Η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου. Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Εγώ αποβλέπω στη μεταμόρφωση και ζητώ να καθαίρω τη συνείδησή μου, έτσι που να φανεί εντέλει το ουσιώδες, αυτό που μας έχουν καταδικάσει να αγνοούμε, παραβλέποντας τα μύρια όσα, του κοινωνικού ή πολιτικού ή ψυχολογικού  τύπου, απορρίμματα μιας βλακώδους καθημερινότητας. Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Αυτή που εξαναγκάζεται και τους ίδιους τους υπηκόους της να καταπονεί και σε ένα διεθνή χορό μεταμφιεσμένων να μετέχει με το φόρεμα της Ευρωπαίας. Και υπάρχει και η άλλη, που εξακολουθεί να υπακούει στον Ηράκλειτο και στον Μακρυγιάννη. Η πρώτη μπορεί να καταλυθεί μια μέρα. Η δεύτερη ακόμα και αν μείνει χωρίς υπόσταση ποτέ. Τουλάχιστον εγώ γι αυτήν υπάρχω. Το όνειρο σε αφήνει όταν το αφήνεις».



Σε ολόκληρη την ποιητική διαδρομή του Ελύτη υπάρχει, άλλοτε κρυμμένη και άλλοτε λάμπουσα η Ελληνική πολιτιστική καταγωγή του. Οι χαρακτηρισμοί του ως «ηλιοπότη», «κολυμβητή του Αιγαίου», «υπήκοου γλώσσας», «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», «το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου». Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου- και πολλά ακόμα είναι αφετηρίες ή τρόποι για να δηλωθεί η ξέφρενη και απέραντη αγάπη για ένα σύμπαν Ελληνικό και γι αυτό πανανθρώπινο και του οποίου το «Αγγελικό και μαύρο φως», λειτουργεί ακόμα. Το παρακλητικό στοιχείο του Άξιον Εστί  θα πρέπει να είναι οδυνηρά επίκαιρο για την ευπαθή συνείδηση του Έλληνα αναγνώστη : «Ανομίες εμίαναν  τα χέρια μου, πώς να τα ανοίξω; Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω; Γιοί των ανθρώπων τί να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης και η ψυχή τα φριχτότερα». Του αναγνώστη που πάσχει μέσα στη δραματικότητα της ιστορικής περιόδου που περνάμε σαν έθνος αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο του ολοκληρωτικού αφανισμού της πολιτιστικής του ταυτότητας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έκανε ποίηση τα πάντα και είναι ένας δύσκολος και κρυπτικός ποιητής επειδή η ποίησή του λειτουργεί σε αλλεπάλληλα επίπεδα. Επισημαίνουμε τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στα «πνευματικά προσόντα» και σε αυτό που ονομάζει « ποιητική νοημοσύνη».
 Ύμνησε τη λιγοσύνη της χώρας του: «Τριγύριζα μες τη χώρα μου και έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που ’λεγα  πως δε γίνεται, θα πρέπει να ‘ναι από σκοπού».
«Της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο». Ο Ελύτης γνωρίζει καλά τον πλούτο που περιέχεται στη λιτότητα όπως και τη φτώχεια που κρύβουν τα υλικά αγαθά. «Ή θα είσαι ολιγαρκής στα υλικά αγαθά ή θα είσαι ολιγαρκής στα βιώματά σου», «Η μια πεντάρα σε κάνει πλούσιο, οι πολλές ποτέ», «Μες το κενό θησαύριζα και πάλι μες τους θησαυρούς μένω κενός»
Το έργο του μας δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε την απαραίτητη ρωγμή στον ορθολογισμό μας, μια αθέατη ρωγμή, για να δούμε το άλλο πρόσωπο, το χωρίς σκοπιμότητες, το ουσιαστικό της ζωής. «Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που είναι πιο δύσκολο».
«Με ένα τίποτα έζησα. Ώσπου στο τέλος ένοιωσα κι ας πα να μ’ έλεγαν τρελό, πως από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος»
Στην εποχή μας οι άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητα να εκτιμούν το νόημα που κρύβεται στις απλές καταστάσεις της ζωής. Δεν έχουν χρόνο για αυτές... ο χρόνος έχει αποκτήσει ένα χρηστικό και ωφελιμιστικό χαρακτήρα, γι αυτό ίσως μας τιμωρεί. «Χρόνος δεσμώτης» όπως  τον ονομάζει. Η ονειροπόληση, ο χωρίς σκοπιμότητα χρόνος που χρειάζεται για όποιον αναζητά, είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα μας. Όπως το αυθόρμητο παιχνίδι των παιδιών. Είναι άραγε σύμπτωση που ο Ηράκλειτος καταφεύγει σε αυτή την εικόνα για να ορίσει το χρόνο; «Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων παιδός η βασιληίη»
Ο ποιητής: «Μόνο με τα παιδιά φτιάχνεις Ιεροσόλυμα» ή «κάπου Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να κατάπεσε η αληθινή σου μέρα» ή «δίνε δωρεάν το χρόνο σου αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια» σήμερα ακόμα και τον έρωτα προσπαθούμε να τον ζήσουμε στα γρήγορα. Όμως «ο έρωτας θέλει περιθώριο χρόνου, έτσι που να αναπτύσσεται ο καθένας μέσα στην αδημονία του άλλου, αποκτώντας κάτι από το άφθαρτο του ονείρου» οι άνθρωποι σήμερα έχουν εξοστρακίσει στο περιθώριο της ζωής ακόμα και γεγονότα που κάποτε ήταν στο επίκεντρό της όπως για παράδειγμα το θάνατο. Ο Ελύτης γνωρίζει πόσο σημαντικό είναι για τη νοηματοδότηση της ζωής μας να μην απωθούμε αυτό που συνιστά το αρχέγονο και διαχρονικό άγχος για τον ψυχισμό. Όταν την «πρώτη αλήθεια που είναι ο θάνατος» δεν την αποδέχεσαι και την τοποθετείς στο περιθώριο της ζωής, είναι δύσκολο να προω=χωρήσεις και να βρεις την επόμενη, πόσο μάλλον τη «τελευταία». Ίσως μέσα από τα αδιέξοδα που βιώνουμε μπορέσουμε κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε την α-νοησία που κρύβει η εποχή μας γιατί «θέλουμε δε θέλουμε είμαστε όλοι δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε». Ο ποιητής που είδε τη ζωή απαστράπτουσα «κάποτε είναι η αλήθεια γράφω τόσο άσπρα που δε διαβάζονται» προσπαθώντας ίσως να ξορκίσει το δαιμονικό «το μαύρο σπέρμα», έγραψε την κρίσιμη ώρα τους πιο απελπισμένους στίχους του με ταπείνωση και αξιοπρέπεια αποδοχής του αναπότρεπτου. Ωστόσο όμοια με βυζαντινή εικόνα εσταυρωμένο, από την ιστόρηση του δράματος αναδύεται πνεύμα αγιοσύνης. «Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού  ‘κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο. Σου ‘ρχεται να πετάξεις ψηλά και από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και θαρραλέα να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει».
«κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω γεια και Αληθώς Ανέστη!».


ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, να ακριβολογώ μες τα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας, άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα, άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι, άλλο τα σωθικά... Με καθαρούς τόνους θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, Έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε δε θέλουμε αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σε αυτό που μας συντηρεί και σε αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο,  αείζωο.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: θα πεθάνεις.
Ο Κεράτιος ο άλλος θα ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω
Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ’απολύει
Ένα -  ένα τα έργα σου. Ε τι
                                            σκέψου
Από τώρα εάν η αλήθεια βγάνει
Σταγόνες, εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται
Πραγματικά τότε βρεμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω
Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις
Κι από μένα που σου φύσηξα μες το μπουγάζι άνεμο πρίμο
Σου ετοίμασα μες στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα
Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς Ιούλιο και Αύγουστο
Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας
Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντηλο
Το ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω
                       Κόσμου.

«Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν,
αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»
Εβρ. ΙΓ,14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου