Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Ο ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΕΣΚΟΥ


Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Καθώς ανέτειλε το νέο έτος, 2019, έδυσε ο Μάρκος Μέσκος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ποίησης. 
Αίφνης σκέφτηκα την ποιητική του συλλογή «Άνθη στο καταραμένο φίδι» (1983), που πάντοτε με παρέπεμπε – δεν ξέρω γιατί - στο «Καταραμένο φίδι» του Μάνου Χατζιδάκι. Κι αμέσως συνειδητοποίησα ότι ο Μάρκος Μέσκος πέθανε την πρώτη μέρα του έτους, κατά το οποίο συμπληρώνονται 25 χρόνια από την αναχώρηση του Μάνου Χατζιδάκι. 
Και θυμήθηκα το κείμενο του Μέσκου για τον Χατζιδάκι, που δημοσιεύθηκε στον τόμο «Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι» (Αθήνα 1996), σε επιμέλεια Θάνου Φωσκαρίνη. Το κείμενο έχει ως τίτλο: «Η νεοελληνική πραγματικότητα και ο Μάνος Χατζιδάκις» και είναι γραμμένο το 1987, όταν, δηλ., ο Χατζιδάκις ζούσε και δεχόταν τα πυρά του Αυριανισμού. 
Ο Μάρκος Μέσκος επιλέγει να εστιάσει στην «κοινωνική σημασία του προσώπου του Μ. Χατζιδάκι». Δεν ασχολείται με την μουσική του ιδιοφυία, αλλά με την «αντιστασιακή» του πλευρά. Άλλωστε για τον Μέσκο η «Μελισσάνθη», για παράδειγμα, ανήκει στις «αστραπές της Αντίστασης». 
Ακόμα, για τον Μ. Μέσκο ο Χατζιδάκις είναι «μια ισχυρή πνευματική φυσιογνωμία, αξιοπρεπής μέσα στις Συμπληγάδες» και «κάθε δημόσια χειρονομία του είναι ανδρική». 
Αν σκεφτούμε ότι, όπως γράφτηκε, «πρωταγωνιστικό ρόλο στη μυθολογία του Μέσκου αναλαμβάνουν τα ανδραγαθήματα μιας παράξενης κλεφτουριάς: μιας δράκας γενναίων που είναι έτοιμη να τα βάλει με όλα τα άδικα του κόσμου, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η βία του εχθρού μπορεί ανά πάσα στιγμή να τη διαμελίσει», αντιλαμβανόμαστε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μάνου Χατζιδάκι. Η συμμετοχή του στα κοινά ήταν καταλυτική για πολλούς, είτε το ομολόγησαν είτε όχι. 
Ο Μάρκος Μέσκος ήταν, λέει, αριστερός. Το γεγονός ότι ένας αριστερός θεωρεί ως μέγα αντιστασιακό έναν «δεξιό», όπως ο Μ. Χατζιδάκις, ίσως θα πρέπει να μας προβληματίσει γι’ αυτές τις ταμπέλες που ταλάνισαν για χρόνια την ελληνική κοινωνία. 
Παραθέτουμε στη συνέχεια ολόκληρο το κείμενο του Μάρκου Μέσκου για τον Μ. Χατζιδάκι, ο οποίος, στο σύγχρονο ευμετάβλητο νεοελληνικό ήθος, «αποτελεί εγγύηση αντιστασιακή», σύμφωνα με τον Μ. Μέσκο. 


Είτε άνθρωπος είτε ζώο είτε πράγμα, 
όλα ξέρουν να μιλούν σε κείνον που ξέρει να ακούει. 
Γ. ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ 
Κάθε φορά που σκέφτομαι τη συμμετοχή στα κοινά, τους αγώνες αλλά και το κόστος των αγώνων σε σχέση πάντοτε με τα εγγενή κακοποιά δεδομένα αλλά και μ’ αυτό που ονομάζεται, κατόπιν, αποτέλεσμα, φέρνω στο νου μου δύο εξέχουσες προσωπικότητες της Αρχιτεκτονικής των προηγούμενων δεκαετιών: Ο Πάνος Τζελέπης στην Εκάλη και ο Δημήτρης Πικιώνης στο λόφο του Λουμπαρδιάρη της Αθήνας ποιούσαν, ο καθείς με τον τρόπο του, το όραμα της ζωής και των επιλογών τους. 
Ο πρώτος, απόμακρος, αριστοκρατικός αλλά και στα θεμέλια του ελληνικού λαϊκού σπιτιού (και στις περιπέτειες του κάθε Γιώργου Κοτζιούλα), από τη μνήμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι τις εντελώς σύγχρονες οικιστικές φόρμες ενήμερος• ο δεύτερος, σύνθετος δάσκαλος και ποιητής του Χώρου, προτίμησε να υπηρετήσει τα «εγκόσμια», να χτυπήσει τις πόρτες των πολιτειακών αρμοδιοτήτων, όχι για να πουλήσει, αλλά να προσφέρει και να διευκολύνει την πραγματοποίηση των ονείρων του, με όλες τις συμπαρομαρτούμενες προσωπικές – πιθανόν – απώλειες και πίκρες… 
Στο τέλος της ζωής των έχουμε δύο πρόσωπα εξίσου σημαντικά, δύο Έργα, δύο παραδείγματα. «Θέλεις το μήλο πάρε το, θέλεις κυδώνι φάγε». 
Βέβαια, ο Μάνος Χατζιδάκις, σε κάποιον άλλο χώρο, δεν είχε το δίλημμα. Στις αφετηρίες του, θαρρείς, κουβαλάει το εποχιακό καλλιτεχνικό σύνδρομο προσώπων και πραγμάτων, αναπνέει ακόμα ο Χαλεπάς, ο Κόντογλου, ο ανώνυμος Σκαλκώτας η Αμοργός του Γκάτσου και το «Περιγιάλι» του Σεφέρη, το λαϊκό τραγούδι. Κοντά και οι όσοι ωραίοι επίγονοί τους. 
Τελειώνοντας η δεύτερη δεκαετία του μεσοπολέμου, παρά τις όποιες φασιστικές νεοελληνικές μεθοδεύσεις, το μαγικό κλίμα επιζεί. 
Λίγο μετά οι αστραπές της αντίστασης, η «Μελισσάνθη» και ο Εμφύλιος πόνος και, ακόμη δώθε, η συντριβή των μύθων, η ισοπέδωση, η αφασία. (Η «χώρα πεθαίνει», τα συστήματα εξουσίας πολλαπλασιάζονται νυχθημερόν, ενώ οι αμετανόητοι χαζεύουν τα δειλινά και ματαίως αναζητούν την ακρινή ώρα της αποδημίας των χελιδονιών.) 
Έκτοτε, όσο περνάει ο καιρός, τα πρόσωπα γίνονται περισσότερον άγνωστα και δυσδιάκριτα, το αναρμόδιο, το πρόχειρο, το κυνικό και το ανιστόρητο είναι η καθημερινή βρώση της προσφερόμενης (ποικίλης) καλλιτεχνικής πόζας και ανάγνωσης. 
Ανάγκη ισχυρότατης πυξίδας. 


Στον κυκεώνα αυτόν της εκπορνευμένης περιοχής, ονόματα – εμπορεύματα – προαγωγοί – κέντρα ελέγχου της αγωγής των ψυχών, ο ίδιος γίνεται συχνά παρελθοντολογικός κρίκος, για να αναφανούν τα ονόματα και τα «χαμένα» πρόσωπα που σήμαιναν και σημαίνουν οπωσδήποτε κάτι. 
Μουσικός (και ανεπάγγελτος), θαρρείς από τότε παλεύει, με τα δικά του όπλα φυσικά, την έκπτωση.
Με ατελείωτους τους νοσταλγικούς του άξονες και το ερωτικό ταμπεραμέντο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις της καλλιτεχνικής του ηγεσίας ή συμμετοχής που το αποτέλεσμα υπήρξε λαμπρόν. Στην εποχή του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού, στη εποχή που ήταν χάρτινο το φεγγαράκι, στην εποχή του «Αμέρικα Αμέρικα» και της «Τζοκόντας», στην εποχή του «Μεγάλου Ερωτικού», του Τρίτου ραδιοφωνικού προγράμματος, ακόμη και σήμερα, στην επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας – μα κάθε δημόσια χειρονομία του είναι ανδρική και μικραίνει την απόσταση του λεγόμενου αντιπολιτευτικού μένους. Λόγω σοφίας, βεβαίως. 
Τι είναι, λοιπόν, η φωνή του Μάνου Χατζιδάκι; 
Η εγγραφή του ευανάγνωστη εύκολα, θαρρώ, αυτοπροσδιορίζεται. Είναι ο Έρωτας χάδι και ο Έρωτας γέννα, οι ποιοτικές ευαισθησίες, η γνώση του μουσικού κόσμου, το τραγούδι του, το σεβαστό και πάντα ενδιαφέρον πρόσωπό του, μια ισχυρή πνευματική φυσιογνωμία, αξιοπρεπής μέσα στις Συμπληγάδες. 
Αμέσως μετά, μια καθαρή πιθαμή ψηλότερα από τα διαδραματιζόμενα σήμερα των πλαστικών προϊόντων, των ανευθύνων και προχείρων ανθρώπων και των ανιστορήτων, της δημοσιογραφικής (παρα) λογοτεχνίας, του πνευματικού σοβινισμού των ποιητικών γενεών, της εξαργύρωσης των δακρύων και των θανάτων – του, κατά κρημνόν και κατά διαβόλου, κοινωνικού (συνολικά) τυφλού γίγνεσθαι. 
Στο σύγχρονο ευμετάβλητο νεοελληνικό ήθος, ο Μάνος Χατζιδάκις αποτελεί εγγύηση αντιστασιακή, και το εννοώ, παρά τη φθορά της λέξης. 
Και να συγχωρεθεί, παρακαλώ, στον υπογράφοντα που επιμένει στην κοινωνική σημασία του προσώπου του. Ανεπαρκής στις ειδικές μουσικές γνώσεις και εκτιμήσεις, αισθάνομαι, και εδώ, έξω από τα νερά μου. Μα να πω και κάτι ακόμα, εάν δηλώνει κάτι: 
Κατά καιρούς, μόλις σουρουπώνει, το φτεροκόπημα κάποιου σπάνιου πουλιού σε ξαφνιάζει, όπως ακριβώς η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που χάνεται στο θάμνο για να τραγουδήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου