Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΠΡΙΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;

Καλλιτέχνης: Γιάννης Μπουροδήμος

Ηρακλής Αθ. Φίλιος 
(iraklisf@theo.auth.gr)
Συχνά στο χώρο της ορθόδοξης θεολογίας σημειώνεται μία στατική παθογένεια, ικανή να αιχμαλωτίσει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στη σκιά της αναίσθητης κακοτεχνίας. Μιας κακοτεχνίας που περισσότερο αναζητά την αμαρτία παρά την αγιοσύνη. Τα πάθη παρά την ίαση. Και την καταδίκη παρά τη σωτηρία. 
Στα Εξάρχεια καθώς και στη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν δύο τοίχοι με μία εκφραστική απορία αγωνιακής πάλης. Μιας πάλης που σε κάνει να διαβάζεις δυο και τρεις φορές τις φράσεις των δύο τοίχων. «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Η τάση των φορέων της εκκλησίας και συγκεκριμένα μέρους του ιερατείου είναι τάση απόγνωσης πολλές φορές. Ένα άγχος για απομυθοποίηση, αλλοπρόσαλλο προσανατολισμό, πνευματική φυγομαχία και καταδίκη. Συναντάται με άλλα λόγια μία ορθοδοξία που «ανακαλύπτει παντού ασχήμιες, εχθρούς της πίστεως, απουσία αισθητικής, ειλικρινούς ευσέβειας» κατά τον ακαδημαϊκό Χρυσόστομο Σταμούλη. 
Η διακονία «αναλώνεται» συνήθως στα ιερά μυστήρια και τις ιερές ακολουθίες, στο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο ή σε μία αμέτοχη παρουσία στην αγωνία και τον πόνο του άλλου, όπου στο τέλος της εξομολόγησης ο άλλος δεν είναι ο «ξένος» του δοξαστικού του Μ. Σαββάτου, αλλά ένας άγνωστος. Αυτό όμως σκιαγραφεί την εκκλησία ως «σκιά θανάτου» κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, δηλαδή ως ιδεολογία ελλείψει της μυστηριακής ομολογίας και αποκάλυψης. Εκείνο που απουσιάζει είναι η σύγχρονη μαρτυρία. Ένα μεγάλο μέρος των εκκλησιαστικών φορέων είναι «πνευματικά άκαπνοι». Και αυτό οφείλεται στην έλλειψη εμπειριών που είτε ως αμαρτία είτε ως αρετή, συμβάλλουν στην αναγεννησιακή και μεταμορφωτική κίνηση της ψυχής και του σώματος. 
Για να δεις φως, για να μυρίσεις ευωδία πνευματικού θυμιάματος, για να νιώσεις μεθυστικό ερέθισμα και ρίγος στην έρημη πολλές φορές ψυχή, θα πέσεις άπειρες φορές, θα μετατρέψεις την εικόνα του εαυτού σου από χαρισματική ομοίωση σε ειδωλική αναφορά και θα πονέσεις έως ότου ωριμάσεις τη ζωή σου και ανατείλει φως από το έρεβος της αναίσθητης νέκρωσης. 
Έτσι λοιπόν η όλη προσοχή στρέφεται στην ύπαρξη μετά τον θάνατο. Διερωτήθηκε όμως κάποιος αν έζησε πριν τον θάνατο; Αν θανάτωσε την ασχήμια του στη φύση της ζωής; Αν έζησε πριν ζήσει; Και ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ ζωής και αιωνιότητας είναι η ζωή ή αλλιώς ο θάνατος. Εξάλλου το ίδιο και το αυτό είναι. Γι’ αυτό και ο θαυμάσιος φιλόσοφος άγιος Γρηγόριος Νύσσης παρατηρεί πως ο θάνατος είναι «η καινούρια γέννα που οδηγεί σε νέα ζωή». Με την κατάλυση του κράτους του θανάτου και της διαβολικής κυριαρχίας, ο θάνατος ανασταίνει την ευλογία της οικείωσης στο σώμα του φθαρτού, δραπετεύει από την κατάρα της ταφικής καταδίκης και ως ευλογία συνεχίζει να ζει. Υπάρχουν δύο όροι που εύστοχα χρησιμοποιεί ο Γιάννης Ρίτσος στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Η συμμαχία και η υπακοή. Η συμμαχία της ζωής με το θάνατο, αλλά ταυτόχρονα και η ανυπακοή της στο θάνατο. Η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος είναι ζωή. Γεννιόμαστε, «συναντούμε» τη χώρα του θανάτου και εκείνος με τη σειρά του μας ζει στην αιώνια ζωή. Αυτό είναι αλήθεια. Και μάλιστα αναδυόμενη από τον Πανάγιο Τάφο όπου ο σταυρός του Χριστού δεν είναι κραυγή απόγνωσης, αλλά ζωή εκ του τάφου, καθώς «εκ του τάφου ανέτειλε ζωή και ελπίδα». 
Η αγωνία της εκκλησίας κατάντησε να είναι ένα ερώτημα και όχι μία κατάφαση. Αν το ερώτημα αυτό γίνει εμμονή, τότε η ζωή γίνεται άρνηση. Η ζωή του θανάτου αλλοιώνει την αρνητική παραδοχή της απολυτότητας και της μονοφυσιτικής ιδιοτέλειας. Αναδεικνύει την πολύπλευρη σημασία της συνέχειας και ως πολιτισμός της αγιοσύνης δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν γεύεται και δεν ζει στο θάνατο αλλά στη ζωή του. Ο αποπροσανατολισμός των υπαρξιακών ερωτημάτων και πόθων είναι κάτι περισσότερο από βέβαιος, αφού όλη η αγωνία επικεντρώνεται στη ζωή μετά τον θάνατο και όχι στη ζωή πριν τον θάνατο. Σαν να υπάρχει μία προκαθορισμένη παρθενογένεση με την αφετηρία του θανάτου που δεν προϋποθέτει τη ζωή. Έτσι η αγνότητα ξεπέφτει και αποτελεί ίδιον γνώρισμα της μετά θάνατον ζωής. 
Αυτή η επικινδυνότητα γίνεται αμέλεια και όλο το σχέδιο της θείας οικονομίας μεταφέρεται αυτόματα από τον θάνατο στο μετά. Άλλες φορές με δοκητικές τάσεις καταργεί την ίδια ύψιστη κένωση του Εαυτού του Θεναθρώπου. Στη σκιά του άχρωμου χρώματος που έχασε το χρώμα του εν τη γεννήσει της φύσεως του και εκ του μηδενός ήρθε σαν δημιουργική αρχή και τελείωση στην άναρχη αρχή του. Σαν να μην γεννήθηκε ο άνθρωπος για να ζήσει. Σαν να χώρεσε τον εαυτό του στην αρχή του θανάτου, στην αρχή της εξουσιαστικής του απομόνωσης από τη θέα ενός πρωτόπλαστου κάλλους που υπάρχει στην αφετηρία του θανάτου και στη συνέχεια του. Επ’ ουδενί λόγω στη ζωή πριν θάνατο. Γι’ αυτό και ο φιλόσοφος Σενέκας «πνίγει» την αγωνία του σε ένα αύριο του «ίσως», διερωτώμενος ο ίδιος: «Γιατί οι περισσότεροι από εμάς δαπανάμε τα χρόνια μας όχι για να γευόμαστε τη ζωή, αλλά ξοδεύοντας την σε προετοιμασίες, που τάχα θα μας επιτρέψουν να τη χαρούμε στο απώτερο μέλλον;». 
Δεν είναι άδικο να γίνεται λόγος για ζωή μετά θάνατον, όταν ο άνθρωπος δεν ζει πριν τον θάνατο; Είναι άκρα υποκρισία η επιδίωξη της μετάθεσης της υπαρξιακής αγωνίας σε μία ζωή που ναι μεν είναι αληθινή, αλλά δεν διαγράφει μία πορεία γέννησης κι αιωνιότητας. Αν δεν γίνει η ζωή θάνατος και ο θάνατος ζωή πως θα ζήσει ο άνθρωπος; Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ζωής σε ένα κόσμο φθαρτό μεν κι αμαρτωλό αλλά με πληθώρα αγιοσύνης και άφθονης πνευματικής απόλαυσης στην ίδια ζωή, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Στην ιερή και μυσταγωγική πανδαισία της αχώρητης άκτιστης φύσης που χωράει τη σάρκα της φθαρτότητας ως μέσο οικείωσης και αγιασμού. 
Αν λοιπόν ο θάνατος δεν συμφιλιωθεί με την αγιοπνευματική φύση πώς θα σηματοδοτήσει την άλλη ζωή; Αν δεν συμβεί αυτή η πρόσληψη, τότε ο θάνατος είναι τέλος και η εκκλησία ιδεολογία. Η εκκλησία όμως ως θεία αποκάλυψη συνεχίζει την συνέχεια της στις ασυνέχειες του χρόνου, στις στατικές μορφές του και στις χαριτωμένες αλλά φθαρτές κοσμικές προκλήσεις. Η εκκλησία όμως κοινωνεί τον παλαιό άνθρωπο με ό,τι εκείνος πρεσβεύει, του δίνει τη δυνατότητα να γίνει Θεός κατά τον Μ. Αθανάσιο, να αγιαστεί και να σωθεί. Κι αυτό το πραγματώνει χωροχρονικά στη δυναμική του λειτουργικού «σήμερον» κι όχι ετεροχρονικά μη υπακούοντας στις χαοτικές και αλλοιωμένες ενέργειες του επιπόλαιου. Η συμφιλίωση λοιπόν με τον θάνατο στην ορθόδοξη ζωή και πνευματικότητα δεν συνιστά μία θανατοφιλία ψυχολογικού τύπου νοηματοδοτημένη από την ανάγκη υπέρβασης ή και απομυθοποίησης, αλλά ως ζωή που αιώνια ζει στην όντως ζωή. 
Φανταστείτε την ενάργεια των πραγμάτων ως πνευματική αλήθεια να αφηνόταν στο έλεος του αφορισμού και να μην υπήρχε ή να απουσίαζε στην καλύτερη περίπτωση από την τριαδική κοινωνία ως αγαπητική πορεία και συνύπαρξη. Ως αίσθηση βρώσης και πόσης του Σώματος και του Αίματος. Αντίθετα όλα μετέχουν με την κτιστή τους παρά ταύτα φύση στην άπειρη, ακατάληπτη, απροσδιόριστη θεία ουσία και γεύονται αυτή την «άσαρκη» θεία δόξα μυστηριολογικά. 
Η ζωή της συνέχειας οφείλει την υποστατική της παρουσία στη ζωή της γέννησης. Ζωή χωρίς ζωή δεν έχει νόημα. Ζωή που δεν ξενοδοχεί την παρουσία της συνεκτικής μεταδοτικότητας από το ανέκφραστο στο εκφρασμένο δεν έχει ζωή. Τα έσχατα δεν είναι μία αυτόνομη δημιουργικότητα και πηγή αυτονομημένης ωφέλειας, αλλά πραγματικότητα διά μέσου των αιώνων που νοείται και βιώνεται ως πραγματοποιήσιμη υπόσχεση κι όχι ως αυθύπαρκτη αποξένωση. Ο Τριαδικός Θεός απηύθυνε κάλεσμα σε μετοχή της αιωνίου ζωής στην ήδη υπάρχουσα επίγεια ζωή. Κι όχι ξεκίνημα ζωής στη μετά θάνατον ζωή. Είναι ασύμβατη με την θεϊκή κλήση η βίωση των «άδηλων και κρύφιων» της ακατάληπτης άκτιστης παρουσίας στη «φυγή» της εδώ ζωής ως εκεί αρχή ζωής. 
Η θεία χάρη ως δωρεά του Θεού και η «ένσαρκη» παρουσία της στην ανθρώπινη ζωή έχει κατεύθυνση προς το κατ’ εικόνα δημιούργημα. Και βέβαια συνδέεται με την επίγεια ζωή. Αναφέρει λοιπόν σχετικά ο Χρυσόστομος Σταμούλης τα εξής: «Κλήση του Θεού δεν είναι κλήση σε μια κάποια μελλοντική μεταζωή, αλλά στην εδώ ζωή, στη μόνη πραγματική ζωή που επεκτείνεται στα έσχατα μεριζόμενη αλλά ποτέ δαπανόμενη . Έτσι ώστε να αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι πως υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο». 
Ζωή είναι η όντως ζωή, καθώς η ομολογία του Θεανθρώπου είναι αφοπλιστική: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Επομένως ζωή με νόημα, μα πάνω από όλα με χαρά και θεία χάρη, είναι η εν Χριστώ ζωή που κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα «φύεται μεν εν τώδε τω βίω και τας αρχάς εντεύθεν λαμβάνει». Ομολογιακή αλήθεια που συνδέει την επίγεια με την αιώνια ζωή. Άρα τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ζωή πριν τον θάνατο; Αυτό το διδάσκει η μυσταγωγία της εκκλησίας και συγκεκριμένα τα ιερά μυστήρια που δηλώνουν την ταυτότητα της, την ύπαρξη της και την ολοκλήρωση της, σύμφωνα πάλι με τον ίδιο Πατέρα. 
Ζωή είναι να ζει Χριστός σε όλα. Ο άνθρωπος να ανασαίνει νάμα χάριτος σε όλα. Να μεθά με τα ευαγγελικά λόγια, με τα λόγια των Πατέρων, με τους ιερούς ύμνους, με την ευσέβεια και τη χρηστοήθεια. Να αγιάζεται μέσα στην εκκλησία, να αφήνει τον παλαιό άνθρωπο στο πετραχήλι του πνευματικού, να δραπετεύει από την μελαγχολία της αναπόλησης και να συγχωρείται. Να τρώει Θεό και να πίνει Θεό. Εν μυστηρίω όπως έλεγε και ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. 
Όμως δεν είναι εύκολα να ζεις τη ζωή. Είναι προνόμιο, μα περισσότερο ευλογία. Και φυσικά όχι αποδιδόμενη με βάση το ανθρώπινο κριτήριο της απόκτησης, αλλά σμιλευμένη στο έλεος του Θεού. Σαν αναίρεση της ανθρώπινης αναξιότητας και ενεργή παρουσία και δωρεά Εκείνου. Για να ζεις τη ζωή, ιδίως σήμερα, πρέπει να είσαι μάγκας. Να είσαι και να γίνεσαι αλήτης Χριστού για την αγάπη Του, όπως συνήθιζε να λέει ο όσιος Πορφύριος. 
Και για να επιβιώσεις στη σκληρότητα και στο μίσος των ανθρώπων, οφείλεις να γίνεις ειλικρινής και απαθής. Να διώχνεις και να απομακρύνεις οτιδήποτε σε βλάπτει και δεν σε ωφελεί. Να μην δίνεις σημασία και ιδιαίτερη βαρύτητα σε λόγους που προέρχονται από την κακή προαίρεση των ανθρώπων. Να γίνεσαι πνευματικός επαναστάτης και να αντιδράς σε κάθε νοσηρή ενέργεια που νοσεί την ψυχή σου. 
Να αμφισβητείς, να μαθαίνεις, να ακούς όσα προέρχονται από την αγαθή προαίρεση, να μην πιστεύεις πολλές φορές στους ανθρώπους, να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους που θα βάζεις στον κύκλο σου και στις νέες αρχές, να φεύγεις από τις άκαιρες συζητήσεις και από όσα θέλουν να σε θίξουν, να ακούς και να διδάσκεσαι από όσους σε αγαπάνε και αγωνιούν για την πνευματική σου πρόοδο. Να κλείνεις τα αυτιά σου στα ανυπόστατα, να αποστομώνεις με θάρρος και τόλμη όσα δεν ευσταθούν, να παλεύεις για την αρετή όχι μόνο μέσα από τη δράση, αλλά και μέσα από την απάθεια προς κάθε τι που σε πληγώνει. Να οριοθετείς τη ζωή σου, να την βαφτίζεις στη ζωή της εκκλησίας και των ιερών της μυστηρίων, στην απάθεια της έκφρασης και στη σιωπή της υπομονής. Κι αυτή γεννά αγάπη, δηλαδή Χριστό. Τότε είσαι άρχοντας. Είσαι ευεργετημένος από την αγάπη του Χριστού. 
Έτσι ζεις τη ζωή. Την πλήρωση δε της γεύσης, τη νιώθεις στο πιο γλυκό φίλημα του αιωνίου που μυσταγωγεί την ηδονή δια της μεταμόρφωσης των ωδινών. Η αφαίμαξη του μυστηρίου ως άσαρκη ουτοπία αναλώνεται στην ανοησία των εφήμερων και άκαιρων. Η υιοθέτηση όμως του μυστηρίου της ζωής, σταυρώνει τις αμαρτίες για να γεννήσει θάνατο. Κι ο θάνατος ζει στην αναίρεση του. Στη ζωή της θείας ευχαριστίας, δηλαδή στη ζωή πριν τον θάνατο. 

2 σχόλια:

  1. "Ζωή είναι να ζει Χριστός σε όλα. Ο άνθρωπος να ανασαίνει νάμα χάριτος σε όλα. Να μεθά με τα ευαγγελικά λόγια, με τα λόγια των Πατέρων, με τους ιερούς ύμνους, με την ευσέβεια και τη χρηστοήθεια. Να αγιάζεται μέσα στην εκκλησία, να αφήνει τον παλαιό άνθρωπο στο πετραχήλι του πνευματικού, να δραπετεύει από την μελαγχολία της αναπόλησης και να συγχωρείται. Να τρώει Θεό και να πίνει Θεό. Εν μυστηρίω όπως έλεγε και ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής"

    Ωραία τα γράφεις, αγαπητέ Ηρακλή, αλλά μάλλον η θεολογική προσέγγισή σου είναι άκρως ρομαντική, που ίσως εγγίζει και τα όρια του μη πραγματικού.
    Είναι μία κατάσταση ιδανική, που πόρρω απέχει από τη ζωή του μετανεωτερικού υποκειμένου, το οποίο ως μοναδική του έγνοια έχει την καταναλωτική ευωχία και την άρνηση οιασδήποτε μεταφυσικής ανησυχίας,...για να περιορίσουμε(όχι να αποκλείσουμε)στο ελάχιστο και το ενδεχόμενο εναπόθεσης των υπαρξιακών αναταράξεων στον θεραπευτικό τόπο του Θεανθρώπου Χριστού!

    Διπίστωτη θλιβερή, αλλά εξάπαντος ρεαλιστική!

    Ίσως,...αυτό το καταθλιπτικό μεταφυσικό κενό καλείται σήμερα να καλύψει ο λόγος της σύγχρονης θεολογίας,...αρκεί, βέβαια, να το τολμήσει,...με ιδιαίτερη όμως προσοχή και ευαισθησία, γιατί ο κίνδυνος της εκκοσμίκευσης και της ερμηνευτικής απόκλισης καραδοκεί να ανατρέψει τα πάντα!

    Διογένης -(Ε.Μ.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ρομαντικός; Χμ....... αναζήτηση της ωραιοτητος, αποκάλυψη της ομορφιάς, αναποληση της αλήθειας, εκμηδενισμό της υποκριτικής φυγής, έρωτας.....φως.... λάμψη!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή