Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ (1935-2000): Ένας χριστιανός του περιθωρίου


Με αφορμή τα 80χρονα από την γέννηση του ποιητή  
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 

Ο Ματθαίος Μουντές ήταν ο ποιητής της αγιότητας. Υπήρξε δάσκαλος και διαπρύσιος κήρυξ της όντως παιδείας: του Παπαδιαμάντη, του Αγίου Όρους, του Αιγαίου, των διά Χριστόν σαλών, της Αγια – Σοφιάς, του Μακρυγιάννη, της Αγίας Μελάνης, της Ουρανούπολης. Ο Ματθαίος Μουντές υπήρξε ποιητής ουρανοπολίτης. Κράτησε στάση αμυντικής επίθεσης στη μικρότητα και στην πνευματική ασφυξία των καιρών. Η ποιητική θλίψη του ήταν ταυτόχρονα βεβαιότητα πως όλα δεν έχουν χαθεί. Γι' αυτό λειτούργησε ως ποιητής, ως δάσκαλος, ως ραδιοφωνικός παραγωγός (από τους μακροβιότερους στην ελληνική ραδιοφωνία), ως δοκιμιογράφος, θέτοντας σε κίνηση μία δράση αγαπητική, μαχόμενος κατά τρόπο δραματικό άχρι τέλους. 
Δεν φοβήθηκε τον θάνατο γιατί υπήρξε εραστής της Παρθένου. Στο δοκίμιό του “Απόπειρα για εγκώμιο” ήδη από το 1983 είχε πει στην Παναγία: “Είσαι η πηγή της ζωής. Κατατροπώνεις το θάνατο με την αγάπη. Ακυρώνεις τα απρόοπτα του θανάτου με μια γεύση ελπίδας και εγκαρτέρησης. Στο ακατανόητο αντιπαραθέτεις την κατανόηση της χαρμολύπης. Μου δίνεις την ευλαβική αποδοχή του θανάτου σαν αντίδωρο. Έτσι μπορώ να δεχθώ τον θάνατο ειρηνικά. Υψώνομαι στο μαύρο φως και ελπίζω”. 
Στην ποιητική συλλογή “Η αντοχή των υλικών” (1971) ο Ματθαίος Μουντές γράφει για την Παναγία με τρόπο ελληνικό και ορθόδοξο: 
Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγία να υφαίνει 
μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων. 
Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο, 
υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν' άκουσε 
για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για 
τις μικροσκοπικές δεσποινίδες που τις έδιωξαν 
από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια. 
Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο. 
Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία 
ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα. 
Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται 
πολλές βραδιές σ' εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα. 
Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη; 
Τα πηγάδια – ευτυχώς– φέτος γέμισαν. 
Λένε πως βοήθησαν σ' αυτό πολύ τα δάκρυά της. 
Για τον Ματθαίο Μουντέ η Παναγία είναι η πηγή της ζωής και η αναίρεση του θανάτου και γι' αυτό είναι η Παναγία της σιωπής, των δακρύων, των σκλάβων, των ξένων, των αδικουμένων, η φοβερά προστασία των κατατρεγμένων, των θλιβομένων η παραμυθία. Ο Ματθαίος Μουντές ήταν ένας ποιητής και χριστιανός του περιθωρίου. Ένας λάτρης της σιγής, της βαθύτερης μοναξιάς που κυοφορεί το ερωτικό σκίρτημα. Πίστευε ακράδαντα ότι την ανθρώπινη δύναμη τη στερεώνουν τα δάκρυα της αδυναμίας. 


Είχε καταλήξει στο σωτήριο συμπέρασμα “πως η πιο σίγουρη τοποθέτηση είναι στην Τράπεζα του Αγίου Πνεύματος”. Η μόνη διέξοδός του ήταν η καταφυγή στο σκάνδαλο του Θεού. Γι' αυτόν “η ποίηση είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης, δίνει προέκταση στον έρωτα και στο Θεό”. Ο Ματθαίος Μουντές πάλευε σ΄όλη του τη ζωή ν' ακούσει το χαμηλόφωνο κήρυγμα της αγάπης. Για τούτο και έζησε, ουσιαστικά, λαθραία. 
“Προτίμησε να προσκολληθεί ικετευτικά στην ευλογία των οικτιρμών”. Είχε ανοιχτή την πόρτα του στον άνεμο. Τον έδερναν οι αέρηδες και τα κύματα της βίας, οι ρωγμές του θανάτου, τα πάθια κ' οι καημοί του. Μα εκείνος έγινε επιβάτης του φωτός κι έκαψε στις φλόγες του τις δεσμίδες του φόβου. Δεν φοβόταν πια ούτε και τα αισθήματά του. Η ποίησή του διακρίνεται για έναν καταλυτικό ρεαλισμό, που δε γυρεύει να ξορκίσει το κακό, αλλά να προσδιορίσει το πραγματικό με τρόπο ποιητικό: 
Όλα ολισθαίνουν στη λήθη. 
Κινδυνεύουν η ψίχα του μύθου 
ο Ιησούς της πίστης 
ο Ιησούς της ιστορίας 
Ξανάρθαν οι σκορπίωνες 
οι πρώτοι κατακτητές της στεριάς 
Έλληνες Χριστιανοί που σε κάμνουν 
να σιχαθείς τον Απρίλη. 
Την αλήθεια του βίου ενσαρκώνουν για τον Ματθαίο Μουντέ οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι. Στο Άγιον Όρος είχε συναντήσει κάποτε κάποιους “κοσμικούς” εργάτες κι αστυνομικούς, αποδεκατισμένους από το χρόνο. Θυμήθηκε τον κυρ – Αλέξανδρο που ήταν κι αυτός σαν τους ήρωές του: ρακένδυτος, πικραμένος κι έρημος. Σκέφτηκε: “Αυτοί οι μοναχικοί, οι αδύναμοι, οι πικραμένοι, είναι εδώ στον Άθω, είναι κάτω στον κόσμο, είναι παντού. Ζουν ταπεινοί και καταφρονεμένοι, αδικημένοι, ναυαγίων ναυάγια, λάφυρα της σκληρής ζωής. Τους χαιρέτησα με τα ίδια λόγια του Κοσμοκαλόγερου μες σ' εκείνον τον χριστουγεννιάτικο όρθρο στο Βατοπέδι: Καλό σας κατευόδιο, φτωχοί, τυραγνισμένοι”. 
Ο Ματθαίος Μουντές είχε έγνοια για τα παιδιά, τους γέρους, τους αδύναμους. Του άρεσε να μιλά για τους πεθαμένους, σα να είναι ακόμα ζωντανοί. “Εν τω μέσω ημών”. Τελειώνει κάποιο ποίημά του με το δίστιχο – επιγραφή: “Σας μίλησε ο Ματθαίος Μουντές, ο τάχα και ποιητής”. 
Τελειώνω τούτη τη γραφή μακαρίζοντάς τον κι ενστερνιζόμενος το στίχο του: 
Μια παρηγορία είναι να ξέρεις 
πως η εκκλησία 
θα βοηθήσει σημαντικά στην αγγελοφάνεια. 

Σημ.: Το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “το δόντι” (τεύχος 9, Απρίλιος 2000), όταν εκοιμήθη ο Ματθαίος Μουντές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου