Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ


Ἕλενα Χατζόγλου 
Δρ. Φιλολογίας
Ἐλευθερία σκέψης καὶ ἐξουσία 
Μορφὲς κυριαρχικῆς ἐξουσίας δὲν εἶναι μόνον αὐτὲς ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ θεσμικὴ ὀργάνωση καὶ τὴ διακυβέρνηση ἑνὸς κοινωνικοῦ συνόλου, συνηθέστατα κράτους. Ἡ ἐξουσία ποὺ ἀσκεῖται στὴ ζωὴ ἀλλὰ καὶ πάνω στὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ποικίλες ἐκφάνσεις. Μπορεῖ νὰ ἀσκεῖται μὲ τὴ συγκατάθεσή του ἢ ὄχι, ἐνῶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ ἀκόμη καὶ τὴν ἐκχώρηση τοῦ δικαιώματός του νὰ σκέφτεται, νὰ ἀποφασίζει, νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο καὶ τοὺς γύρω του. 
Στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἔχουμε πάμπολλες περιπτώσεις ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀλλοτριώθηκαν ἀπὸ αὐτὸ τὸ φυσικὸ προνόμιο τῆς ἐλεύθερης σκέψης -καὶ φυσικὰ καὶ ἔκφρασης- μὲ τὴ μορφὴ ἑκούσιου ἢ ἀκούσιου ἐξουσιαστικοῦ ἐλέγχου εἰς βάρος τους ἢ καὶ καταπίεσης. Σὲ καθεστῶτα ὁλοκληρωτικά, σὲ περιπτώσεις χειραγώγησης ἀτόμων ἢ μαζῶν, ἐκδηλώθηκε ἐναργέστατα ἡ παθογένεια αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ πολιτικοὶ φιλόσοφοι, στοχαστὲς καὶ διανοούμενοι τοποθετήθηκαν κατὰ καιροὺς σὲ σχέση μὲ τὸ φαινόμενο καὶ κάποτε οἱ διαπιστώσεις τους προσλαμβάνουν διαχρονικὸ χαρακτήρα. Μία χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἀποτελεῖ τὸ δοκίμιο τοῦ Ὁλλανδοῦ φιλοσόφου Σπινόζα (Baruch Spinoza, 1632-1677), Περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης σὲ ἕνα ἐλεύθερο κράτος (Πρόλογος καὶ εἰκοστὸ κεφάλαιο τῆς Θεολογικοπολιτικῆς πραγματείας. Εἰσαγωγή: Γεράσιμος Βῶκος, μετάφραση: Ἐπαμεινώνδας Βαμπούλης & Ἄρης Στυλιανοῦ, ἐκδ. Ἄγρα, Ἀθήνα 2014). Ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἐμβριθὴς αὐτὸς στοχαστής: «Σκοπὸς τῆς πολιτείας δὲν εἶναι νὰ μετατρέπει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ὀρθολογικὰ ὄντα σὲ ζῶα ἢ σὲ μηχανές. 
Ἀντίθετα, σκοπός της εἶναι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων νὰ ἐπιτελοῦν μὲ ἀσφάλεια ὅλες τὶς λειτουργίες τους, ὥστε οἱ ἴδιοι νὰ χρησιμοποιοῦν ἐλεύθερα τὸν ὀρθὸ λόγο, χωρὶς νὰ συγκρούονται μὲ μίσος, ὀργὴ ἢ δόλο, οὔτε νὰ πολεμοῦν μεταξύ τους μὲ μοχθηρία. Ἄρα ὁ σκοπὸς τῆς πολιτείας εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἐλευθερία» (σ. 67). Ὡστόσο, οἱ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸν παραπάνω ἀξιωματικὸ ἀφορισμὸ εἶναι ἀμέτρητες καὶ ποικιλόμορφες. Πρόσωπα σὲ θέσεις ἐξουσίας, κυβερνήσεις, καθεστῶτα, ὅταν θέλουν νὰ κάμψουν τὶς ἀντιστάσεις αὐτῶν τούς ὁποίους ἐξουσιάζουν, παρεμβαίνουν πρῶτα στὴ σκέψη τους καὶ στὴ δυνατότητά τους νὰ διαμορφώνουν ἄποψη μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Ὁ ἴδιος φιλόσοφος τὸ διατυπώνει αὐτὸ ἐξίσου εὔστοχα: «Μία ἐξουσία θεωρεῖται βίαιη, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὶς ψυχές. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἀνώτατη Ἀρχὴ φαίνεται νὰ καταπιέζει τοὺς ὑπηκόους καὶ νὰ παραβιάζει τὸ δικαίωμά τους, ὅταν θέλει νὰ ὑπαγορεύει στὸν καθέναν τί θὰ πρέπει νὰ δέχεται ὡς ἀληθὲς καὶ νὰ ἀπορρίπτει ὡς ψευδές» (σσ. 63-64). 
Ἡ λογοτεχνία, μέσα ἀπὸ χιλιάδες σελίδες, ἐξέφρασε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἀλληγορίας, τοῦ συμβολισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ρεαλισμοῦ. Μία ἀκραία μορφὴ ὑφιστάμενης ἐξουσίας, μὲ συνακόλουθη τὴν ἄρση τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης, περιγράφεται πολὺ παραστατικὰ -ἂν καὶ ἀκραῖα, στὰ ὅρια τῆς δυστοπίας- στὸ ἔργο ποὺ ἐπιγράφεται Ἐμεῖς (μετάφραση Εἰρήνη Κουσκουμβεκάκη, ἐπιμέλεια - ἐπίμετρο Δημήτρης Κωνσταντίνου, ἐκδ. Ἐξάρχεια, Ἀθήνα 2011) τοῦ Ρώσου λογοτέχνη Γ. Ζαμιάτιν (Yevgeny Ivanovich Zamyatin, 1884-1937). Στὸ ἔργο αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν προσλάβει ὁ καθένας τὸν ρόλο καὶ τὶς λειτουργίες ἑνὸς ἀριθμοῦ. Ὁ ψυχισμός τους ἔχει ὑποταχθεῖ στὴν ἀναγκαιότητα νὰ συγκροτηθεῖ ἁρμονικὰ ἕνας κόσμος, ὅπου ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι προδιαγεγραμμένη καὶ ἀπολύτως ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ «Μονοκράτους». Ἔχει ἐξοβελιστεῖ κάθε ἴχνος ἐλεύθερης σκέψης, ἐνῶ ὁποιαδήποτε παρέκκλιση ἀπὸ τὴ ρυθμιζόμενη συμπεριφορὰ εἶναι ἀπευκταία καὶ ἐγκαλεῖται. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἰδιωτικὲς στιγμές, οὔτε ἐνδόμυχες σκέψεις, ὅλα ἐλέγχονται μέσα ἀπὸ μία ἀδήριτη «διαφάνεια». Διαφανεῖς εἶναι οἱ σκέψεις καὶ οἱ κινήσεις, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ προσδιορίζονται ἀπὸ μία μαθηματικὴ νομοτέλεια. Πρόκειται γιὰ μία ζωὴ αὐτοματοποιημένη καὶ μηχανοποιημένη, κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τῶν μηχανῶν ποὺ τὴ διέπουν. Ἡ ἐλευθερία, ὅποιας μορφῆς στὸν κόσμο αὐτόν, εἶναι ἀπαγορευμένη, ἔχει ἐκλείψει πρὸ πολλοῦ καὶ στόχος τώρα εἶναι νὰ μεταφερθεῖ αὐτὴ ἡ ἀντίληψη καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς ποὺ τυχὸν ὑπάρχουν στὸ σύμπαν. 
Φυσικὰ αὐτὴ ἡ γενίκευση νομιμοποιεῖται καὶ ἠθικὰ στὸ πλαίσιο μιᾶς προπαγανδιστικῆς διαδικασίας κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀνελευθερία εἶναι χρήσιμη, καθὼς συμβάλλει στὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐγκληματικότητας: «Ὅταν ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μειώνεται στὸ μηδέν, δὲν διαπράττει ἐγκλήματα. Εἶναι ξεκάθαρο. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀπαλλάξεις τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἐγκληματικότητα, εἶναι νὰ τὸν ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὴν ἐλευθερία του» (Ἐμεῖς, σ. 48). 
Ὁ συμβολισμὸς τοῦ συγγραφέα ὑποδηλώνει τὸν κίνδυνο νὰ διολισθήσει εὔκολα ἡ ἀνθρωπότητα σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀντίδοτο στὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία συνιστᾶ ἡ ἐπαγρύπνηση τοῦ πνεύματος, ὅπως πολὺ ὡραῖα τὴ διατυπώνει ὁ Ν. Μπερντιάγιεφ (Nikolai Alexandrovich Berdyaev, 1874-1948): «Ἡ ὀρθολογικοποίηση, ἡ μηχανοποίηση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ προκαλέσει ἀντίδραση ἐνάντια στὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό… Τὸ πνεῦμα μπορεῖ νὰ γίνει ἕνας ὀργανωτής, μπορεῖ νὰ δαμάσει τὸ τεχνικὸ [πνεῦμα] γιὰ τοὺς δικούς του πνευματικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἀντισταθεῖ στὸ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἐργαλεῖο ὀργάνωσης τῆς τεχνικῆς διαδικασίας. Σ’ αὐτὸ ἔγκειται ἡ τραγωδία τοῦ πνεύματος» (Νικ. Μπερντιάγιεφ, «Ἡ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ σύγχρονου κόσμου», μετάφρ. ἀπὸ τὰ ρωσικὰ Δημήτρης Μπαλτᾶς, περ. Σύναξη τεῦχ. 134, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2015, σ. 88). 
Ἀναφερόμενοι στὴ σύγχρονη ἐποχή, θὰ λέγαμε ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης σκέψης σὲ πολιτικὸ - κοινωνικὸ ἐπίπεδο ἐκχωρήθηκε στὸν κυβερνοχῶρο καὶ σὲ ποικίλα κέντρα πολιτικῆς καὶ κομματικῆς προπαγάνδας. Ἡ πραγματικότητα φιλτράρεται μὲ τὰ δικά τους «μάτια» καὶ φτάνει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο προσαρμοσμένη καὶ διαμορφωμένη ἀνάλογα μὲ τὴ στοχοθεσία τους. Ἔτσι ἀποκρύπτονται ὄψεις τῆς ἀλήθειας ποὺ δὲν συμφέρει νὰ ἀναδειχθοῦν, γιατὶ ἀποσυντονίζουν τὴ «γραμμὴ» τῶν ὅποιων «κέντρων ἐξουσίας», κυρίως πολιτικῆς. Αὐτὸ ἐπισυμβαίνει μὲ τὴ μορφὴ τῆς παραπληροφόρησης καὶ χειραγώγησης καὶ μὲ μοχλοὺς στήριξης τὴν τηλεόραση, τὸ διαδίκτυο, τὸν Τύπο καὶ γενικὰ ὅλα τὰ μέσα ἐνημέρωσης. Ἔτσι, φωτίζονται συγκεκριμένες πολιτικὲς θέσεις καὶ προκρίνονται ἔναντι ἄλλων ποὺ ἐπισκιάζονται· προτιμῶνται πρόσωπα ποὺ ἐξυπηρετοῦν ἔναντι ἄλλων ἀξιώτερων, ποὺ ὅμως ἐνοχλοῦν· ἐπιλέγονται πρακτικὲς ἀσύμφορες, ποὺ ὅμως βολεύουν κάποιους κ.ο.κ. Στὴ χειρότερη περίπτωση, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιόρατη προπαγάνδα κάμπτεται τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια, νὰ σκεφτοῦν ἐλεύθερα, καὶ ἔτσι περιέρχονται στὴν κατάσταση μιᾶς ἰδιότυπης ἀβελτηρίας. Ἐν συνεχείᾳ ἐθίζονται στὴ μονομέρεια τῆς καθοδηγούμενης σκέψης, ἐφόσον δὲν μποροῦν ἢ δὲν θέλουν πλέον νὰ προβληματιστοῦν. Πρόκειται γιὰ ἕναν στραγγαλισμὸ τοῦ ἐλεύθερου πνεύματος, ποὺ συντελεῖται σταδιακὰ και, τὸ χειρότερο, ἀνεπιγνώστως. 
Ὡστόσο, ὡς μόνη διέξοδος γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς «ὑποτέλειας» τῆς σκέψης εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ βούληση γιὰ τὴν ἀναζήτηση καὶ εὕρεσή της. Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ σκέψη του καὶ τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίζει τὰ πράγματα ὅπως εἶναι, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὰ ἢ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ τὰ ὑφίσταται ὑποχρεωτικά. Αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλες τὶς ὄψεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ὅλες τὶς μορφὲς ἐξουσίας, καθὼς ἡ ἀλήθεια γιὰ κάθε θέμα εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ ἄρει τὴν πλάνη καὶ τὴν παραπλάνηση. 
(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στήν ἐφημ. Χριστιανική, 2.7. 2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου