Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

F. W. J. Schelling: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / Κείμενο για πρώτη φορά στα ελληνικά σε μετάφραση Δ. Μπαλτά


F. W. J. Schelling 
Φιλοσοφία τῆς Τέχνης 
μετάφραση: Δημήτρης Μπαλτᾶς 
[σ.139] Στίς παροῦσες διαλέξεις Σᾶς ζητῶ ἡ πρόθεσή σας νά εἶναι καθαρά ἐπιστημονική. Ὅπως ἡ ἐπιστήμη στό σύνολό της, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἐπιστήμη τῆς Τέχνης ἐπιδεικνύει ἐσωτερικό ἐνδιαφέρον, καί αὐτή χωρίς καμία ἐξωτερική σκοπιμότητα. Ἀρκετά, ἐν μέρει ὅμως ἀσήμαντα θέματα, ἐρεθίζουν τήν γενικότερη φιλομάθεια καί στρέφουν τό ἐπιστημονικό πνεῦμα σέ αὐτή· παραξένο, ἀλλά ἀκόμη καί ἄν ἡ Τέχνη δέν εἶναι σέ θέση, αὐτό εἶναι ἕνα ζήτημα τό ὁποῖο περιλαμβάνει τά πιό σημαντικά θέματα τοῦ θαυμασμοῦ μας. 
Αὐτό ὅμως ἀπέχει ἀπό τήν πραγματικότητα γιατί ἡ Τέχνη δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα κλειστό, ὀργανικό καί ὡς ἕνα ἐντελῶς ἀπαραίτητο, σέ ὅλα του τά μέρη, σύνολο ὅπως εἶναι η Φύση. Αἰσθανόμαστε συνεχῶς ἀναγκασμένοι νά ἀναζητοῦμε τήν βαθειά οὐσία τῆς Φύσεως καί νά ἐξακριβώνουμε κάθε σημαντική πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζουν τόσα πολλά παραδείγματα μέ παντοτινή ὁμοιομορφία καί νομιμότητα. Πολύ περισσότερο πρέπει νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά νά διεισδύσουμε στήν φύση τῆς Τέχνης, στήν ὁποία δημιουργεῖται ἡ ἀπόλυτη [σ. 140] ἑνότητα καί νομιμότητα ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νά κατανοήσουμε τό θαῦμα τοῦ δικοῦ μας πνεύματος πιό εὔκολα ἀπό τήν Φύση. Μᾶς ἐνδιαφέρει νά ἐντοπίσουμε τήν δημιουργία, τήν ἐσωτερική δομή, τίς σχέσεις καί τίς ἐπιδράσεις ἑνός φυτοῦ ἤ ἑνός ὀργανισμοῦ στόν μέγιστο δυνατό βαθμό. Πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε νά γοητευτοῦμε ἐντοπίζοντας τίς ἴδιες ἐπιδράσεις καί σχέσεις στό πολύ καλύτερα ὀργανωμένο καί πολύπλοκο φυτό, τό ὁποῖο ὀνομάζεται ἔργο τέχνης.
Σχετικά μέ τήν Τέχνη, στούς περισσότερους συμβαίνει ὅ,τι συνέβη μέ τήν πρόζα στόν κύριο Jourdain του Μολιέρου, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη γιατί ὁλόκληρη τήν ζωή του ἔγραφε πρόζα χωρίς νά τό γνωρίζει. Ἐλάχιστοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἤδη ἡ γλῶσσα, στήν ὁποία ἐκφράζονται, εἶναι τό τελειότερο ἔργο τέχνης. Πόσοι ἔχουν παρακολουθήσει μία παράσταση χωρίς ἔστω καί μία φορά νά ἀναρωτηθοῦν ποιές συνθῆκες ἀπαιτοῦνται γιά μιά μοναδική θεατρική παράσταση, σέ πόσους δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση τῆς μεγαλοπρέπειας ἑνός ὡραίου ἀρχιτεκτονήματος, χωρίς νά προσπαθήσουν νά ἐντοπίσουν τούς λόγους τῆς ἁρμονίας πού ἐκπέμπει! Πόσοι ἔχουν ἀφήσει τούς ἑαυτούς τους νά ἐπηρεασθοῦν ἀπό ἕνα μεμονωμένο ποίημα ἤ ἀπό ἕνα ἔργο ὑψηλῆς λογοτεχνίας καί νά συγκινηθοῦν, νά ἐνθουσιαστοῦν, νά συγκλονισθοῦν, χωρίς νά ἀναζητήσουν μέ ποιά μέσα ὁ καλλιτέχνης καταφέρνει νά κυριεύσει τό μυαλό τους, νά ἐξαγνίσει τήν ψυχή τους, νά ταρακουνήσει τόν ἐσωτερικό τους κόσμο, χωρίς τήν σκέψη νά μετατρέψουν μέσῳ τῆς κατανοήσεως αὐτήν τήν τελείως παθητική καί μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ἀτελείωτη ἀπόλαυση στήν συνηθισμένη θεώρηση καί ἀποκατάσταση τοῦ ἔργου τέχνης.
Θεωρεῖται ἀκαλλιέργητος καί ἀμόρφωτος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γενικά δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά ἐπηρεασθεῖ ἀπό [σ. 141] τήν Τέχνη, ἀλλά θέλει νά βιώσει τίς ἐπιδράσεις της. Ὅμως, εἶναι ἐπιφανειακό, ὄχι βέβαια στόν ἴδιο βαθμό, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα νά θεωροῦνται ὡς ἐπιδράσεις τῆς Τέχνης, τά οὐσιώδη συναισθήματα, ἡ οὐσιαστική συγκίνηση ἤ ἡ οὐσιαστική εὐχαρίστηση πού προκαλοῦν τά ἔργα τέχνης. 
Γιά ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει μία ἀνελεύθερη καί ταυτόχρονα παθιασμένη καί ἐνεργή καί συνετή θεώρηση τῆς Τέχνης, ὅλες οἱ ἐπιδράσεις τῆς Τέχνης εἶναι ἁπλῶς φυσικές. Αὐτός ὁ ἴδιος συμπεριφέρεται μέ φυσικότητα καί δέν ἔχει ποτέ βιώσει καί γνωρίσει τήν Τέχνη ὡς ἀληθινή Τέχνη. Αὐτό πού τόν συγκινεῖ εἶναι ἴσως τά μεμονωμένα ὄμορφα σημεῖα, ἀλλά στό ἔργο τέχνης δέν ὑπάρχει μεμονωμένη ὀμορφιά, ἁπλῶς τό σύνολο, τό ὅλον εἶναι ὡραῖο. Ὅποιος δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἔννοια τοῦ ὅλου εἶναι τελείως ἀνίκανος νά κρίνει ἕνα έργο τέχνης. Παρά τήν ἀδιαφορία, βλέπουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων, πού θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους μορφωμένους, δέν εἶναι πρόθυμοι γιά τίποτα ἄλλο, παρά νά κρίνουν τά θέματα τῆς Τέχνης, νά θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους γνῶστες καί εὔκολα καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι κάποιος δέν ἔχει καθόλου γοῦστο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατανοοῦν τίς δυσκολίες κατά τήν κρίση τους, δέν θεωροῦν ἀναγκαῖο στήν καθοριστική ἐπίδραση πού ἔχει σ’ αὐτούς ἕνα ἔργο τέχνης καί στήν μοναδικότητα τῆς θεωρήσεως τοῦ ἔργου, στήν ὁποία ἔχουν ἴσως προχωρήσει, νά ἀνακαλέσουν τήν κρίση τους σάν νά εἶχαν κάνει λάθος. Ἄλλοι, λιγότερο σεμνοί, γελοιοποιοῦνται ἀπό τήν κρίση τους ἤ καταντοῦν κουραστικοί γιά τούς γνῶστες. Εἶναι μέρος ὅμως τῆς συνολικῆς κοινωνικῆς μορφώσεως – καμμιᾶς ἄλλης κοινωνικῆς μορφώσεως ἀπό αὐτή τῆς Τέχνης - νά γνωρίζει κανείς πράγματα σχετικά μέ τήν Τέχνη, νά κατανοεῖ τήν ἰδέα ἤ τό ὅλον καθώς καί τίς πολύπλευρες σχέσεις τῶν μερῶν μεταξύ τους καί μέ τό ὅλον καί ἀντιστρόφως. Ὅμως, αὐτό δέν εἶναι δυνατό μέ κανέναν ἄλλο τρόπο παρά μόνο μέ τήν ἐπιστήμη καί εἰδικά μέ τήν Φιλοσοφία. Ὅσο πιό δυνατή κατασκευαστεῖ ἡ ἰδέα τῆς Τέχνης [σ. 142] καί τοῦ Ἔργου Τέχνης, τόσο περισσότερο θά ἐλεγχθεῖ ὄχι μόνον ἡ χαλαρότητα τῆς κρίσεως, ἀλλά καί κάθε εὔκολη προσπάθεια (ἐνν. κατανοήσεως) τῆς Τέχνης ἤ τῆς Ποιήσεως, πρᾶγμα πού εἶναι συνηθισμένο χωρίς νά χρησιμοποιοῦνται ἄλλες ἰδέες. 
Σχετικά μέ τό πόσο ἀναγκαία εἶναι μία αὐστηρά ἐπιστημονική θεώρηση της Τέχνης γιά τήν διαμόρφωση τῆς ἐπιστημονικῆς θεωρήσεως τοῦ ἔργου τέχνης καθώς καί γιά τήν διαμόρφωση τῆς κρίσεως γι’ αὐτό, θά ἤθελα νά σημειώσω τά ἑξῆς. 
Πολύ συχνά, ἀλλά ἰδιαίτερα σήμερα, μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε πώς οἱ ἴδιοι οἱ καλλιτέχνες μεταξύ τους δέν διαφοροποιοῦνται ἁπλῶς σέ σχέση μέ τήν κρίση τους ἀλλά ἔρχονται ἀκόμα καί σέ ἀντιπαράθεση. Αὐτό τό φαινόμενο μπορεῖ εὔκολα νά ἐξηγηθεῖ. Τήν ἐποχή τῆς ἀνθίσεως τῆς Τέχνης ἐπικρατεῖ ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ κυρίαρχου πνεύματος, ἡ εὐχαρίστηση καί ταυτόχρονα ἡ «ἄνοιξη» τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία, λιγότερο ἤ περισσότερο, ἐπιβάλλει τήν συνολική θεώρηση σύμφωνα μέ τούς μεγάλους καλλιτέχνες, ἔτσι ὥστε, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Τέχνης, τά μεγάλα ἔργα τέχνης πού δημιουργήθηκαν τό ἕνα μετά τό ἄλλο τήν ἴδια σχεδόν ἐποχή, δημιουργήθηκαν καί ὡρίμασαν ὑπό μία συλλογική θέωρηση καί ὑπό τόν κοινό ἥλιο. Ὁ Ἄλμπρεχτ Ντύρερ ταυτόχρονα μέ τόν Ραφαήλ, ὁ Θερβάντες καί ὁ Καλντερόν ταυτόχρονα μέ τόν Σαίξπηρ. Ὅταν μία τέτοια ἐποχή τῆς εὐχαριστήσεως καί τῆς ἀληθινῆς δημιουργικότητας περνάει, τότε ἐπέρχεται ἡ ἀπομίμηση/ ἀντανάκλαση καί μαζί μέ αὐτή ἡ συνολική διαίρεση. Ὅ,τι ἦταν ἐκεῖ ζωντανό πνεῦμα, γίνεται ἐδῶ μεταφορά. 
Ἡ κατεύθυνση τῶν παλαιῶν καλλιτεχνῶν ἦταν ἀπό τό κέντρο πρός τήν περιφέρεια. Οἱ μεταγενέστεροι παίρνουν τήν ἐξωτερική δεδομένη μορφή καί προσπαθοῦν νά τήν μιμηθοῦν ἀκριβῶς˙ κρατοῦν τήν σκιά χωρίς τό σῶμα. Ὁ καθένας διαμορφώνει το δικό του μοναδικό κομμάτι τῆς ἱστορίας γιά τήν Τέχνη καί κατόπιν κρίνει ὁ ἴδιος ὅ,τι ὑπάρχει μέχρι τότε. Οἱ μέν, οἱ ὁποῖοι ἐπισημαίνουν τό κενό τῆς μορφῆς χωρίς τό περιεχόμενο, κηρύττουν τήν ἐπιστροφή στό περιεχόμενο/ ὑλικό μέσῳ τῆς μιμήσεως τῆς Φύσεως, οἱ δέ, οἱ ὁποῖοι δέν ταλαντεύονται πάνω ἀπό κάθε κενή ἐξωτερική ἀνύψωση τῆς Τέχνης, κηρύττουν τό ἰδεατό, τήν ἀπομίμηση αὐτοῦ πού ἔχει ἤδη δημιουργηθεῖ. [σ. 143] Κανείς ὅμως δέν ἐπιστρέφει στίς πραγματικές πηγές τῆς Τέχνης στίς ὁποῖες ἡ μορφή καί τό ὑλικό δέν διαχωρίζονται. Λίγο-πολύ αὐτή εἶναι ἡ σημερινή κατάσταση τῆς Τέχνης καί τῆς θεωρήσεώς της. Τέτοια ποικιλία ἐπικρατεῖ στήν Τέχνη, τέτοια ποικιλία καί ἀποχρώσεις ἔχουν τά διαφορετικά ἱστορικά σημεῖα τῆς θεωρήσεώς της. Κανείς ἀπό αὐτούς πού ἔρχονται σέ ἀντιπαράθεση δέν καταλαβαίνει τόν ἄλλο. Ἄλλοι κρίνουν σύμφωνα μέ τόν βαθμό τῆς ἀλήθειας, ἄλλοι σύμφωνα μέ τήν ὀμορφιά, χωρίς ὁ καθένας ἀπό αὐτούς νά γνωρίζει τί πράγματι εἶναι ἀλήθεια καί τί ὀμορφιά. Ἀπό αὐτούς τούς ἐν τέλει πρακτικούς καλλιτέχνες μιᾶς τέτοιας ἐποχῆς δέν μποροῦμε, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, νά μάθουμε κάτι γιά τήν φύση της Τέχνης, γιατί αὐτοί κατά κανόνα ὑστεροῦν στήν ἰδέα τῆς Τέχνης καί τῆς Ὀμορφιᾶς. Καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐπικρατούσης ἀσυμφωνίας μεταξύ αὐτῶν πού ἀσκοῦν τήν Τέχνη εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναζητήσουμε τήν πραγματική ἰδέα καί τίς ἀρχές τῆς Τέχνης στήν ἐπιστήμη. 
Μόνον ἡ Φιλοσοφία μπορεῖ νά ἐπαναφέρει γιά τήν ἀντανάκλαση τίς καταβαραθρωμένες σέ μεγάλο βαθμό βασικές πηγές γιά τήν παραγωγή τῆς Τέχνης. Μόνον μέσῳ τῆς Φιλοσοφίας μποροῦμε νά ἐλπίζουμε νά ἀποκτήσουμε μία πραγματική ἐπιστήμη τῆς Τέχνης, ὄχι γιατί ἡ Φιλοσοφία θά μποροῦσε νά δώσει τό νόημα τῆς Τέχνης, τό ὁποῖο μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά δώσει, ὄχι γιατί θά μποροῦσε νά δώσει τήν θέωρηση τήν ὁποία ἡ Φύση ἔχει ἀποτύχει νά δώσει, ἀλλά γιατί καταγράφει σέ ἰδέες, μ’ ἕναν τρόπο πού δέν μεταβάλλεται, κάνοντας συγκεκριμένο ποιό εἶναι τό πραγματικό νόημα τῆς Τέχνης καί μέ ποιόν τρόπο ἡ πραγματική θεώρηση τῆς Τέχνης γίνεται συγκεκριμένη. 
Θεωρῶ ἀπαραίτητο νά παραθέσω τούς ἰδιαίτερους λόγους πού μέ ὁδήγησαν τόσο στό νά ἀσχοληθῶ μ’ αὐτήν τήν ἐπιστήμη [σ. 144] ὅσο καί νά δώσω αὐτήν τήν διάλεξη. 
Κατ΄ ἀρχάς, Σᾶς παρακαλῶ νά μήν μπερδέψετε αὐτήν τήν ἐπιστήμη τῆς Τέχνης μέ ὅ,τι ἕως τώρα ἀποκαλεῖται Αἰσθητική ἤ Θεωρία τῶν Καλῶν Τεχνῶν καί τῶν Ἐπιστημῶν. Ἐπίσης, δέν ὑπάρχει πουθενά καμμία ἐπιστημονική καί φιλοσοφική διδασκαλία τῆς Τέχνης, τό πολύ νά ὑπάρχει ἀποσπασματικά ἀλλά δέν εἶναι σέ θέση νά γίνει κατανοητή καί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτή παρά μόνον στό πλαίσιο ἑνός συνόλου. 
Πρίν ἀπό τόν Καντ ἡ διδασκαλία τῆς Τέχνης στήν Γερμανία ἦταν καθαρά μία συνέχεια τῆς Αἰσθητικῆς τοῦ Μπαουμγκάρντεν – ἕνας ὅρος πού χρησιμοποιήθηκε ἀρχικά ἀπό τόν ἴδιο τόν Μπάουμγκαρντεν. Ἀρκεῖ ἐπίσης νά ἀναφερθεῖ ὅτι αὐτή μέ τήν σειρά της ἦταν μία ἐξέλιξη τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Βόλφ. Τήν περίοδο πρίν ἀπό τόν Κάντ, ὅταν στήν Φιλοσοφία ἐπικρατοῦσαν ἡ φθηνή δημαγωγία καί ὁ ἐμπειρισμός δημιουργήθηκαν οἱ γνωστές θεωρίες τῶν Καλῶν Τεχνῶν καί τῶν Ἐπιστημῶν σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς Ψυχολογίας τῶν Ἄγγλων καί τῶν Γάλλων. Προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν τό Ὡραῖο μέσῳ τῆς ἐμπειρικῆς ψυχολογίας καί ἔτσι προσπαθοῦν νά ἐξηγήσουν τό θαῦμα της Τέχνης, ὅπως ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ἐποχή τίς ἱστορίες μέ τά φαντάσματα καί τίς διάφορες (ἐνν. λαϊκές) πεποιθήσεις. Ἀποσπάσματα αὐτοῦ τοῦ εμπειρισμοῦ συναντᾶμε σέ κείμενα καί ἀργότερα, ἐν μέρει ὅμως ἀπό μία καλύτερη ὀπτική γωνία. 
Ἄλλες Αἰσθητικές ἀποτυπώνονται ὡς δοκιμασμένες συνταγές ἤ βιβλία μαγειρικῆς, ὅπου ἡ συνταγή γιά τήν τραγωδία εἶναι ἡ ἑξῆς: πολύς φόβος, ὄχι ὅμως καί πάρα πολύς, τόσα μέλη ὅσα χρειάζονται καί ἀναρίθμητοι χωρισμοί. 
Μέ τήν Κριτική τῆς Κριτικῆς Δυνάμεως τοῦ Κάντ συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τά ὑπόλοιπα ἔργα του. [σ. 145] Ἀπό τούς ὑποστηρικτές τοῦ Κάντ θά περίμενε κανείς ἐξωτερική ἔλλειψη γούστου, ὅπως ἀκριβῶς στήν Φιλοσοφία ἔλλειψη πνεύματος. Πολλοί ἄνθρωποι ἔμαθαν λεπτομερῶς τήν Κριτική τῆς Κριτικῆς Δυνάμεως καί τήν χρησιμοποίησαν στά κείμενά τους ὡς Αἰσθητική. 
Μετά τόν Κάντ κάποια λαμπρά πνεύματα εἶχαν ἐξαιρετικές προτάσεις σχετικά μέ τήν ἰδέα μιᾶς πραγματικῆς φιλοσοφικῆς ἐπιστήμης τῆς Τέχνης καί συνέβαλαν μεμονωμένα πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Κανείς ὅμως δέν καθόρισε τό ἐπιστημονικό ὅλον ἤ ἔστω τίς ἀπόλυτες ἀρχές, οἱ ὁποῖες θά ἴσχυαν γενικῶς καί θά ἦταν σταθερές. Ἐπίσης, σέ ἀρκετούς δέν εἶναι κατανοητός ὁ αὐστηρός διαχωρισμός τοῦ Ἐμπειρισμοῦ καί τῆς Φιλοσοφίας, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει στήν πραγματική επιστήμη. 
Τό σύστημα τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης, τό ὁποῖο σκέφτομαι νά παρουσιάσω, διαφέρει πολύ ἀπό τά μέχρι τώρα συστήματα καί διαφοροποιεῖται τόσο στήν μορφή, ὅσο καί στό περιεχόμενο, μέ τό νά ἐπιστρέψω, περισσότερο ἀπό ὅ,τι μέχρι τώρα, στίς ἀρχές. Ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία ἔχω φθάσει σ’ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο τῆς Φιλοσοφίας τῆς Φύσεως, ἐάν δέν κάνω λάθος, καί πού μ’ ἔχει ὁδηγήσει στό νά ἁπλοποιήσω την πολύπλοκη δομή τῆς Φύσεως και στό νά βάλω μία τάξη στό χάος της, εἶναι ἡ ἴδια μέθοδος πού μᾶς δείχνει τήν ἔξοδο ἀπό τόν λαβύρινθο τοῦ κόσμου τῆς Τέχνης καί ρίχνει καινούργιο φῶς στά σχετικά θέματα. 
Τουλάχιστον πρέπει νά δείξω σεβασμό στήν ἱστορική πλευρά της Τέχνης, ἡ ὁποία, γιά λόγους πού θά ἀναλύσω στήν συνέχεια, εἶναι βασικό στοιχεῖο κάθε δομῆς. Γνωρίζω πολύ καλά πόσο δύσκολο εἶναι σ’ αὐτές τίς ἀτελείωτες περιοχές τῆς ἐπιστήμης, νά ἀποκτήσει κανείς ἔστω τίς γενικές γνώσεις γιά κάθε τομέα, καί στήν συνέχεια νά φθάσει σέ συγκεκριμένο σημεῖο τῆς γνώσεως σέ κάθε ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τομεῖς. Αὐτό πού μπορῶ ἐγώ νά κάνω γιά τόν ἑαυτό μου, εἶναι νά λάβω σοβαρά ὑπ’ ὄψιν τά παλαιά καί τά καινούργια ἔργα της Ποιήσεως [σ. 146] γιά νά ἔχω μία θεώρηση τῶν ἔργων τῆς Τέχνης, ὥστε νά γνωρίζω, κατά τήν συναναστροφή μέ τούς ἀσκούμενους καλλιτέχνες, τήν διαφωνία τους ἀλλά καί τήν ἔλλειψη κατανοήσεως τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί, κατά τήν συναναστροφή μ’ ἐκείνους πού εὐχάριστα ὑπηρετοῦν τήν Τέχνη καί σκέφτονται θεωρητικά, νά γνωρίζω ἕνα μέρος αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν θεωρήσεων τῆς Τέχνης, τίς ὁποῖες θεωρῶ ἀπαραίτητες γιά τόν σκοπό μου. 
Γιά κείνους πού γνωρίζουν τό δικό μου σύστημα τῆς Φιλοσοφίας, θά εἶναι ἡ Φιλοσοφία τῆς Τέχνης μόνον μία ἐπανάληψη αὐτοῦ στόν μέγιστο βαθμό. Γιά κείνους πού ἀκόμα δέν τό γνωρίζουν, ἡ μέθοδος αὐτή ἴσως νά γίνει πιό κατανοητή κατά τήν χρήση της. 
Ἡ δομή της δέν περιορίζεται στό γενικό ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στά ἐπί μέρους, τά ὁποῖα θεωροῦνται ὁλόκληρα γένη. Θά ταξινομήσω αὐτά καί τόν κόσμο τῆς Ποιήσεώς τους. Ἀναφέρω ἐπιγραμματικά μόνον τόν Ὅμηρο, τόν Δάντη καί τόν Σαίξπηρ. Στήν διδασκαλία τῶν Καλῶν Τεχνῶν, τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῶν μεγάλων καλλιτεχνῶν κατατάσσονται σέ γενικές κατηγορίες. Στήν διδασκαλία της Ποιήσεως καί τῶν εἰδῶν της θά προχωρήσω μέχρι τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ κάθε ἔργου τῶν μεγάλων ποιητῶν, γιά παράδειγμα τοῦ Σαίξπηρ, τοῦ Θερβάντες, τοῦ Γκαῖτε, ὥστε νά μεταβάλω τήν ἐπικρατοῦσα θεώρηση. 
Στήν γενική Φιλοσοφία χαιρόμαστε γιά τό αὐστηρό πρόσωπο τῆς ἀλήθειας γιά τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό. Σ’ αὐτήν τήν ἰδιαίτερη περιοχή τῆς Φιλοσοφίας, ὁ ὁποία ἐπικεντρώνεται στήν Φιλοσοφία τῆς Τέχνης, φθάνουμε στήν θεώρηση τῆς αἰώνιας ὀμορφιᾶς καί τῆς ἀρχῆς κάθε τι ὡραίου. 
Ἡ Φιλοσοφία εἶναι ἡ βάση ὅλων καί συνοψίζει τά πάντα. Ἐπεκτείνει τήν δομή της σέ ὅλα τά πεδία τῆς γνώσεως. Μόνον μέσῳ αὐτῆς ὁδηγούμεθα στήν κορυφή. [σ. 147] Μέσῳ τῆς διδασκαλίας τῆς Τέχνης δημιουργεῖται μέσα στό πλαίσιο τῆς Φιλοσοφίας ἕνας πιό στενός κύκλος, στόν ὁποῖο βλέπουμε τό αἰώνιο μέ συγκεκριμένη μορφή καί αὐτό βρίσκεται σε πραγματική ἁρμονία μέ τήν Φιλοσοφία. 
Στήν μέχρι τώρα παρουσίαση περιλαμβάνεται ἐν μέρει καί ἡ ἀπάντηση στό τί εἶναι ἡ Φιλοσοφία τῆς Τέχνης. Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητο νά τό ἐξηγήσω λεπτομερῶς. Γενικῶς θά ἔθετα τήν ἐρώτηση ὡς ἑξῆς: Πῶς εἶναι δυνατή ἡ Φιλοσοφία τῆς Τέχνης; (διότι ἀπόδειξη τῆς «δυνάμεως» στήν θεώρηση τῆς ἐπιστήμης εἶναι ἐπίσης καί ἡ ἀλήθεια). 
Μπορεῖ νά διαπιστώσει κανείς πώς στήν ἔννοια τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης εἶναι ἐνσωματωμένες καί ἀντίθετες ἀπόψεις. Ἡ Τέχνη εἶναι τό πραγματικό, τό ἀντικειμενικό, ἡ φιλοσοφία τό ἰδανικό, τό ὑποκειμενικό. Θά μποροῦσε κανείς νά ὁριοθετήσει τό ἀντικείμενο τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης μέ τόν ἑξῆς τρόπο: τό πραγματικό, ὅποιο κι ἄν εἶναι στήν Τέχνη, νά ἀποτυπώνεται ἰδανικά. Καί στήν συνέχεια προκύπτει ἡ ἑξῆς ἐρώτηση: τί σημαίνει κάτι πραγματικό νά ἀποτυπωθεῖ ὡς ἰδανικό; Ἀλλά κι ὅταν τό μάθουμε αὐτό, ἡ ἔννοια τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης δέν θά εἶναι ἀκόμα ξεκάθαρη. Πρέπει λοιπόν νά προχωρήσουμε ἀκόμη περισσότερο μέ τήν ἀναζήτηση – ἐπειδή ἰδανική ἀποτύπωση = κατασκευή, Φιλοσοφία τῆς Τέχνης = κατασκευή της Τέχνης. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, αὐτή ἡ ἔρευνα εἶναι ἀπαραίτητη μαζί μέ τήν κατανόηση τῆς κατασκευῆς. 
Ἡ προσθήκη «Τέχνη» στόν ὅρο «Φιλοσοφία τῆς Τέχνης» περιορίζει ἁπλῶς τήν γενική ἔννοια τῆς Φιλοσοφίας καί δέν τήν διευρύνει. Ἡ ἐπιστήμη μας πρέπει νά εἶναι Φιλοσοφία. Τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι πρέπει νά εἶναι Φιλοσοφία σέ σχέση μέ τήν Τέχνη. Ὅμως, ἡ Φιλοσοφία καί εἰδικότερα ὡς Φιλοσοφία τῆς Τέχνης δέν θά μποροῦσε νά ἀσχολεῖται μέ κάτι ἄλλο ἀπό τό νά ἐξετάζει τό ἀντικείμενό της ἀποκλειστικά. [σ. 148]. Ἡ Φιλοσοφία εἶναι οὐσιαστικά μία, δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ. Αὐτό πού οὐσιαστικά εἶναι ἡ Φιλοσοφία, εἶναι ἕνα ὅλον ἀδιαίρετο. Ἐλπίζω αὐτή ἡ ἔννοια τῆς ἀδιαιρετότητας τῆς Φιλοσοφίας, πού ἐσεῖς πρόσφατα υἱοθετήσατε, νά συνοψίσει ὁλόκληρη τήν ἰδέα τῆς ἐπιστήμης μας. Εἶναι εὑρέως γνωστό πώς ἡ ἔννοια τῆς Φιλοσοφίας χρησιμοποιήθηκε συχνά λανθασμένα. Ἤδη ἔχουμε μία Φιλοσοφία, συγκεκριμένα μία ἐπιστημονική διδασκαλία τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας καί πρέπει νά περιμένουμε καί τήν δημιουργία μιᾶς Φιλοσοφίας τοῦ κάρου. Στό τέλος θά ὑπάρχουν τόσες φιλοσοφίες, ὅσες καί τά ἀντικείμενα, καί ἀπό τίς πολλές φιλοσοφίες θά χαθεῖ τελείως ἡ Φιλοσοφία. Ἐκτός ἀπό αὐτές τίς πολλές φιλοσοφίες, ὑπάρχουν καί μεμονωμένες φιλοσοφικές ἐπιστῆμες ἤ φιλοσοφικές θεωρίες. Οὐσιαστικά δέν εἶναι τίποτα. Ὑπάρχει μόνον μία Φιλοσοφία καί μία ἐπιστήμη τῆς Φιλοσοφίας. Ὅ,τι ὀνομάζεται διαφορετική φιλοσοφική ἐπιστήμη εἶναι εἴτε τελείως ἀνέντιμο, εἴτε ἁπλῶς ἐκφάνσεις τῆς μιᾶς καί ἀδιαίρετης Φιλοσοφίας σέ διαφορετικές διατυπώσεις ἤ ὑπό διαφορετικούς ἰδανικούς καθορισμούς. 
Σ’ αὐτό τό σημεῖο θά ἐξηγήσω αὐτήν τήν ἔκφραση, γιατί εἶναι ἀπαραίτητο να γίνει κατανοητό τό περιεχόμενό της. Ἔχει σχέση μέ τήν γενική διδασκαλία τῆς Φιλοσοφίας γιά τήν οὐσιαστική καί ἐσωτερική ταυτότητα κάθε αντικειμένου καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διεκρίναμε. Εἶναι ἀληθινή ὡς μία ἀπόλυτη ἀλήθεια καί ὡς ἀπόλυτη οὐσία ἀδιαίρετη, δηλαδή δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ ἤ νά διακριθεῖ. Ἐπειδή εἶναι ἀδιαίρετη, ἡ διαφορετικότητα τῶν πραγμάτων εἶναι δυνατή ὑπό τήν ἔννοια ὅτι τό ὅλον καί τό ἀδιαίρετο ὑπόκεινται σέ διαφορετικές θεωρήσεις. [σ. 149] Αὐτές τίς θεωρήσεις τίς ὀνομάζω «δυνάμεις». Δέν διαφοροποιοῦνται στήν οὐσία, αὐτό εἶναι πάντοτε ἔτσι καί εἶναι ἀπαραίτητο, καί γι’ αὐτό τόν λόγο ἀποκαλοῦνται ἰδανικές θεωρήσεις. Π.χ αὐτό τό ὁποῖο ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε στήν Ἱστορία ἤ στήν Τέχνη εἶναι οὐσιαστικά τό ἴδιο μ’ αὐτό πού συμβαίνει στήν Φύση. Στόν καθένα δημιουργεῖται κυρίως κάθε τι ἀπόλυτο, αὐτό ὅμως τό ἀπόλυτο βρίσκεται στήν Φύση, τήν Ἱστορία καί τήν Τέχνη σέ διαφορετικές «δυνάμεις». Ἐάν μπορούσαμε νά τό ἀφαιρέσουμε γιά νά δοῦμε τό καθαρό νόημα «γυμνό», τότε θά ἦταν γιά ὅλους Ἕνα. 
Ἡ Φιλοσοφία, λοιπόν, ἀναδεικνύεται ἀπό τήν θεώρηση τοῦ συνόλου ὅλων τῶν «δυνάμεων». Πρέπει νά εἶναι μία πιστή εἰκόνα τοῦ σύμπαντος, αὐτό ὅμως εἶναι τό ἀπόλυτο, πού ἀποτυπώνεται στό σύνολο ὅλων τῶν ἰδανικῶν θεωρήσεων – ὁ Θεός καί τό σύμπαν εἶναι ἕνα ἤ ἁπλῶς διαφορετικές ὄψεις τοῦ ἑνός. Ὁ Θεός εἶναι τό σύμπαν, ἐάν τό δοῦμε ἀπό τήν πλευρά τῆς ταυτότητας, εἶναι τό πᾶν γιατί αὐτός εἶναι τό μοναδικά ἀληθινό, ἐκτός ἀπό αὐτόν δέν ὑπάρχει τίποτα, ὁ Θεός εἶναι τό σύμπαν, ἐάν προχωρήσουμε σἑ ἑρμηνεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ συνόλου. Στήν ἀπόλυτη ἰδέα πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς Φιλοσοφίας, ἡ ταυτότητα καί τό ὅλον εἶναι ἕνα. Ἡ συνολική θεώρηση τῆς Φιλοσοφίας θεωρῶ ὅτι βρίσκεται στό σύνολο ὅλων τῶν «δυνάμεων». Ἡ φιλοσοφία, φρονῶ, βρίσκει τήν πλήρη της πραγμάτωση μόνον ὅταν ἀναδύεται τό σύνολο τῶν «δυνάμεών» της. Τό Ἀπόλυτο, ὡς μεμονωμένη ἔννοια, ἄρα καί μέ τήν ἔννοιά του ὡς φιλοσοφικῆς ἀρχῆς, ἀποτελεῖ τό σύνολο τῶν «δυνάμεων», γι' αὐτό ἀκριβῶς καί δέν ὑπάρχει σ’ αὐτό καμμία «δύναμις», στό μέτρο ὅμως πού δέν ἐμπεριέχει καμμία «δύναμιν», τίς ἐμπεριέχει ὅλες. Ὀνομάζω αὐτήν ἀρχή γι’ αὐτόν τόν λόγο, διότι καμμία ἰδιαίτερη «δύναμις» δέν εἶναι ἴδια καί ἔτσι ὅλοι κατανοοῦν τό ἀπόλυτο σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς Φιλοσοφίας.
Αὐτή ἡ ἀνεπάρκεια, ἐπειδή εἶναι ἀκριβῶς αὐτή καί ἐπειδή εἶναι μία, ἄτμητη καί ἀδιαίρετη, εἶναι ἀπαραίτητη σέ κάθε ἰδιαίτερο σύνολο (πού ὀνομάζεται ἐπίσης «δύναμις»). Ἐπίσης αὐτό δέν εἶναι δυνατό, χωρίς νά ἐπιστρέφουν σέ κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἰδιαίτερες μονάδες, ὅλες οἱ μονάδες, δηλαδή οἱ «δυνάμεις». Στήν Φιλοσοφία, λοιπόν, δέν εἶναι τίποτα ἀπόλυτο, ἤ, καλύτερα, δέν γνωρίζουμε τίποτα στήν Φιλοσοφία ὡς ἀπόλυτο – πάντα αὐτό τό ἕνα καί μόνον αὐτό τό ἕνα σέ ἰδιαίτερες μορφές. Ἡ Φιλοσοφία – σᾶς παρακαλῶ νά τό συγκρατήσετε αὐτό – δέν προχωρεῖ στό συγκεκριμένο ὡς τέτοιο ἀλλά πάντοτε ἀβίαστα μόνον στό ἀπόλυτο καί στό συγκεκριμένο μόνον μέχρι τοῦ σημείου πού ἀποδέχεται τό ἀπόλυτο καί ἀποτυπώνεται σ’ αὐτό. 
Ἐξ αὐτοῦ εἶναι προφανές πώς δέν θά μποροῦσαν νά ὑπάρχουν ἰδιαίτερες φιλοσοφίες καί πολύ περισσότερο ἰδιαίτερες καί μεμονωμένες φιλοσοφικές ἐπιστῆμες. Ἡ Φιλοσοφία ἔχει σέ ὅλες τίς μορφές μόνον ἕνα ἐπίπεδο καί γι’ αὐτόν τόν λόγο εἶναι μία καί μοναδική. [σ. 150] Στό πλαίσιο τῆς γενικῆς Φιλοσοφίας, κάθε μεμονωμένη «δύναμις» εἶναι γιά κείνη ἀπόλυτη, καί σ’ αὐτήν τήν ἀπολυτότητα δέν βλάπτεται κανένα μέρος τοῦ ὅλου. Ἀληθινό μέρος τοῦ ὅλου εἶναι κάθε τι πού ἀποτυπώνεται ὅλο σ’ αὐτό, μέχρι τοῦ σημείου πού δημιουργεῖται ἡ ἀντανάκλασή του. Αὐτό εἶναι, λοιπόν, κάθε σύνδεση του εἰδικοῦ μέ τό γενικό πού βρίσκουμε συχνά σέ κάθε ὀργανικό νόημα, ὅπως σέ κάθε ποιητικό ἔργο στό ὁποῖο γιά παράδειγμα κάθε μέρος πού ὑπηρετεῖ τό ὅλον. 
Μποροῦμε νά ἀπομονώσουμε τήν ἰδιαίτερη «δύναμιν» ἀπό τό ὅλον καί νά τήν μελετήσουμε, ἀλλά μέχρι τοῦ σημείου πού ἐμεῖς πράγματι ἀποτυπώνουμε τό ἀπόλυτο σ’ αὐτό – αὐτή ἡ ἀποτύπωση εἶναι ἡ ἴδια ἡ Φιλοσοφία. Αὐτή τήν ἀποτύπωση μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε, γιά παράδειγμα, Φιλοσοφία τῆς Φύσεως, Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας, Φιλοσοφία τῆς Τέχνης. 
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀποδεικνύεται: 1. Κανένα ἀντικείμενο δέν πληροῖ τίς προϋποθέσεις τῆς Φιλοσοφίας, ἐάν δέν ἔχει θεμελιωθεῖ ἀπό τό ἀπόλυτο μέσῳ μιᾶς αἰώνιας ἰδέας, νά γίνει ἀποδεκτό τό συνολικό ἀδιαίρετο νόημα του ἀπολύτου. Ὅλα τά διαφορετικά ἀντικείμενα, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι διαφορετικά, εἶναι ἁπλῶς μορφές χωρίς οὐσία – οὐσία ἔχει μόνον Ἕνα καί μόνον αὐτοῦ τοῦ Ἑνός, [σ. 151] τό ὁποῖο περικλείει τήν συνολικότητα, η μορφή θεωρεῖται ἰδιαίτερη. Ὑπάρχει, γιά παράδειγμα, Φιλοσοφία τῆς Φύσεως γιατί στήν ἰδιαιτερότητα τῆς Φύσεως ὑπάρχει τό ἀπόλυτο, ἐπειδή ακριβῶς ὑπάρχει μία ἀπόλυτη καί αἰώνια Ἰδέα τῆς Φύσεως. Ὅπως ἐπίσης καί Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας, Φιλοσοφία τῆς Τέχνης. 
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀποδεικνύεται 2. ἡ πραγματικότητα τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης καθώς τά ὅριά της καί ἡ διαφορετικότητά της εἶναι ἐμφανῆ σέ σχέση μέ τήν ἁπλή Θεωρία τῆς Τέχνης. Ὅσο ἡ ἐπιστήμη τῆς Φύσεως ἤ τῆς Τέχνης ἀποτυπώνει σ’ αὐτήν τό ἀπόλυτο, αὐτή ἡ ἐπιστήμη εἶναι Φιλοσοφία, Φιλοσοφία τῆς Φύσεως, Φιλοσοφία τῆς Τέχνης. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ἡ ἰδιαίτερη «δύναμις» ἀντιμετωπίζεται ὡς κάτι ἰδιαίτερο καί καθορίζεται ὡς ἰδιαίτερος κανόνας, πού δέν ἔχει νά κάνει μέ τήν Φιλοσοφία ὡς Φιλοσοφία, στήν ὁποία ὑπάρχει μία συνοχή, ἀλλά ἀφορᾶ εἰδικές γνώσεις τοῦ ἀντικειμένου – σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ Φιλοσοφία, ἀλλά Θεωρία τῆς Φύσεως, Θεωρία τῆς Τέχνης. Αὐτή ἡ Θεωρία θά μποροῦσε, μέ τήν σειρά της, νά δανεισθεῖ τίς ἀρχές της ἀπό τήν Φιλοσοφία, ἀλλά, ἐπειδή ἀκριβῶς ἁπλῶς τίς δανείζεται, δέν εἶναι Φιλοσοφία. 
Ὡς ἐκ τούτου θά συγκροτήσω στήν συνέχεια, ἀρχικά στήν Φιλοσοφία τῆς Τέχνης τήν Τέχνη ὄχι ὡς Τέχνη, ὡς κάτι τό ἰδιαίτερο, ἀλλά τό σύμπαν στήν μορφή τῆς Τέχνης, καί ἡ Φιλοσοφία τῆς Τέχνης εἶναι ἐπιστήμη τοῦ ὅλου στήν μορφή ἤ τήν «δύναμιν» τῆς Τέχνης. Ἀκριβῶς μ’ αὐτό τό βῆμα ἀνυψώνουμε αὐτήν τήν ἐπιστήμη στήν θέση μιᾶς ἀπόλυτης ἐπιστήμης τῆς Τέχνης. 
[σ. 152] Μόνον τό γεγονός ὅτι ἡ Φιλοσοφία τῆς Τέχνης εἶναι ἡ ἀποτύπωση τοῦ σύμπαντος στήν μορφή τῆς Τέχνης, δέν μᾶς δίδει καμμία ὁλοκληρωμένη ἰδέα τῆς ἐπιστήμης, οὔτε γιά τό εἶδος τῆς δομῆς πού εἶναι ἀπαραίτητη σέ μία Φιλοσοφία τῆς Τέχνης. 
Ἀντικείμενο τῆς δομῆς καί κατ’ ἐπέκτασιν τῆς Φιλοσοφίας ἀποτελεῖ μόνον αὐτό πού εἶναι ἱκανό νά θεωρήσει ὡς ἰδιαίτερο τό ἀτελές. Ἡ Τέχνη, γιά νά εἶναι ἀντικείμενο τῆς Φιλοσοφίας, ὀφείλει νά ἀποτυπώνει σ’ αὐτήν τό ἀτελές ὡς κάτι πράγματι ἰδιαίτερο ἤ τουλάχιστον ἁπλῶς νά τό ἀποτυπώνει. Ἀλλά αὐτό δέν ὑπάρχει μόνον στήν θεώρηση τῆς Τέχνης, ἀλλά βρίσκεται ἐπίσης καί στήν ἀποτύπωση τοῦ ἀτελοῦς στόν ἴδιο βαθμό μέ τήν Φιλοσοφία: ὅπως ἀποτυπώνεται αὐτό τό ἀπόλυτο στό ἀρχέτυπο ἔτσι ἀποτυπώνεται τό ἀπόλυτο στό ἀντίγραφο.
Ἐπειδή ἡ Τέχνη ἀποτυπώνει ἔτσι τήν Φιλοσοφία καί ἡ ἴδια εἶναι μόνον ἡ πλήρης καί ἀντικειμενική ἀντανάκλασή της, πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ὅλα τά χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν τήν Φιλοσοφία στό ἰδανικό καί αὐτό τό Ἕνα εἶναι ἀρκετό γιά τήν ἀπαραίτητη μέθοδο της επιστήμης μας.
Ἡ Φιλοσοφία δέν ἀποτυπώνει τήν πραγματικότητα, ἀλλά τά ἀρχέτυπα τῶν πραγμάτων καί κυρίως τήν Τέχνη, καί αὐτά τά ἀρχέτυπα, ἀπό τά ὁποῖα σύμφωνα μέ τίς ἀποδείξεις της Φιλοσοφίας αὐτά (τά ὄντως ὑπάρχοντα) εἶναι ἡμιτελεῖς ἀντανακλάσεις, εἶναι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα στήν Τέχνη - ὡς ἀρχέτυπα – στήν πληρότητά τους – εἶναι ἀντικειμενικά καί διά τῆς ἀντανακλάσεως ἀποτυπώνουν τόν πνευματικό κόσμο. Γιά νά δώσω μερικά παραδείγματα, ἡ Μουσική δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό τόν ἀρχετυπικό ρυθμό τῆς Φύσεως καί τοῦ ἰδίου τοῦ σύμπαντος πού μέσῳ αὐτῆς τῆς Τέχνης διαπερνᾶ τόν γνωστό κόσμο. Τό Ὁμηρικό Ἔπος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη, [σ. 153] πώς ἡ Ἱστορία βασίζεται στό ἀπόλυτο. Κάθε πίνακας ἀνοίγει τόν ὁρίζοντα στόν πνευματικό κόσμο. 
Αὐτό προϋποθέτει πώς μποροῦμε νά λύσουμε ὅλα τά προβλήματα τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης, τά ὁποῖα στήν γενική Φιλοσοφία λύνονται στήν γενικότερη θεώρηση του σύμπαντος. 
1. Ἐμεῖς στήν Φιλοσοφία τῆς Τέχνης δέν θά βασισθοῦμε σέ καμμία ἄλλη ἀρχή παρά μόνον στό ἀτελές. Τό ἀτελές θά τό καταδείξουμε ὡς τήν ἀπαραίτητη ἀρχή τῆς Τέχνης. Ὅπως γιά τήν Φιλοσοφία τό ἀπόλυτο εἶναι τό ἀρχέτυπο τῆς ἀλήθειας, ἔτσι γιά τήν Τέχνη εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ ὡραίου. Θά καταδείξουμε ὅτι ἡ Ἀλήθεια καί τό Ὡραῖο εἶναι ἁπλῶς δύο διαφορετικές ὄψεις τοῦ Ἑνός, τοῦ Ἀπολύτου. 
2. Τό δεύτερο ζήτημα, ὅπως στήν θεώρηση τῆς Φιλοσοφίας ἐν γένει, ἔτσι καί στήν θεώρηση τῆς Φιλοσοφίας τῆς Τέχνης ἀφορᾶ κάθε μονάδα καί κάθε τι ἁπλό πού χάνεται μέσα στόν πλουραλισμό καί στήν διαφορετικότητα. Ἡ Φιλοσοφία δίδει ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ζήτημα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἀρχετύπων. Τό ἀπόλυτο εἶναι Ἕνα ἀλλά αὐτό τό Ἕνα ἀπολύτως ἰδωμένο σέ ἰδιαίτερες μορφές. Τό ἴδιο (ἐνν. συμβαίνει) καί μέ τήν Τέχνη. Ἐπίσης, ἡ Τέχνη ἀσχολεῖται μέ τήν ἀρχετυπική ὀμορφιά μόνον σέ ἰδέες ὡς ἰδιαίτερες μορφές, πού εἶναι θεϊκές καί ἀπόλυτες, καί ἀντί ἡ Φιλοσοφία νά ἀσχολεῖται μέ τίς ἰδέες, ἀσχολεῖται μέ τήν Τέχνη ὡς πραγματική. Οἱ ἰδέες ὅσο θεωροῦνται πραγματικές, εἶναι τό ὑλικό καί ταυτόχρονα τό γενικό καί ἀπόλυτο ὑλικό τῆς Τέχνης, ἀπό τό ὁποῖο ὅλα τά ἰδιαίτερα ἔργα τέχνης θεωροῦνται σάν μεγάλα ἐπιτεύγματα. Αὐτές οἱ πραγματικές, ζωντανές καί ὑπάρχουσες ἰδέες εἶναι οἱ θεοί, ὁ γενικός συμβολισμός ἤ ἡ γενική ἀποτύπωση τῶν ἰδεῶν ὡς πραγματικῶν εἶναι δεδομένο σύμφωνα μέ τήν μυθολογία [σ. 154]. Ἔτσι ἡ ἀπάντηση τοῦ δευτέρου ἀπό τά ὡς ἄνω ζητήματα συνίσταται στήν κατασκευή τῆς μυθολογίας. Στήν πράξη οἱ θεοί κάθε μυθολογίας εἶναι οἱ ἰδέες τῆς Φιλοσοφίας σύμφωνα μέ καθαρά ἀντικειμενική ἤ πραγματική θεώρηση.
Παραμένει, ὅμως, ἀναπάντητο ακόμα πῶς δημιουργεῖται ἕνα πραγματικό καί μοναδικό ἔργο τέχνης. Ὅπως λοιπόν τό ἀπόλυτο – τό μή πραγματικό – σέ ὅλη τήν ταυτότητα, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι τό πραγματικό στήν μή ταυτότητα τοῦ γενικοῦ καί τοῦ εἰδικοῦ, συνίσταται στόν διαχωρισμό εἴτε τοῦ εἰδικοῦ εἴτε τοῦ γενικοῦ. Ἔτσι προκύπτει ἐδῶ μία ἀντίθεση, ἡ ἀντίθεση τῆς εἰκαστικῆς μέ τήν ὁμιλοῦσα Τέχνη. 
Κάθε μία ἀπό αὐτές τίς μορφές ὅσο ἀφοροῦν εἴτε στήν πραγματική εἴτε στήν ἰδανική ἑνότητα ἀποτυπώνει μία ἰδιαίτερη μορφή τῆς Τέχνης. Τό πραγματικό ἀποτυπώνεται στήν μουσική, ἐνῶ τό ἰδανικό στήν ζωγραφική. 
Τό ἴδιο ἰσχύει καί στήν περίπτωση τῆς θεωρήσεως τῆς ἰδανικῆς ἑνότητας ἡ ὁποία περιλαμβάνει ἐκ νέου τίς τρεῖς μορφές τῆς λυρικῆς, τῆς ἐπικῆς καί τῆς δραματικῆς ποιητικῆς τέχνης. Ἡ Λυρική εἶναι μορφοποίηση τοῦ Ἀτελοῦς στό Τελικό = τό εἰδικό. [σ. 155] Τό Ἔπος εἶναι ἀποτύπωση τοῦ Τελικοῦ στό Ἀτελές = τό γενικό. Ἡ Δραματική Ποίηση εἶναι σύνθεση τοῦ γενικοῦ καί τοῦ εἰδικοῦ. Σύμφωνα μέ αὐτές τίς βασικές μορφές ἀποτυπώνεται ἰδανικῶς ὁλόκληρη ἡ Τέχνη στήν πραγματικότητα. 
Ἀφοῦ ἡ Τέχνη εἶναι αἰώνια καί ἀπαραίτητη, δέν ὑπάρχει τίποτα τό τυχαῖο στήν ἐμφάνισή της μέσα στόν χρόνο παρά μόνον ἡ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα. Σ’ αὐτήν τήν σχέση ὑπάρχει ἀκόμα καί τό δεδομένο μιᾶς πιθανῆς γνώσεως καί τά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς δομῆς θεωροῦνται δεδομένα μέσῳ γεγονότων, τά ὁποῖα ἡ Τέχνη καταδεικνύει στήν ἐμφάνισή της μέσα στόν χρόνο. Οἱ ἀντιθέσεις, ὅμως, πού προκύπτουν ἀπό τήν θεώρηση τῆς Τέχνης μέσα ἀπό τήν ἐξάρτησή της ἀπό τόν χρόνο, εἶναι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ χρόνος, ἀπαραίτητες καί ἀνούσιες καί ἁπλῶς τυπικές ἀντιθέσεις, τελείως διαφορετικές ὅμως ἀπό τίς πραγματικές πού συσχετίζονται μέ τό νόημα ἤ τήν Ἰδέα τῆς Τέχνης. Αὐτή ἡ γενική καί μέσῳ ὅλων τῶν κλάδων τῆς Τέχνης τυπική ἀντίθεση εἶναι αὐτή τῆς παλαιᾶς καί τῆς μοντέρνας τέχνης. 
Θά ὑπῆρχε μία πραγματική ἔλλειψη δομῆς, ἐάν θέλαμε νά ἀγνοήσουμε τήν θεώρηση κάθε μεμονωμένης μορφῆς τῆς Τέχνης. Ἐπειδή ὅμως αὐτή ἡ ἀντίθεση θεωρεῖται ἁπλῶς τυπική, συνιστᾶ τήν ἄρνηση ἤ τήν ὑπέρβαση τῆς δομῆς. Θά ἀποτυπώναμε χωρίς πρόβλημα τήν ἱστορική πλευρά τῆς Τέχνης, ἐάν λαμβάναμε ὑπ’ ὄψιν αὐτήν τήν ἀντίθεση καί μπορούσαμε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κατανοήσουμε τήν ὁλοκλήρωση τῆς δομῆς μας. 
Σύμφωνα μέ τήν δική μου ἄποψη γιά τήν Τέχνη, ἡ ἴδια ἡ Τέχνη είναι μία ἀπορροή τοῦ Ἀπολύτου. Ἡ ἱστορία τῆς Τέχνης θά μᾶς δείξει μέ προφανεῖς καί εὔκολους συσχετισμούς τήν θεώρηση τοῦ σύμπαντος καί μέσῳ αὐτοῦ κάθε ἀπόλυτη ταυτότητα. Μόνον στήν ἱστορία τῆς Τέχνης γίνεται ἐμφανής ἡ ἐσωτερική καί ἡ οὐσιαστική ἑνότητα ὅλων τῶν ἔργων τέχνης, ὅτι ὅλα τά ποιήματα εἶναι τῆς μιᾶς καί τῆς αὐτῆς μεγαλοφυΐας, ἡ ὁποία στίς ἀντιθέσεις τῆς παλαιᾶς μέ τήν μοντέρνα τέχνη ἐμφανίζεται μόνον σέ δύο διαφορετικές μορφές. 
(Tό παρόν κείμενο μεταφράζεται γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική. Βασίζεται δέ στήν ἔκδοση: F.W.J. Schelling, Philosophie der Kunst, Reclam, Stuttgart, 2010, σσ. 139-155. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά συμβουλευθεῖ καί τήν ἔκδοση: F.W.J. Schelling, Philosophie de l' art, trad. C. Sulzer, A. Pernet, Editions J. Millon, Grenoble 1999, σσ. 49-62)

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστούμε, κ. Μπαλτά, θερμά για τη μετάφραση του φιλοσοφικού κειμένου!

    ΔΙΟΓΕΝΗΣ-Ε.Μ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή