Ἕλενα Χατζόγλου
Ἅγιος Γεράσιμος Παλλαδᾶς
Μαρτυρίες καὶ κρίσεις ἀπὸ συγχρόνους του
Ἡ σημερινὴ μέρα ἀποτελεῖ ἀπόδοση τιμῆς στὴν μνήμη ἑνὸς πολὺ ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε στὴν ζωή του γιὰ τὴν σεμνότητα καὶ τὴν μετριοπάθεια. Ὅλη ἡ μελέτη τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου του, τὴν ὁποία ἐπιχείρησα κατὰ τὴν διδακτορικὴ[1] καὶ μεταδιδακτορική μου ἔρευνα, ἐπιτρέπει τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ὁ προσανατολισμός του ἦταν ἡ προσφορὰ καὶ ἡ ἐργατικότητα μακριὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ὑπόνοια αὐτοπροβολῆς ἢ ἀκόμη καὶ ἀναγνώρισης.
Ὡστόσο, ἐφόσον κάθε φωτεινὴ προσωπικότητα δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει «ὑπὸ τὸν μόδιον» γιὰ πολύ, ἀλλὰ ἀργὰ ἢ γρήγορα τίθεται «ἐπὶ τὴν λυχνίαν», ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος τόσο κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο του, ὅσο καὶ μετὰ θάνατον ἐπαινέθηκε καὶ ἀναγνωρίστηκε. Σκοπὸς τῆς ὁμιλίας μου αὐτῆς εἶναι νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ μαρτυρίες περὶ τοῦ προσώπου του, θετικὲς κατὰ κανόνα, ἀλλὰ καὶ ὁρισμένες ἀρνητικὲς ἕως καὶ συκοφαντικές, ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ.
Κατ’ ἀρχάς, πρὶν ἀπὸ τὴν πατριαρχική του ἐκλογή, τὸ 1688, ὁ Γεράσιμος ἐργάστηκε ὡς δάσκαλος τοῦ Γένους σὲ τουρκοκρατούμενες περιοχές, ὅπως στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Ἤπειρο. Συνδέθηκε μάλιστα, στὰ Ἰωάννινα, μὲ συνεργάτες καὶ μαθητὲς τῆς ὀνομαστῆς Σχολῆς τοῦ Ἐπιφανίου, ποὺ λειτούργησε ὡς κοιτίδα τῆς νεοελληνικῆς ἐκπαίδευσης, σὲ μία περίοδο σχετικῆς ἀλλὰ καὶ ἐλεγχόμενης «αὐτονομίας» στὰ ἐκπαιδευτικὰ πράγματα ἐπὶ τουρκοκρατίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ συμμετεῖχαν στὴν ἐκπαιδευτικὴ αὐτὴ κίνηση, ὁ Κρητικὸς Γρηγόριος Μελισσηνός, ἀνηψιὸς τοῦ σπουδαίου γιὰ τὴν λογιοσύνη του Γερασίμου Βλάχου, τὸ ἔτος 1660 ζήτησε ἀπὸ τόν, ἱερομόναχο τότε, Γεράσιμο νὰ τοῦ ἀποστείλει δέκα ἀπὸ τὶς Διδαχές του, προκειμένου νὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὡς δείγματα προτύπου ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος. Ὁ Γρηγόριος, ἀπευθυνόμενος στὴν ἐπιστολή του[2] πρὸς τὸν Γεράσιμο, ἀναφέρεται στὸ νόημα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσης, ὑπονοώντας ὅτι αὐτὰ τὰ γνωρίσματα κοσμοῦσαν τὸν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς του.
|
Η Δρ. Έλενα Χατζόγλου |
Λίγο ἀργότερα, ὁ Γεράσιμος ἐξελέγη μητροπολίτης Καστορίας ἀπὸ τὴν σύνοδο τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν θέση αὐτὴ ὅμως παρέμεινε ἐπὶ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, διότι καθαιρέθηκε ὡς «ἐπιβάτης» τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος, σὲ ἔνδειξη τῆς ἄρνησής της νὰ δεχθεῖ μία ἀπόφαση ποὺ κατευθυνόταν ἀπὸ τὸ Φανάρι. Οἱ κρίσεις γιὰ τὸ πρόσωπό του ποὺ περιέχονται στὸ ἔγγραφο τῆς καθαιρέσεως ἀποτελοῦν τὸ πρῶτο πλῆγμα ποὺ δέχθηκε, ἐμπλεκόμενος σὲ ἕνα δυσλειτουργικὸ γιὰ τὴν συγκεκριμένη μητρόπολη ἐκκλησιαστικὸ καθεστώς.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν σύντομη παραμονή του ὡς τοποτηρητῆ στὴν μητρόπολη Ἀδριανουπόλεως καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ ἕναν συνταρακτικὸ σεισμὸ ἐπῆλθε ὁ αἰφνίδιος θάνατος τοῦ τότε πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Παρθενίου, ὁ Γεράσιμος ἐξελέγη -καὶ μάλιστα ὁμόφωνα- ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης στὸν χηρεύοντα θρόνο. Ὁ τότε οἰκουμενικὸς πατριάρχης Καλλίνικος Ἀκαρνὰν σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ἀπαριθμεῖ μὲ εὔγλωττο καὶ παραστατικὸ τρόπο τὰ γνωρίσματα τοῦ νέου ἐψηφισμένου πατριάρχη. Ἡ συγκεκριμένη ἐπιστολὴ ἀποτελεῖ πολύτιμη ἱστορικὴ καὶ ἁγιολογικὴ πηγή, ποὺ συγκεφαλαιώνει τὰ γνωρίσματα τῆς προσωπικότητας τοῦ Γερασίμου στὰ ἀκόλουθα λόγια, ὅπως ἀποδίδονται στὰ νέα ἑλληνικά: «(ὁ Γεράσιμος) εἶναι ἄνδρας θεοσεβὴς καὶ εὐπρεπής, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιὰ τὴν μεγάλη του σοφία καὶ κοσμεῖται μὲ ἐπιδόσεις τόσο στὸν πρακτικὸ ὅσο καὶ στὸν θεωρητικὸ βίο· ἀκτινοβολεῖ μάλιστα γιὰ τὰ σωματικὰ καὶ τὰ ψυχικά του προτερήματα, εἶναι στολισμένος μὲ μεθόδους ἐπιστημονικές ... καὶ ἀνθισμένος μὲ πολλὲς κατὰ Θεὸν ἀρετές· σχετικὰ μὲ τὴν θεολογία, ἔχει πολὺ καλὴ παιδεία, ἐμπειρικὴ καὶ θεωρητική, γι’ αὐτὸ καὶ διετέλεσε ... φλογερὸς κήρυκας τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Συμπληρωματικὰ ἀναφέρω τὴν συνυφασμένη μὲ τὸν χαρακτήρα του γλυκύτητα καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πραότητα»[3].
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχίας του, ὁ ἅγιος ἀντάλλαξε ἐπιστολὲς μὲ διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα τῆς ἐποχῆς, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης, ποὺ διετέλεσε διευθυντὴς στὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ἐπέδειξε πολύπλευρη ἐκπαιδευτικὴ ἀλλὰ καὶ πολιτικὴ δράση. Σὲ ἐπιστολή του, τοῦ ἔτους 1690, ἐξαίρει τὴν πνευματικὴ ἀκτινοβολία τοῦ πατριάρχη Γερασίμου καὶ τονίζει ὅτι ἡ κατὰ Θεὸν σπουδὴ καὶ ἐμπειρία του τὸν ὁδήγησαν σὲ «ὕψος ὑπερκόσμιον». Θεωρεῖ μάλιστα ἰδιαίτερη ἐπίσκεψη τῆς θείας πρόνοιας τὴν ἑδραίωσή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἐνθυμεῖται τοὺς «ζωηροὺς ῥύακας τῆς εὐσεβοῦς διδασκαλίας» του καὶ ἐπικαλεῖται τὴν «ὑψίνοον πνευματικήν του ἀξίαν»[4].
Ὁ συνδεόμενος μὲ φιλικοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν ἅγιο, οἰκουμενικὸς πατριάρχης Διονύσιος Μουσελίμης, ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη του, σὲ ἐπιστολή του τοῦ ἔτους 1693, τὴν περίοδο τῶν «ἀγχινουστάτων τους συνομιλιῶν», ὅπου ἀναδύονταν «φωτίσματα ἀκτινοβόλα» τοῦ «σοφωτάτου ἀνδρὸς»[5] Γερασίμου.
Ὁ λόγιος Ἀναστάσιος Μιχαὴλ Ναουσαῖος, ποὺ διέπρεψε στὴν Γερμανία, μακαρίζει τὸν «πολυύμνητον» Γεράσιμο γιὰ «τὸν τρόπον, τὸν βίον, τὴν παιδείαν καὶ θεοσέβειάν»[6] του. Ὁ ἴδιος παραδίδει ὅτι ὁ Γερμανὸς πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς Anhard Adelung, κατὰ τὴν περιήγησή του στὴν Ἀνατολὴ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1700 καὶ 1706, ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ πατριάρχη καὶ τὸν χαρακτήρισε ὡς «ἐπίγειον ἄγγελον»[7].
Ὁ διαπρεπὴς Φαναριώτης, διπλωμάτης καὶ λόγιος, Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος ὁ ἐξ ἀπορρήτων γνώριζε τὸν ἅγιο Γεράσιμο καὶ ἐκφραζόταν πάντοτε θετικὰ γιὰ τὸ πρόσωπό του. Ἠταν αὐτὸς ποὺ ἀναγνωρίζοντας τὴν φερεγγυότητα καὶ τὸ κύρος του μεσολάβησε ὥστε νὰ προαχθεῖ σὲ μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως, γιὰ νὰ διευθετηθοῦν κρίσιμα ζητήματα καὶ νὰ ρυθμιστοῦν ἰσορροπίες στὶς σχέσεις τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας μὲ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη. Σὲ ἐπιστολή του, τοῦ 1709, προβάλλονται οἱ ἀρετὲς τῆς καλῆς προαιρέσεως, τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τοῦ ἤθους[8] ἑνὸς ἀξιολογωτάτου ἱεράρχη, ποὺ ὑπερέβη τὰ κοινὰ ἀνθρώπινα μέτρα.
Τὴν πιὸ ἰσχυρὴ ὅμως, ἂν καὶ ἀνώνυμη, μαρτυρία[9] γιὰ τὸ ποιὸν τοῦ γηραιοῦ ποιμενάρχη τους κατέθεσαν σύσσωμοι ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, στὸ ἄκουσμα τῆς οἰκειοθελοῦς του παραιτήσεως ἀπὸ τὸν θρόνο, τὸ ἔτος 1710. Τὰ δάκρυα, οἱ ἐκκλήσεις τους νὰ παραμείνει στὴν θέση του καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐγκαταλείψει, εἶναι οἱ πιὸ ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς ἀπήχησης ποὺ εἶχε στὶς ψυχὲς καὶ τὶς συνειδήσεις ὅλου τοῦ λαοῦ.
Ὁ γιὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου Νικόλαος, ποὺ διετέλεσε ἡγεμόνας στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας, ἔτρεφε βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Γερασίμου. Στὴν ἀλληλογραφία ποὺ ἀνταλλάσσουν ἀναφέρεται στὴν «ἀξιοτίμητον καὶ ἀξιάγαστον» εἰκόνα του καὶ θαυμάζει τὴν ψυχή του, ποὺ εἶναι «καθωραϊσμένη» μὲ ποικίλες ἀρετές, ὅπως τὸ «πρᾶον καὶ ἐπιεικὲς καὶ φιλάνθρωπον». Στὴν τελευταία ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβε ὁ ἅγιος, εὑρισκόμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1714, ὁ ἀποστολέας της Νικόλαος Μαυροκορδάτος περικλείει σὲ μία ρητορικὴ ἐρώτηση ὅλα ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα ποὺ συγκροτοῦν τὸ εἶδος τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας τοῦ ἱεράρχη. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά, σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση: «Ποιά μεγαλύτερη εὐεργεσία θὰ μπορούσαμε νὰ συναντήσουμε παρὰ τὶς εὐχὲς καὶ εὐλογίες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος καταλαμπρύνει μὲ μύριες ἀρετὲς ὅλη τὴν κατάληξη τῶν ὀρθοδόξων –ὄχι κατὰ τὸν κοινὸ ἀνθρώπινο νόμο, ἀλλὰ στεφανωμένος μέχρι θαυμαστοῦ σημείου– καὶ ὁ ὁποῖος μὲ καταρρακωμένο τὸ ζωντανὸ σῶμα ἀλλὰ φλογερὸ τὸ πνεῦμα ἐξιλεώνει καὶ ἐξευμενίζει τὸ θεῖο, ποὺ ὑποκινεῖται πρὸς ὀργὴ ἀπὸ τὰ δικά μας πλημμελήματα;» Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ δίνει πληροφορίες γιὰ τὸ «ἔνθεον σκῆνος», δηλαδὴ τὸ θεοφόρο, ἂν καὶ καταρρακωμένο, σῶμα τοῦ γηραιοῦ πατριάρχη, ἀλλὰ παράλληλα γιὰ τὴν πνευματική του θεωρία καὶ ἔλλαμψη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ἐκφράζει δὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ ἱεράρχης θὰ παρασταθεῖ «στὸν ὑπέρλαμπρο θρόνο (τοῦ Θεοῦ) ... μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο χορὸ τῶν ἁγίων ψυχῶν»[10].
Ὁ πολυμαθὴς Δημήτριος Προκοπίου (ἢ Προκόπιος κατὰ τὸ μοναχικό του ὄνομα) Παμπέρης ἦταν λόγιος καὶ γιατρός, ποὺ ὑπηρέτησε ὡς γραμματέας κοντὰ στὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου καὶ μετέπειτα τῶν υἱῶν του. Στὸ κυριότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του, ποὺ ἐπιγράφεται «Ἐπιτετμημένη ἐπαρίθμησις τῶν κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα λογίων Γραικῶν», παρουσιάζει σύντομα προσωπογραφικὰ σημειώματα γιὰ διάφορες ἐξέχουσες μορφὲς τῆς ἐποχῆς του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ Γερασίμου Παλλαδᾶ. Παραθέτω τὸ σχετικὸ σημείωμα σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση: «Ὑπῆρξε ἄνδρας πράγματι σοφώτατος καὶ ἁγιώτατος, θεολόγος, φιλόσοφος καὶ ἐρευνητὴς τοῦ βάθους τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ἀναδείχθηκε κατὰ τὴν ἐποχή μας (κι ἐδῶ ἂς μείνει μακριὰ ἀπὸ τὸν λόγο μου ἡ κολακεία, καθὼς καὶ τὸ νὰ μιλῶ πρὸς εὐχαρίστηση) λαμπρότατος ἀστέρας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ποιμαίνοντας θεοφιλῶς καὶ καταρτίζοντας στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν χρηστότητα τῶν τρόπων ὄχι μόνον τὸ δικό του ποίμνιο, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Συνεισφέροντας πολλὰ ἐκ τῶν ἰδίων, ἀντλώντας ἀπὸ τὶς ἀθάνατες πηγὲς τῆς προσωπικῆς του σοφίας, συνέγραψε πολλὰ συγγράμματα, καὶ μάλιστα κρίσεις καὶ ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρὸς Ἰουδαίους καὶ ἄλλα πάμπολλα, τὰ ὁποῖα φυλάσσονται ὡς πολύτιμα κειμήλια καί, Θεοῦ θέλοντος, θὰ παραδοθοῦν καὶ ἐντύπως»[11].
Ὅμως, ὅπως οἱ περισσότεροι ἅγιοι, ἔτσι καὶ ὁ πατριάρχης Γεράσιμος δέχθηκε συκοφαντία καὶ ἄδικη ἐπίκριση. Ὁ πρωτοσύγκελλος τοῦ πατριαρχείου καὶ μετέπειτα διάδοχός του Σαμουὴλ Καπασούλης διέσπειρε ἀρνητικὲς φῆμες εἰς βάρος του, ὅτι δῆθεν καινοτομεῖ κατὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς ἐκφωνοῦσε χαμηλοφώνως τὰ Κυριακὰ λόγια καὶ μεγαλοφώνως τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σκοπὸς τοῦ Γερασίμου ἦταν νὰ δώσει ἔμφαση στὸν ἀκριβῆ χρόνο μεταβολῆς τῶν τιμίων Δώρων, γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ γενικευμένη τότε ρωμαιοκαθολικὴ προπαγάνδα[12].
Ὅμως, λόγῳ τῆς ἐπικριτικῆς διαστρέβλωσης τῶν πραγμάτων ἀπὸ τὸν Καπασούλη, ὁ ἅγιος ἔτυχε τῆς ἐπιπλήξεως τοῦ τότε οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Γαβριὴλ τοῦ Γ΄, ὁ ὁποῖος μὲ δύο ἐπιστολές του, τὸ ἔτος 1702, τοῦ ζήτησε αὐστηρὰ νὰ ἄρει τὴν ἐφαρμογὴ αὐτή.
Ὅταν ὁ πατριάρχης ταξίδεψε γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν Βλαχία, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1707 καὶ 1709, πῆρε μαζί του τρεῖς ὀγκώδεις τόμους μὲ τὶς διδαχές του, προκειμένου νὰ τὶς ὑποβάλει πρὸς ἔκδοση στὸ ἡγεμονικὸ τυπογραφεῖο τοῦ Βουκουρεστίου. Τὰ κείμενα ἐτέθησαν ὑπὸ τὴν κρίση τοῦ ὑπευθύνου τοῦ τυπογραφείου, τοῦ Κυπρίου Μάρκου Πορφυρόπουλου, ἀλλὰ ἀπορρίφθηκαν, μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι ἐμπεριεῖχαν δογματικὲς ἀνακρίβειες, ποὺ προσιδίαζαν πρὸς τὸ καθολικὸ δόγμα. Ὁ πατριάρχης, πικραμένος ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη, ἀποφάνθηκε ὅτι, ἂν ὄντως ἀληθεύει ἡ κρίση αὐτή, ἔχει καλῶς, ἂν ὅμως ὄχι, τότε νὰ ἐπέλθει ἡ θεία δίκη. Ἔκτοτε διάφορα σοβαρὰ προβλήματα ὑγείας τοῦ Πορφυρόπουλου ἀποδόθηκαν στὴν πατριαρχικὴ ἀρά[13].
Ὁ Σαμουὴλ Καπασούλης συνέχισε τὴν ἐμπαθῆ κριτική του, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία[14] του μὲ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρᾶ, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν διαδοχὴ τοῦ Γερασίμου. Συγκεκριμένα, σχολίαζε ἀρνητικά, ἕως καὶ ἐπιτιμητικά, ὁρισμένες ἐπὶ μέρους ἐπιλογὲς καὶ ἀποφάσεις τοῦ ἁγίου. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Σαμουὴλ δὲν ἐμπιστεύθηκε τὸν πατριάρχη Γεράσιμο, ὅταν τὸν κάλεσε στὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Θεώρησε ὅτι «ἔφθειρε τὴν ζωή του» ἐμπιστευόμενος τὸν Γέροντά του καὶ ὑποψιάστηκε ὅτι ἡ πρόσκληση εἶναι δοκιμαστικὴ καὶ ὅτι ἡ παραίτηση εἶναι ἀπόφαση ἕωλη. Ὅταν ὁ ἅγιος ἀνέβαλε γιὰ λίγο καιρὸ τὴν μετάβασή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, προκειμένου νὰ στερεωθεῖ στὸν θρόνο ὁ Σαμουήλ, κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς δίβουλος καὶ ἀσταθής. Ὅταν ἀρνήθηκε νὰ δανείσει χρήματα στὸν Σαμουήλ, θεωρήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον ὡς φειδωλός, ἐνῶ ταυτόχρονα ὡς κακὸς διαχειριστὴς τῶν οἰκονομικῶν, ἀλλὰ καὶ σπάταλος κατὰ περίπτωση. Στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ὁ Παλλαδᾶς κατηγορήθηκε ἐπίσης γιὰ δεισιδαιμονία καὶ «δοκοφροσύνη». Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐκφράζονταν ἐν ἀγνοίᾳ του, ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εὐεργετήθηκε καὶ μάλιστα προήχθη ἀπὸ ἐκεῖνον.
Εἶναι ὅμως γνωστὸ ὅτι τὴν ἐπίγεια ζωὴ πολλῶν ἁγίων, κατὰ κανόνα βαραίνουν οἱ διάφορες ἐπικρίσεις καὶ δοκιμασίες, ὅπως καὶ οἱ παραπάνω. Ἐπισυμβαίνουν δὲ σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ δοκιμάζουν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωσή τους, ἐνῶ ἀποτελοῦν τὸ πιὸ ἐναργὲς μήνυμα τῆς σταυρικῆς πορείας τους. Αὐτὴ ἡ πορεία καὶ αὐτὲς οἱ προσωπικότητες, ὅσο καὶ ἂν παραγνωριστοῦν ἢ μείνουν στὴν ἀφάνεια, δέχονται ἐν τέλει τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη Θεό, ὅπως ἀναγνωρίστηκε καὶ ὁ σήμερα τιμώμενος ἅγιος Γεράσιμος Παλλαδᾶς.
___________________________________________
[1] Ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ λογίου Γερασίμου Παλλαδᾶ σὲ ἐπίπεδο διδακτορικῆς διατριβῆς ξεκίνησε τὸ ἔτος 1999, ὅταν ἀκόμη δὲν ἦταν γνωστὴ ἡ διαδικασία ἁγιοκατατάξεώς του. Ἡ ἀπόφαση ἁγιοποιήσεως ἐλήφθη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας τὸ 2002 καί ἡ ὑποστήριξη τῆς Διατριβῆς ἔγινε τὸ 2005 στὸ Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ.
[2] Παναγιώτου Ἀραβαντινοῦ (Εἰσαγωγὴ - ἐπιμέλεια Κ. Θ. Δημαρᾶ), Βιογραφικὴ συλλογὴ λογίων τῆς Τουρκοκρατίας, Ἰωάννινα 1960, σ. 203.
[3] Ἑλένης Σωτ. Χατζόγλου - Μπαλτᾶ, Γεράσιμος Β΄ Παλλαδᾶς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (± 1625/30-1714). Ὁ Βίος καὶ τὸ συγγραφικόν του ἔργον, Ἀθῆναι 2005, σ. 424.
[4] Ἑλ. Χατζόγλου, ὅπ. π., σ. 426.
[5] Ὅπ. π., σ. 432.
[6] Μιχαὴλ Ἀναστασίου τοῦ Ἀναστασίου, Περιηγηματικὸν Πυκτάτιον, ἤτοι Περιήγησις τῆς Εὐρώπης, ἐν Ἀμστελοδάμῳ 1706, σ. 45.
[7] Ὅπ. π., σ. 25.
[8] Θεαγένους Λιβαδᾶ, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου τοῦ ἐξ ἀπορρήτων Ἐπιστολαὶ Ρ΄, Τεργέστῃ 1879, σ. 110.
[9] Γερασίμου Μαζαράκη, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐν Αἰγύπτῳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 28 (1929), σσ. 446-447.
[10] Θ. Λιβαδᾶ, ὅπ. π., σ. 106.
[11] Δημητρίου Προκοπίου [Παμπέρη], «Ἐπιτετμημένη ἐπαρίθμησις τῶν κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα λογίων Γραικῶν», στὸ Κωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, Βενετίᾳ 1782 (φωτοτυπ. ἀνατύπ. Βασ. Γρηγοριάδη Ἀθῆναι 1972), σσ. 481-482.
[12] Ἑλένης Σ. Χατζόγλου - Μπαλτᾶ, «Ἡ ἐπιστολιμαία διατριβὴ τοῦ Γερασίμου Παλλαδᾶ περὶ τοῦ ἀκριβοῦς χρόνου καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων», Ἐπετηρὶς τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν ΝΒ́ (2004-2006), σσ. 251-322.
[13] Καισαρίου Δαπόντε, «Ἱστορικὸς Κατάλογος ἀνδρῶν ἐπισήμων Ρωμαίων (1700-1784)», στὸ Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σ. 192.
[14] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Σαμουὴλ Καπασούλης, Πάπας καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (1661-1723), ἐν Ἀλεξανδρείᾳ 1912, (Ἀνάτυπο: «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος» τόμ. Η΄, σ. 241 - τόμ. Θ΄, σ. 330), σσ. 60-72.
(Ὁμιλία τῆς κ. Ἕλενας Χατζόγλου, δρος φιλολογίας, στὴν ἐπετειακὴ ἐκδήλωση ποὺ ἔγινε στὶς 13-11-2014 στὸ ξενοδοχεῖο Caravel, μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωση 300 ἐτῶν ἀπὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Παλλαδᾶ (1714-2014).
Δείτε και την σχετική ανάρτηση: