Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ: "ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ" (Μέρος Α')


Η Ιδιωτική Οδός θα δημοσιεύσει σε τρεις συνέχειες (χωρίς τις παραπομπές για λόγους "τεχνικούς") ένα κείμενο του αειμνήστου καθηγητού μας στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αειμνήστου Κωνσταντίνου Παπαπέτρου (1936-2007) με τον τίτλο: "Θεολογία και Φιλοσοφία". 
Ευχαριστίες θερμές στον συνάδελφο θεολόγο που μας προώθησε αυτή την εισήγηση του μακαριστού καθηγητού μας. 
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 
ΥΠΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ 
(✝) Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 
Εἰσήγηση στὴν ἐπιστημονικὴ συζήτηση ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφικὴ Ἑταιρεία στὴ Μεγάλη Αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας (5 Δεκεμβρίου 1983, Ἀθήνα). Τὸ κείμενο δόθηκε πρὸς δημοσίευση στὸν  τόμο ΜΖ' (2012) τῆς Ἐπετηρίδας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ. 
Mέρος Α' 
Α. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ 
Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω εἰσαγωγικὰ μερικὲς παρατηρήσεις. 
Τὸ θέμα μου εἶναι ἡ σχέση φιλοσοφίας καὶ θεολογίας – ὄχι ἡ σχέση φιλοσοφίας καὶ θρησκείας. Γι’ αὐτὸ τὸ δεύτερο θέμα θὰ μιλήσει ὁ φίλος μου κ. Μπουγᾶς στὴ συνέχεια. Τὸ κείμενο ποὺ θὰ σᾶς διαβάσω ἔχει γραφτεῖ εἰδικὰ γι’ αὐτὴν τὴ βραδιὰ πολὺ περιληπτικὰ καί, ὅπως σχεδὸν κάθε περίληψη, εἶναι ἕνα κείμενο ἐγκεφαλικό, στεγνό, ἄρα ἀρκετὰ κουραστικό. Ζητῶ συγγνώμη γι’ αὐτό, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἀλλιῶς. Ἐπίσης, θὰ σᾶς παρακαλέσω θερμὰ νὰ τὸ δεῖτε μὲ προσοχή, μιὰ ποὺ δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πολυγραφηθεῖ καὶ νὰ σᾶς δοθεῖ στὸ χέρι, ὅπως ἀρχικὰ ἤλπιζα. 
Ἐξάλλου, ὁ βραχυγραφικὸς τρόπος τῆς προσφορᾶς ἐνδέχεται νὰ δημιουργήσει τὴν ἐντύπωση πὼς τὸ σχεδίασμα αὐτὸ περιέχει κενά, ἀντιφάσεις ἢ ἔστω ἀναπόδεικτους ἀφορισμούς. Μέσα μου ἔχω τὴ βεβαιότητα πὼς τὸ σχεδίασμα εἶναι, στὶς βασικές του τοὐλάχιστον γραμμές, ὁλοκληρωμένο, δεμένο, ἀλλά... “τὸ πλανᾶσθαι ἀνθρώπινον”. 
Γι’ αὐτὸ θὰ αἰσθανθῶ προσωπικὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ κάθε κριτικὴ παρατήρηση, ποὺ θὰ ἐπισημάνει ἀδύνατα σημεῖα στὸ σύστημα, ἀφοῦ μία τέτοια ἐπισήμανση θὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ μία πολύτιμη συμβουλὴ γιὰ τὴ διόρθωση τῶν “ἡμαρτημένων”. Καὶ κάτι ἀκόμα: 
Οἱ ἔννοιες λαμβάνονται, ὅπως ἄλλωστε πρέπει, μὲ τὸ πιὸ τέλειο, κατὰ τὸ δυνατόν, περιεχόμενό τους, ἰδεοτυπικά, ἂς ποῦμε. Ἄρα ὁλόκληρη ἡ συλλογιστικὴ κινεῖται σὲ δεοντολογικὸ ἐπίπεδο. Ἰδιαίτερα ἡ θεολογία λαμβάνεται μὲ τὴν ἔννοια ποὺ πρέπει ἡ λέξη αὐτὴ νὰ ἔχει – καὶ μάλιστα σήμερα. 
Θεολογία δὲν εἶναι ὅ,τι λέει πὼς εἶναι θεολογία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει ἡ θεολογία νὰ εἶναι – σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ τοὺς ὅρους τοῦ παρόντος ἀπὸ τὴν ἄλλη. 
* * * 
Στὴ σχέση θεολογίας-φιλοσοφίας ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ θεολογία, αὐτὸ καὶ χρονολογικὰ καὶ γενετικά. Ἡ θεολογία, στὴν παραδεδομένη της μορφὴ ὡς προσπάθεια αὐτοσυνειδησίας τῆς θρησκευτικῆς πίστης, εἶναι ἡ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι κάποτε ἦταν –κακῶς– καὶ ἡ “κυρία” της, μία κυρία ποὺ κακομεταχειρίστηκε πολλὲς φορὲς πάρα πολὺ ἄσχημα τὴν “ὑπηρέτριά” της. Μὲ αὐτὴν τὴν κακή της συμπεριφορὰ δὲν ἀποδείχτηκε βέβαια πὼς ἡ φιλοσοφία ἦταν γεννημένη γιὰ ὑπηρέτρια, καλὴ ἢ κακή, ἀποδείχτηκε ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ “θεολογία” δὲν ἦταν καθόλου κυρία ἄξια τοῦ ὀνόματός της.
Φυσικὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς λεπτομέρειες τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὴ θεολογία καὶ τὴ φιλοσοφία. Θὰ δοῦμε τὸ θέμα περισσότερο συστηματικά, μὲ τὴν ἔννοια βέβαια πὼς ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ προβλήματος προϋποτίθεται, ὅσο καὶ ὅπως εἶναι γνωστή, στὴ συστηματική του θεώρηση. Ὅτι ἡ θεολογία ἦν ἐν ἀρχῇ τῆς φιλοσοφίας, αὐτὸ δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ. Ἡ θέση μας ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία καὶ ἡ ἀληθινὴ θεολογία συμπίπτουν, ἢ πὼς ἡ ἀληθινὴ θεολογία εἶναι τὸ τέλος τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας, ἡ ἔκβασή της. 
“Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις”. 
Τί εἶναι ἡ φιλοσοφία; Ἂν θελήσουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ σχῆμα τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς, τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στὸ εἶναι καὶ στὸ ὄν, ποὺ ἐπισημαίνει ἰδιαίτερα ὁ M a r t i n H e i d e g g e r, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης ὡς ἀναφορὰ στὸ εἶναι τῶν ὄντων. Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ ὀντολογικὴ κατανόηση τοῦ κόσμου. Ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης ὡς ἀναφορὰ στὰ ὄντα ὡς ὄντα ἀποτελεῖ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνική, ὡς “θεωρία” καὶ “πράξη” ἀντίστοιχα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρόκειται γιὰ τὴν ὀντικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν κόσμο. 
Ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο ἄνθρωπος, ὅσο λειτουργεῖ ἡ συνείδησή του ὡς φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης εἶναι ἀκριβῶς τὸ γεγονός, ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀναλήθεια, ὅπου καὶ ἂν παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση τῆς συνείδησης, ἡ φθορὰ δηλαδὴ τῆς αὐθεντικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἱστορία εἶναι τὸ ἔργο τῆς συνείδησης στὴν αὐθεντικότητα καὶ στὴν ἀλλοτρίωσή της. Τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς ἱστορίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἔργο τῆς αὐθεντικῆς συνείδησης, ὀνομάζεται πολιτισμός. Πολιτισμὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς ἱστορίας καὶ ἔγκειται στὴν πραγμάτωση τῶν δυνατοτήτων τῆς φύσης γιὰ τὸ ἀγαθό. Φύση εἶναι ἡ δοσμένη στὴ συνείδηση, γιὰ τὴν αὐτοπραγμάτωσή της, πραγματικότητα. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς συνείδησης. Ἡ συνείδηση εἶναι ἐκείνη ποὺ κάνει μέσα στὸν κόσμο τὴν ἀξιολογικὴ κρίση, τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, καὶ ὡς μονομερὴς παθητικὴ γνώση καὶ ὡς ὁλοκληρωμένη πράξη. Αὐθεντικὴ συνείδηση εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀξιολογικὴ κρίση, ποὺ γίνεται καὶ ὡς μονομερὴς καθαρὴ θεωρία καὶ ὡς ὁλοκληρωμένη (δημιουργὸς) πράξη, ὡς ἡ πράξη δηλαδὴ ἐκείνη ποὺ περιέχει στὴν ἀλήθεια της καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς θεωρίας. Ἡ ἀξιολογικὴ κρίση γίνεται πάντοτε σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸ εἶναι τῶν ὄντων, δηλαδὴ πρὸς τὸ δέον τους, ἀφοῦ τὸ εἶναι τοῦ ὄντος εἶναι τὸ δέον του. Ὡς ἀναφορὰ στὸ ὅλο, στὸ εἶναι τῶν ὄντων, στὸ δέον τους, ἡ φιλοσοφία προηγεῖται τῶν ὀντικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ νοηματοδοτεῖ ἐκ τῶν προτέρων κάθε ὀντικὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὸ νὰ ὁρίζει τὸ νόημα κάθε ἐπιλογῆς ἀνάμεσα στὶς “ἐπιμέρους” προκείμενες δυνατότητες ποὺ προσφέρει ἡ δοσμένη πραγματικότητα. Ἔτσι, ἡ ὀντολογία, τὸ κέντρο κάθε φιλοσοφίας, προηγεῖται τῶν διαφόρων ἐπιστημῶν (καὶ τῆς τεχνικῆς, τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐπιστημῶν), ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἕπεται σ’ αὐτὲς μὲ τὸ νὰ δέχεται τὰ ἐπιτεύγματά τους γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ὀντολογικῆς κατανόησης τοῦ κόσμου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο λειτουργεῖ ἀνάμεσα στὴν ὀντολογικὴ καὶ στὴν ὀντικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν κόσμο, ἀνάμεσα δηλαδὴ στὴ φιλοσοφία καὶ τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, ὁ θεμελιακὸς ἑρμηνευτικὸς κύκλος. 
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα γιά τή φιλοσοφία ἂς προχωρήσουμε στή θεολογία. Τί εἶναι ἡ θεολογία; Θεολογία εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ λόγου καὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος εἶναι, ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Δύο παρατηρήσεις θὰ ἦταν ἴσως ἐδῶ χρήσιμες: α) Στὸ ζήτημα τί εἶναι λόγος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κατ’ ἀρχὴν οὐσιαστικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ “θεολογία” καὶ τὴ “φιλοσοφία”, ὅσο κι ἂν τὶς διακρίνουμε μεταξύ τους. β) Τὸ τί εἶναι λόγος εἶναι θέμα, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα θέματα, ἀνοιχτό. 
Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ταυτίζουμε ἐσαεὶ τὸν λόγο μὲ ὅ,τι ἡ Διαφώτιση – οὐσιαστικὴ ἢ ἐνθουσιαστικὴ – μὲ αὐτὴν τὴ λέξη κατάλαβε. 
Τί εἶναι ὁ Θεός; Ἂς προταχθεῖ καὶ ἐδῶ μία παρατήρηση: ἴσως ἡ ἱστορία καμμιᾶς ἄλλης λέξης, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ φιλοσοφία, δὲν ἐκφράζει πιὸ χαρακτηριστικὰ τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης αὐτοσυνειδησίας γενικά, ὅσο ἡ ἱστορία τῆς λέξης “Θεός”. Οἱ μεταβολὲς στὸ νοηματικὸ περιεχόμενο τῆς λέξης “Θεός” ἀποκαλύπτουν τὶς μεταβολὲς ποὺ ὑφίσταται ἡ ἀνθρώπινη αὐτοσυνειδησία στὴν ἱστορική της ἐξέλιξη. Ὁ ἄνθρωπος π.χ. τοῦ μύθου ἔχει μία μυθολογικὴ παράσταση γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος τῆς δογματιστικῆς μεταφυσικῆς νοεῖ τὸν Θεὸ μὲ τὶς κορυφαῖες ἔννοιες τοῦ δογματιστικοῦ του συστήματος. Ὁ ἄνθρωπος πάλι μὲ τὸν κριτικὸ λόγο, ἐκεῖνος δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν μῦθο καὶ τὴ δογματιστικὴ μεταφυσική, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ μία μυθολογικὴ παράσταση γιὰ τὸν Θεό, οὔτε νὰ παραδεχθεῖ χωρὶς κριτικὸ ἔλεγχο ἕνα ἐννοιολογικὸ σύστημα μὲ ὁσοδήποτε βαρυσήμαντες ἔννοιες, ὅταν τὰ θεμέλια αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν καὶ ὁλόκληρου τοῦ συστήματος βυθίζονται στὸν προκριτικὸ μῦθο καὶ τὸν κριτικὰ ξεπερασμένο δογματισμό. Tί εἶναι, λοιπόν, ὁ Θεός; Kαὶ ἐδῶ “omnis definitio est negatio”. Κάθε ὁρισμὸς εἶναι ἡ ἄρνηση ἐκείνου ποὺ δὲν εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο πρόκειται. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἕνα μέρος τοῦ κόσμου, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ κόσμος ὡς τὸ σύνολο τῶν δεδομένων ὄντων. 
Ἡ παραδεδομένη ἔννοια γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι θρησκευτική, καὶ ὡς πρὸς τὴν προέλευσή της καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της. Θεὸς εἶναι ἡ ὀντολογικὰ καὶ ἀξιολογικὰ ὕψιστη ἔννοια τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα σημαίνει πὼς ὁ ἄθρησκος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ αὐτὴν τὴ θρησκευτικὴ ἔννοια. Ἡ αὐτονόητη ἄρνηση τοῦ μὴ θρησκευόμενου ἀνθρώπου νὰ δεχθεῖ μία θρησκευτικὴ ἔννοια γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς μὲ σπουδαῖες ἐπιπτώσεις στὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα αὐτοσυνειδησία τῆς θεολογίας. 
Ἡ θρησκεία εἶναι μία προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ μεταφυσικὴ κατανόηση τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ κόσμου στὸ σύνολό του. Ἡ θρησκευτικὴ αὐτὴ προσπάθεια ἔχει βιωματικὸ χαρακτῆρα μὲ ἔντονα συναισθηματικὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος εἶναι βαθύτατα χρωματισμένος ἀπὸ τὸ θρησκευτικό του συναίσθημα ἢ βίωμα. Ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει τὴν πραγματικότητα μέσα ἀπ’ ὅ,τι καλύτερο ὁ ἴδιος διαθέτει, καὶ αὐτὸ εἶναι γι’ αὐτὸν ἡ θρησκευτικότητά του μὲ τὴν “ἀντικειμενική” της διαμόρφωση, τὴ θρησκεία. Ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος βλέπει θρησκευτικὰ τὸν κόσμο. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς, ἐνῷ ταυτόχρονα αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει. Ἡ θρησκευτικότητα καὶ ἡ θρησκεία εἶναι ἀντίστοιχα οἱ ἀξιολογικὲς κορυφὲς τοῦ ὑποκειμενικοῦ καὶ τοῦ ἀντικειμενικοῦ πνεύματος τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου, καὶ θρησκευόμενος εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία του, μὲ ὁρισμένες ἐξαιρέσεις κυρίως στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς ὅμως καὶ οἱ ἐξαιρέσεις αὐτὲς νὰ εἶναι πάντα ἀναμφισβήτητες. 
Στὸν χῶρο τῆς θρησκευτικότητας καὶ τῆς θρησκείας ἡ θεολογία εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ συνειδητοποιηθεῖ, μὲ τὰ διαθέσιμα διανοητικὰ μέσα, τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος. Θεολογία εἶναι τὸ διανοητικὸ περιεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, ὅ,τι δηλαδὴ πιὸ “ἐπιστημονικὸ” διαθέτει στὸ θρησκευτικό του βίωμα ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος γιὰ τὴ μεταφυσικὴ σύλληψη τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κατανόηση δηλαδὴ τοῦ κόσμου στὸ σύνολό του. Καμία διαφωτιστικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὑποτιμᾶ τὸ γεγονὸς αὐτό. Αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ θεολογία, ἡ προσπάθεια μεταφυσικῆς σύλληψης τοῦ κόσμου μέσα ἀπ’ τὸ κυρίαρχο στὴν ἐποχή του θρησκευτικὸ βίωμα μὲ ἀνάπτυξη τῶν διαθέσιμων διανοητικῶν μέσων, εἶναι ἡ μήτρα γιὰ τὴ γένεση τῆς φιλοσοφίας, ὅπως καὶ τόσων ἄλλων πολιτιστικῶν ἐπιδόσεων τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρχικὰ θρησκευτικὴ δὲν ἦταν μόνο ἡ θεολογία, ἀλλὰ καὶ ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ὅπως καὶ ἡ ἰατρική, ἡ δικαιοσύνη, ἡ κρατικὴ ἐξουσία κ.λπ. Ἀφοῦ ὁλόκληρη ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἔντονα καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ θρησκευτική, ἦταν φυσικὸ ὅλες οἱ πολιτιστικὲς ἐπιδόσεις τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔχουν βασικὰ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Ἀπὸ αὐτὴν τὴ θρησκευτικὴ ἀφετηρία ξεκινάει τὴν ἱστορική του ἐξέλιξη τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ ἄθρησκο μεταφυσικὸ ἤ, ἔστω, “ἀντιμεταφυσικὸ” σχεδίασμα τῆς ἐποχῆς μας ἔχει ξεκινήσει ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴ μεταφυσικὴ τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα γιὰ μία ὑποταγὴ τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας στὸ θρησκευτικὸ βίωμα, μᾶς ὁδηγεῖ ὅμως σὲ μία πιὸ σωστὴ ἱστορικὴ κατανόηση τῆς θέσης, στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ φιλοσοφία σήμερα. 
Βέβαια, ἡ φιλοσοφία σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θρησκευτική. Αὐτὸ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο. Ἡ σύγχρονη φιλοσοφικὴ ἔρευνα πρέπει νὰ εἶναι καθαρὴ ὡς πρὸς κάθε ψυχολογισμό. Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως κάθε συναίσθημα, εἶναι ξένο ὡς πρὸς τὴν καθαρὴ φιλοσοφικὴ μέθοδο ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὰ διανοητικὴ καὶ μάλιστα πέρα γιὰ πέρα κριτική. Προκριτικὰ συναισθήματα, ὅσο ἔντονα καὶ ἂν εἶναι, πρὸς ὅποια κατεύθυνση καὶ ἂν προσανατολίζονται, εἶναι κατ’ ἀρχὴν ξένα πρὸς τὴν καθαρὴ μέθοδο τῆς φιλοσοφίας ποὺ ἔγκειται στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κοινοῦ, τοῦ διυποκειμενικοῦ λόγου, τοῦ λόγου ποὺ κατ’ ἀρχὴν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε, ἀτομικὴ ἢ συλλογική, προκατάληψη –θρησκευτικὴ ἢ ἄθρησκη.
Συνεχίζεται

3 σχόλια:

  1. Συναφώς, συνιστώ άλλο ένα, επίσης σπουδαιότατο, κείμενο του αειμνήστου Καθηγητού μας Κ.Ε.Παπαπέτρου με τίτλο "Πίστη & Γνώση". Πρόκειται για πανηγυρική του ομιλία που εξεφωνήθη από τον ίδιο στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του ΕΚΠΑ γιά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, "εορτή των Ελληνικών & Χριστιανικών Γραμμάτων" την ονομάζει ο ίδιος στο κείμενο αυτό, νομίζω το 1979 εξεφωνήθη, εξεδόθη δε αυτοτελώς στο παρελθόν-μάλλον έχει εξαντληθεί- αλλά έχει βέβαια δημοσιευθεί στην Επιστημονική Επετηρίδα του Αθήνησι Πανεπιστημίου.
    Η μνήμη του αιωνία & άληστος, υπήρξε σπουδαίος Δάσκαλος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η πυκνή και πολυεπίπεδη σκέψη του μακαριστού καθηγητή Παπαπέτρου είναι μοναδική και ανεπανάληπτη, γι' αυτό και άκρως ενδιαφέρουσα!
    Περιμένουμε και τη συνέχεια της εισήγησης.

    Διογένης/Ε.Μ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Επίσης έχει γράψει ο μακαριστός Καθηγητής το λήμμα "Προπατορικό αμάρτημα" στην Θρησκ.&Ηθική Εγκυκλοπαιδεία! Είναι εκπληκτικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή