Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ: "ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ" (Μέρος Β')

Ο αείμνηστος καθηγητής Κ. Παπαπέτρου στο Αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής,
έτσι όπως τον θυμούνται οι φοιτητές του. 

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 
ΥΠΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ 
(✝) Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 
Εἰσήγηση στὴν ἐπιστημονικὴ συζήτηση ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφικὴ Ἑταιρεία στὴ Μεγάλη Αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας (5 Δεκεμβρίου 1983, Ἀθήνα). Τὸ κείμενο δόθηκε πρὸς δημοσίευση στὸν τόμο ΜΖ' (2012) τῆς Ἐπετηρίδας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ. 
Β' Μέρος
Χωρὶς Θεὸ δὲν ὑπάρχει θεολογία. Μία ἄθεη θεολογία εἶναι φυσικὰ κάτι τὸ ἀδιανόητο, ἀφοῦ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ κάνει μία ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι θεολογία. Τὸ ζήτημα, βέβαια, εἶναι πάντοτε τί εἶναι ὁ Θεός, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη. Εἶναι ὁ Θεὸς μόνο μία θρησκευτικὴ ἔννοια ἔτσι, ὥστε, ὅταν γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο πέφτει ἡ θερμοκρασία τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, νὰ πεθαίνει καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ψῦχος ποὺ κυριαρχεῖ στὸν χῶρο μιᾶς “πάλαι ποτὲ” φλογερῆς θρησκευτικότητας; Μήπως αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ σημαίνει ἡ θρησκευτικὴ ἔννοια γιὰ τὸν Θεό, παραμένει ἐντελῶς ἀνέπαφο ἀπὸ τὶς περιπέτειες καὶ τὴν τελικὴ τύχη ποὺ ἔχει στὴν ἱστορία ἡ θρησκευτικὴ συναισθηματικότητα; Μήπως μία θεολογία χωρὶς θρησκευτικότητα, μία ἄθρησκη θεολογία (φυσικὰ μόνο ἐκεῖ ὅπου ἡ θρησκευτικότητα, γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, ἔπαψε νὰ ὑπάρχει) εἶναι κατ’ οὐσίαν τόσο θεολογία, ὅσο εἶναι τοὐλάχιστον καὶ ἡ θρησκευτικὴ θεολογία στὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνθίζει, γιὰ διάφορους ἱστορικοὺς λόγους, τὸ θρησκευτικὸ βίωμα;
Ἂν ὁ ὑπερβατικὸς Θεός, ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἱστορία, δὲν ὑπόκειται στὸ ἐννοιολογικὸ σύστημα τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, τότε ἀκόμα καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σημαίνει καμία ἀπώλεια γιὰ τὴ θεολογία, γιὰ τὴ θετικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ὑπερβατικό.
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, καὶ γιὰ τὴν παραδεδομένη θρησκευτικὴ θεολογία, ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὴν τὴν πεποίθηση πρέπει νὰ προσθέσουμε πὼς ἡ ἀλήθεια αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι μόνο θρησκευτικὸ γεγονός. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός, ὅπως τὸν κατανοεῖ ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὸ θρησκευτικό του βίωμα, δὲν ζητάει μόνο τὴ θρησκευτικὴ πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε μορφὴ παραδεδομένης θρησκευτικῆς θεολογίας τὸ δέχεται αὐτό. Ποτὲ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ δὲν περιορίστηκε σ’ ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, στὸ θρησκευτικὸ μέρος. Γιὰ τὴ θρησκευτικὴ σκέψη ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει περιοχὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀδιάφορη γιὰ τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ Θεὸς κατανοεῖται μόνο, ἢ κυρίως, μέσα ἀπὸ τὶς ἰσχύουσες θρησκευτικὲς κατηγορίες. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου σ’ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ζωῆς, ὁλόκληρη δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν αὐθεντικότητά της.
* * *
Ὅταν ἕνα ἰδεολογικὸ σχῆμα, ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ἡ θεολογία, θεωρεῖ ὡς Θεό, ὡς ἔσχατο δηλαδὴ “σημεῖο” ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, κάτι ποὺ εἶναι σχετικό, τότε αὐτὴ ἡ θεώρηση τοῦ σχετικοῦ ὡς τοῦ ἀπολύτου, αὐτὴ ἡ αὐθαίρετη, ὑποκειμενιστικὴ καὶ χωρὶς ἀντιστοιχία στὴν πραγματικότητα ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θεολογία, μὲ ὅσο ἔντονο, θρησκευτικὸ ἢ ἄλλο, πάθος καὶ ἂν ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι. Καὶ δὲν μπορεῖ μία ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ νὰ εἶναι θεολογία, γιατὶ τὸ πρῶτο συνθετικὸ μιᾶς τέτοιας “θεολογίας” δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ κάτι τὸ σχετικό. Ἂν ἡ παραδεδομένη θεολογία καταφέρεται ὣς τώρα πάντοτε ἐνάντια στὴν εἰδωλολατρία, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει γιὰ τὸ θέμα μας μεγάλη σημασία, ἀφοῦ ἡ ἄρνηση αὐτὴ τῆς εἰδωλολατρίας δὲν σημαίνει σχεδὸν τίποτα ἄλλο παρὰ κατηγορηματικὴ ἄρνηση τῆς ἀπολυτοποίησης τοῦ σχετικοῦ.
Βέβαια, θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει κανεὶς πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν διαθέτει τὸ ἀπόλυτο, πὼς ὅ,τι διαθέτει εἶναι τὸ σχετικό, καὶ αὐτὸ σχετικά. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, τότε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴ θεολογία; Τὸ πρόβλημα εἶναι σπουδαῖο καὶ θ’ ἄξιζε νὰ προσπαθήσουμε ἐδῶ νὰ δώσουμε μία σύντομη ἀπάντηση.
Στὴν εἰδωλολατρία (ὅλων των εἰδῶν, ὄχι μόνο τὴ στενὰ θρησκευτική), ταυτίζεται τὸ σχετικὸ μὲ τὸ ἀπόλυτο, τὸ σχετικὸ διεκδικεῖ τὴ θέση καὶ τὸ κῦρος τοῦ ἀπολύτου. Στὴ θεολογία, ἀντίθετα, τὸ σχετικὸ εἶναι τὸ μέσο γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἴδιου τοῦ σχετικοῦ, γιὰ τὴ μετάβαση τῆς συνείδησης στὸ ὑπερβατικό. Ἡ κατάφαση τοῦ σχετικοῦ στὴ θεολογία εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ διαλεκτικὴ ἄρνησή του. Τὸ σχετικὸ λειτουργεῖ ὡς τὸ σκαλί, γιὰ νὰ προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος παραπέρα, παραπάνω, γιὰ νὰ ἀναχθεῖ ἀπὸ τὸ φαινόμενο στὸ ὑπερβατικὸ βάθος του, στὴν ἀξιολογική του, καὶ τοῦ φαινομένου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὑπέρβαση. Τὸ ὄν, τὸ σχετικό, εἶναι γιὰ τὴ θεολογία τὸ σύμβολο γιὰ τὴν ἀναγωγὴ τῆς συνείδησης στὸ ὑπερβατικό, ποὺ εἶναι τὸ ἔσχατο δέον τῆς συνείδησης. Καὶ φυσικὰ ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀληθινὴ θεολογία, γιὰ τὴν κίνηση δηλαδὴ ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ φτάσει στὸν Θεό. Δὲν ἐννοοῦμε μία ὁποιαδήποτε ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, τὴν ἀπολυτοποίηση ὁποιουδήποτε ὄντος, ὁσοδήποτε ψηλὰ καὶ ἂν βρίσκεται αὐτὸ σὲ μία ἀξιολογικὴ ἱεράρχηση τῶν ὄντων, ἀφοῦ μία τέτοια ἀπολυτοποίηση τοῦ ὄντος, δηλαδὴ ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση παρὰ μία μορφὴ εἰδωλολατρίας.
Ἡ θεώρηση τοῦ σχετικοῦ ὡς τοῦ ἀπολύτου δὲν εἶναι θεολογία ἀλλὰ εἰδωλολατρία –καὶ ἡ εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Ἡ αὐθαίρετη ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, ἡ αὐτοθέωση, ἡ “ἰσοθεΐα” τοῦ ὄντος, ὁ σφετερισμός, ἂς ποῦμε, τοῦ θρόνου τοῦ ἀπολύτου, ποὺ εἶναι τὸ ὑπερβατικό, ἀπὸ κάτι τὸ σχετικό, ὅπως εἶναι π.χ. μία ἰδέα, μία ἰδεολογία, ἕνα σύστημα ἀξιῶν, τὸ περιεχόμενο ἑνὸς θρησκευτικοῦ βιώματος κ.λπ. –αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ θεολογία. Θεολογία εἶναι ἡ χρήση τοῦ σχετικοῦ ὡς σχετικοῦ γιὰ τὴν ὑπέρβασή του, γιὰ τὴν ἀναγωγή, τὴ μετάβαση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ ὑπερβατικό.
Πρακτικά, ἁπλά, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι θεολογία τὸ νὰ πάρει κανεὶς ὁρισμένες ἀντιλήψεις μιᾶς ἐποχῆς ἢ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁσοδήποτε σοφοῦ, καὶ νὰ τὶς ταυτίσει μὲ τὴν ὑπερβατικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἀντίληψη εἶναι βέβαια ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τόσο, ὅσο ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἀληθινή. Ἡ ἀλήθεια τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον καὶ καθόσον ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀληθινός. Ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, “ἡ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσα”, τὸ ἔργο δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία.
Σὲ ἀντίθεση πρὸς κάθε μορφὴ ἀπολυτοποίησης τοῦ σχετικοῦ, ἡ θεολογία, ἡ ἀναγωγὴ δηλαδὴ στὸ ὑπερβατικό, στὸ ἔσχατο βάθος τοῦ φαινομένου, δὲν ταυτίζεται μὲ μία μυστική, φαντασιώδη (spekulativ!) παθητικὴ θεωρία. Ἡ ἀναγωγὴ στὸ ὑπερβατικὸ βάθος τοῦ ὄντος, ἡ μετάβαση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ δοσμένο ὂν στὸ εἶναι του, “τὸ ἀεὶ ζητούμενον καὶ ἀεὶ ἀπορούμενον” δέον του, ἀποτελεῖ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀλήθεια τῆς ἱστορικῆς δράσης του, τὸν πολιτισμό. Ἡ θεολογία δὲν εἶναι μία παθητικὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο (καὶ τὴν ἱστορία του), εἶναι ἡ πράξη ἐκείνη ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ δέον πέρα ἀπ’ τὸ δοσμένο ὄν. Ἡ θεολογία ἢ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς ἱστορίας ἢ δὲν εἶναι θεολογία. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ (μὲ τὸν ὑπερβατικὸ στόχο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου), δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ εἶναι θεολογία ὅ,τι δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας. Καὶ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι πράξη, εἶναι καὶ ἡ θεολογία πράξη.
Δὲν ὑπάρχει ἐπιμέρους ἀλήθεια στὴν ἱστορία, ἡ ὁποία νὰ μὴν εἶναι μέρος τῆς θεολογίας. Στὴ θεολογία ἀνήκει κάθε ἀλήθεια, ὄχι μόνο ἡ στενὰ θρησκευτική. Κάθε θρησκευτικὴ ἀλήθεια ἀνήκει στὴ θεολογία, ὄχι ἐπειδὴ καὶ καθόσον εἶναι θρησκευτική, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ καθόσον εἶναι ἀλήθεια. Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὴ θεολογία, οὔτε θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ θεολογία συμπίπτουν. Ὅπου παρατηρεῖται διαφορὰ ἀνάμεσά τους, ἐκεῖ ἢ ἡ “ἀλήθεια” δὲν εἶναι ἀλήθεια, ἢ ἡ “θεολογία” δὲν εἶναι θεολογία, ἤ, συνηθέστερα, τὸ συναμφότερο. Βέβαια, πολλὲς φορὲς ἡ θεολογία περιορίζεται στὶς διαστάσεις τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, ἐνῶ οἱ ἄλλες περιοχὲς τῆς ζωῆς τοποθετοῦνται ἔξω ἀπὸ τὴ θεολογία. Πολλοί, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ λένε πὼς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ θεολογία, ἐπιμένουν νὰ διαπράττουν αὐτὸ τὸ λάθος, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸ θρησκευτικὸ βίωμα ἔχει, γιὰ διάφορους λόγους, ὑποχωρήσει σὲ ἐντελῶς δευτερεύουσα θέση ἢ εἶναι σχεδὸν ἀνύπαρκτο. Σὲ μία τέτοια περίπτωση θὰ ὑπάρχει ἀσφαλῶς διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ θεολογία καὶ τὴ φιλοσοφία, εἴτε ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη εἶναι φορέας τῆς ἀλήθειας, εἴτε ὄχι. Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι, ὅπως εἴπαμε, μία θρησκευτικὴ ἔννοια ὡς πρὸς τὴν προέλευσή της καὶ τὸ ἀρχικό της περιεχόμενο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὑπόκειται στὶς παραδεδομένες θρησκευτικὲς κατηγορίες, ὅπως εἶναι ἐκεῖνες τοῦ μύθου ἀρχικὰ καὶ τῆς δογματιστικῆς μεταφυσικῆς στὴ συνέχεια.


Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἔσχατο σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ μιᾶς μεταφυσικῆς ποὺ δὲν θέλει νὰ εἶναι οὔτε μυθολογική, οὔτε δογματιστική, οὔτε κατ’ ἀνάγκη θρησκευτική, ἀλλὰ πέρα γιὰ πέρα κριτική. Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μεταφυσική; Ἂν δὲν ὑπάρχει, τότε ἡ πρώτη καὶ ὕψιστη ἀνάγκη εἶναι ἐδῶ καὶ τώρα νὰ τὴν σχεδιάσουμε. Ἡ ἐποχή μας – μία μὴ μεταφυσικὴ ἐποχὴ – δὲν ἔχει καμία μεγαλύτερη καὶ πιὸ ἐπείγουσα ἀνάγκη ἀπὸ μία μεταφυσικὴ ποὺ θὰ ἀντέχει σὲ κάθε κριτικὴ καὶ θὰ νοηματοδοτεῖ σήμερα τὴν ἱστορία. Ἂν οἱ παραδεδομένες μορφὲς μεταφυσικῆς – καὶ κυρίως ἡ θρησκευτικὴ – ἔπαψαν νὰ ἰσχύουν, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐξαλείφθηκε ἡ διαχρονικὴ καὶ ἀσίγαστη μεταφυσικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὅτι πέθανε ὁριστικὰ ἡ δυνατότητα τῆς μεταφυσικῆς.
Ἂν ὁ Θεὸς νοεῖται σὰν ἕνα ὂν (σὰν μία μυθολογικὴ παράσταση ἢ σὰν ἡ κορυφὴ ἑνὸς δογματιστικοῦ θρησκευτικοῦ ἐννοιολογικοῦ συστήματος), τότε τὸ ὂν αὐτὸ μπορεῖ κάποτε νὰ πεθάνει. Τὸ λάθος δὲν βρίσκεται στὸν θάνατο ἑνὸς κατ’ ἀρχὴν μελλοθάνατου ὄντος, ὅπως ἴσως φοβᾶται μία συντηρητικὴ θρησκευτικὴ νοοτροπία, ἀλλὰ ἔγκειται στὴν προηγηθεῖσα ταύτιση τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ μὲ ἕνα θνητὸ ὄν, δηλαδὴ στὴ διαπραχθεῖσα εἰδωλολατρία. Ἐκεῖνο ποὺ θέλει ἡ θρησκευτικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ πραγματικὰ νὰ σημάνει, δὲν πεθαίνει, ὅταν πεθαίνει ἡ σχετικὴ θρησκευτικὴ ἔννοια ἢ καὶ ἡ ἴδια ἡ θρησκευτικότητα. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο θρησκευτικός, δὲν εἶναι μόνο περιεχόμενο τῆς θρησκευτικότητας, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ δεχθεῖ κανεὶς πὼς ἡ θρησκευτικότητα εἶναι ἡ ἀξιολογικὰ κορυφαία ποιότητα τοῦ ὑποκειμένου. 
Ὁ Θεὸς καὶ ὡς νόημα εἶναι “id, quo majus cogitari nequit”. Τὸ ξεπερασμένο νόημα (ὅπως εἶναι π.χ. ἐκεῖνο μιᾶς, ἀπὸ νοητικὴ ἄποψη, ἁπλοϊκῆς θρησκευτικότητας ἢ ἡ κορυφαία ἔννοια ἑνὸς ξεπερασμένου δογματιστικοῦ συστήματος) δὲν εἶναι οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο γιατὶ ἕνα τέτοιο νόημα εἶναι ξεπερασμένο, ἀλλά, καὶ αὐτὸ εἶναι βασικότερο, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀνεικόνιστος κατ’ ἀρχήν, ἀφοῦ εἶναι τὸ ὑπερβατικὸ τοῦ ἀνθρώπινου λόγου.
Ὁ Θεὸς ὡς περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης νόησης, θρησκευτικῆς ἢ ὄχι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ὑπερβατικὸς Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι μία ἔννοια, φυσικὰ ὄχι μόνο θρησκευτική, γιὰ νὰ σημάνει τὸ παραπέρα ἀπὸ ὅ,τι κορυφαῖο, ἀπὸ ἀξιολογικὴ ἄποψη, διαθέτει σὲ κάθε στιγμή του ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἔννοια αὐτὴ λειτουργεῖ στὸ γεγονὸς τῆς αὐθυπέρβασης τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ κάνει τὴν αὐθυπέρβαση αὐτὴ δυνατὴ καὶ πραγματικὴ χωρὶς νὰ ἐξαντλεῖται μὲ τὸ ὁσοδήποτε ὑψηλὸ ἀξιολογικὸ-ὀντολογικὸ ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ κάθε φορὰ σημαίνει τὸ παραπέρα. Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς ἔν-νοια δὲν συμπίπτει μὲ τὸν ὑπερβατικὸ Θεό, ἀποτελεῖ τὴν ἐμπροσθοφυλακὴ τῶν νοημάτων τοῦ ἀνθρώπου στὴν πορεία του πρὸς τὸ ὑπερβατικό. Μία τέτοια ἔννοια δὲν ἔχει μόνο ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος, ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος ὡς ἄνθρωπος στὸ γεγονὸς τῆς αὐθυπέρβασής του, μόνο ποὺ στὴν περίπτωση τοῦ ἄθρησκου ἀνθρώπου ἡ ἔννοια αὐτὴ –δικαιολογημένα ἢ ἀδικαιολόγητα – δὲν εἶναι θρησκευτική. Δὲν πρόκειται ἁπλὰ γιὰ ἕνα αἴτημα τοῦ πρακτικοῦ λόγου ( Κ a n t ), ἀλλὰ γιὰ ἕνα γεγονὸς ἐμπειρικὰ διαπιστώσιμο καὶ ἀπὸ κάθε ἔποψη ἀδιαμφισβήτητο, ποὺ διέπει κάθε ἄνθρωπο, κάθε ἀπόπειρα, παρελθοῦσα, παροῦσα ἢ μέλλουσα, μεταφυσικῆς κατανόησης τοῦ κόσμου, ὁσοδήποτε κριτικῆς. Ἂν ἀπελευθερώσουμε τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὁρισμένες ξεπερασμένες θρησκευτικές, μυθολογικὲς καὶ δογματιστικὲς κατηγορίες, τότε αὐτὴν τὴν καθαρότερη, ὡς πρὸς ὁρισμένους κληρονομημένους ἀνθρωπομορφισμούς, ἔννοια γιὰ τὸν Θεὸ τὴν συναντᾶμε παντοῦ ὅπου τελεῖται ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δέουσα σχέση του πρὸς τὸ ὑπερβατικό, πρὸς τὸ εἶναι, πρὸς τὸ ὅλο. Αὐτὴ ἡ ἔννοια εἶναι ἡ δύναμη καὶ ὁ ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν αὐθυπέρβασή του, στὴ δημιουργία τοῦ πολιτισμοῦ, στὴν πραγμάτωση τῆς ἀλήθειας του.
Νομίζω ὅτι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔποψη μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση Θεοῦ καὶ λόγου.
* * *
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου. Αὐθεντικότητα τοῦ λόγου εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τοῦ σχετικοῦ στὸ ἀπόλυτο, τοῦ μέρους στὸ ὅλο, τοῦ ὄντος στὸ εἶναι. Ὁ λόγος μετέχει τοῦ Θεοῦ ὅταν εἶναι ἀληθινός. Ἡ μετοχὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος εἶναι ἀληθινὸς ὅταν εἶναι λόγος, καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικότητα ἐκείνη ποὺ κάνει τὸν λόγο νὰ εἶναι λόγος. Ἡ λειτουργία τοῦ λόγου ὡς λόγου, δηλαδὴ ἡ λειτουργία τοῦ λόγου στὴν αὐθεντικότητά του, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς μετοχῆς τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, τὸ γεγονὸς τῆς αὐθυπέρβασης τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος ποὺ νὰ εἶναι λόγος καὶ νὰ εἶναι ἄθεος. Ὁ ἄ-θρησκος λόγος, ποὺ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἄ-θρησκος δὲν παύει ἀναγκαστικὰ νὰ εἶναι καὶ λόγος, δὲν εἶναι ἄθεος, ἀκόμα καὶ ὅταν ἀρνεῖται τὴ λέξη Θεός, ἂν δηλαδὴ κάτω ἀπ’ αὐτὴν τὴ λέξη βλέπει μόνο ἕνα ξεπερασμένο θρησκευτικὸ νοηματικὸ περιεχόμενο. Αὐτὸ ποὺ ἀρνεῖται ὁ ἄθρησκος λόγος δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ μία, γι’ αὐτὸν ξεπερασμένη, θρησκευτικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Ἄθεος εἶναι ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος παύει νὰ εἶναι λόγος. Ἀθεΐα εἶναι οὐσιαστικὰ ὄχι ἡ ἁπλὴ ἄρνηση τῆς λέξης Θεὸς ἢ ἑνὸς ξεπερασμένου θρησκευτικοῦ νοηματικοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ ἡ ἄρνηση τῆς σχέσης τοῦ λόγου μὲ τὸ ὑπερβατικό, δηλαδὴ ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ λόγου, μὲ ἄλλα λόγια τὸ κακὸ μέρος τῆς ἱστορίας –σύμφωνα μὲ τὴν ἀξιολογικὴ κρίση τῆς καθολικῆς συνείδησης.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε, χωρὶς ἴσως καμία οὐσιαστικὴ ἀντίρρηση ἀπὸ ὁποιαδήποτε πλευρά, πὼς ἡ φιλοσοφία μὲ τὸν κριτικὸ λόγο (μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα τῆς πραγματικότητας) ζητάει νὰ φτάσει στὴν ἔσχατη ἀλήθεια τοῦ κόσμου, σ’ αὐτὸ ποὺ προσπαθεῖ νὰ φτάσει καὶ ὁ θρησκευτικὸς στοχασμὸς μέσα ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ θρησκευτικοῦ του βιώματος. Ἡ φιλοσοφία προσπαθεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὸ νὰ γίνει ἡ ἀληθινὴ μεταφυσικὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ θέλει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀληθινὴ θεολογία. 
Ὁ ἔσχατος στόχος τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας Θεός, ὅταν αὐτὸ τὸ περιεχόμενο δὲν τὸ ὑποτάξουμε στὶς θρησκευτικὲς κατηγορίες μὲ τὶς ὁποῖες ξεκίνησε τὴν ὀντολογική του προσπάθεια ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅταν τὸ ἀναζητήσουμε μὲ ὅ,τι καλύτερο διαθέτουμε.
Γιὰ τὴν παραδεδομένη ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ Θεὸς “καθ’ ἑαυτὸν” εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατικός, καὶ ὁ ἄνθρωπος “μετέχει τοῦ Θεοῦ” μὲ τὸ νὰ ἀνεβεῖ στὴν ἀξιολογικὴ κορυφή του, μὲ τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ἀληθινός. Ἀπὸ τὴ μεριά της πάλι ἡ φιλοσοφία δὲν ἀποβλέπει πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀληθινή, τὴν πέρα γιὰ πέρα κριτική, μεταφυσική του.
Ἡ ταυτότητα θεολογίας καὶ φιλοσοφίας θεωρεῖται ἔτσι σὰν ἕνας τελικὸς στόχος ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ζωῆς καὶ ζητάει τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου στὸ ὅλο της. Τὸ ἴδιο θέλει νὰ εἶναι καὶ ἡ θεολογία. Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ποὺ τὴν ἐπιτυγχάνει εἴτε ἡ φιλοσοφία εἴτε ἡ ἐπιστήμη εἴτε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίδοση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ταυτόχρονα, εἴτε ὡς φιλοσοφική, εἴτε ὡς ἐπιστημονικὴ κ.λπ. ἀλήθεια, καὶ ἀλήθεια θεολογική. Ἡ ἀπαίτηση τῆς θεολογίας, ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια, σημαίνει φυσικὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θεολογία ὅ,τι ἀποδεικνύεται μὲ τὴν κριτικὴ ὡς ἀναλήθεια. Μία “θεολογία”, ποὺ ἀρνεῖται μία ἐπιμέρους ἢ μία γενικότερη φιλοσοφική, ἐπιστημονικὴ κ.λπ. ἀλήθεια, δὲν εἶναι μία θεολογία ἄξια τοῦ ὀνόματός της. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ταυτότητα φιλοσοφίας καὶ θεολογίας. Δὲν ὑπάρχουν ἀλήθειες ποὺ νὰ εἶναι ἐπιτεύγματα μιᾶς ἐπίδοσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ταυτόχρονα νὰ τὶς ἀρνεῖται μία ἄλλη ἐπίδοση τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς αὐτὴ ἡ ἄλλη “ἐπίδοση” νὰ εἶναι ἀλλοτρίωση. Ἀλλοτρίωση εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸ δὲν θέλει νὰ εἶναι οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ θεολογία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δέχεται ἕνα ψεῦδος ἢ κάτι τὸ ἱστορικοπνευματικὰ ξεπερασμένο καὶ ταυτόχρονα νὰ ἰσχυρίζεται πὼς ἀποδεχόμενος αὐτὸ τὸ ψεῦδος κάνει θεολογία ἢ φιλοσοφία. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡ θεολογία, ἡ ἀληθινή, ὅπως καὶ ἡ φιλοσοφία, δὲν ἀρνεῖται τὴν κριτική, ἀλλὰ τὴν ἐπιζητεῖ, ἀφοῦ ἡ κριτικὴ εἶναι σήμερα ἡ μέθοδος γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀλήθεια.
Μιλᾶμε ἐδῶ γιὰ μία ταυτότητα φιλοσοφίας καὶ θεολογίας ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου, ποὺ λειτουργεῖ καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε φιλοσοφία καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε θεολογία. Ἡ ταυτότητα αὐτὴ φιλοσοφίας-θεολογίας βρίσκεται στὸ τέλος τοῦ φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοῦ στοχασμοῦ. Καθ’ ὁδὸν ὅμως ὑπάρχουν πολλά, πάρα πολλὰ προβλήματα καὶ γιὰ τὴ λύση αὐτῶν τῶν προβλημάτων ἀγωνιζόμαστε. Ἡ ἀλήθεια δὲν βρίσκεται οὔτε στὴ θέση οὔτε στὴν ἄρνηση, ἀλλὰ στὴ σύνθεση –μία σύνθεση ποὺ δὲν ἔχει τίποτα νὰ κάνει μὲ τοὺς διάφορους ὕποπτους, καὶ βασικὰ ἰδιοτελεῖς, συμβιβασμούς.

2 σχόλια:

  1. Στην πρώτη φωτογραφία προσέξτε το σχέδιο στον πίνακα με τη λέξη ΜΗΔΕΝ... μέρος της παράδοσης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Επίσης προσέξτε και τη φθορά του ΧΡ στην πρόσοψη της διδακτικής έδρας της Θεολογικής Σχολής, ενδεικτική των διαθέσεων και των ευαισθησιών διδασκόντων και (;)διδασκομένων και της ελλειμματικής πανεπιστημιακής θεολογίας χωρίς βαθύτερο θεολογικό βίωμα και πίστη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή