Οδύσσεια, του Τάσου Καλιακάτσου |
Κάποιοι φίλοι ξαφνιάστηκαν από το κειμενάκι μου για την Οδύσσεια Μαρωνίτη.
Ήσαν ανυποψίαστοι...
Προκειμένου, λοιπόν, να τους καταστήσω ακόμα πιο ...καχύποπτους, παραθέτω σχόλια του γνωστού φιλόλογου Μανόλη Χατζηγιακουμή σε στίχους της ε' ραψωδίας, τα οποία έχει δημοσιεύσει στο βιβλίο που εξέδωσε το 2007, με τίτλο: "ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ-Δοκιμές μετάφρασης".
Σ' αυτά καταδεικνύονται πολλά... Και υπάρχουν ακόμα περισσότερα!
Παραθέτω κάποια άκρως ενδεικτικά σχόλια του Μ. Χατζηγιακουμή.
Oδυσσέως Σχεδία (Ραψ. ε, στ. 1-493)
328 ὀπωρινὸς Βορέης: ο δυνατὸς Βοριάς. Φθινοπωρινός κατά τον Πολυλά («ως το φθινόπωρο ο Βορηάς») και τον Καζαντζάκη - Κακριδή («ο βοριάς χινοπωριάτικα»), ενώ η απόδοση του Μαρωνίτη «χειμερινός» (κατά παρετυμολογίαν του «χινοπωριάτικα»;) είναι ασύμβατη εντελώς. Για να λειτουργήσει η εικόνα πρέπει να φαντασθεί κανείς τα αγκάθια (τα γνωστά ασφαλώς γαϊδουράγκαθα) μεγάλα, κομμένα, και ξερά, που μόνο το καλοκαίρι έχουν αυτές τις ιδιότητες (γι’ αυτό και το «φθινοπωρινός» εξίσου ασύμβατο). Το πιθανότερο, ὀπωρινὸς Βορέης, που πνέει όταν όλα είναι ώριμα, οπωρινά, δηλαδή το καλοκαίρι και που πρέπει να ταυτισθεί προφανώς με τα ισχυρά μελτέμια (τους ετησίας των αρχαίων), τα οποία πνέουν τότε δυνατά (γι’ αυτό και αναλογικά ο «δυνατός Βοριάς»). Το ίδιο και ο Ευστάθιος: «οπωρινός Βορέας, ο θερινός, ήγουν ο ετησίας». Βλ. και Φ 346: ὡς δ’ ὅτ’ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ’ ἀλωὴν | αἶψ’ ἀγξηράνῃ [γρ. ἀφξηράνῃ] (όταν αποξηραίνει γρήγορα φρεσκοποτισμένο περιβόλι). Το «οπώρη» στα ομηρικά κείμενα περιλαμβάνει και μέρος του καλοκαιριού (τουλάχιστον από τα μέσα Ιουλίου κ.εξ.)· πρβλ., εκτός από το «νεοαρδέ’ αλωή», το «φρεσκοποτισμένο (προφανώς το καλοκαίρι) περιβόλι» και τις παρομοιώσεις προς τα «οπωρινά» αστέρια που λάμπουν δυνατά στον ξάστερο (καλοκαιρινό) ουρανό (Ε 5-6, Χ 26-28) ή ακόμη τη σαφή διάκριση των εποχών «χείμα», «θέρος», «οπώρη» (λ 190-92, όπου και ο σημειολογικός χαρακτηρισμός τεθαλυῖα για το «οπώρη»). Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι, για τους αρχαίους, η αρχή του χειμώνα σηματοδοτούνταν με την ηλιακή ανατολή του Αρκτούρου (μέσα Σεπτεμβρίου).
367 δεινόν τ’ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ’ αὐτόν: άλλος ένας λαμπρός ρυθμικός στίχος που εικονογραφεί παραστατικότατα την κίνηση και τη δράση του αφρισμένου κύματος. Με τον ίδιο τρόπο και ρυθμό και η απόδοση (τρία ομοτονικά επίθετα, ένα προπαροξύτονο ρήμα): σφοδρό, αφρισμένο, ορμητικό, και τον παρέσυρε· «φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ’ επάνω του έπεσ’ όλο» (Π), «φριχτό, αγριεμένο, αψηλοθόλωτο, κι απάνω του το ρίχνει» (Κ), «άγριο, φοβερό | και κατακόρυφο, τό ’ριξε κατά πάνω του» (Μ). Η απόδοση του Κακριδή «κι απάνω του το ρίχνει», την οποία ακολουθεί πιστά και ο Μαρωνίτης, υπονοεί υποκείμενο «ο Ποσειδών», το οποίο όμως δεν επιτρέπει εύκολα η σύνταξη «ήλασε δ’ αυτόν». Απεναντίας, η σιωπηρή εναλλαγή (και παράλειψη) του υποκειμένου («το κύμα») εντάσσεται ασφαλώς μέσα στην εικονοποιητική παραστατικότητα του στίχου. Πρβλ. και τον όμοιο στ. 313 ὣς ἄρα μιν εἴπόντ’ ἔλασεν μέγα κῦμα.
Έκφραση Ανακτόρων Αλκινόου (Ραψ. η, στ. 78-132)
125-26 πάροιθε δέ τ’ ὄμφακές εἰσιν | ἄνθος ἀφιεῖσαι: πιο πέρα είναι άγουρα | μόλις που τον ανθό τους άφησαν· «κ’ έμπροσθεν τ’ αμπέλι έχει αγουρίδες | ακόμη μες το ξάνθισμα» (Π), «κι άλλα είναι άγουρα πιο πέρα, τον ανθό τους | μόλις που τίναξαν» (Κ), «[τα πατούν] πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν» (Μ). Η απόδοση του Μαρωνίτη α) συνδέει το επίρρημα πάροιθε με το προηγούμενο ρήμα τραπέουσι, πράγμα που αποκλείει ο παρατακτικός «δε» (πάροιθε δέ) και η στίξη μετά το «τραπέουσι» (άνω τελεία, τουλάχιστον στην εγκυρη έκδοση του Th. W. Allen) β) αφήνει να εννοηθεί ότι η αγουρίδα παράγει τον ανθό, ενώ το κείμενο σαφώς υπαινίσσεται το εξάνθισμα (όταν πια έχει δέσει ο καρπός). Ο ενεστώτας «αφιείσαι» είναι περιγραφικός και δηλώνει αυτό που συμβαίνει συνήθως.
Περισσότερα για την μετάφραση Χατζηγιακουμή δείτε εδώ.
Π.Α.Α.
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΡΩΤΗΣΩ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΕΞΙΚΟ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ; Στην εκκλησιαστική ποίηση υπάρχουν πολλά κομμάτια γραμμένα σ' αυτή.
ΑπάντησηΔιαγραφή