Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΤΑ "ΠΕΡΙΦΡΟΝΩ... ΑΔΙΑΦΟΡΩ... ΠΙΣΤΕΥΩ... ΕΠΙΘΥΜΩ..." ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ


Του Π.Α. Ανδριόπουλου 
Ένα άκρως χατζιδακικό κείμενο, με τίτλο «Βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο» δημοσίευσε προ καιρού η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος της Αυστραλίας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. 
Η εφημερίδα αναφέρεται στο ιστορικό του κειμένου και παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ σχετικά με την επίσκεψη του συνθέτη στη Μελβούρνη. 
Ο Χατζιδάκις επισκέφθηκε για πρώτη και τελευταία φορά τη Μελβούρνη προσκεκλημένος της Ελληνικής Εβδομάδας τον Μάϊο του 1980 και προήδρευσε της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που γινόταν τότε στο πλαίσιο της Ελληνικής Εβδομάδας. 
Έκανε και μια δική του συναυλία στο Δημαρχείο Μελβούρνης. Μαζί με τον στενό συνεργάτη του Σπύρο Σακκά παρουσίασαν ένα ξεχωριστό ρεσιτάλ, για φωνή και πιάνο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της ομογένειας για την επέτειο της Μάχης της Κρήτης. Πρόκειται για μέρος του προγράμματος που κατόπιν κυκλοφόρησε σε δίσκο, με τον τίτλο "Ρεσιτάλ".
Από την συναυλία αυτή, που παρακολούθησαν 6.000 άνθρωποι (!), δεν έλειψαν τα …απρόοπτα. Άρχισαν αμέσως οι ...παραγγελιές: «Τα παιδιά του Πειραιά» και ο «κυρ - Αντώνης». Διακόπτει ο Χατζιδάκις το πρόγραμμα, παίρνει το μικρόφωνο και λέει: «Λείπετε πολλά χρόνια από την πατρίδα και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχουν πια τα παιδιά του Πειραιά και ο κυρ-Αντώνης έχει πεθάνει. Απόψε θα σας παίξουμε κάτι άλλο και αν εσείς θεωρείτε ότι δεν σας ταιριάζει, μπορείτε από τώρα να αποχωρήσετε». Κανείς δεν αποχώρησε! Και στο τέλος έκανε ώρες να εγκαταλείψει το κτίριο από τις εκδηλώσεις αγάπης του κόσμου. 
Στη Μελβούρνη ο Χατζιδάκις έγραψε και ένα σημαντικό κείμενο που δημοσίευσε στο πρόγραμμα αυτής της συναυλίας του και το οποίο παραθέτουμε στη συνέχεια. 
Ο Μ. Χατζιδάκις στην Μελβούρνη το 1980
Σημειώνουμε ότι το κείμενο αυτό φαίνεται πως είναι προδρομικό του τελικού και πιο εκτεταμένου αυτοβιογραφικού κειμένου του Μάνου Χατζιδάκι, το οποίο δημοσιεύτηκε στην έκδοση «Τα σχόλια του Τρίτου» και έχει ημερομηνία Νοέμβριος 1980 – Μάρτιος 1981. Για τους γνωρίζοντες, δηλαδή, το κείμενο δεν είναι άγνωστο. Υπάρχει εν πολλοίς στο γνωστό αυτοβιογραφικό του Χατζιδάκι. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημεία που δεν περιλαμβάνονται στο τελικό κείμενο - κι αυτό είναι που κάνει τη διαφορά - όπως το καυστικό: 
«Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους». 
Το κείμενο, όπως δημοσιεύθηκε στον Νέο Κόσμο, έχει ως εξής: 
«Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες. 
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία. 
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι. 
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. 
Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς. 
Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία. 
To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρεισήμισι εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω. 
Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρεισήμισι εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός. 
Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο. 
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι: 
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ. 
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας. 
Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους. 
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου. 
Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου. 
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου