Ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος και ο σολίστ Γιώργος Δεμερτζής |
κείμενο-φωτογραφίες του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής ήταν αναμφισβήτητα ιδιαίτερη, λόγω του ειδικού, θα λέγαμε, ρεπερτορίου.
Γιατί σπανίως έχει κανείς την ευκαιρία να ακούσει το κοντσέρτο για βιολί του Νίκου Σκαλκώτα κι ακόμα δεν έχει συχνά τη δυνατότητα ν' ακούσει την πρώτη συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ, που απαιτεί Μαλερική, μεγάλη ορχήστρα.
Έτσι, η χθεσινή πρεμιέρα της ΚΟΑ ήταν σίγουρα μια ...προκλητική συναυλία.
Το κοντσέρτο για βιολί του Σκαλκώτα είναι μια αέναη σχοινοβασία: μουσική, αισθητική, πνευματική. Κι ο Δεμερτζής απεδείχθη ικανός σχοινοβάτης γιατί την ώρα που ερμήνευε με οίστρο το έργο σκεφτόμουν τον άγιο Ζαν Ζενέ που έγραφε για τον ποιητή (διάβαζε εδώ μουσικό και μάλιστα τον Σκαλκώτα):
Ο ποιητής μπορεί να διακινδυνέψει τα πάντα για να κατακτήσει την απόλυτη μοναξιά, που είναι απαραίτητη για να πραγματοποιήσει το ποιητικό του έργο, να το αποσπάσει από το κενό για να του δώσει ζωή.
Η ζωογόνος μουσική ποιητική γραφή του Σκαλκώτα, αποτέλεσμα της ασκητικής βιωτής του, ηχεί σήμερα στ’ αυτιά μας σαν ολωσδιόλου μοντέρνα και ως μουσική του μέλλοντός μας, με δεδομένο ότι ελάχιστα έχουμε ανακαλύψει τον συνθέτη-ποιητή. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη σύνθεσή του, το κοντσέρτο για βιολί του μεγάλου Χαλκιδαίου βιολιστή και συνθέτη Σκαλκώτα ερμήνευσε ο επίσης Χαλκιδαίος σολίστ στο βιολί Γ. Δεμερτζής, υπογραμμίζοντας με την ερμηνεία του το διαχρονικόν και αέναον της Σκαλκωτικής ιδιοφυϊας και οικουμενικής ελληνικότητας.
Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ο Γ. Δεμερτζής και ο αδελφός του μουσικολόγος Κωστής Δεμερτζής |
Η ΚΟΑ θαρρώ πως ανταποκρίθηκε δεόντως στην πρόκληση του έργου. Άλλωστε ο αρχιμουσικός και διευθυντής Βασίλης Χριστόπουλος έχει διευθύνει το κοντσέρτο για δύο βιολιά του συνθέτη (στην εξαιρετική ενορχήστρωση του ακάματου μελετητή του Σκαλκωτικού έργου μουσικολόγου Κωστή Δεμερτζή) το οποίο έχει δισκογραφηθεί με σολίστ στον Γ. Δεμερτζή και στον Σίμο Παπάνα. Επομένως, είχε την εμπειρία – αν και νέος – της διείσδυσης σ΄ ένα έργο του Σκαλκώτα.
Στο δεύτερο μέρος της χθεσινής συναυλίας ο Β. Χριστόπουλος διηύθυνε με συναίσθηση και σιγουριά την πρώτη του Μάλερ. Θυμάμαι πως το «ντεπούτο» του στην ΚΟΑ το έκανε στο Ηρώδειο πέρυσι (15.7.2011) με την συμφωνία αρ. 2 του Μάλερ (της Αναστάσεως). Άρα δε μένει παρά να περιμένουμε κι άλλες συμφωνίες του μεγάλου συνθέτη από την ΚΟΑ υπό τη διεύθυνσή του.
Θέλω εξαιρέτως να σημειώσω την θαυμάσια ερμηνεία του πατρινού και φίλου απ’ τα παλιά ομποϊστα Δημήτρη Βάμβα στο τρίτο μέρος της πρώτης του Μάλερ, δηλ. στο περίφημο πένθιμο εμβατήριο. Η άποψη του Χριστόπουλου ήταν πιο …κινημένη (προσωπικά προτιμώ έναν πιο κρατημένο ρυθμό – ως φαν και της ερμηνείας του μεγάλου Μητρόπουλου), αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Δ. Βάμβα να ερμηνεύσει με κρυστάλλινη καθαρότητα τα εξαίσια μέρη του όμποε.
Νομίζω πως με το φινάλε ο μαέστρος και η ορχήστρα ανέδειξαν αυτό που ο Μάλερ ήθελε να εκφράσει: τον διακαή πόθο για τη λύτρωση και το θρίαμβο.
Με αφορμή την καινούργια σεζόν της ΚΟΑ ευχόμαστε να ευοδωθούν οι εργώδεις προσπάθειες του Βασίλη Χριστόπουλου, μέσα σε μια δύσκολη – έτσι κι αλλιώς – συγκυρία.
Ο διευθυντής της ΚΟΑ Βασίλης Χριστόπουλος |
Στη συνέχεια παραθέτουμε το κείμενο του Γιώργου Δεμερτζή για το κοντσέρτο του Σκαλκώτα, όπως δημοσιεύθηκε στο έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας.
Νίκος Σκαλκώτας
Το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα από την πλευρά ενός έλληνα βιολιστή
Το 1921 ο δεκαεπταετής απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών Νίκος Σκαλκώτας, πηγαίνει στο Βερολίνο για να τελειοποιηθεί στο βιολί και γυρίζει (οριστικά το 1933) συνθέτης. Το βιολί θα παραμείνει το όργανό του και το κυριότερο εργαλείο για την επιβίωσή του. Αν το 1925, γράφει για την φίλη του, βιολονίστα Νέλλη Ασκητοπούλου την Σονάτα για σόλο βιολί, το 1937 γράφει κατά πάσα πιθανότητα για τον εαυτό του, το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα. Είναι η εποχή κατά την οποία ο γεννημένος στη Χαλκίδα συνθέτης έχει παγιδευτεί στην χώρα του, έχει αφήσει γυναίκα και παιδί μακριά του, καριέρα, προοπτική για αναγνώριση, ελπίδα, τα πάντα. Μόνον η αβάστακτη ανάγκη να γράψει μουσική τον επαναφέρει στη δημιουργία. Αποδέκτες έργων όπως τα αριστουργηματικά κουαρτέτα με αριθμό 3 και 4 και του κοντσέρτου για βιολί είναι ιδανικοί εκτελεστές, οραματικές ορχήστρες, όπως ίσως η Φιλαρμονική του Βερολίνου που ήξερε καλά, μαέστροι όπως ο Φουρτβένγκλερ ή ο Μητρόπουλος. Στην πράξη δεν περιμένει τίποτα από κανένα. Σκιώδης σολίστ του κοντσέρτου του, ο ίδιος . Έτοιμος να απαντήσει με το βιολί του σε κάθε έναν που θα του έλεγε πως αυτά που γράφει δεν παίζονται. Ο βιολιστής – συνθέτης θα αντιδράσει στην γνωριμία με τα κοντσέρτα του Μπετόβεν και του Μπραμς γράφοντας το δικό του, όπως ακριβώς έκανε όταν έγραφε τη σονάτα του μετά την μελέτη του έργου για σόλο βιολί του Μπαχ. Γράφει χωρίς καμία διάθεση συμβιβασμού ως προς τις τεχνικές δυσκολίες. Ο βιολιστής καλείται, ή μάλλον προκαλείται να εκτελέσει ακροβατικούς ελιγμούς πάνω στο όργανο, χρησιμοποιώντας όλα κυριολεκτικά τα μέσα της βιολιστικής γαστρονομίας.
Νίκος Σκαλκώτας (φωτό αρχείου) |
Το ίδιο το κοντσέρτο αποτελεί μία επική περιπλάνηση, στα πλαίσια της γενικότερα ατονικής προσωπικής μουσικής γλώσσας που διαμορφώνει ο συνθέτης, κάνοντας χρήση πλουσιότατου υλικού από μοτίβα και θεματικές ιδέες. Υλικό και τεχνική, καταστάλαγμα σοβαρότατων σπουδών, ικανότητας αφομοίωσης του διεθνούς μουσικού προβληματισμού, βαθιάς γνώσης της εθνικής μουσικής κληρονομιάς, ευαισθησία και διορατικότητα σε «αιρετικά» ερεθίσματα, όπως το ρεμπέτικο, πολύ πριν επισημοποιηθεί και γίνει το αντικείμενο της μουσικής εικονομαχίας μετά τον πόλεμο. Με την προσωπική του σφραγίδα, η οποία κάνει τα έργα του άμεσα αναγνωρίσιμα.
Οι φετιχιστές της βιολιστικής τέχνης, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία εκατό χρόνια πιθανώς να συγκινηθούν από την εξέλιξη του κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα από τον Μπετόβεν ως τον Σκαλκώτα. Ο Μπετόβεν γράφει το κοντσέρτο του για τον Κλέμεντ που το κακοποιεί στην πρεμιέρα. Το έργο ξεχνιέται για σαράντα χρόνια μέχρι να το παρουσιάσει ο Μέντελσον με τον νεαρό Γιοάχιμ στο βιολί, δάσκαλο του Βίλυ Χες, δασκάλου του Σκαλκώτα. Ο Σκαλκώτας συνδέεται στενά με το κοντσέρτο αυτό το οποίο έχει ήδη παίξει στις διπλωματικές του εξετάσεις. Ο Γιοάχιμ θα συνεργαστεί με τον Μπραμς στη σύνθεση του δικού του κοντσέρτου, ενός κοντσέρτου που εμφανώς ακολουθεί τα χνάρια του Μπετόβεν, βάζοντας την ερμηνευτική του πίστη και σφραγίδα απέναντι στους συνήθως διστακτικούς κριτικούς αλλά και τους αρνητικότατους βιρτουόζους βιολιστές οι οποίοι, σε κοινή γραμμή ως προς τα συγκεκριμένα έργα, παρατηρούσαν πως είναι πιο πολύ συμφωνικά παρά βιολιστικά. Από τον Γιοάχιμ στον Σκαλκώτα, γενεές δύο… μόνο!
Η ομοιότητα της γενική δομής του κοντσέρτου του Σκαλκώτα ως προς το αντίστοιχο του Μπραμς, στο οποίο προφανώς απαντά ο βιολιστής-συνθέτης, δεν φαίνεται τυχαία. Η εκτενής εισαγωγή της ορχήστρας στο πρώτο μέρος με την κλασσική έκθεση των θεματικών ιδεών, η δραματική ανάπτυξη, η ήρεμη κατάληξη πριν το τελικό ξέσπασμα, ο φθόγγος ρε να κυριαρχεί στην καταληκτική συγχορδία, την κοινή τονικότητα των κοντσέρτων του Μπετόβεν και του Μπράμς… Η έκθεση του ελεγειακού θέματος στο δεύτερο μέρος ακούγεται από το όμποε, και το φινάλε, σε φόρμα λαϊκότροπου χορευτικού ροντό να οδηγείται με φρενήρη ρυθμό σε ένα οργιαστικό τέλος. Σίγουρα ένας Πάμπλο ντε Σαραζάτε θα αρνιόταν να το παίξει –όπως και του Μπραμς- λέγοντάς του πως «…εγώ δεν θα κάθομαι με το βιολί στο χέρι να ακούω το όμποε να παίζει τη μόνη μελωδία στο μέρος».
Είναι περίεργο πως ένα τέτοιο έργο δεν έχει κατακτήσει την εγχώρια παραγωγή ικανότατων βιρτουόζων, οι οποίοι προτιμούν πολλές φορές απλώς άλλες ιδέες -έργα για το ρεπερτόριό τους, όχι κατ’ ανάγκην «προσιτότερα» στο ευρύ κοινό.
Κοινός παρονομαστής, η «παράδοση της ερμηνείας», παράδοση που συνήθως ξεκινά από κάποιους ερμηνευτές με ένστικτο, διορατικότητα, πατριωτισμό και ακλόνητη πίστη, εκεί όπου η η πολιτεία ασκεί το αυτονόητο καθήκον της απέναντι στην ντόπια σημαντική παραγωγή, δημιουργώντας τις απαραίτητες συνθήκες για την διάδοση ενός έργου. Όπως, ας πούμε την έκδοσή του. Όσο αδιανόητο και αν ακούγεται, το έργο του Σκαλκώτα παραμένει για τον έλληνα και ξένο βιολιστή ανέκδοτο! Το υλικό που θα μπορούσε να αγοράσει κανείς για ένα κοντσέρτο, όπως του Μπετόβεν ή του Μπεργκ και του Σαίνμπεργκ, μία μεταγραφή για βιολί και πιάνο, έτσι ώστε ο βιολιστής να μπορέσει να το μελετήσει και ενδεχομένως να το ερμηνεύσει, στην περίπτωση του κοντσέρτου του Σκαλκώτα, όπως και του μεγαλύτερου μέρους του έργου του, δεν υπάρχει. Παρά την έξωθεν καλή μαρτυρία, τους διθυράμβους των ξένων κριτικών, τις απίστευτες για ελληνικό έργο διακρίσεις, την καταχώρηση του συνθέτη και του έργου του στη βασική δισκοθήκη του κάθε φιλόμουσου. Παρά την αγάπη και το ενδιαφέρον που έδειξαν ξένοι βιολιστές, ηχηρά ονόματα, πού ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις του έργου, το έπαιξαν και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε αυτή του Λοράν Φένιβες να το υμνούν ως ένα από τα καλύτερα κοντσέρτα του 20ου αιώνα.
Το αυτονόητο καθήκον στην ελληνική μουσική δημιουργία, και όσα αυτό πρακτικά σημαίνει, όπως αναφέρει ο Γιώργος Σισιλιάνος στα πολύτιμα «κείμενα για τη Μουσική» δεν μοιάζει καθόλου αυτονόητο.
Γιώργος Δεμερτζής
Βύρων Φιδετζής, Θοδωρής Δεμερτζής, Θάνος Κωνσταντινίδης (ο αειθαλής) και Γ. Δεμερτζής |
Την εισαγωγική ομιλία στη συναυλία έκανε (στις 7.45μ.μ.) ο συνθέτης Χαράλαμπος Γωγιός, ο οποίος συνομιλεί εδώ με τον θαυμάσιο τσελίστα Άγγελο Λιακάκη, μέλος του Νέου Ελληνικού Κουαρτέτου |
Ο συνθέτης Περικλής Κούκος με τον Γ. Δεμερτζή |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου