Φωνή λαού
του συνθέτη Χαράλαμπου Γωγιού
Έχει χρειαστεί να απολογηθώ πολλές φορές στους καλόγουστους φίλους μου για την αγάπη μου στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη (και μάλιστα στα χαμηλόφρονα, «βρώμικα» έργα του, εκείνα με τα μπουζούκια, όχι μονάχα στην αξιοθαύμαστη, πρώιμη «λόγια» παραγωγή του μέχρι τη δεκαετία του ’50). Ωστόσο, στη μουσική του Θεοδωράκη (συγκεκριμένα στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ) χρωστώ το ότι έγινα μουσικός, και πρέπει κανείς να ξεπληρώνει τα χρέη του.
Η παρτιτούρα μου του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ είναι γαλλόφωνη, προορισμένη προφανώς για διεθνή χρήση, με το κείμενο του Ελύτη μεταγεγραμμένο στο λατινικό αλφάβητο και μεταφρασμένο σε τρεις γλώσσες. Έστω, λοιπόν, λ.χ., ένας γάλλος μουσικός (ας τον πούμε «Νικολά») που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, θέλει να παίξει στη χώρα του το έργο του διάσημου συνθέτη του «τιρίν-τιρίν-τιριριριριρίν». Προμηθεύεται την παρτιτούρα, ανοίγει την πρώτη σελίδα, και διαβάζει: «Λαϊκό ορατόριο για λαϊκό τραγουδιστή, βαρύτονο, ηθοποιό, μικτή χορωδία, μικρή λαϊκή ορχήστρα και συμφωνική ορχήστρα». Ο Νικολά αντιπαρέρχεται εύκολα το σκόπελο της, φαινομενικά αντιφατικής, περιγραφής «λαϊκό ορατόριο», βαφτίζοντάς τη «συνθετική ιδιοτροπία» ή «γραφική παραξενιά των σίξτις», και πηγαίνει παρακάτω. Η παρτιτούρα, ευτυχώς, τον διευκολύνει να καταλάβει τι σημαίνει ο όρος «λαϊκή ορχήστρα», αφού ο συνθέτης έχει φροντίσει να διευκρινίσει: πιάνο, κιθάρα, ντραμς, και δύο μπουζούκια (ή, εναλλακτικά, μαντολίνα, ή ακόμη και μπαλαλάικες, αν τα μπουζούκια είναι δυσεύρετα στη χώρα του Νικολά): ως εδώ, όλα εντάξει. Τώρα, όμως, ο Νικολά σκοντάφτει πια για τα καλά (επειδή, βέβαια, είναι Γάλλος και δεν έχει ακούσει ποτέ του τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη): τι στον κόρακα θέλει να πει ο Θεοδωράκης όταν ζητάει «λαϊκό τραγουδιστή»;
Μερικές φορές τα πιο αυτονόητα πράγματα είναι εκείνα που απαιτούν την αυστηρότερη σκέψη. Και το γεγονός πως εγώ, σε αντίθεση με τον Νικολά, είμαι έλληνας μουσικός, δεν με απαλλάσσει από το καθήκον να θέσω με τη σειρά μου το ίδιο ερώτημα, και με την ίδια σοβαρότητα: τι, ακριβώς, εννοούμε όταν λέμε «λαϊκός τραγουδιστής»; Και, φυσικά, δεν αναφέρομαι στο λαϊκό τραγούδι με την ιστορική, εμπειρική έννοια (ή, καλύτερα, στο αστικό λαϊκό τραγούδι – γιατί ποιος θα ισχυριζόταν ότι το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι της υπαίθρου δεν είναι λαϊκό;). Aυτό, από τον Τσιτσάνη και τον Χιώτη μέχρι τους (ποιους να πω;) την Γλυκερία και τον Μητροπάνο, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητα συγκεκριμένη ιστορική οντότητα με σαφή χαρακτηριστικά, μορφολογικά και κοινωνικά, και που την τρώμε στα μούτρα όλοι μας, για καλό ή για κακό, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αναφέρομαι, αντίθετα, στη μεταφυσική σημασία του όρου «λαϊκός τραγουδιστής»: μια φωνή, δηλαδή, που αποδίδει όχι την πραγματικότητα αλλά τη δυνατότητα ενός λαού, όχι το εδώ και το τώρα αλλά την ουτοπική του διάσταση, την «ψυχή» του, όχι το «φαινόμενον» αλλά το «νοούμενον», όχι αυτό που είναι ένας λαός (στη γκρίζα καθημερινή του υπόσταση) αλλά αυτό που μπορεί, που πρέπει να γίνει. (Και, ας το πω να φύγει από πάνω μου: κανείς δεν θα μου βγάλει από το μυαλό ότι αυτή την έννοια είχε στο μυαλό του ο Θεοδωράκης στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – και μ’ αυτή την έννοια, δυστυχώς, ούτε ο Νταλάρας, ούτε ο Μητσιάς, ούτε ο Κότσιρας, ούτε ο Μάριος Φραγκούλης είναι «λαϊκοί τραγουδιστές».)
Ακόμη κι αν δεν ζούσαμε σε έναν καιρό βαθιάς και πρωτοφανούς κοινωνικής α-ταξίας (κυριολεκτικά: ταξικής σύγχυσης), όπου «λαός» και «Κολωνάκι» χτυπιούνται ανελέητα στο μπλέντερ και όπου ο ίδιος άνθρωπος (εγώ, πέρυσι) είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα καλεσμένος σε πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στην Παλαιά Πεντέλη και σε τροτσκιστικό πάρτι στα Εξάρχεια, θα ήταν ούτως ή άλλως σφάλμα να ταυτίζαμε το «λαό» και το «λαϊκό» με ένα συγκεκριμένο στρώμα του πληθυσμού. Είναι πεποίθησή μου πως η λέξη «λαός» (ή «δήμος», όπως στη λέξη «δημοκρατία») παραμένει ζωντανή μόνο όταν σηματοδοτεί αυτό που οι χριστιανοί ονομάζουν «λείμμα» (και, οι μαρξιστές, «προλεταριάτο»): το αδέσμευτο «υπόλοιπο», δηλαδή, το «απομεινάρι» που περισσεύει όταν όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες έχουν περιχαρακωθεί στη διεκδίκηση στενών ταξικών συμφερόντων. Το «λαϊκό» δεν έχει, δεν μπορεί να έχει συγκεκριμένο «προφίλ»: ανήκει στη χούφτα των ευλογημένων εκείνων λέξεων-μπαλαντέρ (το «κλασικό» είναι άλλη μια τέτοια, εξίσου κακοποιημένη, λέξη) που είναι προορισμένες να αποτελούν κενά σύνολα, ανοίγματα, στ’ αλήθεια, προς ο,τιδήποτε νέο, προοδευτικό, ανατρεπτικό, λυτρωτικό.
Αλλιώς, ως κάτι το τάχα συγκεκριμένο, η λέξη «λαϊκό» μικραίνει, μιζερεύει. Στην καλύτερη περίπτωση, απομένει απλή ονομασία ενός ακόμη target group, ταμπελάκι στα ράφια των δισκοπωλείων, διαφανές άλλοθι («αυτά θέλει ο λαός!») για να πουλήσουμε αυτά που θέλουμε εμείς. Στη χειρότερη (και σε ακριβή αντιστοιχία με την αριστερίστικη κατάχρηση μιας τρίτης καταραμένης έκφρασης, της «εργατικής τάξης»), ξεπέφτει σε λέξη-αγελάδα, ανακουφιστικό εύσημο «αυθεντικότητας», εγγύηση για την απρόσκοπτη στασιμότητά μας. Εφόσον ο (Λευτέρης) Παπαδόπουλος παραμένει σε κυκλοφορία, εφόσον το «λαϊκό» παραμένει «λαϊκό», ο Νεοέλληνας είναι ήσυχος πως κρύβει μέσα του έναν πτωχό πλην τίμιο απόγονο του Αλέξη Ζορμπά, και μπορεί να νεοπλουτίσει χωρίς τύψεις.
Ο «λαός» έχει μονάχα νόημα όταν αναφέρεται στην ουτοπική (και παν-τοπική!) δυνατότητα της συλλογικότητας εκείνης που, μόνη, μπορεί να μας βγάλει από τη ναρκισσιστική απομόνωση• στο «νέο σώμα», το ενεργητικό, επαναστατικό σώμα βαθιά μέσα στα σπλάχνα της κοινωνίας. Παρακαλώ, μη τον συγχέουμε με το σκυλολόι που μαζεύεται στη βάφτιση της ανιψιάς μου και γύρω από το τραπέζι του (Σπύρου) Παπαδόπουλου.
Νικολά, πρέπει να επαναδιεκδικήσουμε τα μεγάλα λόγια.
(Υ.Γ. Επίσης, πρέπει να οργανώσουμε μια εκτέλεση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ όπου το μέρος του λαϊκού τραγουδιστή να τραγουδούν οι κερκίδες ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. Το κάνουν που το κάνουν.)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο α' τεύχος του περιοδικού «κοντέινερ» το 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου