Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ (Αποσπάσματα από το Συνέδριο του "Αρτου Ζωής")

Δημοσιεύουμε σήμερα στην Ιδιωτική Οδό κάποια αποσπάσματα από δύο πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Συνέδριο που διοργάνωσε ο Άρτος Ζωής στις 2 του περασμένου Δεκεμβρίου (2011), με θέμα: Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των Φιλοσόφων. 
Πρώτα ένα απόσπασμα από την ομιλία του Στέλιου Βιρβιδάκη, Καθηγητού Φιλοσοφίας στο Τμήμα Μ.Ι.Θ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: Μια νέα μορφή πανθεϊσμού.
Η ευχή του Στέλιου Βιρβιδάκη - ο οποίος δήλωσε "συμπαθών αγνωστικιστής" - να μη τελείωνε αυτό το συνέδριο, δείχνει περίτρανα το υψηλό επίπεδο των εισηγήσεων και τον ουσιαστικό διάλογο που έγινε κατά τη διάρκειά του.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΠΑΝΕΝΘΕΪΣΜΟΥ

Παρά την ανεπάρκεια και τον προβληματικό χαρακτήρα των περισσότερων επιχειρημάτων των στοχαστών που έχουν περιγραφεί ως «νέοι αθεϊστές», οι συζητήσεις τις οποίες έχουν προκαλέσει συμβάλλουν οπωσδήποτε στην αναζωογόνηση της σύγχρονης φιλοσοφίας της θρησκείας. ´Ετσι, αν και δεν νομίζω ότι τα πρόσφατα έργα του αυστραλού αναλυτικού φιλοσόφου Mark Johnston, H διάσωση του Θεού (Saving God) και Η επιβίωση μετά θάνατον (Surviving Death) γράφτηκαν με αφορμή τις συγκεκριμένες συζητήσεις, πιστεύω ότι απαντούν, μεταξύ άλλων, στην πρόκληση αυτών των νέων αθεϊστών. Οπωσδήποτε, η προσέγγιση του Johnston δεν εντάσσεται στο πλαίσιο μιας χριστιανικής απολογητικής. Εγγράφεται στην παράδοση της φυσικής θεολογίας νοούμενης υπό ευρύτερη έννοια. Η πανενθεϊστική τοποθέτηση την οποία επεξεργάζεται στρέφεται εναντίον και του απλοϊκού επιστημονισμού του αθεϊσμού της εποχής μας, αλλά και της υπερφυσιοκρατικής μεταφυσικής, που ρητά ή σιωπηρά φαίνεται να αποδέχονται οι περισσότεροι πιστοί και πολλοί ιερωμένοι και θεολόγοι των κυριότερων μονοθεϊστικών θρησκείων. Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσω συνοπτικά τις βασικές θέσεις που αναπτύσσονται στο Η διάσωση του Θεού και τη συλλογιστική που τις στηρίζει. Σκοπός μου είναι να αναδείξω την ιδιαιτερότητα και το ενδιαφέρον τους, καθώς και ορισμένες από τις κατευθύνσεις στις οποίες μπορεί να κινηθεί ο κριτικός τους έλεγχος. Φυσικά η παρουσίαση αυτή δεν μπορεί να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες μέσα στον περιορισμένο χρόνο που μου αναλογεί. Τέλος, πρέπει να τονίσω εξαρχής πως δεν έχω γνώσεις θεολογίας. Γι’αυτό και θέλω να ζητήσω προκαταβολικά την επιείκεια των ειδικών ανάμεσά σας οι οποίοι ενδεχομένως θα επισημάνουν κάποιες παρανοήσεις ή ανακρίβειες στις διατυπώσεις μου.
O Johnston ξεκινά από το ερώτημα αν οι καθιερωμένες μορφές πίστης και λατρείας, που μας είναι οικείες από τις μονοθεϊστικές παραδόσεις συλλαμβάνουν εκείνο στο οποίο αναφέρεται ο όρος Θεός. Βέβαια, πίστη στον Θεό δεν σημαίνει απλώς θεωρητική αποδοχή της ύπαρξης Του, αλλά δηλώνει και μια ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης. Η οντότητα ή η πραγματικότητα την οποία υποτίθεται πως ανιχνεύει η πίστη μας διασφαλίζει μια προοπτική σωτηρίας ή λύτρωσης. Ελπίζουμε πως η ύπαρξή Της εγγυάται τη δυνατότητα ουσιαστικής αντιμετώπισης εγγενών («δομικών») ελαττωμάτων και αδυναμιών της φύσης μας, της αναπότρεπτης φθοράς των γηρατειών, του αφόρητου και ανίατου πόνου, της ψυχικής οδύνης και του άκαιρου θανάτου, αυτών που οι φιλόσοφοι συχνά αποκαλούν φυσικό και μεταφυσικό κακό. Ακόμη και αν αυτά τα θλιβερά γνωρίσματα της κατάστασής μας δεν μπορούν να «διορθωθούν» ή να «γιατρευτούν» κυριολεκτικά, μπορούν να γίνουν τουλάχιστον ανεκτά μέσα από την πίστη που μας αποκαλύπτει, αν όχι μια διαφορετική οντολογική διάσταση, μια διαφορετική οπτική γωνία θεώρησης της θέσης μέσα στον κόσμο που ξέρουμε και ίσως τη δυνατότητα να προσανατολιστούμε έξω από αυτόν. Μας παρέχεται έτσι η δυνατότητα μιας έσχατης νοηματοδότησης του βίου και συμφιλίωσης με την ανθρώπινη μοίρα μας. Το πρόβλημα για την θρησκευτικά ευαίσθητη συνείδηση, όπως το συνοψίζει ο Thomas Nagel σε ένα σημαντικό κείμενό του είναι να νιώσει ότι μπορεί να ζει σε αρμονία με το σύμπαν που την περιβάλλει και που μας φαίνεται εχθρικό και ξένο. Ασφαλώς, όπως επισημάνει ο Johnston, υπενθυμίζοντας μια αυτοπεριγραφική διατύπωση του Richard Rorty, το ζήτημα αυτό δεν απασχολεί όποιους είναι τελείως στερημένοι από μια τέτοια ευαισθησία (“religiously tone-deaf” ). Αυτοί, τους οποίους ο Τhomas Nagel αποκαλεί «ξεροκέφαλους αθέους» (“hardheaded atheists”), δεν θα ενδιαφέρονταν καν για την όλη συζήτηση και θα επιδείκνυαν έτσι μια αθεϊστική στάση από αδιαφορία.
Κατά τον Johnston, είναι εύλογο κάποιες στιγμές να αναρωτιόμαστε αν η πίστη της δικής μας συγκεκριμένης θρησκείας ή λατρευτικής πρακτικής, αν θέλουμε να αποφύγουμε τη χρήση του όρου «θρησκεία», που σύμφωνα με μια ορισμένη ερμηνεία δεν ανταποκρίνεται στη γνήσια εμπειρία του θείου και στη μορφή ζωής της εκκλησιαστικής κοινότητας, είναι ορθή και δεν μας παραπλανά. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της εξαπάτησης, της υιοθέτησης μιας εσφαλμένης αντίληψης για τον Θεό που αναζητούμε. Η μέθοδος την οποία προτείνει να ακολουθήσουμε για να καταλάβουμε αν η εμπειρία της δικής μας πίστης σε κάποια πνευματική οντότητα που μας παρουσιάζεται ανταποκρίνεται στο πραγματικό αποβλεπτικό αντικείμενο της πίστης, στον «Υψιστο από τον οποίο απορρέει η σωτηρία μας», είναι φαινομενολογική. Βάζοντας προσωρινά σε παρένθεση το ερώτημα για την ύπαρξή μιας τέτοιας οντότητας, πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον, «αν αυτή η θεμελιακή εμπειρία ήταν αληθινή θα αποτελούσε αποκάλυψη ή φανέρωση του Υψίστου».
Σύμφωνα με την ανάλυση που προτείνεται στο Saving God, η ευρέως διαδεδομένη θεώρηση του Θεού μέσα από την διδασκαλία των μονοθεϊστικών θρησκειών, την οποία ενστερνίζονται οι περισσότεροι πιστοί αυτών των θρησκειών, είναι προβληματική. Ο Johnston υποστηρίζει ότι η αποδοχή ενός παντοδύναμου και πανάγαθου Θεού που υπόσχεται να μας ανταμείψει, εφόσον συμμορφωνόμαστε με τις εντολές του, και να μας απαλλάξει από τα δεινά του κόσμου τούτου στη μέλλουσα ζωή, η οποία μας περιμένει μετά θάνατον, μπορεί να θεωρηθεί έκφραση μιας μορφής ειδωλολατρίας, ψευδούς πίστης. Αυτή η αντιμετώπιση επιδιώκει την εξημέρωση της Θεότητας, την εκμετάλλευσή της για το συμφέρον μας, μέσα σε μια ζωή που δεν έχει γνωρίσει τη λύτρωση». Όπως θα δούμε, κατά τον συγγραφέα του Saving God η πραγματική λύτρωση μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα στον κόσμο όπου ζούμε τη φυσική ζωή μας. Η απόδοση υπερφυσικών και παράλληλα ανθρωπομορφικών χαρακτηριστικών υποβαθμίζουν τον ´Υψιστο και την σχέση μας μαζί Του και προδίδουν την προσδοκία ικανοποίησης των μη μεταμορφωμένων μέσα από την αληθινή πίστη επιθυμιών μας σε μια άλλη διάσταση, Τον μετατρέπουν σε ένα Ον στα μέτρα μας – με την αναλογική απόδοση ανθρώπινων γνωρισμάτων, έστω σε ένα υπερβατικό επίπεδο. Τελικά, η ίδια η υπερφυσιοκρατία (supernaturalism), η πίστη σε όντα, δυνάμεις και ιδιότητες, η οποία αντιβαίνει στις αρχές ενός συνεπούς μεθοδολογικού νατουραλισμού (φυσιοκρατίας), προκύπτει από μια ειδωλολατρική στάση. Ακόμη και αν θα ήταν δογματική η εύκολη υιοθέτηση μιας μορφής οντολογικού νατουραλισμού, θα έπρεπε να ελπίζουμε πως μια τέτοια αντίληψη της πραγματικότητας αληθεύει, γιατί θα μας προφύλασσε από την τάση μας να προσβλέπουμε σε ανώτερες οντότητες και δυνάμεις που θα παρενέβαιναν με μαγικό τρόπο για να μας προσφέρουν έξωθεν την σωτηρία. Οπωσδήποτε, προτείνεται μια ευρεία αντίληψη φυσιοκρατίας η οποία, κατά τον Johnston, είναι συμβατή με την έκφραση γνήσιας θρησκευτικότητας και απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί αναγωγιστική και επιστημονιστική. Ο επιστημονισμός χαρακτηρίζει την οπτική των νέων αθεϊστών, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η θρησκευτική πίστη δεν δεσμεύεται αναγκαστικά στην αποδοχή υπερφυσιοκρατικών δογμάτων.
Η συνέχεια του κειμένου στα υπό έκδοσιν Πρακτικά του Συνεδρίου.
- Στη συνέχεια δημοσιεύουμε την ομιλία (βίντεο) του π. Ευαγγέλου Γκανά, με θέμα: "Είναι η σύγχρονη ενασχόληση των φιλοσόφων με τον Παύλο καλά νέα για τους χριστιανούς;"
Η τοποθέτηση του καθηγητή Θάνου Λίποβατς ότι δεν είχε ξανακούσει τέτοια προσέγγιση σαν αυτή του π. Ευάγγελου Γκανά πάνω στο θέμα αυτό, αποδεικνύει το μέγεθος του ιερέα, ενός από τους καλύτερους δοκιμιογράφους που έχουμε, όπως τόνισε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης.
Πραγματικά, ο άγνωστος στους «εκκλησιαστικούς κύκλους» π. Ευάγγελος Γκανάς είναι σπουδαίος θεολόγος, ο οποίος αφουγκράζεται τον καιρό μας ή καλύτερα θα έλεγα ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με τον σύγχρονο κόσμο, και μας μεταφέρει κάθε φορά τη γόνιμη σκέψη του και την κοφτερή κριτική του ματιά.



Τις τελευταίες δεκαετίες φιλόσοφοι, οι περισσότεροι με θητεία στο μαρξιστικό κίνημα, έδειξαν ένα απρόσμενο ενδιαφέρον για τη θεολογία του αποστόλου Παύλου, και ιδίως για την πολιτική σημασία της. Πρώτος από όλους τη συζήτηση εγκαινίασε ο Jacob Taubes, αναδεικνύοντας την πολιτική αιχμή της σκέψης του Παύλου και παρουσιάζοντάς τον ως τον νέο Μωυσή, το δημιουργό ενός νέου λαού, αλλά και ως το στοχαστή του οποίου η επίδραση αγγίζει ακόμα και τους Νέους Χρόνους. Ο Alain Badiou είδε στον Παύλο έναν ποιητικό στοχαστή του Συμβάντος (event) και μια φιγούρα του μαχητή, ενώ ο Giorgio Agamben τον κλασικό μεσσιανικό στοχαστή της δυτικής σκέψης, έναν πρόδρομο του Benjamin ̇ο Slavoj Zizek, τέλος, είδε την παύλεια θεολογία ως το προαπαιτούμενο για έναν γνήσιο διαλεκτικό υλισμό. Η συζήτηση αυτή δεν έμεινε ασχολίαστη από τους χριστιανούς θεολόγους. Στην ανακοίνωση παρουσιάζεται αυτή η συζήτηση στα πολύ βασικά της σημεία και γίνεται μια απόπειρα να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα του τίτλου.


Διαβάστε, επίσης, στην Ιδιωτική Οδό, τις σχετικές αναρτήσεις:
-Το Συνέδριο του "Αρτου Ζωής" στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
- Ένα ακόμα ουσιαστικό συνέδριο από τον "Άρτο Ζωής". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου