Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Η παρουσία της Εκκλησίας στα ΜΜΕ - Απόψεις και προτάσεις

Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Περιοδικό Έξοδος, τ. 16 (20), Άνοιξη-Καλοκαίρι, 1996
Στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας μετά Χριστόν η έξαρση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), που τείνουν να επιβληθούν με τρόπο ολοκληρωτικό παγκοσμίως, συνοδεύεται από μια βαθιά κρίση του πολιτισμού. Η διαπίστωση αυτή είναι αντικειμενική από τη στιγμή που καταλάβαμε ότι η κουλτούρα μάς εξαπάτησε αφού δεν έφερε την ποθητή σωτηρία. Αν όμως η τέχνη, η λογοτεχνία και το θέατρο δε βρήκαν κανένα γιατρικό για την αρρώστεια της ψυχής μας, πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε τον «πολιτισμό» των ΜΜΕ όπου, αντικειμενικά πάλι, εμφωλεύει ο κίνδυνος της μαζικότητας και απειλείται η πνευματική ελευθερία;
Στην ορθόδοξη παράδοση η λέξη «μάζα-μαζικός» είναι ολωσδιόλου ξένη αφού κυριαρχεί η έννοια του προσώπου που ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα έχει την ελευθερία, την αγάπη, τη συγκεκριμένη, τη μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα. Αλλά και η λέξη «ενημέρωση» δεν απαντάται ως έννοια στην Ορθόδοξη Παράδοση γιατί το ποθούμενο είναι η κοινωνία των προσώπων, η κοινωνία με τον Θεό. Έτσι τα ΜΜΕ, όπως από πολλές πλευρές έχει επισημανθεί, επιφέρουν την πνευματική παθητικότητα και τον αφανισμό της αμεσότητας στην προσωπική επικοινωνία.
Αλλά και οι προτεραιότητες των ΜΜΕ είναι διαμετρικά αντίθετες με το ορθόδοξο πνεύμα: προβολή των αισθήσεων και αναζήτηση της κάθε λογής απόλαυσης• κυριαρχία του εφήμερου με τη διαφήμιση ό,τι ευτελούς και ανάξιου• ασίγαστο κυνήγι της πληροφορίας, «της είδησης», που τελικά χειραγωγεί την προσοχή του κοινού προς πράγματα και θέματα ήσσονος έως και ελαχίστου σημασίας. Μέσα σ΄ αυτόν τον ορυμαγδό της ματαιότητας τι θέση μπορεί να έχει η Εκκλησία που διέπεται από τον προορισμό της αιωνιότητας; «Τα ΜΜΕ είναι πια η μόνη εξουσία, διότι εξουσιάζουν το θυμικό των ανθρώπων»1 αφού πρόκειται για όργανα ιδιοτέλειας και μέσα προβολής. Ποια είναι η αντίσταση της Εκκλησίας σε μια τέτοια ολοσχερή καταδυνάστευση του είναι του ανθρώπου με παράλληλη επιδίωξη "την απώλεια της αισθήσεως του ιερού;"2
Η Εκκλησία μοιάζει να έχει αποδεχτεί τη νέα κατάσταση ως αναπόφευκτη. Μοιάζει να συμμερίζεται το γεγονός ότι «η σημερινή θρησκεία είναι η κοινή εμπειρία της εικόνας – τηλεοπτικής και ηλεκτρονικής»3. Και η λογική που φαίνεται να διέπει την Εκκλησία (κλήρο και λαό) είναι «πώς θα εκμεταλλευτούμε αυτό το χρήσιμο στους καιρούς μας μέσο που αν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι και απαραίτητο». Μόνο που οι έχοντες τα ηνία των ΜΜΕ και κατευθύνοντες την κοινή γνώμη πρόλαβαν τα πράγματα. Η έξαρση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης έφερε στο προσκήνιο θέματα που αφορούν στην Εκκλησία με αφορμή, κάθε φορά, την τρέχουσα επικαιρότητα. Πριν λοιπόν προλάβει η διοικούσα Εκκλησία να αναπτύξει δικής της τηλεοπτική παρουσία (γιατί ραδιοφωνική απέκτησε εγκαίρως) τα ιδιωτικά κυρίως κανάλια κατακλύστηκαν από εκπροσώπους της Εκκλησίας, κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι καλούνται να καταθέσουν «τη θέση της Εκκλησίας» για τα κάθε λογής προβλήματα του παρόντος αιώνος του απατεώνος. Όμως στο βωμό των δεικτών της τηλεθέασης και της ακροαματικότητας θύεται και η παρουσία της Εκκλησίας (όπου Εκκλησία εννοούνται οι επίσημοι και ανεπίσημοι εκπρόσωποί της). Εριστικοί τόνοι εκατέρωθεν (από ενθέους και αθέους), απουσία ουσιαστικού λόγου (που να είναι προϊόν σοβαρής σκέψης και μελέτης του κάθε θέματος), κινήσεις και ατάκες προς εντυπωσιασμό και μόνον, συνειδητό νοηματικό αδιέξοδο. Μάλιστα «η σταθερή αιμορραγία του νοήματος δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει την ολοένα αποφασιστικότερη ανάδειξη της ιδέας ότι έσχατο νόημα αποβαίνει η απουσία νοήματος»4. Και η Εκκλησία συμμετέχει σ΄ αυτή την κενότητα και την εκπτώχευση χωρίς να προβάλλει, όπως του πρέπει, τον διαχρονικό λόγο της μακραίωνης Ορθόδοξης Παράδοσης. Συχνά-πυκνά οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, εκπίπτουν σ΄ έναν φτηνό και ανέξοδο ρητορισμό «που συντίθεται από ένα μίγμα ακλόνητης αισιοδοξίας, αναγκαστικής θριαμβολογίας και καταπληκτικής αυτοδικαίωσης. Η λειτουργία του ρητορισμού αυτού βρίσκεται στην αξιόλογη δύναμη που έχει να αποκρύπτει την πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με μια ποθητή ψευδοπραγματικότητα και να εξαφανίζει έτσι τα ερωτήματα που η «πραγματική» πραγματικότητα έχει αναπόφευκτα θέσει».5 Έτσι, χωρίς ίσως να το υποπτεύονται, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας παίζουν το παιχνίδι των ΜΜΕ που σκοπός τους, σχεδόν αποκλειστικός, είναι η πλασματική-υποκειμενική πραγματικότητα που κατασκευάζουν.
Ο λόγος πολλών κληρικών κυρίως, δεν είναι φυσιολογικός και διάφανος, καθαρός αλλά πομπώδης, ρητορικός, με στόμφο εκφερόμενος και γι΄ αυτό συγκεχυμένος και α-νόητος. Η έλλειψη τεκμηρίωσης του λόγου αυτού είναι ίσως το πλέον «τραγικό» σημείον της υπόθεσης. Το πείθειν κι όχι το εξαναγκάζειν είναι ο ορθός τρόπος ενεργείας. Ο εκκλησιαστικός λόγος όπως ακούγεται τις περισσότερες φορές από τα ΜΜΕ είναι παντελώς ανέρειστος, ολότελα υποκειμενικός, με κακή (ή έστω πρόχειρη) χρήση του Ευαγγελίου και των Πατέρων της Εκκλησίας, που επιστρατεύονται από τους δοκησισοφούντες για να «θεμελιώσουν» τις όποιες αντιλήψεις και εμμονές τους. Ο λόγος του αββά Δωροθέου είναι χαρακτηριστικότατος: «Ο Θεός οίδεν, εκπλήττομαι ότι και τας χρήσεις τας των Πατέρων λαμβάνομεν προς τα θελήματα ημών τα πονηρά και απώλεια των ψυχών ημών» (Ζ΄Διδασκαλία, Περί του εαυτόν μέμφεσθαι).6
Το φαινόμενο κληρικών ή λαϊκών «θεολόγων» που απαντούν άμεσα από τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου επί παντός επιστητού με επικίνδυνη ευκολία, ενώ ταυτόχρονα νομίζουν ότι συμβάλλουν στη «διάδοση του θείου λόγου», είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό και θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τη διοικούσα Εκκλησία. Ο ζων λόγος της Εκκλησίας δε μπορεί να καταντά ξύλινη γλώσσα, αφυδατωμένος από το ύδωρ της πίστεως επειδή εμείς οι αχρείοι είμαστε ολότελα ανάξιοι να σταθούμε σα Χριστιανοί και συμπεριφερόμαστε σαν τους Φαρισαίους προς τους οποίους είπε ο Χριστός: «Γεννήματα εχιδνών, πώς δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες; Εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Κι η αιτία δεν είναι άλλη παρά η φιλαυτία και η μανία της προβολής που, έκδηλη καθώς είναι, απωθεί την πλειοψηφία του κόσμου που δεν έχει άμεση σχέση με την Εκκλησία και τρομάζει μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις που υποδηλώνουν ολοκληρωτικές προθέσεις. Ο απλός χριστιανός γυρεύοντας απεγνωσμένα από κάπου να κρατηθεί ακούει τον κενό αυτόν λόγο – προϊόν εγωκεντρισμού – και μη έχοντας ορθόδοξα κριτήρια τον υιοθετεί, μάλλον αβασάνιστα, ως λόγο Χριστού και θέλημα Θεού. Αντίθετα ο αμφισβητίας και ο άπιστος που λειτουργεί με τον ορθολογισμό αισθάνεται να δικαιώνεται για την επιλογή του να βρίσκεται εκτός Εκκλησίας. Ο λόγος της Εκκλησίας στα ΜΜΕ πρέπει να είναι τόσο καίριος και να εκφέρεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υποτιμάται ο πολίτης, αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό, για να μπορεί ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος να επαναστατήσει – έχοντας πια μέτρο σύγκρισης και κριτήριο ανώτερο τον εκκλησιαστικό λόγο – ενάντια στη μαζική κουλτούρα και να διακρίνει τους μεγάλους κινδύνους μιας προσεγμένης προληπτικής λογοκρισίας κι ενός βίαιου προσανατολισμού – από τα ΜΜΕ – προς ό,τι ασήμαντο, εγωπαθές και τελικά α-νόητο. Έτσι ο εκκλησιαστικός λόγος στα ΜΜΕ πρέπει να έχει την απαιτούμενη στιβαρότητα, τη δέουσα λιτότητα, τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια αλλά και τη μεγαλύτερη συνοχή. Κι όλα αυτά σε πλήρη αντιδιαστολή με τον κατακερματισμό και τη διάσπαση που έχουν υιοθετήσει ως μέθοδο και σκοπό τα ΜΜΕ. Οι περιπτώσεις-εξαιρέσεις των κληρικών εκείνων που δίνουν μαρτυρία Ορθοδοξίας, με λόγο τεκμηριωμένο και ρεαλιστικό, χωρίς υστερικές κορώνες και διαθέσεις επιβολής, τουλάχιστον προβληματίζουν ουσιαστικά τον κόσμο αν δεν τον αφυπνίζουν κιόλας από τον λήθαργο του εφησυχασμού του. Πάντως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι «η αίσθηση του ιερού και της ευθύνης δεν διδάσκεται, δεν κηρύσσεται. Προκύπτει. Απαιτείται χρόνος μακρός εκπαιδευτικής καλλιέργειας για να προκύψουν συλλογικοί εθισμοί αφομοίωσης των θεμελιωδών προϋποθέσεων κοινωνικού βίου».7

...δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι
 Η καλλιέργεια της τεχνητής έντασης στα τηλεοπτικά πάνελ είναι πια το ποθούμενο από την πλευρά των δημοσιογράφων οι οποίοι δεν έχουν ενδοιασμούς στο να εμπλέξουν και τους εκπροσώπους της Εκκλησίας σε «έριδας και μάχας νομικάς» με αποτέλεσμα, πολλές φορές, τον διασυρμό και τον χλευασμό της Εκκλησίας. Η Θεολογία της Εκκλησίας δεν πρέπει βέβαια να γίνεται αντικείμενο τηλεοπτικού καφενείου όπου ετερόκλητα άτομα αποφαίνονται για θέματα που ενδεχομένως αγνοούν με περισσή απερισκεψία και έπαρση. Ακόμη, για τα εκκλησιαστικά θέματα που συνήθως δεν είναι τόσο απλά και δεν πρέπει να σχετικοποιούνται, δε μπορεί να ισχύσει η προκρούστεια λογική «του μέσου πολίτη» που οι δημοσιογράφοι πρεσβεύουν ότι εκπροσωπούν. Αλλά από τη στιγμή που κάποιο εκκλησιαστικό ζήτημα τίθεται προς συζήτηση στη στρογγυλή τράπεζα, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας δεν θα πρέπει να γίνονται θύματα της οξύτητας των διαφωνούντων, οι οποίοι με αλλεπάλληλες φραστικές επιθέσεις – κάποτε ιδιαίτερα ανάρμοστες – ερεθίζουν την εκκλησιαστική πλευρά που τελικά αποδίδει τα ίσα. Η επίθεση της αγάπης που ενδείκνυται για τους ανθρώπους της Εκκλησίας ίσως είναι ανέφικτη κάποιες φορές. Όμως είναι εφικτή η στάση της ευπρέπειας και της αξιοπρέπειας. Της σοβαρότητας και της διάκρισης. Της πνευματικής αρχοντιάς που συνίσταται στη συνείδηση της μικρότητας και της ανεπάρκειας που πρέπει να έχει ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας κατά το αποστολικόν «μετριοπαθείν δυνάμενος τοις αγνοούσι και πλανωμένοις επεί και αυτός περίκειται ασθένειαν» (Εβρ. 5,2). Η μετριοπάθεια αυτή υποδηλώνει αυτοσυγκράτηση, περιστολή του πάθους, αποφυγή των υπερβολών και των ακροτήτων. Αποτελεί δηλ. τρόπο ενεργείας και στάση, μέθοδο «του ομιλήσαι τοις ανθρώποις». Γι΄ αυτό ακόμη και στην περίπτωση παιδευτικής επιδιώξεως ο απ. Παύλος διαδάσκει ότι «δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι, αλλ΄ ήπιον είναι προς πάντας, διδακτικόν, ανεξίκακον, εν πραότητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους...» (Τιμοθ. Β΄ 2,24-28). Η μετριοπάθεια, αντίθετη προς κάθε μονομέρεια γνώσης, ιδεολογίας, κρίσης, αποκλείει τον φανατισμό κύριο γνώρισμα του οποίου είναι η ακρότητα, που εκδηλώνεται με δυσανεξία και αδιαλλαξία απέναντι στη γνώμη των άλλων. Παράλληλα η μετριοπάθεια αποκλείει τον μανιχαϊσμό, αφού ανάμεσα στο Θεό και τον διάβολο, στο κακό και το καλό υπάρχει ποικιλία αποχρώσεων και κλιμακώσεων8. Αυτό που φανερά πια επιδιώκεται στις τηλεοπτικές συζητήσεις από τους ιθύνοντες του καναλιού είναι μια επεισοδιακή τροπή που θα οδηγήσει σε διάφορα happening (π.χ. αποχώρηση κάποιων καλεσμένων) που θα τέρψουν τη βουλιμία του τηλεθεατή. Όμως ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας οφείλει να μην αγνοεί το του Παύλου: «μη λογομαχείν εις ουδέν χρήσιμον, επί καταστροφή των ακουόντων» (Τιμοθ. Β΄ 2,14).
Ο σημερινός άνθρωπος της τηλεόρασης δίνει τα πρότυπά του στον πολιτισμό. «Είναι η οργάνωση της λήθης των αλλοτινών φανερώσεων του πνεύματος»9. Όμως η Εκκλησία προτείνοντας ένα καινούργιο ραδιοτηλεοπτικό ήθος και ύφος που θα πηγάζει από την αγωνία της βιωμένης πίστης σ΄ αυτά που κάθε φορά θέλει να μεταδώσει στα τέκνα της, μπορεί να οδηγήσει στην «ομορφιά της αμεσότητας και στην αμεσότητα της ομορφιάς»10 μεταμορφώνοντας τα ΜΜΕ από όργανα ιδιοτέλειας σε μέσα αληθινής επικοινωνίας.
Σημειώσεις:
1.π. Βασιλείου Θερμού, «Και με φως και με θάνατον...», Σύναξη τ.50, 1994, σ.43.
2. Νέλλας Παναγιώτης, Σύναξη τ.5, 1983, σ.64.
3. Σταθοπούλου Θεώνης, Το βλέμμα που κοιτάζει, Σύναξη τ.50, σ.58.
4. Καστρινάκη Γιώργου, Η διαχείριση του νοήματος, Σύναξη τ.50, σ.52.
5. π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, 1993, σ.18.
6. Αββά Δωροθέου, Έργα Ασκητικά, Εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ι.Μ.Προδρόμου, Καρέας 1986, σ.215.
7. Γιανναρά Χρήστου, Εχέγγυο ανασυγκρότησης, άρθρο στην εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/8/1995, σ.24.
8. Βλ. Κανελλοπούλου Αθ., Για την ανακαίνωση της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1990, σ.55-65.
9. Μαλεβίτση Χρήστου, Ο τηλεοπτικός Χριστιανισμός, άρθρο στην εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 9/6/1995, σ.3.
10. Πρίντζιπα Γιώργου, Έξι χρόνια Ραδιόφωνο, άρθρο στο περιοδικό ΔΙΓΕΝΗΣ, τ.4, 1995, σ.4-5.

Πίνακας: Αλέξης Ακριθάκης, Η φωτιά (1979)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου