Ανεβαίνοντας προς την εκκλησιά |
Μνήμη ἱερὴ παπα-Βαρσαμᾶ Γλύνη, ποὺ μεγαλώσαμε μαζὶ στὸ ἱερὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, στὸ Κάτω Χωριό...
Δέν ξέρω ἄν μπορῶ νά μιλήσω ἀμερόληπτα, χωρίς στήν ψυχή νά εἶναι στρωμένη ἐκείνη ἡ κροῦστα, πού ἀφήνει ἡ πίκρα καί τό σιωπηλό μαρτύριο, μέ τό ὁποῖο ὑπομένουμε τά διάφορα μαχαιρώματα πού καθημερινά δεχόμαστε ἀπό κάθε λογῆς συνάνθρωπο, σέ ἀνύποπτο χρόνο καί πολλές φορές, δίχως νά ἔχουμε τό ἀπαραίτητο ἀπόθεμα ὑπομονῆς -ἄνθρωποι δέν εἴμαστε;- γιά νά ξεπεράσουμε τίς συμπληγάδες αὐτές τοῦ ποιμαντικοῦ μας βίου. Ὡστόσο, ἐπιχειρῶ αὐτή μου τήν κατάθεση, γιατί γνωρίζω πώς αὐτά τά βήματα τά συντροφεύουν παράλληλοι βηματισμοί συμπρεσβυτέρων γνωστῶν μου ἤ ὄχι, οἱ ὁποῖοι πασχίζουν νά κρατήσουν σταθερά κι ἀπαρέκλιτα τό Χορό τῆς Ἱερωσύνης, πού τόν ξεκινήσαμε τήν ἡμέρα τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα...
1. Ὅσο περνοῦν τά χρόνια ὅλο καί λιγοστεύουν τά χαμόγελα, πού ἦταν ἀμέτρητα τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς χειροτονίας. Πόσοι μένουν τελικά στόν προσωπικό σου τῆς Γεσθημανῆς τόν κῆπο, γιά νά κρατήσουν μαζί σου τήν ἀγρύπνια καί τήν ἀγωνία σου; Κάποτε ἔχεις τήν ψευδαίσθηση ὅτι ὑπάρχει γύρω σου ἐκεῖνος ὁ κόσμος πού σέ κύκλωνε τότε: ὅμως δέν εἶν' αὐτή ἡ ἀλήθεια, ἐπειδή τελικά καταλαβαίνεις, πώς ἀπομείνατε μόνον ἐσύ κι ὁ Θεός, κανείς ἄλλος. Γιατί ὅλοι οἱ ἄλλοι παραμένουν ὀχυρωμένοι στό ἐγώ καί στά αὐτονόητα, τά ὁποῖα τούς τέρπουν καί δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά διακινδυνεύσουν τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀτομικῆς τους ἡσυχίας, γιά νά σοῦ κάνουν τό χατήρι καί νά μοιραστοῦν μαζί σου τήν τραγικότητα καί τό μαρτύριο κάποιων ἀβέβαιων στιγμῶν, πού ἀναστέλουν κάθε δυνατότητα γιά εἰρήνευση, γιά ἀνάπαυση ἐσωτερική. Ἔπειτα μήν ξεχνᾶς, πώς καί οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό σένα, εἶναι κι αὐτοί φορτωμένοι προβλήματα, σταυρούς καί μαρτύριο. Σάν τό δικό σου ἤ καί χειρότερο...
Ναός των Αγίων Αναργύρων |
2. Αὐτό πού ἕλκει τήν ψυχή σου πολλές φορές εἶναι ἡ μοναξιά. Ὄχι ἡ ἀπομόνωση, ἡ φυγή καί ἡ λιποταξία. Αὐτά εἶναι, ἄλλωστε, διαταραχές τοῦ ὑγιοῦς ψυχισμοῦ, πού δέ συμφέρει νά ὑπάρχουν, νά ἐνοικοῦν στό εἶναι σου. Ὅμως τό προνόμιο τῆς μοναξιᾶς εἶναι ἡ εύλογημένη ἀπό τό Θεό προσφορά στόν πνευματικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ νά διαλύσει τά νεφελώματα τῆς καθημερινότητας καί ἀναβαπτίσει τήν ὕπαρξή του στό ἰαματικό "κατά μόνας", ὥστε νά τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά ξανακοιτάξει τήν ἐσωτερική του πυξίδα καί νά ρυθμίσει τήν πορεία του. Θέλω δέ νά πιστεύω, πώς οἱ πλέον κορυφαῖες ὧρες τίς ὁποῖες ζεῖ καί βιώνει ἕνας ποιμένας εἶναι ἐκεῖνες τῆς ἡσυχίας... Τότε πού ἀδειάζει ἐντελῶς ὁ ναός κι ἐσύ στέκεις "ἐνώπιος ἐνωπίῳ" καί σπουδάζεις τή σιωπή τοῦ Θεοῦ καί τή δική σου ἀνάγκη γιά ἀποτοξίνωση ἀπό τίς συντυχίες, τίς συνομιλίες, τίς ὑποχωρήσεις καί παραχωρήσεις στίς παγίδες πού σοῦ στήνει ὁ ἐχθρός ἀδιάλειπτα... Αὐτές οἱ στιγμές τῆς προσευχῆς καί τῶν δακρύων συμπληρώνουν ἀπόλυτα τή λειτουργική σου διακονία καί ἀναφορά. Γιατί ἀποκαλύπτουν πλήρως καί μέ βήματα σταθερά τήν παρουσία Ἐκείνου μέσα σου, καθώς τέτοιες στιγμές ἔρχεται νά σ᾿ ἐπισκεφτεῖ, γιατί τότε ἀνοίγουν οἱ πύλες τίς ψυχῆς καί ἀποκαλύπτονται οἱ πληγές... Ἐσύ Τοῦ προσφέρεις τά ματωμένα σου τραύματα, κι Ἐκεῖνος τά δένει καί τά περιποιεῖται μέ ὑπομονή κι ἀγάπη "ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον" (Λκ. 10, 34).
Το ιερό βήμα της παλιάς εκκλησιάς |
3. Νυχτωμένος δρόμος. Ἥσυχος καί ὑγρός ἀπό τό ψιλόβροχο πού σέ τυλίγει. Τό δρομολόγιο πάντα τό ἴδιο. Μόνο πού αὐτή ἡ σιωπηλή, χωρίς ἴχνη θορύβου, χωρίς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν, πορεία μέσα στή νυχτωμένη πολίχνη, ὁπού ἀπό τά φωτισμένα παράθυρα τῶν σπιτιῶν ξεχύνεται ἓνα γαλήνιο φως, σοῦ φέρνει στό νοῦ κάποια ἄλλα βήματα ἁγίων Μορφῶν πού τό εἰδωλό τους, ἡ σκιά τους, καθρεφτίστηκαν, ὅπως καί ἡ δικιά σου σ᾿ αὐτούς τούς δρόμους, ἀλλά σέ ἄλλα χρόνια, δίσεκτα, σκληρά καί ματωμένα. Μνημονεύεις κι ἀπόψε τό Ἅγιο Ρηγῖνο (4ος αἰ), τόν ὅσιο Ἱερόθεο τόν Ἰβηρίτη (1724), τόν ἅγιο Κοσμά τόν Αἰτωλό (1770), τόν ἅγιο Νεκτάριο (1898), ἀλλά καί τούς Γέροντες ἐφημερίους τῶν τότε ἕντεκα ἐνοριῶν τῆς Χώρας, μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἀλλά καί τούς ἄλλους πνευματικούς πατέρες, ὅπως ὁ πολύς Γέροντας Σωφρόνιος, πού βημάτισαν σ᾿ αὐτά τά πέτρινα σοκκάκια, ἀφήνοντας μαζί μέ τό βηματισμό καί τό χνῶτο τῆς ἁγιότητός τους, ὡσάν ἄλλο λιβανωτό, ν' ἀπλωθεῖ μέσα σέ τούτη τήν πολίχνη. Μακάριοι ὅσοι καταφέρνουν στούς καιρούς μας καί κοινωνοῦν ἀπό τήν εὐωδία τῆς ἁγιότητος, πού ὡς ἄλλη εὐλογία ἄφησαν Ἐκεῖνοι στόν τόπο μας. Κάτι τέτοιες στιγμές λοιπόν, πού μέ τή γεύση τῆς βροχῆς ἡ γῆ ἀποπνέει ἐκεῖνο τό γλυκό καί τρυφερό ἄρρωμα, νομίζεις πώς μαζί μ᾿ αὐτό εἶναι ἀνεμιγμένη κι ἡ ἀνάσα τῶν Ἁγίων ἐκείνων Μορφῶν. Καί παρηγοριέσαι...
π. Κων. Ν. Καλλιανός, Σκόπελος
φωτογραφίες π. Κ.Ν. Καλλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου