Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΗ: "Ορθοδοξίας μεταγλώττιση"


Η ανάγκη μεταγλώττισης του πάσης φύσεως λόγου ανήκοντος σε οιαδήποτε χωροχρονική συγκυρία είναι αναπόφευκτη τόσο σε συλλογικό όσο και σε καθαρά εξατομικευμένο επίπεδο ως φυσική και αναπόφευκτη προσαρμογή λίαν επιβεβλημένη και χρήσιμη για τον πομπό και τον δέκτη που (ή τουλάχιστο θα πρέπει να) λαμβάνει υπόψη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις απαιτήσεις των καιρών, τις ευρύτερες συντεταγμένες δηλαδή του νυν, χωρίς όμως να προδίδει την ταυτοποιητική χροιά του, που τον συνδέει με το παραδοσιακό του υπόστρωμα. Στο πλαίσιο αυτό και έχοντας υπόψη τις ειδικές παραμέτρους του εκκλησιαστικού – χαρισματικού λόγου προσπάθησα πρόσφατα μέσα από μια σειρά κειμένων να καταπολεμήσω τη θέαση και χρήση του ως άνω λόγου ως εξουσιαστικού εργαλείου ή ως ειδωλοποιηθέντος οργάνου μέσα από την υπεράσπιση μιας αρχαιοπρεπούς ακαταλαβίστικης στους πολλούς μεγαλοπρέπειάς του σε αντιδιαστολή με τη διακονική της αγάπης κατά κύριο λόγο θεώρησή του. Τη στιγμή μάλιστα που βιώνουμε μια φοβική αντιμετώπιση της ζωής μέσα σε έναν πρωτοφανή κυκεώνα πολύσημων ειδεχθών μηνυμάτων εντός ομιχλωδών πολιτικοοικονομικών παγκόσμιων εξελίξεων εκ σκιωδών κέντρων εκπορευομένων και το μυστήριο της ανομίας – που σήμερα το βαφτίσαμε κρίση - ενεργείται όντως εναργέστερα τελευταία στις συνειδήσεις όλων μας (Β΄ Θεσ. β΄ 7), μέσα λοιπόν στην ανυπόφορη αυτή πλήξη τι θα αναμέναμε άλλο παρεκτός ενός ρήματος ζωής, ενός μηνύματος αισιοδοξίας, μιας οντολογικής και όχι ψευτοπαραμυθητικής βεβαίωσης ελπίδας;
Ένας τέτοιος λόγος όμως δε θα μπορούσε σαφέστατα να σπάσει τα δεσμά του φαύλου κύκλου της εγκόσμιας αθυμίας των ημερών, εκτός αν προερχόταν έξω από αυτόν. Στρέφοντες κατά το εικός το βλέμμα προς τα πάνω, τείνουμε ευήκοον ους προς τον αρμοδιότερο φορέα μετάδοσης του θείου μηνύματος, την Εκκλησία. Μάρτυρες, τότε, όλοι μας γενόμενοι γραπτών και οπτικοακουστικών μηνυμάτων ορθοδόξου αυτοπροσδιορισμού μένουμε πολλές φορές άποροι και έκπληκτοι εκ τρόπων απηρχαιωμένων, μεθόδων ξεπερασμένων και δόκιμων σε άλλες εποχές και ανθρώπους ετέρου μορφωτικού και εν γένει πνευματικού υποβάθρου και αντιστοίχων αναγκών, γεμόντων καταθλιπτικής προχειρολογίας, σαθρής επιχειρηματολογίας, έκδηλης ασκεπτοσύνης, επιστημονικού ερασιτεχνισμού, προφανούς βιωματικής απόκλισης, κακότεχνα εκφερομένων εντός περίεργων πολλές φορές σχημάτων εκπομπής τους, επί παραδείγματι τύπου κακόγουστων στημένων διαλογικών δρωμένων με πρωταγωνιστές προϋποτεταγμένους σε μια προσωπικότητα (κατά το σύνηθες έχουσα ιερατική αυθεντία) με την οποία συνήθως πρέπει να συμφωνούμε (κατά το δοθέν από τους προαναφερθέντες παράδειγμα) εξάπαντος σε όλα, θυσιάζοντες πολλάκις στοιχειώδη λογικά και άλλα προσωπικά μας δεδομένα. Και αναρωτιέται ευλόγως ο αντικειμενικός παρατηρητής αν έχει στερέψει τόσο ο εκκλησιαστικός μας λόγος που πρέπει να κοιτάει όπισθεν....
Θεωρώ πως για το νηφάλιο και απροκατάληπτο αναγνώστη κατέστη ήδη σαφές ότι η προηγηθείσα αντιπαράθεση θέσεων περί μετάφρασης των ευαγγελικών κειμένων ήταν ουσιαστικά μια μόνο παράμετρος στον καλό αγώνα για μια ευρεία μεταγλώττιση της σύνολης έκφρασης και παρουσίας της Εκκλησίας στο σήμερα, μάλλον στο εκάστοτε νυν. Βιώσαμε λίαν προσφάτως την ενοχική σιωπή και πενία μιας φονταμενταλίζουσας τάσης του εν λόγω χώρου, που δυστυχώς εκφράζει μάλλον αρκετούς ανάμεσά μας και αναμασιέται ευκαίρως ακαίρως θλιβερά επανερχόμενη αμετανοήτως – όπως ενδεικτικά την είδαμε και πάλι πρόσφατα φιλοξενούμενη εν είδει πνευματικού μονοπωλίου σε σχετικό εντόπιο περιοδικό το οποίο κινδυνεύει έτσι να απολέσει τον εκκλησιαστικό του χαρακτήρα εκπροσώπησης του πληρώματος και της πληρότητας της Ορθοδοξίας και να καταστεί θρησκευτικό έντυπο ιδιοκτησίας ενίων συνήθων υπόπτων. Για ποιο λόγο, αναρωτιέται για πολλοστή φορά κανείς, να μην τολμήσει η ελευθερία του ορθοδόξου λόγου να αυτοαναδείξει την εγγενή της δύναμη; Γιατί να αδικούν οι άνθρωποι που τον υπηρετούν και το λόγο αυτό, αλλά κυρίως τον εαυτό τους και τους δέκτες του; 
Ίσως θα προβάλλει κάποιος την ένσταση πως διυλίζουμε τον κώνωπα και ότι μεγάλη μερίδα των χριστιανών αρκείται στα προαναφερθέντα ποιμαντικά τεκταινόμενα, ενώ ο λόγος ο δικός μου είναι αυστηρός και σκληρός με αποδέκτες μια ελίτ απαιτητικών και εξειδικευμένων θεολογικά χριστιανών. Σίγουρα δεν είναι έτσι τα πράγματα ούτε θα το αναλύσω σε αυτό το μικρό άρθρο. Θα αντιτείνω μόνον πως ο ορθόδοξος λόγος έχει στην μέριμνά του και ανθρώπους περιφερομένους σε αλλότριους της ορθοδοξίας χώρους, που τους θεωρεί δυνάμει μέλη της Εκκλησίας και σε κάθε περίπτωση παιδιά του Θεού, και ακόμα ότι με τις πάσης φύσεως «προκλητικές» ποιμαντικές ενέργειες οι περισσότεροι εξαιτίας της υποτίμησης της νοημοσύνης τους (του εγωισμού τους έστω, και αυτός πρέπει να γίνει κάπου σεβαστός), μάλλον όμως των πιο μύχιων ανεκπλήρωτων πνευματικών τους ορέξεων, ή θα απογοητευθούν ή θα εξοργιστούν ή θα στραφούν σε χώρους κίβδηλης πνευματικότητας, όπερ και το απευκταίον. Η λειτουργία του θείου λόγου βαρύνει τους υπουργούς του περισσότερο από όσο φαντάζονται. Ειδικά σε μια διεθνή οικονομική υπερένταση που ο λόγος αυτός, πέρα από τη μεταφυσική του διάσταση, έχει μια τόσο απαραίτητη για όλους πολιτική λειτουργία παραμυθητικού (δηλαδή πρακτικού και συνάμα ενθαρρυντικού και παρηγορητικού) ενθαδικού χαρακτήρα, βαρύνει εξίσου, αν όχι περισσότερο, και τους ικανούς μεν, σιωπώντες δε φορείς του με ποικίλες προφάσεις εν τη αμαρτία τους αυτή.
Ο ορθό(δοξo)ς λόγος του Θεού, όταν μεταφράζεται στη γλώσσα του παρόντος – γλώσσα ως τη σύξευξη όλων των μέσων διατύπωσής του, από την καθαυτήν λεκτική διατύπωση μέχρι και τον τρόπο που θα οργανωθεί και θα μεταδοθεί – καθιστάμενος εύληπτος με την τακτική αυτή, όχι μόνο δεν κινδυνεύει να απολέσει τα ουσιώδη του χαρακτηριστικά αλλά αντιθέτως επανευρίσκει το δομικό αναφαίρετό του στοιχείο: την όντως και μοναδική αλήθεια. Από το σημείο αυτό θεωρώ ότι μπορούμε να πιάσουμε το μίτο της Αριάδνης για την έξοδο από κάθε προσωπική και συλλογική κρίση. Δε μιλάμε εδώ για κάποιο εξωραϊστικό ψυχολογικό τέχνασμα λόγω της τραγικότητας της κατάστασης με στόχο μια εκβιασμένη ψευδαισθητική ανάταση. Πρόκειται για την αλήθεια, την ουσία της λύσης του προβλήματος, της άρσης του αδιεξόδου. Θεωρώ ότι ένας τέτοιος λόγος είναι και αυτός που είπε ο προ ολίγων ετών κοιμηθείς σύγχρονος αγιασμένος κληρικός π. Ευσέβιος Γιαννακάκης: «τον δε φόβον αυτών μη φοβηθήτε, μηδέ ταραχθήτε. Τον πολύν κόσμο, που είναι μακριά από το Φως και τον Χριστόν, τον διακατέχει φόβος. Όμως τον άνθρωπον που είναι κοντά στον Χριστό ουδείς φόβος τον πλησιάζει. Έτσι να νιώθεις και συ, παιδί μου. Ουδόλως να επιτρέπεις στον εαυτό σου φόβον. Αντίθετα, απέραντη εμπιστοσύνη στον Κύριο και άκρα ασφάλεια… Το άγχος είναι απαράδεκτο, ιδιαίτερα για τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Άγχος ίσον ολιγοπιστία, ίσον εγωισμός» (από το ομώνυμο βιβλίο για το γέροντα, εκδ. Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Αιγίου). Δυστυχώς δεν ακούγονται πολλοί τέτοιοι λόγοι πια – αντιθέτως ουκ ολίγοι λαϊκισμοί προφέρονται από επίσημα εκκλησιαστικά χείλη - ίσως διότι δεν πείθουν οι πνευματικώς λιποβαρείς πομποί τους, πιθανώς επειδή ακούγονται γραφικοί στα αυτιά μιας νεοειδωλολατρικής εποχής και κοινωνίας, εχούσης εντούτοις ακόμα εξ ιστορικών και λαογραφικών αιτίων χριστιανική ταυτότητα. Παρόλ’ αυτά, όμως, σε τέτοια λόγια κρύβεται η αλήθεια των πραγμάτων. Και, πραγματικά, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να σε λευτερώνει…(Ιω. η΄ 32).

Κώστας Χρ. Νούσης
Φιλόλογος - Θεολόγος
Λάρισα 23/10/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου