Πολϋαγαπητέ μου π. Παναγιώτη, Χριστός Ανέστη!
Πάει λίγος καιρός που έλαβα το έξοχο βιβλίο σου με τις «Καμένες Πεταλούδες». (………)
Σε λογάριαζα πάντοτε συμπορευόμενο με το Ρωμανό Μελωδό και το Σολωμό, τον Ελύτη και τον Κάλβο. Ο διακαμός του αγίου Ανδρέου Κρήτης φανερώνεται, αλλά ενεδρεύει και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, οπού γνώρισα κάποτε στα Παρίσια. Παντού υποφώσκουν εικόνες από τις Άγιες Γραφές, με φανέρωση και τόλμη σχεδόν ακαριαία. Παρελαύνουν και πολλά ονόματα, κατά περίσταση (Δομέτιος, Ιω. Ευχαΐτων, Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Ησίοδος, Μάξιμος Ομολογητής, Συναξάρι του αγίου Συμεών του δια Χριστόν σαλού, Πλίνιος, αββάς Σισώης, Φραγκίσκος Σκούφος, Κοσμάς ο Μελωδός κ.ά.), που έρχονται σε ανάγλυφες, οριζόντιες ή κάθετες εικόνες, για να φωτίσουν την αλήθεια που ο ποιητής άγρυπνα προσπαθεί και παλεύει να προσεγγίσει. Ο λόγος απροσμάχητος έστω και λυγμικός. Οι λέξεις παλιές με νέο χρώμα και ήχο, «σκήτες αθώων πουλιών». Διαβάζεις το αλφάβητο των βράχων.
Συχνά βλέπω φυσική ροή ή απόπειρα για εικονισμό και μάχη ακροστιχίδων, παρηχήσεων, ακόμη και σε δεκαπεντασύλλαβους. Άλλοτε χρησιμοποιείς ιδιωματικές λέξεις και σπάνιους τύπους, λες και μπουκάρει αίφνης παλίμψηστη ποίηση και μάλιστα ιεροκρυφίως. Ο συμβολισμός σου ενίοτε άκρατος και η ελλειπτικότης -παρόλον το ηλιομανέστατον- σπέρνει δυσκολίες και αγκάθια για τον αναγνώστη. Φτάνω κι εγώ να χαϊδεύω φιλήδονα θραύσματα στίχων, όπως έκαμα και στο Φίλο μου το Νίκο Καρούζο. Ανασαίνω σα νά ‘μαι στα βουνά με τα ώ,ω, ά,α, έ,ε! Σε βλέπω με την ποιητική σου χρονογραφία να σχολιάζεις σχετλιαστικά («ούτε πια να πεθάνουμε δεν βρίσκουμε ησυχία»!), αλλά με τέχνη ειρηνόχυτη νικάς και υπερβαίνεις τα κατά κόσμον. Φέρνεις συχνά στο νου μου σελίδες «Γεροντικού», αλλά μ’ ένα σφρίγος και μια αιγλήεσσα στιλπνότητα των λέξεων που γοητεύουν.
Οι παρηχήσεις σου είναι αβίαστες και θυμίζουν και των δημοτικών τραγουδιών: «ξέρες λοιπόν πολύξερες / και νά ‘ξερες τι ξέρω» (σ. 234), «λέω για τον λέοντα / κλαίω για τον Κρέοντα» (σ. 335), όπως συναντώνται συχνά και στον Ακάθιστο ύμνο, δηλ. ομοιοκαταληξίες, συνηχήσεις κλπ. Μιλάς μια «διάλεκτο ευρύχωρη / λέξεις ελέους» όπου έχουμε μια μεταθεολογία των προσευχών (σ. 337). «Το μέγα σου το πέταγμα κανείς δεν θα το μάθει», όπως θα λέγανε και οι μεγάλοι Μυστικοί μας.
Βλέπω μερικά ξενόγλωσσα «ρήματα» που θα τα προτιμούσα και σε μετάφραση – σε υποσημείωση, ή σε σημειώσεις στο τέλος. Χαίρομαι πολύ με τους έξοχους σατιρικούς στίχους σου, όπως το τελευταίο στα χοϊκά χαϊκού: «ο τελευταίος / να μην κλείσει την πόρτα / έπεται λαός» (σ. 416). Όμως, ο βαθύς λόγος έρχεται αμέσως να μάς συνεφέρει: «Σπρώξε τις λέξεις ώς το γκρεμό τους / και να, το Ποίημα» (σ. 418). Και πιο κάτω στην Δ΄ Στάση των Χαιρετισμών (σ. 439): «Προσδοκώ τις λέξεις μου / εκ του μη όντος / να τις κάμω ποίημα / αθανατίζοντάς τες»!
Αββά μου, αθανατίζεις τις λέξεις και τραβάς προς την αθανασία και τον αναγνώστη σου. Και βοηθάς και μένα, τον άλλοτε δάσκαλό σου, να κάνω μερικά βήματα στη νέα ποίηση που διακονείς βαθιά και ειλικρινέστατα.
Ασπάζομαι το χέρι σου που έγραψε και ευλογεί.
Έρρωσο κατ’ άμφω, πανοικεί, τη χάριτι και δυνάμει του Αναστάντος!
Με τιμή και αγάπη,
κεγχριαίος πβπάσχος
-: Πεντέλη, ,βια΄μαΐου ι΄ :-
* * * * *
ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
στον π. Παναγιώτη Καποδίστρια
Πέρ’ απ’ την ομορφιά προσπάθησε, όσο γίνεται,
να ιδείς την ωραιότητα, έστω κι αν δείχνει
να ξεπερνάει το μυαλό σου. Βάλε δύναμη
μέσ’ από την καρδιά σου: όλο εκείνο
το αίμα σου που γράφει τις απρόσιτες
σελίδες της ποιήσεως. Κι ας κρύβεται
ανάμεσα στους στίχους σου το νόημα∙ οι άξϊοι
μπορούν και το δϊακρίνουν πάντοτε,
περνώντας μέσ’ από τα περιθώρϊα
ή τα δϊάστιχα, και φτάνοντας ώς την ψυχή
του ποιητή, που πίσω απ’ τις λέξεις κρύβεται.
Η ομορφιά μπορεί∙ μα η ωραιότητα
δεν γίνεται να μπει και να χωρέσει
στα πράγματα που περιγράφονται.
Π. Β. Πάσχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου