Tου φιλολόγου - θεολόγου Α.Π.Θ. Κώστα Νούση
Θεολογικός Σύνδεσμος Λάρισας
Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το κατά κόρον λεχθέν δεύτερο σκέλος της γνωστής αρχαίας ρήσης «διά πάσαν νόσον και πάσαν» με τη νεόκοπη νεοελληνική του εύχρηστη πολυσημία, τότε οι αντιδράσεις σου μπορούν να πάρουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών αλλά η πιο συνηθισμένη είναι η αναλογική αντιμετώπιση του θέματος, διότι το αίσθημα του δικαίου δεν επιτρέπει παρά το απαξιωτικό προσπέρασμα του ζητήματος. Όμως προσωπικά το εξέλαβα ως αφορμή πραγμάτευσης της ουσίας και του τρόπου εκφοράς του σύγχρονου θεολογικού λόγου, πράγμα που παρεμπιπτόντως και δευτερευόντως θα το χαρακτηρίσω και ένα είδος απάντησης στο συγκεκριμένο συνάδελφο και φίλο – μια λέξη που συνήθως λέγεται ελαφρά τη καρδία – για τους βωμολοχικούς προς εμέ χαρακτηρισμούς του «προδότη και του αλληθωρίζοντος οικουμενιστικά».
Λίαν συνοπτικά το θέμα προέκυψε προ ημερών, όταν ο θεολόγος Ανδρεόπουλος Χαρ. έκανε με άρθρο του μια σχολιαστική παρέμβαση θεολογικώς κεχρωσμένη πάνω στην τοποθέτηση σύγχρονου επισκόπου για την αθεΐα του πολύκροτου επιστήμονα Stephen Hawking. Απέστειλα ανυποψίαστος με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το άρθρο αυτό προς απλή ανάγνωση και έλαβα ως απάντηση έκπληκτος – καταχρηστικώς δεδομένη, διότι δεν υπήρχε ούτε αίτημα ούτε καν λόγος για κάτι τέτοιο - τα «οικουμενιστικά εύσημα» από ένα ακόμα σύγχρονο «purus» θεολόγο της μέσης εκπαίδευσης. Το πλέον τραγικό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να γνωρίζεις ότι αυτός που σου καταμαρτυρεί κάτι είναι ο πλέον αναρμόδιος επί του προκειμένου να το πράξει, αλλά αυτό είναι το σκέλος εκείνο που με έκανε να θεωρήσω περιττή την άμεση ανταπάντηση και να αναφερθώ γενικότερα σε θέματα συγγενικά με πολλαπλούς αποδέκτες, μεταξύ των οποίων ευελπιστώ να βρεθεί και ο παλιόφιλός μου.
Η σοκαριστική αντεπίθεση του πληθωρισμού της καλπάζουσας γνώσης και τεχνολογίας σε βάρος της πίστης και των παραδεδομένων – που είχαν τη μορφή απλών δεδομένων ακρίτως αποδεχομένων τα οποία κατήντησαν ως εικός παραδοσιακά διατηρητέα - αξιών των προγενέστερων έως πολύ πρόσφατα γενεών έχει πλέον πάρει οριστική και αμετάκλητη μορφή. Η θεολογία καλείται να απαντήσει σε αμείλικτα ερωτήματα αναμένοντα πειστική απάντηση και όχι αξιωματικές απλουστευτικές τοποθετήσεις ή υβριστικού και παντοίου είδους απαξιώσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τα ασύμβατα σχήματα των παλαιοντολογικών επιστημών με τη διήγηση της Γένεσης, τα με γεωμετρική πρόοδο ανακύπτοντα καθ’ ημέραν σχεδόν βιοηθικά προβλήματα και τις εν λόγω συμπαντικές θεωρίες, που όλα ως κοινή συνισταμένη και απόληξη έχουν τον επαναπροσδιορισμό του θεμελιώδους και αρχέγονου ερωτήματος περί της ύπαρξης του Θεού.
Είναι σαφέστατο ότι η ουσία των επιστημονικών αυτών αιτημάτων είναι πάντοτε καθαρά φιλοσοφική, τουτέστιν βαθύτατα θεολογική. Είναι η προαιώνια αυτή προαναφερόμενη κραυγή του ανθρώπου – πολλώ δε μάλλον των συγκεκριμένων φορέων αυτών των θεωριών - του αναμένοντος υπαρξιακές απαντήσεις και μόνον και που δεν ικανοποιείται με τίποτε πλέον ή μείον τούτου. Το βλέμμα στρέφεται με αγωνία στο Θεό και στους εξ ονόματός του ή στους άμεσους διακομιστές των μηνυμάτων του , δηλαδή τους ιερείς, τους προφήτες, τους θεολόγους, τους αγίους. Σήμερα όμως είθισται αντ’ αυτού που προσδοκά να εισπράττει κακότεχνη, ξεπερασμένη και ανώριμη απολογητική συνθηματολογικού χαρακτήρα συνάδουσα προς άλλες εποχές και ξένη προς την ορθόδοξη πρακτική και θεολογία, και μάλιστα από επίσημους φορείς, ένα δείγμα ακόμα της ανεπάρκειας του σύγχρονου εκκλησιαστικού λόγου. Συγχρονισμένη με αυτόν έρχεται η βραδυγλωσσία έως αφωνία των θεολόγων να ολοκληρώσει, μάλλον να επικυρώσει το έλλειμμα της βιωματικής αγιότητος στον προκλητικώς πλέον δαιμονοκρατούμενο κόσμο. Την ίδια ώρα όμως αρθρώνεται εκ του αντιθέτου μεστός επιστημονικός «θεολογικός λόγος» έστω και από δηλωμένους αθέους. Είναι τουλάχιστον εμφανές ότι η ενασχόληση με το Θεό με οποιοδήποτε τρόπο συνιστά μια μορφή θεολογίας, όπως άλλωστε ο αμιγώς άθεος είναι ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, καθώς η θεωρία της ανυπαρξίας και κάθε περί Θεού θεωρία αποτελεί σαφώς μια μορφή πίστης.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι οι επιστημονικοφανείς αυτές προτάσεις επανεξέτασης της παρουσίας του ανωτάτου όντος στο σύμπαν είναι και φυσικές πλέον και αναμενόμενες. Ο ντετερμινισμός που δικαιολογούσε στο Θεό τη θέση ρυθμιστή του αχανούς διαστήματος έχει κλονιστεί από τις ανακαλυπτόμενες στα εργαστήρια άτακτες κινήσεις των σωματιδίων, που επέφεραν μια ακόμα αταξία στο νου του συγχυσμένου μακριά από το Θεό σημερινού ανθρώπου είτε είναι «υγιής» είτε παραπληγικός. Οι κβαντικές θεωρίες και η αρχή της απροσδιοριστίας ξεθεμέλιωσαν βεβαιότητες αιώνων για το δημιουργό – Θεό, όπως και οι ανυπόφοροι λογισμοί περί θεοδικίας ρίχνοντας μια ματιά στις τραγωδίες της ανθρωπότητας κλονίζουν την πίστη πολλών στην πρόνοια ενός Θεού αγάπης. Στο σημείο αυτό ατενίζει ο άθεος ή αγνωστικιστής ή ταλαντευόμενος ή απλώς σκεπτόμενος άνθρωπος – αυτή πια είναι η συντριπτική πλειοψηφία, ενώ το «μικρόν ποίμνιον» γίνεται όλο και μικρότερο - το Θεό και περιμένει από την Εκκλησία τη διέξοδο. Και ο λόγος της Εκκλησίας στηρίζεται στην ιστορία και στη βιωματική αγιοπνευματική εμπειρία – άρα σε πράγματα και όχι σε ιδέες και ψιλές θεωρίες – και διοχετεύεται μέσα από ταπείνωση και αγάπη. Και είναι λόγος «εξουσιαστικός» με τη σημασία που έχει η λέξη στα ευαγγέλια, όταν αναφέρεται στο διδάσκοντα Χριστό. Αυτό το λόγο επιζητά ως διψώσα έλαφος η ψυχή ενός εκάστου και της σύνολης ανθρωπότητας. Λόγοι ξύλινοι, παραληρηματικοί, δηλωτικοί συμπλεγματικότητας, ρατσιστικοί και απευθυνόμενοι σαν σε παιδιά του παλιού κατηχητικού ή σε πνευματικά ανάπηρους, με το ένδυμα της κακόγουστης ψευτοκαθαρεύουσας γλώσσας ή και αντίστοιχης νοοτροπίας που χορηγεί σε μερικούς η φαρισαϊκή ψευδαίσθηση της ανωτερότητας έναντι των πολλών λόγω της αποχής από μερικά χονδροειδή πάθη, δεν έχουν πια θέση στα αυτιά, πολύ δε περισσότερο στην καρδιά κανενός.
Επί του προκειμένου δεν μπορώ παρά να επικροτήσω την ποιμαντική κινητικότητα του εν λόγω μητροπολίτη – στη μέριμνα και αγωνία της οποίας παρέχονται τα όποια ελαφρυντικά - σε μια εποχή ταυτόχρονης παρουσίας εκκλησιαστικής απουσίας και αφασίας, καθώς και ύπαρξης πληθώρας μογιλάλων εκκλησιαστικών ταγών – να διευκρινίσω παρενθετικά ότι δεν εννοώ σε καμιά περίπτωση τη διακριτική «χρυσή» λακωνικότητα του νυν προκαθημένου εν συγκρίσει με πάλαι ποτέ και νυν ομοιοβάθμους του συγχέοντας τον ποιμαντικό λόγο με εθνικιστικούς και άλλους βερμπαλισμούς - αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με την τραχύτητα της εκφοράς του θεολογικού λόγου που εκ φύσεως διέπεται από το πνεύμα του Χριστού, δηλαδή της κενωτικής αγάπης. Ο λόγος της Εκκλησίας σήμερα ειδικά οφείλει να είναι ιδιαζόντως γλυκός και παραμυθητικός, απευθυνόμενος στον λίαν κοπιώντα και πεφορτισμένο σημερινό άνθρωπο κατά την αντίστοιχη συμβουλή του μεγάλου ρώσου στάρετς Σεραφείμ του Σάρωφ προς εξομολόγο ιερέα της εποχής του, επικαλούμενος τη δυσχερή πνευματική κατάσταση του ανθρώπου μάλιστα του 19ου αιώνα!
Ο παλιόφιλος εκπαιδευτικός των θρησκευτικών διείδε οικουμενιστικό ολίσθημα, προφανώς θεωρώντας ότι είσαι γνήσιος ορθόδοξος μόνο όταν ακολουθείς τοις ζηλωτικοίς ίχνεσι ως άλλος προφήτης Ηλίας – έχοντας φυσικά στο νου του μια διεστραμμένη εικόνα της ιστορίας του συγκεκριμένου αγίου και εν γένει της παλαιάς διαθήκης - και βαφτίζοντας προδότη όποιον δεν είναι «κατ’ εικόνα» των θεολογικών εν τω νοΐ του ιδιωτικώ τω τρόπω κατεσκευασμένων στερεοτύπων. Βέβαια το πώς συνέδεσε το άρθρο του Ανδρεόπουλου με οικουμενιστικό αστιγματισμό μόνον αυτός μπορεί να μας εξηγήσει επαρκώς, διότι η δική μου φαντασία δεν είναι τόσο οργιαστική. Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι η νοοτροπία του θεολογικού αγνωστικισμού και του χριστιανικού μουτζαχεντινισμού που απαντώνται ως δυο ακραίες μορφές στην προβολή της ορθοδοξίας προς τη μαθητιώσα νεολαία από θεολόγους της μέσης εκπαίδευσης είναι μια από τις πολλές αιτίες που ωθούν τη νεοελληνική κοινωνία στο διαζύγιό της από την πατροπαράδοτη ελληνοχριστιανική μας ταυτότητα, το δε μέγιστον, στην απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Τελικά ο Θεός έφτιαξε και συντηρεί το σύμπαν ή αυτό υπάρχει αενάως αυθύπαρκτο; Το λόγο θα πάρει ο σύγχρονος άγιος γέροντας Πορφύριος που σε επίσκεψη άθεου ομογενούς από Αμερική και σε σχετική παρατήρηση «ότι ουκ έστι Θεός» τον έστειλε πίσω στο σπίτι του υποδεικνύοντάς του ένα σημείο στον κήπο του που σκάβοντας θα έβρισκε αρχαία ισπανικά νομίσματα – εννοείται ότι ποτέ ο γέροντας δεν είχε πάει Αμερική και ακόμα περισσότερο στο σπίτι εκείνο! Όταν επανήλθε εκείνος έκπληκτος το επόμενο έτος επιβεβαιώνοντας τη ρήση του αγίου, ο γέροντας του απάντησε: «ευλογημένε, εσύ δεν ξέρεις τι έχεις στον κήπο σου και ξέρεις τι υπάρχει πάνω στον ουρανό» ;
Το βέβαιο είναι ότι όταν δεν μπορείς να «δείξεις» το Θεό, όπως έκανε ο άγιος, καλό είναι να ταπεινωθείς και να αρχίσεις να προσεύχεσαι για το νοσούντα αδερφό και να στρωθείς στη δουλειά, αν είσαι θεολόγος ή κληρικός, για να γίνεις άγιος και να καταρτιστείς θεολογικώς, αλλά και να ενημερωθείς πάνω στις τρέχουσες επιστημονικές εξελίξεις, ώστε να απαντάς τεκμηριωμένα, πάντοτε όμως με πνεύμα ταπείνωσης, ευγένειας, διάκρισης και αγάπης. Διότι αν δεν «δεις», πώς και ποιον θα δείξεις; Και ποιον θα πείσεις δείχνοντας ό, τι τυχόν δείξεις; Μήπως έντρομος κρύβεις την ανασφάλειά σου που δεν έχεις και συ «δει» και φωνασκείς αμυντικά, για να κρυφτείς από τον άλλο, μάλλον από τον εαυτό σου στο ότι δε θέλεις να παραδεχτείς ότι δε σε χωρίζουν και πολλά από τον «κακό» αυτόν άλλο που αμφισβητεί τα πιστεύω σου; Και πίσω από αυτά μάλλον κρύβεται η βαθιά αγωνία - απιστία μήπως και συ δεν «δεις» ποτέ…
Όμως δε χρειάζεται και τόση ανάλυση. Η πανάρχαια και δοκιμασμένη εξάλλου εκκλησιαστική τακτική προς τους αγνοούντας τον Θεό ήδη από τα χρόνια της ιστορικής παρουσίας του Ιησού ήταν το «έρχου και ίδε» (Ιω. α’ 47). Η όραση και η αφή άλλωστε – ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής (Α’ Ιω. α΄ 1) – πείθει μάλλον παρά τα λόγια, όσο καλλωπισμένα και να προφέρονται. Ο Κύριος στην Εκκλησία αποκαλύφθηκε ως Πρόσωπο συγκεκριμένο. Αρκεί κάποιος να Τον ψάξει, να Τον βρει, να Τον «δει» ή να μάθει από αυτούς που Τον είδαν. Και από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η άρθρωση του όντως ορθόδοξου θεολογικού λόγου.
Κ.Ν. 10/10/2010
Λίαν συνοπτικά το θέμα προέκυψε προ ημερών, όταν ο θεολόγος Ανδρεόπουλος Χαρ. έκανε με άρθρο του μια σχολιαστική παρέμβαση θεολογικώς κεχρωσμένη πάνω στην τοποθέτηση σύγχρονου επισκόπου για την αθεΐα του πολύκροτου επιστήμονα Stephen Hawking. Απέστειλα ανυποψίαστος με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το άρθρο αυτό προς απλή ανάγνωση και έλαβα ως απάντηση έκπληκτος – καταχρηστικώς δεδομένη, διότι δεν υπήρχε ούτε αίτημα ούτε καν λόγος για κάτι τέτοιο - τα «οικουμενιστικά εύσημα» από ένα ακόμα σύγχρονο «purus» θεολόγο της μέσης εκπαίδευσης. Το πλέον τραγικό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να γνωρίζεις ότι αυτός που σου καταμαρτυρεί κάτι είναι ο πλέον αναρμόδιος επί του προκειμένου να το πράξει, αλλά αυτό είναι το σκέλος εκείνο που με έκανε να θεωρήσω περιττή την άμεση ανταπάντηση και να αναφερθώ γενικότερα σε θέματα συγγενικά με πολλαπλούς αποδέκτες, μεταξύ των οποίων ευελπιστώ να βρεθεί και ο παλιόφιλός μου.
Η σοκαριστική αντεπίθεση του πληθωρισμού της καλπάζουσας γνώσης και τεχνολογίας σε βάρος της πίστης και των παραδεδομένων – που είχαν τη μορφή απλών δεδομένων ακρίτως αποδεχομένων τα οποία κατήντησαν ως εικός παραδοσιακά διατηρητέα - αξιών των προγενέστερων έως πολύ πρόσφατα γενεών έχει πλέον πάρει οριστική και αμετάκλητη μορφή. Η θεολογία καλείται να απαντήσει σε αμείλικτα ερωτήματα αναμένοντα πειστική απάντηση και όχι αξιωματικές απλουστευτικές τοποθετήσεις ή υβριστικού και παντοίου είδους απαξιώσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τα ασύμβατα σχήματα των παλαιοντολογικών επιστημών με τη διήγηση της Γένεσης, τα με γεωμετρική πρόοδο ανακύπτοντα καθ’ ημέραν σχεδόν βιοηθικά προβλήματα και τις εν λόγω συμπαντικές θεωρίες, που όλα ως κοινή συνισταμένη και απόληξη έχουν τον επαναπροσδιορισμό του θεμελιώδους και αρχέγονου ερωτήματος περί της ύπαρξης του Θεού.
Είναι σαφέστατο ότι η ουσία των επιστημονικών αυτών αιτημάτων είναι πάντοτε καθαρά φιλοσοφική, τουτέστιν βαθύτατα θεολογική. Είναι η προαιώνια αυτή προαναφερόμενη κραυγή του ανθρώπου – πολλώ δε μάλλον των συγκεκριμένων φορέων αυτών των θεωριών - του αναμένοντος υπαρξιακές απαντήσεις και μόνον και που δεν ικανοποιείται με τίποτε πλέον ή μείον τούτου. Το βλέμμα στρέφεται με αγωνία στο Θεό και στους εξ ονόματός του ή στους άμεσους διακομιστές των μηνυμάτων του , δηλαδή τους ιερείς, τους προφήτες, τους θεολόγους, τους αγίους. Σήμερα όμως είθισται αντ’ αυτού που προσδοκά να εισπράττει κακότεχνη, ξεπερασμένη και ανώριμη απολογητική συνθηματολογικού χαρακτήρα συνάδουσα προς άλλες εποχές και ξένη προς την ορθόδοξη πρακτική και θεολογία, και μάλιστα από επίσημους φορείς, ένα δείγμα ακόμα της ανεπάρκειας του σύγχρονου εκκλησιαστικού λόγου. Συγχρονισμένη με αυτόν έρχεται η βραδυγλωσσία έως αφωνία των θεολόγων να ολοκληρώσει, μάλλον να επικυρώσει το έλλειμμα της βιωματικής αγιότητος στον προκλητικώς πλέον δαιμονοκρατούμενο κόσμο. Την ίδια ώρα όμως αρθρώνεται εκ του αντιθέτου μεστός επιστημονικός «θεολογικός λόγος» έστω και από δηλωμένους αθέους. Είναι τουλάχιστον εμφανές ότι η ενασχόληση με το Θεό με οποιοδήποτε τρόπο συνιστά μια μορφή θεολογίας, όπως άλλωστε ο αμιγώς άθεος είναι ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, καθώς η θεωρία της ανυπαρξίας και κάθε περί Θεού θεωρία αποτελεί σαφώς μια μορφή πίστης.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι οι επιστημονικοφανείς αυτές προτάσεις επανεξέτασης της παρουσίας του ανωτάτου όντος στο σύμπαν είναι και φυσικές πλέον και αναμενόμενες. Ο ντετερμινισμός που δικαιολογούσε στο Θεό τη θέση ρυθμιστή του αχανούς διαστήματος έχει κλονιστεί από τις ανακαλυπτόμενες στα εργαστήρια άτακτες κινήσεις των σωματιδίων, που επέφεραν μια ακόμα αταξία στο νου του συγχυσμένου μακριά από το Θεό σημερινού ανθρώπου είτε είναι «υγιής» είτε παραπληγικός. Οι κβαντικές θεωρίες και η αρχή της απροσδιοριστίας ξεθεμέλιωσαν βεβαιότητες αιώνων για το δημιουργό – Θεό, όπως και οι ανυπόφοροι λογισμοί περί θεοδικίας ρίχνοντας μια ματιά στις τραγωδίες της ανθρωπότητας κλονίζουν την πίστη πολλών στην πρόνοια ενός Θεού αγάπης. Στο σημείο αυτό ατενίζει ο άθεος ή αγνωστικιστής ή ταλαντευόμενος ή απλώς σκεπτόμενος άνθρωπος – αυτή πια είναι η συντριπτική πλειοψηφία, ενώ το «μικρόν ποίμνιον» γίνεται όλο και μικρότερο - το Θεό και περιμένει από την Εκκλησία τη διέξοδο. Και ο λόγος της Εκκλησίας στηρίζεται στην ιστορία και στη βιωματική αγιοπνευματική εμπειρία – άρα σε πράγματα και όχι σε ιδέες και ψιλές θεωρίες – και διοχετεύεται μέσα από ταπείνωση και αγάπη. Και είναι λόγος «εξουσιαστικός» με τη σημασία που έχει η λέξη στα ευαγγέλια, όταν αναφέρεται στο διδάσκοντα Χριστό. Αυτό το λόγο επιζητά ως διψώσα έλαφος η ψυχή ενός εκάστου και της σύνολης ανθρωπότητας. Λόγοι ξύλινοι, παραληρηματικοί, δηλωτικοί συμπλεγματικότητας, ρατσιστικοί και απευθυνόμενοι σαν σε παιδιά του παλιού κατηχητικού ή σε πνευματικά ανάπηρους, με το ένδυμα της κακόγουστης ψευτοκαθαρεύουσας γλώσσας ή και αντίστοιχης νοοτροπίας που χορηγεί σε μερικούς η φαρισαϊκή ψευδαίσθηση της ανωτερότητας έναντι των πολλών λόγω της αποχής από μερικά χονδροειδή πάθη, δεν έχουν πια θέση στα αυτιά, πολύ δε περισσότερο στην καρδιά κανενός.
Επί του προκειμένου δεν μπορώ παρά να επικροτήσω την ποιμαντική κινητικότητα του εν λόγω μητροπολίτη – στη μέριμνα και αγωνία της οποίας παρέχονται τα όποια ελαφρυντικά - σε μια εποχή ταυτόχρονης παρουσίας εκκλησιαστικής απουσίας και αφασίας, καθώς και ύπαρξης πληθώρας μογιλάλων εκκλησιαστικών ταγών – να διευκρινίσω παρενθετικά ότι δεν εννοώ σε καμιά περίπτωση τη διακριτική «χρυσή» λακωνικότητα του νυν προκαθημένου εν συγκρίσει με πάλαι ποτέ και νυν ομοιοβάθμους του συγχέοντας τον ποιμαντικό λόγο με εθνικιστικούς και άλλους βερμπαλισμούς - αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με την τραχύτητα της εκφοράς του θεολογικού λόγου που εκ φύσεως διέπεται από το πνεύμα του Χριστού, δηλαδή της κενωτικής αγάπης. Ο λόγος της Εκκλησίας σήμερα ειδικά οφείλει να είναι ιδιαζόντως γλυκός και παραμυθητικός, απευθυνόμενος στον λίαν κοπιώντα και πεφορτισμένο σημερινό άνθρωπο κατά την αντίστοιχη συμβουλή του μεγάλου ρώσου στάρετς Σεραφείμ του Σάρωφ προς εξομολόγο ιερέα της εποχής του, επικαλούμενος τη δυσχερή πνευματική κατάσταση του ανθρώπου μάλιστα του 19ου αιώνα!
Ο παλιόφιλος εκπαιδευτικός των θρησκευτικών διείδε οικουμενιστικό ολίσθημα, προφανώς θεωρώντας ότι είσαι γνήσιος ορθόδοξος μόνο όταν ακολουθείς τοις ζηλωτικοίς ίχνεσι ως άλλος προφήτης Ηλίας – έχοντας φυσικά στο νου του μια διεστραμμένη εικόνα της ιστορίας του συγκεκριμένου αγίου και εν γένει της παλαιάς διαθήκης - και βαφτίζοντας προδότη όποιον δεν είναι «κατ’ εικόνα» των θεολογικών εν τω νοΐ του ιδιωτικώ τω τρόπω κατεσκευασμένων στερεοτύπων. Βέβαια το πώς συνέδεσε το άρθρο του Ανδρεόπουλου με οικουμενιστικό αστιγματισμό μόνον αυτός μπορεί να μας εξηγήσει επαρκώς, διότι η δική μου φαντασία δεν είναι τόσο οργιαστική. Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι η νοοτροπία του θεολογικού αγνωστικισμού και του χριστιανικού μουτζαχεντινισμού που απαντώνται ως δυο ακραίες μορφές στην προβολή της ορθοδοξίας προς τη μαθητιώσα νεολαία από θεολόγους της μέσης εκπαίδευσης είναι μια από τις πολλές αιτίες που ωθούν τη νεοελληνική κοινωνία στο διαζύγιό της από την πατροπαράδοτη ελληνοχριστιανική μας ταυτότητα, το δε μέγιστον, στην απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Τελικά ο Θεός έφτιαξε και συντηρεί το σύμπαν ή αυτό υπάρχει αενάως αυθύπαρκτο; Το λόγο θα πάρει ο σύγχρονος άγιος γέροντας Πορφύριος που σε επίσκεψη άθεου ομογενούς από Αμερική και σε σχετική παρατήρηση «ότι ουκ έστι Θεός» τον έστειλε πίσω στο σπίτι του υποδεικνύοντάς του ένα σημείο στον κήπο του που σκάβοντας θα έβρισκε αρχαία ισπανικά νομίσματα – εννοείται ότι ποτέ ο γέροντας δεν είχε πάει Αμερική και ακόμα περισσότερο στο σπίτι εκείνο! Όταν επανήλθε εκείνος έκπληκτος το επόμενο έτος επιβεβαιώνοντας τη ρήση του αγίου, ο γέροντας του απάντησε: «ευλογημένε, εσύ δεν ξέρεις τι έχεις στον κήπο σου και ξέρεις τι υπάρχει πάνω στον ουρανό» ;
Το βέβαιο είναι ότι όταν δεν μπορείς να «δείξεις» το Θεό, όπως έκανε ο άγιος, καλό είναι να ταπεινωθείς και να αρχίσεις να προσεύχεσαι για το νοσούντα αδερφό και να στρωθείς στη δουλειά, αν είσαι θεολόγος ή κληρικός, για να γίνεις άγιος και να καταρτιστείς θεολογικώς, αλλά και να ενημερωθείς πάνω στις τρέχουσες επιστημονικές εξελίξεις, ώστε να απαντάς τεκμηριωμένα, πάντοτε όμως με πνεύμα ταπείνωσης, ευγένειας, διάκρισης και αγάπης. Διότι αν δεν «δεις», πώς και ποιον θα δείξεις; Και ποιον θα πείσεις δείχνοντας ό, τι τυχόν δείξεις; Μήπως έντρομος κρύβεις την ανασφάλειά σου που δεν έχεις και συ «δει» και φωνασκείς αμυντικά, για να κρυφτείς από τον άλλο, μάλλον από τον εαυτό σου στο ότι δε θέλεις να παραδεχτείς ότι δε σε χωρίζουν και πολλά από τον «κακό» αυτόν άλλο που αμφισβητεί τα πιστεύω σου; Και πίσω από αυτά μάλλον κρύβεται η βαθιά αγωνία - απιστία μήπως και συ δεν «δεις» ποτέ…
Όμως δε χρειάζεται και τόση ανάλυση. Η πανάρχαια και δοκιμασμένη εξάλλου εκκλησιαστική τακτική προς τους αγνοούντας τον Θεό ήδη από τα χρόνια της ιστορικής παρουσίας του Ιησού ήταν το «έρχου και ίδε» (Ιω. α’ 47). Η όραση και η αφή άλλωστε – ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής (Α’ Ιω. α΄ 1) – πείθει μάλλον παρά τα λόγια, όσο καλλωπισμένα και να προφέρονται. Ο Κύριος στην Εκκλησία αποκαλύφθηκε ως Πρόσωπο συγκεκριμένο. Αρκεί κάποιος να Τον ψάξει, να Τον βρει, να Τον «δει» ή να μάθει από αυτούς που Τον είδαν. Και από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η άρθρωση του όντως ορθόδοξου θεολογικού λόγου.
Κ.Ν. 10/10/2010
Πίνακας "Αμπελος" του Χρήστου Γαρουφαλή
Για ονομα του Θεου!... τι κατεβατό ειναι αυτό! γιατι οι θεολόγοι "τυρβάζουν περι πολλά, ενός δε εστι χρεία"; δεν το εχουν εμπεδώσει αυτό; και μεσα-μεσα ρίχνουν και τα καρφιά τους ο ενας για τον άλλο! Κατα τα άλλα εχουν γνώμη επι παντός επιστητού και θεωρουν εαυτους αυθεντίες! Παιδιά εχουν αλλάξει λιγο τα πράγματα ξέρετε.....
ΑπάντησηΔιαγραφή