Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ

Στα Νέα του Σαββατοκύριακου διαβάζουμε την κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ για το πρόσφατο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο. Πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα; (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2010).



Η μοναξιά στον δημόσιο χώρο


Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο; Αυτό στην Ελλάδα ακούγεται απειλητικό, μετά τις εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών. Αλλά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι άλλου τύπου χριστιανός. Βαθιά και ακλόνητα χριστιανός ορθόδοξος, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μού θυμίζει ωστόσο περισσότερο καθολικό ή προτεστάντη στοχαστή. Διότι το αίτημα για μια χριστιανική ηθική εντός του κόσμου, αίτημα που προβάλλει συνεχώς ο Ζουμπουλάκης και τον οδηγεί όχι απλώς σε σύγκλιση αλλά σε ταύτιση με τον ανθρωπισμό της αριστερής ιδεολογίας, αρθρώθηκε με επεξεργασμένη, συνεπή μορφή κυρίως μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής παράδοσης αυτών των δύο ομολογιών.

Στην ορθόδοξη παράδοση, το ζήτημα της χριστιανικής ηθικής ως μεταρρυθμιστικής κοινωνικής δράσης εξαερώθηκε ανάμεσα σε μια θεολογία αδιάφορη για το επίγειο ανθρώπινο δράμα και μια διάχυτη θρησκευτικότητα που τιμά την Ορθοδοξία όχι για το περιεχόμενο αλλά για τους τύπους της, αναγνωρίζοντάς τους ως αναπόσπαστο τμήμα της πολιτισμικής-εθνικής ταυτότητας.

Θαυμάζω τον Ζουμπουλάκη. Είναι εύκολο για έναν αριστερό να στηλιτεύει τον ακραίο συντηρητισμό της Εκκλησίας, τον φανατισμό και την εθνικιστική μισαλλοδοξία της, τη διαφθορά της και το καθεστώς διοίκησης που θρέφει αυτή τη διαφθορά, να διακηρύσσει την ανάγκη εκσυγχρονισμού και ευαισθητοποίησής της σε προβληματισμούς της εποχής μας, ανοίγματός της σε ειλικρινή, ουσιαστικό, χωρίς δογματική αλαζονεία διάλογο με άλλες ομολογίες, άλλες θρησκείες, άλλες πολιτισμικές παραδόσεις, να υπερασπίζεται το δικαίωμα των μουσουλμάνων να έχουν τζαμί στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις, να είναι υπέρ του ουδετερόθρησκου κράτους. Είναι όμως δύσκολο για έναν αριστερό χριστιανό, όταν πρέπει να υποστηρίξει τέτοιες θέσεις σχεδόν μόνος απέναντι σ΄ ένα κοινό -το δικό του κοινό- που έχει συνηθίσει σ΄ έναν πολύ διαφορετικό λόγο.

Το Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο συνεχίζει, εξειδικεύει και επικαιροποιεί κατά τόπους την προβληματική του προ οκταετίας Ο Θεός στην Πόλη. Αποτελείται, όπως κι εκείνο, από άρθρα του Ζουμπουλάκη και εισηγήσεις του σε συνέδρια, ύλη που εδώ καλύπτει την περίοδο από το 2003 ώς το 2009. Τι έχει αλλάξει στον δημόσιο χώρο από τo προηγούμενο βιβλίο, σε ό, τι αφορά τα θέματα που απασχολούν τον Ζουμπουλάκη; Ο ρασοφόρος ηγεμονισμός και εθνικιστικός φανατισμός της εποχής Χριστόδουλου έχει παρέλθει ή έστω έχει πάψει να κυριαρχεί. Η ελληνική Εκκλησία, κηλιδωμένη και από τα σκάνδαλα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο το 2005, δεν έχει πια το κύρος και τη συνεγερτική δύναμη που είχε λίγο παλιότερα. Μου φαίνεται πως και γενικά οι θρησκείες (με την εξαίρεση του Ισλάμ) βρίσκονται διεθνώς πάλι σε υποχώρηση, μετά τη σχετική ανάκαμψή τους τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. ΄Εχουν ανακύψει καινούργια ζητήματα, με περιεχόμενο περισσότερο πολιτικό και πολιτισμικό παρά θρησκευτικό, όπως π.χ. η διαμάχη για τη μουσουλμανική μαντίλα. Αν αυτές οι εξελίξεις αφαιρούν από τα νεότερα κείμενα του Ζουμπουλάκη τον χαρακτήρα της επείγουσας τοποθέτησης πάνω σε φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας, του επιτρέπουν ωστόσο να κρίνει με περισσότερη νηφαλιότητα και, προπαντός, βαθαίνοντας την προοπτική της σκέψης του.

Πράγματι, στα πιο ενδιαφέροντα (για έναν μη ειδικό περί τα εκκλησιαστικά) κομμάτια αυτού του βιβλίου, που συναπαρτίζουν το πρώτο μισό του, ο Ζουμπουλάκης διαλέγεται, κριτικά τις περισσότερες φορές, αλλά κατανοητικά, με διανοητές και καλλιτέχνες της σύγχρονης πολιτισμικής μας παράδοσης που τους απασχόλησε η Ορθοδοξία: με τον Γιώργο Θεοτοκά και τον χριστιανικό ανθρωπισμό του, με την άθεη ορθόδοξη ευλάβεια του αρχαιολόγου και ιστορικού της βυζαντινής τέχνης Δημητρίου Πάλλα, με τον Χρήστο Γιανναρά ως κύριο εκφραστή του νεορθόδοξου ρεύματος, με τον αριστερό και «λακανικό» χριστιανισμό του Θάνου Λίποβατς, με τον ζωγράφο Χρήστο Παπανικολάου και το ζήτημα της ανανέωσης της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Το κρισιμότερο κείμενο του βιβλίου είναι ίσως το σχετικό με τον Γιανναρά. Ο Ζουμπουλάκης εκφράζει κατανόηση για το εγχείρημα του Γιανναρά, στο μεταίχμιο ανάμεσα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ν΄ απεγκλωβίσει την ορθόδοξη διδασκαλία αφ΄ ενός από την αποστεωμένη ακαδημαϊκή θεολογία, αφ΄ ετέρου από τη στενόμυαλη και στενόκαρδη χρηστοήθεια των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων. Αλλά αμέσως έπειτα ασκεί δριμύτατη κριτική στην αποηθικοποίηση του χριστιανισμού από τον Γιανναρά, ο οποίος ερμηνεύει την έννοια της αμαρτίας απλώς ως συνολική υπαρκτική αποτυχία του ανθρώπινου γένους («πράγμα λίαν ανακουφιστικό για τον καθένα μας», σχολιάζει ειρωνικά ο Ζουμπουλάκης). Για τον Γιανναρά, η μόνη χριστιανική ηθική είναι η μέθεξη του πιστού στο μυστήριο της Ευχαριστίας, «μια συλλογική πράξη ενότητας και κοινωνίας». Σε συμφωνία με αυτή τη θέση, η ατομικότητα απορρίπτεται κατηγορηματικά από τον Γιανναρά (και από ολόκληρο το νεορθόδοξο ρεύμα) ως δυτική στρέβλωση της ανθρώπινης ουσίας, και σε κριτήριο της αλήθειας αναγορεύεται ο λαός, με κορυφαία έκφραση της λαϊκής ευλάβειας τη θρησκευτική πανήγυρη. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τις πολιτικές προεκτάσεις αυτής της θεολογίας, οι οποίες βρήκαν άλλωστε συγκεκριμένες εκφράσεις στον δημόσιο βίο μας των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Ο Ζουμπουλάκης είναι σφοδρός πολέμιος αυτού του ρεύματος σκέψης. Η χριστιανική ηθική σημαίνει γι΄ αυτόν την προσωπική ευθύνη απέναντι στον άλλο, τον εντελώς συγκεκριμένο κάθε φορά άλλο. Η αμαρτία δεν έχει την ισοπεδωτική οντολογική έννοια που της δίνει ο Γιανναράς, είναι η παράβαση των βιβλικών εντολών της αγάπης και της φροντίδας για τους άλλους. Η ατομικότητα όχι μόνο δεν απορρίπτεται αλλά αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη στάση ευθύνης του πιστού, όπως εξάλλου και για κάθε δημιουργική έκφραση της χριστιανικής πίστης στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς να παραγνωρίζει καθόλου τον ρόλο που έπαιξε η Ορθοδοξία στη συγκρότηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας των ορθόδοξων λαών, ο Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι η ευλάβεια που απορρέει από τη συγκίνηση για τα ήθη, τα έθιμα, τις ιερουργίες που συνδέονται με το χριστιανορθόδοξο εκκλησιαστικό τυπικό δεν έχει σχέση με το ευαγγελικό μήνυμα. Η Ορθοδοξία με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι παρά η λατρεία των προγόνων, μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή μαγείας και δεισιδαιμονίας. Εδώ βρίσκεται η ουσία της αντιπαράθεσής του με τον Δημήτριο Πάλλα. «Δεν θλίβομαι διόλου», καταλήγει ο Ζουμπουλάκης, «που ο ορθολογιστής και μαρξιστής Πάλλας δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτή [τη μορφή ευλάβειας], συντάσσομαι όμως με εκείνους που, επειδή πιστεύουν στην καθολική αλήθεια της ευαγγελικής διδασκαλίας, μπορούν και θυσιάζουν τις αγαπημένες φόρμες του παρελθόντος προς χάριν της».

Δήλωση που συνοψίζει άριστα το πώς ο Ζουμπουλάκης αντιλαμβάνεται τη χριστιανική θρησκευτικότητα. Στο δίλημμα του υπότιτλου του βιβλίου του, «πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα;», αυτός τάσσεται με το μέρος της πίστης. Επιλογή που μπορεί ν΄ αφήσει σκεπτικό έναν ρασιοναλιστή, αλλά που κάνει την πίστη, με το νόημα που της δίνει ο Ζουμπουλάκης, ανοιχτή επιτέλους στον κόσμο και στο καινούργιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου