Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΙΜΒΡΟΥ


φωτό: Ν. Μαγγίνας

Παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, που γεννήθηκε στην Ίμβρο, του Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου Κυρίλλου, Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου και δεκάδων Ρωμιών, παρουσιάστηκε το περασμένο Σάββατο 19 Ιουνίου, στο Μουσείο του Πέρα, η φωτοαναστατική επανέκδοση του πρώτου ιστορικού πονήματος για την Ίμβρο,
από τα αρχαία χρόνια μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1845 και εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικότατο βοήθημα για την ιστορία της Ίμβρου, αλλά κι ένα υπόδειγμα ιστοριογραφίας.

Την εκδήλωση διοργάνωσε Ο Σύλλογος Προστασίας, Αλληλεγγύης και Βιώσιμης Ανάπτυξης Ίμβρου, πρόεδρος του οποίου είναι ο δραστηριότατος Ρωμιός Στέλιος Μπερμπέρης, με καταγωγή από την Ίμβρο.
Το βιβλίο παρουσίασαν με εισηγήσεις τους, ο λογοτέχνης Γιώργος Ξεινός και η Ayse Ozil και ο Βαγγέλης Κεχριώτης που διδάσκουν στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου.
Η Ιδιωτική Οδός θα δημοσιεύσει τις εισηγήσεις των επιστημόνων, αρχής γενομένης απ' αυτή του Βαγγέλη Κεχριώτη.

Σχετικά με το Ιστορικό Υπόμνημα περί της νήσου Ιμβρου και την εποχή του

Του Βαγγέλη Κεχριώτη

Παναγιότατε, σεβασμιότατοι αρχιερείς, εξοχώτατε κύριε Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος, εκλεκτή ομήγυρις, φίλες και φίλοι. Έχει γίνει ήδη σαφές πόσο σημαντική είναι η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο Σύλλογος Προστασίας Αλληλεγγύης και Βιώσιμης Ανάπτυξης Γκιοκτσέαντα (Ίμβρος ) να επανεκδόσει το Ιστορικό Υπόμνημα περί της Νήσου Ίμβρου. Θα ήθελα με την ευκαιρία να συγχαρώ όλους τους συντελεστές της έκδοσης αυτής, και ιδιαιτέρως τον Πρόεδρο του συλλόγου κ.Στέλιο Μπερμπέρη και να τον ευχαριστήσω για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει στην παρουσίαση αυτή.

Καθώς ήδη ακούστηκαν αρκετά για τους δύο συγγραφείς του βιβλίου και τις μεταξύ τους σχέσεις, επιτρέψτε μου να διευρύνω την οπτική μας και να αναφερθώ πολύ σύντομα σε δύο ιστορικές συνθήκες που θεωρώ πως μας προσφέρουν το πλαίσιο για να καταλάβουμε καλύτερα τις καταβολές του έργου. Η πρώτη μου αναφορά αφορά την πνευματική άνθηση στο μισό αιώνα πριν από την ελληνική επανάστση, που είναι γνωστή με τον όρο Νεο-ελληνικός διαφωτισμός ή τον όρο Βαλκανικός διαφωτισμός, που έχει προταθεί ως πιο ορθός. Πρόκειται για την άνθηση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας αλλά την εντυπωσιακή πύκνωση εκδόσεων, θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα, σε διάφορες πόλεις στα Βαλκάνια, (Ιάσιο, Βουκουρέστι) στην κεντρική και νότια Ευρώπη (Βιέννη, Βενετία, Τεργέστη, Πίζα) αλλά και σε σημαντικά κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και το Άγιον Όρος. Πρόκειται για την συνάντηση ορθόδοξων λογίων, ιερωμένων και λαϊκών, με ιδέες που προέρχονται από την Ευρώπη, ιδέες στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών του 18ου αι. Είναι γνωστό πόσο δύσκολη ήταν η συνάντηση αυτή, γεμάτη εκπλήξεις, θαυμασμό, αλλά και κριτική στάση και συχνά απόρριψη.

Στο πλαίσιο αυτής της όσμωσης, δεν θα ήταν άστοχο να διατυπωθεί η άποψη πως φυσιογνωμίες όπως ο Ανδρέας Μουστοξύδης και ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός αποτελούν κληρονόμους και συνεχιστές αυτής της πνευματικής κίνησης που πλέον μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου αλλά και τις μεταρρυθμίσεις στην οθωμανική Αυτοκρατορία, ολοκληρωνόταν για να παραχωρήσει τη θέση της σε νέες αναζητήσεις.

Μαζί με αυτό το πολύ γενικό σχόλιο, θα ήθελα να κάνω κι ένα πιο ειδικό. Ο Κουτλουμουσιανός ανήκει πια στην τρίτη γενιά λογίων, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν εμπεδώσει ιδέες και είδη συγγραφικά, αλλά και πως απολαμβάνουν συνθήκες πιο ευνοϊκές για την ευόδωση του έργου τους. Αν επιχειρούσαμε μια πρόχειρη γενεαλογία, και χωρίς να υπολογίσουμε παλαιότερους λογίους, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τον Ευγένιο Βούλγαρη και την προσφορά του, στις δεκαετίες του 1750-1760, σε μια σειρά από σχολεία αλλά με ορόσημο την Αθωνιάδα. Δίπλα σε αυτόν, θα τοποθετούσαμε και τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και την εμπνευσμένη αλλά πολυτάραχη παρουσία του στην ακαδημία του Ιασίου στις δεκαετίες του 1760-1770. Στη συνέχεια, μια δεύτερη γενιά μπορεί να διακρίνει κανείς, στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αι, με εκπροσώπους, μεταξύ άλλων, τον Δανιήλ Φιλιππίδη και τον Γρηγόριο Κωνσταντά, γνωστούς και ως Δημητριείς, τα ξαδέρφια από τη Θεσσαλία, συνομήλικους και συμπατριώτες του Ρήγα Βελεστινλή, όλοι μαθητές του μεγάλου κλουτζάρη Δημήτριου Καταρτζή, αλλά και τον Άνθιμο Γαζή, τον εκδότη του Λόγιου Ερμή, στη Βιέννη.

Μια πολύ σημαντική διαφορά μεταξλυ των δύο γενεών, είναι πως ενώ οι παλαιότεροι, εν μέσω αντιδράσεων, χρειάστηκε να εγαταλείψουν το έργο τους, ο Βούλγαρης κατέφυγε στην αυλή της Αικατερίνης της Ρωσίας, ο Μοισιόδαξ, όπως έχει περιγράψει ο γνωστός ιστορικός κ. Πασχάλης Κιτρομιλίδης, στην Κροστάνδη, σε αυτοεξορία, οι νεώτεροι μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους που δεν ήταν πια υπό οθωμανική κυριαρχία. Ο Κουτλουμουσιανός, που ανήκει, όπως είπαμε, στην τρίτη γενιά, μετά από πολυετή παραμονή στην Βενετία και στην Κέρκυρα, θα έχει την τύχει να επιστρέψει στην πατρίδα του, που είναι ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία, μια κυριαρχία ωστόσο, που όπως θα δούμε παρακάτω, είναι πια πολύ διαφορετική. Ολοκληρώνοντας την πρώτη μου αυτή αναφορά, θα ήθελα να συνδέσω το είδος της συγγραφής του συγκεκριμένου έργου με την παράδοση που προανέφερα. Διαβάζοντας το Ιστορικό Υπόμνημα περί της νήσου Ιμβρου, δεν μπορεί κανείς παρά να θυμηθεί το έργο των Δημητριέων «Γεωγραφία Νεωτερική», που εκδόθηκε στη Βιέννη στα 1791. Πρόκειται για την πρώτη συστηματική προσπάθεια στα ελληνικά στο συγγραφικό είδος της ‘ανθρωπογεωγραφίας’, δηλαδή μιας καταγραφής όχι μονο πληροφοριών σχετικών με την τοπογραφία, αλλά και την ιστορία και την σύγχρονη κοινωνία των συγκεκριμένων περιοχών. Βεβαίως, το είδος ανθούσε ήδη στην Δυτική και Κεντρική Ευρώπη αλλα στα Βαλκάνια πρόκειται για την πρώτη εκδοχή του. Το γεγονός είναι ακόμη πιο σημαντικό αν λάβει κάνεις υπόψη του το φιλόδοξο του εγχειρήματος. Ο πρώτος τόμος, όπως περιγράφεται, που εκδίδεται στα 1791, αφορά ‘την Ευρωπέικη Τουρκία, Ιταλία, Σπάνια, Πορτουγαλλία και Φράντζα’. Ο Δανιήλ Φιλιππίδης επρόκειτο αργότερα να εκδόσει δύο ακόμη συγγράματα του είδους, «Ιστορίας της Ρουμουνίας», και «Γεωγραφικό της Ρουμουνίας» και τα δύο στα 1816, αυτή τη φορά αυτονομώντας την ιστορία από τη γεωγραφία. Το έργο των Μουστοξύδη και Κουτλουμουσιανού έρχεται να αξιοποιήσει και να συνεχίσει αυτή την παράδοση. Με μια σημαντική διαφορά.

Οι ιδέες που ενστερνίζεται και το ιστορικό πλαίσιο που προβάλλει, παρά το γεγονός ότι βασίζονται στις παρακαταθήκες της Διαφωτιστική σκέψης, τώρα πλέον βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στην αντίληψη περί συνολικής ιστορίας του ελληνικού έθνους όπως αυτή θα διαμορφωνόταν, υπό τη σκέπη του Ρομαντισμού, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής. Όπως έχει υποστηρίξει η ιστορικός Κωνσταντίνα Ζάνου, ήταν ακριβώς εκεί, στον άξονα Παραδουνάβιων Ηγεμονιών–Ιταλίας–Ελβετίας και στο συγκεκριμένο περιβάλλον των Ιταλόφωνων και Γαλλόφωνων Ελλήνων λογίων, που γεννήθηκε για πρώτη φορά το ενδιαφέρον, τόσο για την ελληνική δημοτική ποίηση, όσο και για την μεσαιωνική ελληνική ιστορία. Ο Κουτλουμουσιανός, προερχόμενος από τη Βενετία, διέμεινε για καιρό στην Κέρκυρα, φιλοξενούμενος του Ανδρέα Μουστοξύδη, αδερφικού φίλου του άλλου μεγάλου κερκυραίου, του Ιωάννη Καποδίστρια, πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος, που δολοφονήθηκε στα 1831. Ενδεχομένως, πριν από κάποια χρόνια, ιδιαίτερα στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης, ο Κουτλουμουσιανός να μην αποφάσιζε να συνεχίσει το ταξίδι του ανατολικά και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ωστόσο, τώρα στα 1836, μια τέτοια απόφαση δεν φαίνεται τυχαία. Και με οδηγεί στην δεύτερη αναφορά που θεωρώ σημαντική για να κατανοήσει κανείς το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο βλέπει το φώς το ιστορικό αυτό πόνημα.

Ο οθωμανός σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ είχε εγκαινιάσει, ήδη στα 1829, τις πρώτες σοβαρές μεταρρυθμίσεις με την εισαγωγή του νέου κώδικα ενδυμασίας για όλα τα μέλη της κρατικής γραφεικρατίας και την δημιουργία των προϋποθέσεων για την ενσωμάτωση σε αυτήν μη μουσουλμάνων. Πρόκειται για τον σουλτάνο, που προκάλεσε την οργή των ουλεμάδων, δηλαδή των μουσουλμάνων ιεροδιδασκάλων, όσο κανείς άλλος από την εποχή του Πορθητή, σε βαθμό που να μείνει στην ιστορία γνωστός ως ο «γκιαούρης σουλτάνος». Ο λόγος ήταν ο ίδιος: η ευνοϊκή μεταχείριση που επεφύλαξαν οι δύο σουλτάνοι στους μη μουσουλμάνους. Η στάση αυτή δεν ήταν άσχετη προς τα αποσχιστικά κινήματα που είχαν ήδη σημειώσει σημαντικές επιτυχίες. Η ήττα και η αποδοχή της νέας κατάστασης επέφεραν σοκ και κατέδειξαν την ανάγκη για επείγουσα ανασύνταξη. Είναι ειρωνία της ιστορίας πως ο σουλτάνος αυτός υπήρξε για τους βαλκανικούς λαούς εκείνος απέναντι στον οποίο διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους. Η Αυτοκρατορία, ωστόσο, μάθαινε από τα λάθη της. Στο εξής, όλοι οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πειστούν πως δεν χρειάζονταν τα προνόμιά τους, γιατί πλέον θα είχαν ίσα δικαιώματα με τους μουσουλμάνους. Στα 1839, πριν καλά-καλά τον Μαχμούτ Β΄ διαδεχθεί ο νεαρός γιός του Αμπντούλ Μετζίτ (1823-1861), και υπό την απειλή των αιγυπτιακών κανονιών του φιλόδοξου Μεχμέτ Αλή πασά, το διάταγμα τον Γκιουλχανέ διακηρύττε επισήμως την ισότητα όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Μια τέτοια δραματική εξέλιξη δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει αντιδράσεις. Ο κύβος, όμως, είχει ριφθεί. Ο νέος ποινικός κώδικας, ο οποίος εκδόθηκε το 1843, αναγνωρίζει την ισότητα μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων. Το 1844, με νέο διάταγμα καταργείται η ποινή του θανάτου για οποίον μουσουλμάνο εγκατέλειπε το Ισλάμ. Στο μεταξύ, μια σειρά από νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα μετέβαλαν δραματικά τον χαρακτήρα τής έως τότε αποκλειστικά θρησκευτικής εκπαίδευσης. Το 1834 είχε ήδη ιδρυθεί η Ακαδημία πολέμου (Μεκτέπ-ι Χαρμπιέ) και η Ιατρική Σχολή. Κάποιες από τις ανώτατες αυτές σχολές ήταν ανοιχτές σε όλες τις εθνοθρησκευτικές ομάδες. Αυτή, ωστόσο, ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Ήδη, από την εποχή του Μαχμούτ Β΄, είχαν ιδρυθεί κοσμικά σχολεία ρουσντιγιέ, αντίστοιχα με τα σημερινά γυμνάσια, με σκοπό να προσφέρουν ανώτερη εκπαίδευση στους αποφοίτους των παραδοσιακού τύπου μεκτέπ της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, πώς να μην προσπαθήσει ο Κουτλουμουσιανός να ιδρύσει στη γενέτειρά του σχολείο στα 1839, ακριβώς την χρονιά που δημοσιεύεται το πρώτο φιρμάνι του Τανζιμάτ, και πώς να μην συνεχίσει τις προσπάθειές του προς την κατεύθυνση αυτή παρά τις αντιδράσεις; Έχουμε να μάθουμε ακόμη πολλά για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην Αυτοκρατορία στην περίοδο αυτή. Ωστόσο, όσον αφορά την Ιμβρο, το πρώτο βήμα έχει γίνει από την ιστορικό Φερυάλ Τανσού, η έρευνα της οποίας στα οθωμανικά αρχεία καταδεικνύει την περίπλοκη σχέση του τοπικού ορθόδοξου πληθυσμού τόσο με τις εκκλησιαστικές όσο και με τις οθωμανικές αρχές. Το ιστορικό σύγγραμμα που παρουσιάζουμε σήμερα μας λέει ήδη αρκετά, υπάρχουν όμως και πράγματα που πρέπει και μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνοι μας. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου