Σας παραθέτω, αγαπητοί συνοδίτες, ένα έδεσμα από την Κουζίνα της συγγραφέως κ. Αθηνάς Κακούρη και από το πρόσφατο βιβλίο της Με τα χέρια σταυρωμένα... (εκδ. Πατάκη).
Για να ταξιδέψουμε σε καιρούς αλλοτινούς και πολύ διαφορετικούς από τους σημερινούς, μα απέραντα ευγενικούς και γοητευτικούς.
Ανοίγω στη σελ. 14 και διαβάζω:
Τό Ἀρσάκειο εἶχε ἐγκατασταθεῖ στό κτίριο τῆς ὁδοῦ Ρήγα Φερραίου ἀπό τό 1892, πρᾶγμα πού σήμαινε πώς, στά τριάντα χρόνια πού εἶχαν ἔκτοτε παρέλθει, ἑκατοντάδες δραστήρια ποδαράκια εἶχαν προφθάσει νά φθείρουν κάμποσο τά μάρμαρα τῆς μπροστινῆς σκάλας, καί τήν ξύλινη πίσω σκάλα τήν εἶχαν ξεχαρβαλώσει.
Δασκάλες λοιπόν κι ἐπιμελήτριες μᾶς ἐπέβλεπαν ἀπαγορεύοντας τά σπρωξίματα, τά τρεχαλητά καί τούς πήδους στήν μαρμαρένια σκάλα, ἐνῶ ἀλλοίμονό σου ἄν σέ τσάκωναν νά κυκλοφορεῖς στήν πίσω˙ ὅπου, φυσικά, ἐμᾶς μᾶς τραβοῦσε ἡ σαγήνη τῆς ἀπείθειας καί τό χτυποκάρδι τῆς τιμωρίας, μαζί μέ μιά αἴσθηση κινδύνου καταρρεύσεως, τήν ὁποία μισοπιστεύαμε ὡς ἄμεση.
Εἴμαστε παιδιά μιᾶς ἐποχῆς ὅπου ἡ πολυκατοικία ἦταν πρᾶγμα ἄγνωστο καί τά ἀσανσέρ ἀνύπαρκτα. Οἱ σκάλες τῶν κατοικιῶν ἦταν κατά κανόνα δύο, καί βρίσκονταν σέ διαρκῆ χρήση ἀπό τούς μεγάλους, ἐνῶ γιά τούς μικρούς ἦταν τόποι καμωμένοι γιά ἀσκήσεις καί ἀκροβασίες, γιά ἅμιλλα ἐπιδεξιότητος καί τόλμης, ἰδίως ἐκεῖ ὅπου ὁ ὄροφος ἦταν ψηλά καί τά πολλά σκαλοπάτια ἔκαναν ὥστε σέ κάποιο ἀπό τά κεφαλόσκαλα νά τοποθετεῖται ἕνα καναπεδάκι, γιά νά κάθονται καί νά παίρνουν ἀνάσα οἱ ἐπισκέπτες.
Εἴμαστε παιδιά πού μεγαλώσαμε συγκατοικώντας μέ παπποῦδες καί γιαγιάδες, ἴσως ἀκόμη καί μέ θείους καί θειάδες, συχνά μέ προσωπικό ἤ καί νταντάδες. Τά ἄτομα αὐτά κατεῖχαν, κλιμακωτά καί διαφοροποιημένα, θέσεις ποικίλου κύρους. Ἀρχίζοντας ἀπό τό δυσθεώρητο ὕψος ὅπου ἔστεκε ὁ Θεός, ἡ Πατρίδα καί –σχεδόν μαζί τους– οἱ γονεῖς, ἀκολουθοῦσαν πρόσωπα τά ὁποῖα εἶχαν ὅλα τό δικαίωμα νά μᾶς νουθετοῦν. Ἐξ αὐτῶν μερικά εἶχαν ἐπιπροσθέτως τό δικαίωμα καί νά μᾶς τιμωροῦν˙ ἤ εἶχαν αὐτά τά δικαιώματα σέ ὁρισμένους μόνον τομεῖς. Μερικά ἀπ’ αὐτά τά πρόσωπα τά σεβόμαστε χωρίς νά τ’ ἀγαποῦμε ἤ τ’ ἀγαπούσαμε ἀλλά μέ κάποια συγκατάβαση˙ ὑπῆρχαν πρόσωπα ἰσχυρά σέ ὁρισμένα θέματα καί τόπους, ἐνῶ τά ἴδια αὐτά πρόσωπα ἀλλοῦ εἶχαν τήν ἀνάγκη ἀκόμη κι ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, ὅπως λόγου χάριν ἡ Ἀθανασία, πού ἐρχόταν γιά τήν πλύση καί ἦταν ἀπόλυτος κυρίαρχος καί δυνάστης ἀνάμεσα στό καζάνι καί τήν ἀχνιστή της σκάφη, ἀλλά παρέδιδε τό παπακιασμένο ἀπ’ τά νερά χέρι της στό μισό σέ μέγεθος δικό σου, γιά νά τό σύρεις λίγο λίγο στό χαρτί μαθαίνοντάς της νά γράφει τ’ ὄνομά της.
Μ’ ἄλλα λόγια μεγαλώσαμε μέσα σέ συνθῆκες πού καθρέφτιζαν τόν κόσμο ὁλόγυρά μας, τήν πολυπλοκότητα καί τίς ἰδιομορφίες του, τήν κινητικότητά του καί τούς ἀμετακίνητους κανόνες του, δηλαδή συνθῆκες τελείως διαφορετικές ἀπό τίς σημερινές, κι αὐτό νομίζω πώς ἔχει ἀντίκτυπους κατά πολύ σημαντικότερους ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου