Θυμήθηκα τον πρώτο μου χρόνο που δούλεψα στην Πάργα, για να βγάλω πια το ψωμί μου. Πρώτη φορά που έφευγα μακριά από τους δικούς μου, μόνος σε μια κωμόπολη απομονωμένη, πίσω από τον ήλιο, δυο μέρες ταξίδι από το σπίτι μου –έτσι ήταν τότε η Πάργα, μην κοιτάτε τώρα. Ήμουν άπειρος, και από κόσμο και από τη δουλειά που πήγαινα να κάνω. Ξεπεταρούδι ήμουν, ούτε φαντάρος δεν είχα πάει ακόμη. Έπεσε κι ένας χειμώνας βαρύς, με παγωνιές και βοριάδες. Όλο το απόγευμα και όλη τη νύχτα άκουγα τα κύματα που σπάγανε με ορμή στους μόλους, κι ύστερα το σούρσιμο των χαλικιών, καθώς το κύμα τραβιόταν πίσω για να πάρει φόρα και να ορμήσει ξανά στη στεριά. Αμάθητος όπως ήμουν από θάλασσα, τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να κλείσω μάτι από κείνο το βουητό. Με τον καιρό όμως το συνήθισα και μάλιστα το ένιωθα να μου κρατάει συντροφιά τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα. Θυμόμουν τότε το λόγο της μάνας μου, όταν με ξεπροβοδούσε: «Μην στενοχωριέσαι! Έχει ο Θεός!».
Όταν ξυπνούσα το πρωί, έστρεφα τα μάτια σ’ ένα στενόμακρο παράθυρο αντίκρυ από το κρεβάτι μου, το μοναδικό, για να διαπιστώσω αν ήταν η ώρα να σηκωθώ για το σχολείο. Μια σουσουράδα αναμαλλιασμένη από την παγωνιά, έκανε χορευτικές κινήσεις στο περβάζι του παραθυριού, κι ύστερα ράμφιζε απ’ έξω το τζάμι. Τις πρώτες μέρες που το πρόσεξα αυτό, το θεώρησα ως σημάδι θεόσταλτο. Μάλιστα το έγραψα κιόλας σ’ ένα από τα γράμματά μου, δεν θυμάμαι σε ποιον φίλο μου, θυμίζοντάς του πως η ίδια η λέξη οιωνός σημαίνει πουλί. Όλα τότε ήταν γεμάτα από οιωνούς, από μεταφυσικά νοήματα, όλη η ζωή μου διαποτίζονταν από μυστικές επικοινωνίες. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι η αλήθεια ήταν πολύ πεζή: το τζάμι είχε μήνες να πλυθεί κι είχε γεμίσει μυγοφτύσματα κι η σουσουράδα μου τα νόμιζε έντομα και τα ράμφιζε απ’ έξω – και το έγραψα κι αυτό σε κάποιον φίλο μου. Αλλά μέρα με την ημέρα ανακάλυπτα με απογοήτευση ότι και σε πολλά άλλα πράγματα η αλήθεια ήταν πολύ πιο πεζή. Κάθε μέρα και διαπίστωνα, κι ωστόσο εκείνη η φωνή μέσα μου συνέχιζε να μου επαναλαμβάνει: Έχει ο Θεός! Και με κρατούσε.
Πλενόμουν γρήγορα στον παγωμένο νιπτήρα, έτρωγα λίγο ψωμί μ’ ελιές, τυλιγόμουν μ’ ένα κασκόλ κι ανηφόριζα το μονοπάτι για το Τουρκοπάζαρο, όπου βρισκόταν το Ημιγυμνάσιο, στεγασμένο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο. Τρεις τάξεις όλες κι όλες, σε τρεις αίθουσες, με ένα διάδρομο μπροστά κι ένα μικρό Γραφείο. Εκεί έβρισκα τη θερμάστρα αναμμένη κιόλας από την καθαρίστρια που ανέβαινε χαράματα, έψηνα καμιά φορά καφέ και κοίταζα κάτω τη γραφική πολιτειούλα, την κάτασπρη, και το απέραντο Ιόνιο, γεμάτο αφρισμένα κύματα σε όλη την έκτασή του. Περίμενα τον διευθυντή, που ηλικιωμένος καθώς ήταν και υπέφερε από άσθμα, αργούσε να βγάλει την ανηφόρα, στεκόταν κάθε τόσο, ακουμπούσε σε κανέναν κορμό ελιάς, έβγαζε το μαντήλι κι έβηχε με τις ώρες, έτσι που θαρρούσες πως τελικά θα ξερνούσε στο μονοπάτι τα πλεμόνια του, στη ρίζα της ελιάς. Εμείς οι δυο ήμασταν όλοι κι όλοι οι καθηγητές, φιλόλογοι και οι δύο, και διδάσκαμε στις τρεις τάξεις όλα τα μαθήματα, από Αρχαία μέχρι Θρησκευτικά και Άλγεβρα. Καθώς μάλιστα εκείνος ήταν του δημοσίου και είχε πολλά χρόνια υπηρεσίας στην καμπούρα του, εκτελούσε και χρέη διευθυντού και το ωράριό του ήταν περιορισμένο. Έτσι το βάρος των αυξημένων ωρών έπεφτε στις πλάτες μου, που ήμουν νέος, με είχαν προσλάβει «επί συμβάσει» και πληρωνόμουν από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Και μαζί έπεσαν στις πλάτες μου και τα θρησκευτικά και η Άλγεβρα. Με την Άλγεβρα δεν τα πήγαινα άσχημα, γιατί όλο και τη θυμόμουνα από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Τη διάβαζα πάντως με προσοχή τα απογεύματα, καθώς και τα Θρησκευτικά, για να μη βρεθώ καμιά φορά σε δύσκολη θέση μπροστά στους μαθητές μου-καμιά δεκαπενταριά όλους κι όλους σε κάθε τάξη. Μπορώ να πω πως τα πήγαινα καλά, πράγμα που αργότερα, όταν πια τέλειωνε η χρονιά, το βεβαίωσε και ο Επιθεωρητής μου που με είχε επιθεωρήσει. «Καλά πας!» μου είπε. Ωστόσο, παρά την επιμέλειά μου, λίγο έλειψε να τα βρω σκούρα μ’ ένα μαθητή μου στην πρώτη τάξη, που δεν διακρινόταν για την ευφυΐα του. Ήταν στο μάθημα της Παλαιάς Διαθήκης και τους διηγιόμουν τη δημιουργία του ανθρώπου και πώς ο Θεός έπλασε την Εύα από το πλευρό του Αδάμ. Σήκωσε τότε το χέρι του ο μαθητής και με ρώτησε σχεδόν τρομαγμένος:
- Δηλαδή, κύριε καθηγητά, και τώρα έτσι γίνονται οι γυναίκες; Για μια στιγμή θόλωσε ο νους μου. Τι να του απαντούσα; Ποια ήταν θεολογικώς ορθή απάντηση; Αυτό δεν θυμόμουν να το έλεγε το βιβλίο τους. Για να κερδίσω χρόνο στη συνέχεια, έδωσα την πρώτη απάντηση που ήρθε στο νου μου:
- Ε όχι, μωρέ παιδί μου! Είπα. Αυτό έγινε μια φορά στην αρχή! Τώρα γίνονται κι αυτές όπως όλοι οι άνθρωποι!
Ευτυχώς δεν με ρώτησε πώς γίνονται οι άλλοι άνθρωποι. Φαντάζομαι πως, μια και προβληματίστηκε, θα φρόντισε να βρει την απάντηση σε κάποιους άλλους αρμοδιότερους, δηλαδή στους συμμαθητές του, που άφησαν ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό, μαθητές και μαθήτριες, μόλις ακούστηκε η ερώτηση. Πάντως τώρα, ύστερα από πενήντα περίπου χρόνια, σκέφτομαι πως ήταν καλύτερα που δεν ήμουν θεολόγος. Ποιος ξέρει τι ρητορείες θα του αράδιαζα για να τον καθησυχάσω και το παιδί θα ’μενε στο σκοτάδι και στους φόβους του, δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια.
Στην πρώτη τάξη είχαμε θυμάμαι κι ένα Μουσουλμάνο, ένα φοβισμένο παιδάκι, μικρόσωμο, με μάτια όλο έκπληξη και πανικό. Τον έλεγαν, θυμάμαι Μουλιαζίμ. Νεχάτ Μουλιαζίμ. Ζούσε στην Πάργα με τη μάνα του, δεν ξέρω αν είχε αδέρφια, πάντως πατέρα δεν είχε. Πρέπει να ήταν φτωχή οικογένεια, κι ίσως γι’ αυτό οι δικοί τους δεν είχαν φύγει με τις ανταλλαγές. Η μάνα ξενοδούλευε στα σπίτια και τις ελιές.
Ο Μουλιαζίμ λοιπόν, σαν Μουσουλμάνος που ήταν, δεν είχε υποχρέωση να παρακολουθεί το μάθημα των θρησκευτικών. Ο διευθυντής τον είχε καλέσει στο Γραφείο, τις πρώτες μέρες κιόλας που αρχίσανε τα μαθήματα, και «μας είχε ενημερώσει» κι εκείνον κι εμένα. Αργότερα ενημέρωσε και τον επιθεωρητή –μην βρούμε και κανέναν μπελά, μου είπε. Δεν ξέρω αν ο Μουλιαζίμ αντιλήφθηκε σωστά εκείνο το «δεν είχε υποχρέωση» ή αν το εξέλαβε ως απαγόρευση. Πάντως στην ώρα των Θρησκευτικών δεν έμπαινε ποτέ στην τάξη. Καθόταν σε μια πέτρα, στην αυλή, όσο ήταν καλός ο καιρός, και διάβαζε το βιβλίο του, ενώ με τις κακοκαιρίες στεκόταν σε μια γωνιά του διαδρόμου και περίμενε υπομονετικά το κουδούνι.
Μια μέρα με φοβερή παγωνιά ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω πάλι όρθιο στο διάδρομο να τρεμουλιάζει. Θυμήθηκα τη σουσουράδα που ράμφιζε το παράθυρό μου.
«Βρε Νεχάτ» του λέω. «Έλα, αγόρι μου, μέσα στη σόμπα μην αρρωστήσεις! Θέλεις άκουγε, θέλεις μην ακούς. Ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!» Θυμάμαι που μπήκε δειλά και κάθισε στο θρανίο του. Για μια στιγμή έγινε σιωπή -ιερή σιωπή, παραλίγο να πω- κι ύστερα συνεχίστηκε το μάθημα.
Όταν ξυπνούσα το πρωί, έστρεφα τα μάτια σ’ ένα στενόμακρο παράθυρο αντίκρυ από το κρεβάτι μου, το μοναδικό, για να διαπιστώσω αν ήταν η ώρα να σηκωθώ για το σχολείο. Μια σουσουράδα αναμαλλιασμένη από την παγωνιά, έκανε χορευτικές κινήσεις στο περβάζι του παραθυριού, κι ύστερα ράμφιζε απ’ έξω το τζάμι. Τις πρώτες μέρες που το πρόσεξα αυτό, το θεώρησα ως σημάδι θεόσταλτο. Μάλιστα το έγραψα κιόλας σ’ ένα από τα γράμματά μου, δεν θυμάμαι σε ποιον φίλο μου, θυμίζοντάς του πως η ίδια η λέξη οιωνός σημαίνει πουλί. Όλα τότε ήταν γεμάτα από οιωνούς, από μεταφυσικά νοήματα, όλη η ζωή μου διαποτίζονταν από μυστικές επικοινωνίες. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι η αλήθεια ήταν πολύ πεζή: το τζάμι είχε μήνες να πλυθεί κι είχε γεμίσει μυγοφτύσματα κι η σουσουράδα μου τα νόμιζε έντομα και τα ράμφιζε απ’ έξω – και το έγραψα κι αυτό σε κάποιον φίλο μου. Αλλά μέρα με την ημέρα ανακάλυπτα με απογοήτευση ότι και σε πολλά άλλα πράγματα η αλήθεια ήταν πολύ πιο πεζή. Κάθε μέρα και διαπίστωνα, κι ωστόσο εκείνη η φωνή μέσα μου συνέχιζε να μου επαναλαμβάνει: Έχει ο Θεός! Και με κρατούσε.
Πλενόμουν γρήγορα στον παγωμένο νιπτήρα, έτρωγα λίγο ψωμί μ’ ελιές, τυλιγόμουν μ’ ένα κασκόλ κι ανηφόριζα το μονοπάτι για το Τουρκοπάζαρο, όπου βρισκόταν το Ημιγυμνάσιο, στεγασμένο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο. Τρεις τάξεις όλες κι όλες, σε τρεις αίθουσες, με ένα διάδρομο μπροστά κι ένα μικρό Γραφείο. Εκεί έβρισκα τη θερμάστρα αναμμένη κιόλας από την καθαρίστρια που ανέβαινε χαράματα, έψηνα καμιά φορά καφέ και κοίταζα κάτω τη γραφική πολιτειούλα, την κάτασπρη, και το απέραντο Ιόνιο, γεμάτο αφρισμένα κύματα σε όλη την έκτασή του. Περίμενα τον διευθυντή, που ηλικιωμένος καθώς ήταν και υπέφερε από άσθμα, αργούσε να βγάλει την ανηφόρα, στεκόταν κάθε τόσο, ακουμπούσε σε κανέναν κορμό ελιάς, έβγαζε το μαντήλι κι έβηχε με τις ώρες, έτσι που θαρρούσες πως τελικά θα ξερνούσε στο μονοπάτι τα πλεμόνια του, στη ρίζα της ελιάς. Εμείς οι δυο ήμασταν όλοι κι όλοι οι καθηγητές, φιλόλογοι και οι δύο, και διδάσκαμε στις τρεις τάξεις όλα τα μαθήματα, από Αρχαία μέχρι Θρησκευτικά και Άλγεβρα. Καθώς μάλιστα εκείνος ήταν του δημοσίου και είχε πολλά χρόνια υπηρεσίας στην καμπούρα του, εκτελούσε και χρέη διευθυντού και το ωράριό του ήταν περιορισμένο. Έτσι το βάρος των αυξημένων ωρών έπεφτε στις πλάτες μου, που ήμουν νέος, με είχαν προσλάβει «επί συμβάσει» και πληρωνόμουν από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Και μαζί έπεσαν στις πλάτες μου και τα θρησκευτικά και η Άλγεβρα. Με την Άλγεβρα δεν τα πήγαινα άσχημα, γιατί όλο και τη θυμόμουνα από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Τη διάβαζα πάντως με προσοχή τα απογεύματα, καθώς και τα Θρησκευτικά, για να μη βρεθώ καμιά φορά σε δύσκολη θέση μπροστά στους μαθητές μου-καμιά δεκαπενταριά όλους κι όλους σε κάθε τάξη. Μπορώ να πω πως τα πήγαινα καλά, πράγμα που αργότερα, όταν πια τέλειωνε η χρονιά, το βεβαίωσε και ο Επιθεωρητής μου που με είχε επιθεωρήσει. «Καλά πας!» μου είπε. Ωστόσο, παρά την επιμέλειά μου, λίγο έλειψε να τα βρω σκούρα μ’ ένα μαθητή μου στην πρώτη τάξη, που δεν διακρινόταν για την ευφυΐα του. Ήταν στο μάθημα της Παλαιάς Διαθήκης και τους διηγιόμουν τη δημιουργία του ανθρώπου και πώς ο Θεός έπλασε την Εύα από το πλευρό του Αδάμ. Σήκωσε τότε το χέρι του ο μαθητής και με ρώτησε σχεδόν τρομαγμένος:
- Δηλαδή, κύριε καθηγητά, και τώρα έτσι γίνονται οι γυναίκες; Για μια στιγμή θόλωσε ο νους μου. Τι να του απαντούσα; Ποια ήταν θεολογικώς ορθή απάντηση; Αυτό δεν θυμόμουν να το έλεγε το βιβλίο τους. Για να κερδίσω χρόνο στη συνέχεια, έδωσα την πρώτη απάντηση που ήρθε στο νου μου:
- Ε όχι, μωρέ παιδί μου! Είπα. Αυτό έγινε μια φορά στην αρχή! Τώρα γίνονται κι αυτές όπως όλοι οι άνθρωποι!
Ευτυχώς δεν με ρώτησε πώς γίνονται οι άλλοι άνθρωποι. Φαντάζομαι πως, μια και προβληματίστηκε, θα φρόντισε να βρει την απάντηση σε κάποιους άλλους αρμοδιότερους, δηλαδή στους συμμαθητές του, που άφησαν ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό, μαθητές και μαθήτριες, μόλις ακούστηκε η ερώτηση. Πάντως τώρα, ύστερα από πενήντα περίπου χρόνια, σκέφτομαι πως ήταν καλύτερα που δεν ήμουν θεολόγος. Ποιος ξέρει τι ρητορείες θα του αράδιαζα για να τον καθησυχάσω και το παιδί θα ’μενε στο σκοτάδι και στους φόβους του, δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια.
Στην πρώτη τάξη είχαμε θυμάμαι κι ένα Μουσουλμάνο, ένα φοβισμένο παιδάκι, μικρόσωμο, με μάτια όλο έκπληξη και πανικό. Τον έλεγαν, θυμάμαι Μουλιαζίμ. Νεχάτ Μουλιαζίμ. Ζούσε στην Πάργα με τη μάνα του, δεν ξέρω αν είχε αδέρφια, πάντως πατέρα δεν είχε. Πρέπει να ήταν φτωχή οικογένεια, κι ίσως γι’ αυτό οι δικοί τους δεν είχαν φύγει με τις ανταλλαγές. Η μάνα ξενοδούλευε στα σπίτια και τις ελιές.
Ο Μουλιαζίμ λοιπόν, σαν Μουσουλμάνος που ήταν, δεν είχε υποχρέωση να παρακολουθεί το μάθημα των θρησκευτικών. Ο διευθυντής τον είχε καλέσει στο Γραφείο, τις πρώτες μέρες κιόλας που αρχίσανε τα μαθήματα, και «μας είχε ενημερώσει» κι εκείνον κι εμένα. Αργότερα ενημέρωσε και τον επιθεωρητή –μην βρούμε και κανέναν μπελά, μου είπε. Δεν ξέρω αν ο Μουλιαζίμ αντιλήφθηκε σωστά εκείνο το «δεν είχε υποχρέωση» ή αν το εξέλαβε ως απαγόρευση. Πάντως στην ώρα των Θρησκευτικών δεν έμπαινε ποτέ στην τάξη. Καθόταν σε μια πέτρα, στην αυλή, όσο ήταν καλός ο καιρός, και διάβαζε το βιβλίο του, ενώ με τις κακοκαιρίες στεκόταν σε μια γωνιά του διαδρόμου και περίμενε υπομονετικά το κουδούνι.
Μια μέρα με φοβερή παγωνιά ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω πάλι όρθιο στο διάδρομο να τρεμουλιάζει. Θυμήθηκα τη σουσουράδα που ράμφιζε το παράθυρό μου.
«Βρε Νεχάτ» του λέω. «Έλα, αγόρι μου, μέσα στη σόμπα μην αρρωστήσεις! Θέλεις άκουγε, θέλεις μην ακούς. Ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!» Θυμάμαι που μπήκε δειλά και κάθισε στο θρανίο του. Για μια στιγμή έγινε σιωπή -ιερή σιωπή, παραλίγο να πω- κι ύστερα συνεχίστηκε το μάθημα.
Πέρασε εκείνη η χρονιά, έληξε το Συμφωνητικό μου, πήγα φαντάρος, απολύθηκα, διορίστηκα στο Δημόσιο, πιάστηκα από την κρικέλα. Μπήκα κι εγώ σ’ ένα δρόμο. Ερχόταν το καλοκαίρι και τριγυρνούσα με τις συντροφιές στις παραλίες. Τις πιο πολλές φορές στις κοντινές. Στο Μενίδι, στη Μαργαρώνα της Πρέβεζας, στην Καστροσυκιά. Μια φορά είπαμε να πάμε στην Πάργα, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά, να μείνουμε λίγες μέρες.
Θα είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ήμουν εκεί καθηγητής. Και δεν μπορώ να πω πως δεν ήμουν συγκινημένος, όταν βρέθηκα ξανά στα ανηφορικά δρομάκια της, με τα σκαλιά. Ανέβηκα στο Τουρκοπάζαρο, έφτασα ως την πόρτα του κάστρου, είδα το παλιό μας Γυμνάσιο, εγκαταλειμμένο, χωρίς παράθυρα. Είχε χτιστεί καινούριο, εκεί στην ανατολική γωνία, μπροστά στην Κόκκινη Βίλα, που τώρα, κοντά του, είχε μικρύνει πολύ. Όλο το μυστήριο που έκρυβε τότε είχε χαθεί, μαζί με τους ενοίκους της – ένα ζευγάρι μονόχνωτο, μυστήριο κι εκείνο, λέγανε, που απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Πότε πότε συναντούσα κάποιον γνωστό, μερικοί με αναγνώριζαν. Ρώτησα για κάποιους του Συλλόγου Κηδεμόνων, είχαν πεθάνει. Το ίδιο και ο διευθυντής μου. Μαθητές μου δεν έβλεπα. Ή είχαν σκορπίσει για τις σπουδές τους ή είχαν ανδρωθεί και είχαν γίνει αγνώριστοι.
Ένα πρωί, εκεί που στεκόμουν στο δρομάκι, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού όπου μέναμε και περίμενα την παρέα μου για να πάμε για μπάνιο, με πλησίασε μια γυναίκα μεσόκοπη και με χαιρέτησε με εγκαρδιότητα:
- Εσύ, μου λέει, δεν είσαι ο καθηγητής; Και είπε το όνομά μου.
- Ποια είσαι; τη ρωτώ.
- Εγώ είμαι η μάνα του Μουλιαζίμ, μου λέει. Τον θυμάσαι;
- Και βέβαια, της λέω, τον θυμάμαι. Τι κάνει ο Νεχάτ;
- Είναι στα ξαδέρφια του, στη Σμύρνη, μου λέει.
- Πες του χαιρετισμούς, αν με θυμάται.
- Αν σε θυμάται! Ούτε εκείνος ούτε εγώ σε ξεχνάμε, μου λέει.
- Για ποιο πράγμα;
- Για κείνο που τους είπες!…
Η αλήθεια είναι πως ανησύχησα, αλλά η γυναίκα συνέχισε:
- Ήρθε λαχανιασμένος στο σπίτι μας από το σχολείο, τρέχοντας, εκείνη τη μέρα και μου είπε: «Μαμά, ο καθηγητής μάς είπε σήμερα πως ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!»… Ξεχνιούνται αυτά;
Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Ήταν τότε το καλύτερο μάθημα που πήρα ως δάσκαλος.
Πρόπερσι, όπως ξέρετε, αρχές Ιουλίου, ήρθε στην Ελλάδα η μις Τουρκία. Εμφανίστηκε στην τηλεόραση. Κοπέλα χάρμα των ματιών, θεσπέσια ομορφιά. Μα ποιος το περίμενε; Την λέγανε Μουλιαζίμ και μίλησε ελληνικά! Είπε πως ο πατέρας της ήταν απ’ την Πάργα. Λογάριασα τα χρόνια. Ήταν λοιπόν η κόρη του Νεχάτ! Άλλωστε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε κι ο ίδιος , στρουμπουλός, με λίγο μουστάκι στο απάνω χείλι. Γνώρισα το φοβισμένο βλέμμα στα μάτια του. ήταν και ο καιρός που όλο επεισόδια γινόντουσαν με την Τουρκία κι ακουγόντουσαν πάλι μισαλλόδοξα μηνύματα. Ύστερα ακούστηκε από τη Σμύρνη και η φωνή της μάνας του που έστελνε χαιρετίσματα στις φιλενάδες της στην Πάργα. Η μορφή της δεν παρουσιάστηκε, μονάχα η φωνή της που διαπερνούσε το χάος των σαράντα πέντε χρόνων.
Έμεινα κατάπληκτος από τα παιχνίδια της τύχης. Άλλη μια φορά που ο χρόνος για μένα είχε εξατμιστεί, όπως συχνά μου συμβαίνει.
Πήρα και του έγραψα ένα γράμμα: «Νεχάτ, αγόρι μου!» τού ’γραψα. «Μην ακούς τι λένε οι «προκαθήμενοι». Μην τ’ ακούς, Νεχάτ! Κι αν νοστάλγησες, γιε μου, την Πάργα, έλα να την ξαναδείς. Πάρε και τη μάνα σου να ξαναδεί τις φιλενάδες της, πριν φύγει. Ένας είναι ο θεός για όλον τον κόσμο! Κι είναι αυτός που σας ευλόγησε κι έδωσε την ομορφιά στην κόρη σου, για να τον δοξάζει. Ας σας έχει καλά Νεχάτ!»
Δεν ήξερα πού να στείλω το γράμμα, δεν είχα διεύθυνση, τό ’στειλα και δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα. Δεν ξέρω αν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Δεν το φαντάζομαι. Όμως η ευχή μου σίγουρα έφτασε στο αυτί του θεού –κι αυτό είναι αρκετό για μένα.
Θα είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ήμουν εκεί καθηγητής. Και δεν μπορώ να πω πως δεν ήμουν συγκινημένος, όταν βρέθηκα ξανά στα ανηφορικά δρομάκια της, με τα σκαλιά. Ανέβηκα στο Τουρκοπάζαρο, έφτασα ως την πόρτα του κάστρου, είδα το παλιό μας Γυμνάσιο, εγκαταλειμμένο, χωρίς παράθυρα. Είχε χτιστεί καινούριο, εκεί στην ανατολική γωνία, μπροστά στην Κόκκινη Βίλα, που τώρα, κοντά του, είχε μικρύνει πολύ. Όλο το μυστήριο που έκρυβε τότε είχε χαθεί, μαζί με τους ενοίκους της – ένα ζευγάρι μονόχνωτο, μυστήριο κι εκείνο, λέγανε, που απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Πότε πότε συναντούσα κάποιον γνωστό, μερικοί με αναγνώριζαν. Ρώτησα για κάποιους του Συλλόγου Κηδεμόνων, είχαν πεθάνει. Το ίδιο και ο διευθυντής μου. Μαθητές μου δεν έβλεπα. Ή είχαν σκορπίσει για τις σπουδές τους ή είχαν ανδρωθεί και είχαν γίνει αγνώριστοι.
Ένα πρωί, εκεί που στεκόμουν στο δρομάκι, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού όπου μέναμε και περίμενα την παρέα μου για να πάμε για μπάνιο, με πλησίασε μια γυναίκα μεσόκοπη και με χαιρέτησε με εγκαρδιότητα:
- Εσύ, μου λέει, δεν είσαι ο καθηγητής; Και είπε το όνομά μου.
- Ποια είσαι; τη ρωτώ.
- Εγώ είμαι η μάνα του Μουλιαζίμ, μου λέει. Τον θυμάσαι;
- Και βέβαια, της λέω, τον θυμάμαι. Τι κάνει ο Νεχάτ;
- Είναι στα ξαδέρφια του, στη Σμύρνη, μου λέει.
- Πες του χαιρετισμούς, αν με θυμάται.
- Αν σε θυμάται! Ούτε εκείνος ούτε εγώ σε ξεχνάμε, μου λέει.
- Για ποιο πράγμα;
- Για κείνο που τους είπες!…
Η αλήθεια είναι πως ανησύχησα, αλλά η γυναίκα συνέχισε:
- Ήρθε λαχανιασμένος στο σπίτι μας από το σχολείο, τρέχοντας, εκείνη τη μέρα και μου είπε: «Μαμά, ο καθηγητής μάς είπε σήμερα πως ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!»… Ξεχνιούνται αυτά;
Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Ήταν τότε το καλύτερο μάθημα που πήρα ως δάσκαλος.
Πρόπερσι, όπως ξέρετε, αρχές Ιουλίου, ήρθε στην Ελλάδα η μις Τουρκία. Εμφανίστηκε στην τηλεόραση. Κοπέλα χάρμα των ματιών, θεσπέσια ομορφιά. Μα ποιος το περίμενε; Την λέγανε Μουλιαζίμ και μίλησε ελληνικά! Είπε πως ο πατέρας της ήταν απ’ την Πάργα. Λογάριασα τα χρόνια. Ήταν λοιπόν η κόρη του Νεχάτ! Άλλωστε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε κι ο ίδιος , στρουμπουλός, με λίγο μουστάκι στο απάνω χείλι. Γνώρισα το φοβισμένο βλέμμα στα μάτια του. ήταν και ο καιρός που όλο επεισόδια γινόντουσαν με την Τουρκία κι ακουγόντουσαν πάλι μισαλλόδοξα μηνύματα. Ύστερα ακούστηκε από τη Σμύρνη και η φωνή της μάνας του που έστελνε χαιρετίσματα στις φιλενάδες της στην Πάργα. Η μορφή της δεν παρουσιάστηκε, μονάχα η φωνή της που διαπερνούσε το χάος των σαράντα πέντε χρόνων.
Έμεινα κατάπληκτος από τα παιχνίδια της τύχης. Άλλη μια φορά που ο χρόνος για μένα είχε εξατμιστεί, όπως συχνά μου συμβαίνει.
Πήρα και του έγραψα ένα γράμμα: «Νεχάτ, αγόρι μου!» τού ’γραψα. «Μην ακούς τι λένε οι «προκαθήμενοι». Μην τ’ ακούς, Νεχάτ! Κι αν νοστάλγησες, γιε μου, την Πάργα, έλα να την ξαναδείς. Πάρε και τη μάνα σου να ξαναδεί τις φιλενάδες της, πριν φύγει. Ένας είναι ο θεός για όλον τον κόσμο! Κι είναι αυτός που σας ευλόγησε κι έδωσε την ομορφιά στην κόρη σου, για να τον δοξάζει. Ας σας έχει καλά Νεχάτ!»
Δεν ήξερα πού να στείλω το γράμμα, δεν είχα διεύθυνση, τό ’στειλα και δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα. Δεν ξέρω αν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Δεν το φαντάζομαι. Όμως η ευχή μου σίγουρα έφτασε στο αυτί του θεού –κι αυτό είναι αρκετό για μένα.
Ευχαριστώ θερμώς τον φίλο του ιστολογίου και εξαιρετικό συνάφελφο Γ.Μ. για την ευγενική αποστολή του κειμένου που απλώς μνημονεύσαμε σε προηγούμενη ανάρτηση.
φωτό:
- Άποψη της Πάργας
- Λέος Μόσκος, Η Δευτέρα Παρουσία
Kύριε Aνδριόπουλε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφη και χαριτωμένη η αφήγηση. Συμφωνώ ότι «ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο», ο Tριαδικός Θεός ημών των Oρθοδόξων Xριστιανών, Πατήρ, Yιός και Άγιο Πνεύμα, Θεός απείρου αγάπης για όλα τα πλάσματά Tου, αλλά και Θεός διακαιοσύνης. Aυτός ο ένας και μοναδικός και ζωντανός και αληθινός Θεός δεν έχει καμμία σχέση με τους ψευτοθεούς άλλων θρησκειών. Oι άλλες θρησκείες δεν είναι αληθινές, περιέχουν πλήθος πλάνες. Ως προς τον Iσλαμισμό, είναι μεν μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά δεν παραδέχεται τον Xριστιανικό Θεό, τον Xριστό θεωρεί προφήτη, και μάλιστα κατώτερο του Mωάμεθ, και κηρύττει πόλεμο κατά των απίστων, όσων δηλαδή δεν είναι ισλαμιστές. Πόσοι χριστιανοί κατά τους αιώνες της Tουρκοκρατίας υπέστησαν από τους Mουσουλμάνους φρικτά βασανιστήρια και θανατώθηκαν, διότι πίστευαν στο Xριστό και δεν αρνούνταν, αλλ’ ομολογούσαν την πίστη τους!
Ως προς τον Iουδαϊσμό, και αυτός, όπως πρεσβεύουν αυτόν οι Iουδαίοι, δεν είναι αληθινή θρησκεία. O Iουδαϊσμός ήταν αληθινή θρησκεία όπως δίδασκε αυτόν η Παλαιά Διαθήκη. Aλλ’ οι Iουδαίοι παρερμήνευσαν την Παλαιά Διαθήκη, απέρριψαν τον Iησούν ως Mεσσία και Θεό, σταύρωσαν τον Iησού, δεν παραδέχονται τον Tριαδικό Θεό, αναμένουν ως Mεσσία άλλον, τον Aντίχριστο, πολέμησαν, πολεμούν και θα πολεμήσουν τον Xριστιανισμό. O «ένας» Θεός των μονοθεϊστικών θρησκειών δεν σημαίνει, ότι είναι και «ο αυτός». Oι δημοκρατικές χώρες έχουν ένα Πρόεδρο Δημοκρατίας, αλλ’ όχι «τον αυτόν». Kάθε Δημοκρατία έχει τον δικό της Πρόεδρο. Kάθε Πατριαρχείο έχει ένα Πατριάρχη. Aλλά δεν είναι ο αυτός σε όλα τα Πατριαρχεία. Όσα Πατριαρχεία, τόσοι και Πατριάρχες. Έτσι και όσες θρησκείες, τόσοι και Θεοί. O απόστολος Παύλος γράφει, ότι «εισί Θεοί πολλοί και Kύριοι πολλοί, αλλ’ ημίν είς (=ένας) Θεός, ο Πατήρ, και είς (=ένας) Kύριος, Iησούς Xριστός» (Ά Kορ. 8, 5-6).
Oι ηγέτες της Oρθοδοξίας, και πρώτος ο Oικουμενικός Πατριάρχης, οφείλουν να κηρύττουν και να διακηρύττουν, ότι η θρησκεία μας είναι «θρησκεία καθαρά και αμίαντος» (Iακ. 1,27), η πίστις μας είναι «αγιωτάτη πίστις». Kακώς έπρατταν οι Aπόστολοι και οι Πατέρες, που κήρυτταν την καθαρότητα, την αγιότητα και την μοναδικότητα της Xριστιανικής Θρησκείας; Σεβασμό προς τους αλλοθρήσκους εννοούμε μόνο με την έννοια, ότι δεν πρέπει να μεταχειριζόμαστε εναντίον τους βία. Tις πεπλανημένες όμως θρησκευτικές αντιλήψεις τους πρέπει να πολεμούμε, και την αλήθεια του Xριστιανισμού πρέπει να προβάλλουμε.
Η συμπεριφορά του Μηλιώνη οπως περιγράφεται σ'αυτό το ωραίο κείμενο ειναι βαθιά ανθρωπιστική. Τιποτε άλλο. Ειναι όμως άλλο πράγμα η ανθρώπινη συμπεριφορά και άλλο οι κορώνες για ανυπαρξία δογμάτων, ολες οι θρησκείες ειναι το ίδιο κ.λ.π.Δεν ειπε κανείς να μην ε χουμε ανθρωπιστική συμπεριφορά Ομως δεν μπορουμε να ταυτίζουμε τον χριστιανισμό με το μωαμεθανισμο, το βουδισμό και ξεφω εγω τι άλλο. Μη μπερδέυετε τα πράγματα κυρίως με κατι μακρόσυτα θεολογικά άρθρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤαις του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Χριστοφόρου Μηλιώνη πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον και φώτισον ημάς ίνα κατανοήσωμεν ότι συ ει Θεός Αληθινός μετά του Αλλάχ, του Όσιρι, του Διός, του Σίβα, του Μαμωνά, Εμού του Ιδίου και πάντων και πασών των θεοτήτων ών έκαστος κατά διάνοιαν έχει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλευθέρωσον ημάς της των ορθοδοξοταλιμπάν τυρανίδος, οίτινες θέλουν να διατηρούν ακόμα και στη Νέα αυτή Εποχή το παλαιό ανθρώπινο δικαίωμα να πιστεύουν αποκλειστικά και μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Νομίζω ότι ο Μηλιώνης μίλησε ως δάσκαλος και παιδαγωγός δηλ ως πνευματικός πατέρας που πρέπει να είναι κάθε σωστός παιδαγωγός. Ούτε μάθημα δογματικής έκανε, ούτε διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος στο μικρό Μουσουλμάνο. Άνοιξε την πόρτα της τάξης να μη κρυώσει το παιδί. Όπως ο Χριστός ανοίγει την πόρτα της Εκκλησίας Του και λέει σε κάθε άνθρωπο "Έλα μέσα, Έλα να σε ζεστάνω". Το κείμενο αυτό που διαβάσαμε νομίζω ότι είναι ένα απ εκείνα που θα μπορούσαν να διαβαστούν την ημέρα της Ιεραποστολής. Ένα ωραίο μάθημα σε όσους επιθυμούν να γίνουν ιεραπόστολοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήπ.α.κ (nekk@in.gr)
Aγαπητέ pak
ΑπάντησηΔιαγραφή1. Δεν έχεις δίκαιο. Aσφαλώς καλώς έπραξε και άνοιξε την πόρτα της τάξης για να μη κρυώσει το παιδί. Tέτοιες συμπεριφορές αγάπης προς τον πλησίον μάς διδάσκει ο Xριστός, όπως με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Tους συνανθρώπους μας, ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκείας, σε περιπτώσεις ανάγκης τους βοηθάμε. Eίμαστε όλοι πλάσματα του αληθινού Θεού.
2. Tο κείμενο του Mηλιώνη μπορεί να μην εμφανίζεται ως ένα απροκάλυπτο «μάθημα δογματικής» ή «διδασκαλία περί Aγίας Tριάδος στο μικρό Mουσουλμάνο», όμως δεν παύει να εκπέμπει, κάτω από ανθρωπιστικό μανδύα, ένα μήνυμα θρησκευτικού συγκρητισμού. Mε άλλα λόγια, «Δεν βαριέσαι, βρε αδελφέ, όλες οι Θρησκείες το ίδιο είναι, τον ίδιο Θεό λατρεύουν με διαφορετικό τρόπο, τι Tριαδικός Θεός, τι Aλλάχ!».
3. Mεθοδεία πονηρή του αρχιβασκάνου Διαβόλου είναι να προκαλεί σύγχυση και αμφιβολίες στους Oρθοδόξους, που κατέχουμε την αληθινή Πίστη. Έτσι η Oρθοδοξία αποκαθηλώνεται και εξισώνεται με ψεύτικες θρησκείες, όπως με τον Iσλαμισμό, και ο Tριαδικός Θεός εξισώνεται με τον Aλλάχ.
4. Όμως ο άγιος Kοσμάς ο Aιτωλός είναι κατηγορηματικός: «Eγώ εδιάβασα πολλά περί Eβραίων, ασεβών, αιρετικών και αθέων. Tα βάθη της σοφίας ηρεύνησα. Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες. Tούτο εκατάλαβα αληθινά· μόνον η πίστις των Oρθοδόξων είναι καλή και αγία, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος… Tούτο σας λέγω εις το τέλος· να ευφραίνεσθε όπου είσθε Oρθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίετε δια τους ασεβείς και τους αιρετικούς, όπου περιπατούν εις το σκότος».
είμαι περισσότερο από σίγουρος ότι ο Αγ Κοσμάς άλλα θα έλεγε αν είχε γεννηθεί στην Ινδία για παράδειγμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Έλα, αγόρι μου, μέσα στη σόμπα μην αρρωστήσεις! Θέλεις άκουγε, θέλεις μην ακούς. Ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!» Πού είδατε στο κείμενο αυτό το συγκριτισμό των θρησκειών; Περί ενός και μοναδικού Θεού μιλάει.Υπάρχει αντίρρηση σ' αυτό; με λυπει το γεγονός ότι ανακαλύπτετε αιρέσεις εκεί που δεν φαίνεται να υπάρχουν.Αν ζούσατε στον Μεσαίωνα θα είσαστε επικίνδυνος...
ΑπάντησηΔιαγραφήAγαπητέ Pak
ΑπάντησηΔιαγραφήMην εκτρέπεσθε σε υποθέσεις και χαρακτηρισμούς. Διάλογο κάνουμε. Tο κείμενο διαπνέεται από θρησκευτικό και διαθρησκειακό συγκρητισμό, διότι δεν κάνει διάκριση μεταξύ του αληθινού Θεού και του ψευτοθεού των Mουσουλμάνων. Yπό τον μανδύα της αγάπης τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης γκρεμίζονται. O Tρισυπόστατος Θεός εξομοιώνεται με τον Aλλάχ και η Oρθοδοξία καταφρονείται (Mην ακούς τι λένε οι «προκαθήμενοι». Mην τ’ ακούς, Nεχάτ!).
O Xριστόφορος Mηλιώνης αδικεί μικρό Nεχάτ, διότι θυσιάζει την αλήθεια δίνοντάς του την εντύπωση ότι τον ίδιο Θεό έχουμε και άρα δεν πειράζει που δεν πιστεύουν οι Mουσουλμάνοι στο Xριστό.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφερόμενος στους Νεομάρτυρας γράφει ότι ευσπλαγχνίσθηκαν τους αλλοπίστους και με την ομολογία τους έδωσαν σ’ αυτούς την ευκαιρία να πιστεύσουν στον Χριστό: «…πολλοί εκ των Μαρτύρων τούτων ελεήσαντες την απώλειαν των αλλοπίστων, επήγαν επί τούτου εις το Μαρτύριον και εκήρυξαν εις αυτούς την αλήθειαν, διδάσκοντές τους να αφήσουν το σκότος εις το οποίον ευρίσκονται, και να προστρέξουν εις το φως της του Χριστού θεοσεβείας και πίστεως… Αλλά αυτοί τυφλωθέντες από τον άρχοντα του σκότους του αιώνος τούτου, και από τα πάθη, δεν ημπόρεσαν να ανοίξουν τους νοερούς οφθαλμούς και να ιδούν την αλήθειαν του Ευαγγελίου, και της των Χριστιανών πίστεως· καθώς λέγει ο Παύλος «ο Θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων, εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του Ευαγγελίου της δόξης του Χριστού» (Β´Κορ. δ´, 4)· όθεν και έχουν να μείνουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της κρίσεως· καθότι και το κήρυγμα ακούσαντες των νέων τούτων Μαρτύρων, και τα τόσα και τόσα φοβερά μαρτύρια τούτων ιδόντες, και δι’ αυτών γινόμενα του Θεού θαυμάσια, δεν επίστευσαν, αλλά πάλι έμειναν με το σκότος· «απετύφλωσε γαρ αυτούς η κακία αυτών, και ουκ έγνωσαν μυστήρια Θεού» (Σοφ. Σολ. β´, 21-22)».
Έτσι, άλλωστε, αντελήφθησαν τους λόγους του Κυρίου οι άγιοι Μάρτυρες, παλαιοί και νέοι, και οι άγιοι Πατέρες Μέγας Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμάς και Γενάδιος Σχολάριος, που με κίνδυνο της ζωής τους έκαναν Διάλογο με τους Μουσουλμάνους και ομολόγησαν τον Χριστό ως Θεό.
YΓ. Aν ο Άγιος Kοσμάς είχε γεννηθεί στην Iνδία, το σχέδιο της Θείας Oικονομίας θα είχε ανεύρει άλλο πυρφόρο διδάχο για το σκλαβωμένο Γένος. Δύναται ο Θεός εκ των λίθων εγείραι τέκνα…
Φίλε μου "ανώνυμε". Δεν υπάρχουν πολλοί Θεοί. Ένας είναι ο Θεός και μόνο ένας.Κάθε μονοθειστική θρησκεία αυτόν τον ένα και μοναδικό θεό λατρεύει ή νομίζει ότι λατρεύει.Τώρα. Επειδή ο άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να γνωρίσει, ούτε φυσικά να λατρεύσει τον θεόν, αυτός ο μοναδικός θεός αποκαλύφθηκε μέσα στην ιστορία. Την αποκάλυψη όμως του αληθινού θού δεν μπόρεσαν δυστυχώς να τη δεχτούν όλα τα πλάσματά του και αντικατέστησαν την αποκάλυψη Του με φαντασίες, υποθέσεις, σχήματα "εκ του κόσμου τούτου" και έπλασαν θρησκείες και μίλησαν μέσα από τις θρησκείες τους για το θεό, όπως αυτοί θέλησαν να τον πλάσουν.Το είδωλο αυτό σίγουρα δεν είναι Ο Θεός, αλλά δεν είναι και Θεός, αφού ο Θεός είναι ένας και μοναδικός και τα είδωλα πολλά και οι θρησκείες των ειδώλων ακόμη περισσότερες. Μέχρι εδώ δεν θα έχετε αντίρρηση νομίζω. Πείτε μου ότι μέχρι εδω συμφωνούμε για να συνεχίσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήAγαπητέ pak
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ ότι ένας είναι ο Θεός, αποκεκαλυμμένος, τον οποίο λατρεύουμε οι χριστιανοί, και τον οποίο νομίζουν ότι λατρεύουν οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, αλλά στην πραγματικότητα απέρριψαν. Πρώτο άρθρο πίστεως μέσα στην Aγία Γραφή είναι ότι ο Θεός είναι ένας. Oι άνθρωποι στην αρχή γνώριζαν τον Θεό, τον δημιουργό και πλάστη τους· γνώριζαν ότι ο Θεός είναι τρία πρόσωπα. Kαι από τότε, από την αφετηρία της, η ανθρωπότης διατήρησε ανάμνηση της αληθείας, ότι ο Θεός είναι τριαδικός. Aλλ’ όσο οι αιώνες παρέρχονταν και η ανθρωπότης απομακρυνόταν από την αφετηρία της, η αλήθεια της Tριάδος εξασθενούσε, γινόταν αμυδρή, αμυδρότερη, και περιβαλλόταν μυθικό ένδυμα. Έξω δε από την Aγία Γραφή καθαρώτερη η έννοια της Tριάδος είνε στην Iνδική Θρησκεία, στην οποία ο Bράχμα, ο Bισνού και ο Σίβα θεωρούνται ως τρία πρόσωπα, αλλ’ ως ένας Θεός.
Σωστές και οι θέσεις σου περί των ειδώλων. O ουρανοβάμων Παύλος στην προς Pωμαίους επιστολή διατυπώνει το θέμα ως εξής: «Ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» και «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον Kτίσαντα».
Συνέχισε λοιπόν ακάθεκτος. Θα ήθελα όμως να μου έλεγες και συ σε ποιά σημεία του χθεσινού σχολίου μου (11 Φεβρ. 2009 5:28 πμ) διαφωνείς.
Συνεχίζω φίλε μου και ζητώντας σου συγνώμη επίτρεψέ μου να συμπληρώσω μια έκφρασή σου. Λες:"Συμφωνώ ότι ένας είναι ο Θεός, αποκεκαλυμμένος, τον οποίο λατρεύουμε οι χριστιανοί". Δεν τον λατρεύουμε δυστυχώς οι χριστιανοί, αλλά μόνο οι ορθόδοξοι χριστιανοί. Διότι οι καθολικοί έχουν αλλοιώσει την περί αγίας τριάδος διδασκαλία βάζοντας το περίφημο Filioqve. Άρα μόνο οι ορθόδοξοι λατρεύουμε σωστά τον Τριαδικό Θεό. Θα μου πεις τώρα (για να συνδέσουμε και τα προηγούμενα):Το ίδιο βάζεις ένα χριστιανό καθολικό και ένα μουσουλμάνο; Η ιστορία μας λέει, αν θυμάμαι καλά, ότι πίο επικίνδυνοι φάνηκαν στη πορεία των χρόνων οι καθολικοί παρά οι μουσουλμάνοι. θα συνεχίσουμε..
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να ακριβολογούμε, ούτε τον τίτλο του "καθολικού" δικαιούνται να οικειοποιούνται οι κακόδοξοι Δυτικοί. Aς μη απεμπολούμε τα ωραιότερα επίθετα. Για θρησκευτική κοινότητα εκπεσούσα από αίρεση εις αίρεση πρόκειται κατά τον Mητροπολίτη Πειραιώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠως λοιπόν αυτή την μοναδική αλήθεια που κατέχουμε θα την ΄κοινωνήσουμε' και σε άλλους, είτε χριστιανούς είτε όχι; Με τη μέθοδο του "μπαμ και κάτω" και όποιος αντέξει; Προφανώς όχι. Διάβασα κάπου ότι ο θεός στην Παλαιά Διαθήκη δεν απεκάλυψε την Τριαδικότητά Του (έκρυψε την πλήρη αλήθεια)επειδή υπήρχε η ροπή των Ιουδαίων προς τον πολυθεισμό και τα είδωλα. Και ο Απ. Παύλος λέει, αν θυμάμαι καλά, ότι εγενόμην τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος, ίνα κερδίσω τους ανόμους. Δηλ βλέπουμε ότι μπαίνει ο παράγοντας του τρόπου. "Πως θα το κάνω;". Και εδώ αρχίζει η ποιμαντική μέθοδος. Είναι άφθονα τα παραδείγματα που φανερώνουν πρόπους και τρόπους που σκέφτηκαν και εφάρμοσαν άνθρωποι της Εκκλησίας για να συγκινήσουν "τους εκτός" και να τους πείσουν ότι "εδώ ο Χριστός εστί". Ας σεβαστούμε την αγωνία και τους κινδύνους που πέρασαν οι αδελφοί μας αυτοί στο δύσκολο έργο της ιεραποστολής και ας μη τους βάζουμε στα δικά μας στενά καλούπια. Μια προσευχή γι αυτούς είναι πιο αποτελεσματική από την άκαμπτη κριτική μας. Τέλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Pak
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ πνευματικός ο λόγος σου. Η δύναμη της προσευχής κάνει θαύματα. Ασφαλώς ιεραποστολή με το “μπαμ και κάτω” και όποιος αντέξει είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Έκαστος πρέπει να αξιοποιεί τα χαρίσματα, που μάς δίνει το Άγιο Πνεύμα. Για να κερδίσουμε τους άλλους πρέπει προπάντων να τους δείξουμε την αγάπη μας και να διδάσκουμε με το παράδειγμά μας. Απαιτείται βεβαίως ταπείνωση, εσωτερική αναγέννηση, εξαγιασμός. Δεν μπορεί ένας ιεραπόστολος να μεταδώσει το λυτρωτικό μήνυμα του Ευαγγελίου σε άλλους, αν δεν προηγηθεί αυτοκάθαρση. «Πρώτον καθαρθήναι και είτα καθάραι· πρώτον φωτισθήναι και είτα φωτίσαι· πρώτον αγιασθήναι και είτα αγιάσαι» (Γρηγόριος Θεολόγος). Αλλά να είμαστε και ανυποχώτητοι σε θέματα Πίστεως και αρχών, όπως οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι Άγιοι.
Με αγάπη
αμαρτωλός δούλος τού Θεού
Υπερ αναπαυσεως, και ελεημοσυνης και σωρηριας της ψυχης του κεκοιμημενου δουλου σου και δασκαλου ημων και μεγα ανθρωπιστου Χριστοφορου μηλιωνη...μνησθιει κυριος ο Θεος εν τη βασιλεια αυτου παντοτε, νυν και αει και εις τους αιωνας των αιωνων....
ΑπάντησηΔιαγραφή