Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Την «Αγία Βαρβάρα» του Μάριου Βάρβογλη (1885-1967) μού την έμαθε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τον Ιούλιο του 1990 ο Χατζιδάκις έδωσε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων δυο ιστορικές συναυλίες, με το ίδιο πρόγραμμα, στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας (1 Ιουλίου) και στο Ηρώδειο (3 Ιουλίου). Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονταν έργα τριών ελλήνων συνθετών-οι δύο βασικοί εκπρόσωποι της λεγόμενης Εθνικής Μουσικής Σχολής: Μάριου Βάρβογλη (Αγία Βαρβάρα), Πέτρου Πετρίδη (Βυζαντινή Θυσία) και Μενέλαου Παλλάντιου (Προσευχή στην Ακρόπολη). Στο δεύτερο μέρος αυτής της συναυλίας ο Χατζιδάκις συνέπραξε με τον φίλο του, τον μεγάλο Astor Piazzolla, τον συνώνυμο του Αργεντίνικου τάνγκο. Λόγω του Piazzolla ο κόσμος κατέκλυσε τα δύο Ρωμαϊκά θέατρα κι έτσι ήρθε και σε επαφή με άγνωστα στους πολλούς νεοελληνικά έργα.
Η συναυλία άνοιξε με το έργο του Βάρβογλη.
Ο ίδιος ο Βάρβογλης γράφει για το Πρελούντιο της Αγίας Βαρβάρας, ότι ξεκινά «από τους παλιούς και απλούς ρυθμούς της εκκλησιαστικής μουσικής και από τον μονότονο ήχο μιας καμπάνας, για να δώσει έπειτα, στο δεύτερο θέμα, που είναι ποιμενικό, περισσότερη κίνηση και χρώμα. Τα δύο αυτά θέματα προετοιμάζουν τον ακροατή στην ατμόσφαιρα του θρησκευτικού μυστικισμού, που βασιλεύει στο μικρό Ελληνικό χωριό, όπου εξελίσσεται η πρώτη πράξη του λυρικού δράματος».
Το Πρελούδιο για ορχήστρα το έγραψε ο Βάρβογλης στο Παρίσι το 1912 και η πρώτη εκτέλεση έγινε στο Ντύσσελντορφ της Γερμανίας την ίδια χρονιά, με μαέστρο τον ίδιο τον συνθέτη.
Το έργο – αφιερωμένο στον Οκτάβιο Μερλιέ – βασίζεται στο ομώνυμο «λυρικό δράμα» του Σ. Σκίππη. Κατά ορισμένες πηγές, ο Βάρβογλης κατέστρεψε την όπερα που ακολουθούσε. Κατά τον Γιώργο Λεωτσάκο (New Grove) σώζονται αποσπάσματα της γ΄πράξης.
Την παρτιτούρα του Συμφωνικού Πρελούδιου για Ορχήστρα «Αγία Βαρβάρα» εξέδωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα το 1948, με εγκωμιαστικό πρόλογο του διευθυντού του Οκτάβιου Μερλιέ. Στην παρτιτούρα τυπώθηκε και ένα από τα δύο σκίτσα του Μάριου Βάρβογλη που φιλοτέχνησε ο Achille Ouvré, το 1912.
Ας μη ξεχνάμε πως ο Μάριος Βάρβογλης ήταν συνθέτης, ζωγράφος και μοντέλο! Τον ζωγράφισε ο Μοντιλιάνι, ο Περικλής Βυζάντιος, ο Σπύρος Ξένος, ο Δημήτρης Γαλάνης και ο Achille Ouvré.
Η "Αγία Βαρβάρα" του Βάρβογλη, υπήρξε αγαπημένο έργο συμφωνικού ρεπερτορίου.
Μνημονεύουμε εδώ δύο ιστορικές ερμηνείες του έργου: η πρώτη στις 18 Ιανουαρίου 1953, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη και η δεύτερη από την Συμφωνική Ορχήστρα Βορείου Ελλάδος (Σ.Ο.Β.Ε.) με τον σπουδαίο συνθέτη Σόλωνα Μιχαηλίδη στο πόντιουμ. Στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, την Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 1962.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, το σημείωμα της Αλεξάνδρας Λαλαούνη για την «Αγία Βαρβάρα», όπως δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα της Ορχήστρας των Χρωμάτων.
Περίπου 40 χρόνια χωρίζουν την πρώτη απόπειρα σύνθεσης θρησκευτικής μουσικής («Κασσιανή», 1942) του Μίκη Θεοδωράκη από το Requiem (1984), το οποίο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς της σφαγής των Καλαβρύτων (13 Δεκεμβρίου 1943).
Ο Θεοδωράκης είναι γνωστό πως ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σαν διευθυντής στην εκκλησιαστική χορωδία του ναού της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη Αρκαδίας στα 1941-42, όταν δηλαδή ήταν 16 ετών. Θέλοντας να πλουτίσει το ρεπερτόριο, άρχισε να συνθέτει εκκλησιαστικά έργα. Από τις συνθέσεις εκείνης της εποχής έχει μείνει το «Τροπάριο της Κασσιανής» (1942), το οποίο γράφτηκε αρχικά για ανδρική χορωδία και μεταγράφηκε για μικτή χορωδία από τον συνθέτη σαράντα χρόνια αργότερα, στα 1982. Εκεί, στη διετία 1982-84, συνθέτει την Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και το Ρέκβιεμ.
Το έργο, που φέρει παρενθετικά τον τίτλο Ακολουθία εις κεκοιμημένους για σολίστ, μικτή χορωδία, παιδική χορωδία και ορχήστρα, αποτελεί έναν μουσικό «φόρο τιμής στη μνήμη των εθνομαρτύρων της νεώτερης ιστορίας μας», όπως αναφέρει ο συνθέτης σε επεξηγηματικό σημείωμά του για την ανατύπωση της παρτιτούρας του Requiem από τις Εκδόσεις Ρωμανός, το 1987. Και συμπληρώνει:
«Το δέος του “απαίδευτου” Έλληνα που με διακατείχε όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα, έφηβος ων, συγχορδίες μέσα στην εκκλησία, είχε σβήσει ύστερα από 40 και πλέον έτη μουσικού βίου. […] Το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εκπλήρωση ενός εφηβικού πόθου, μιας νεανικής φιλοδοξίας, που είχε σαν μέγιστα πρότυπα τον Πολυκράτη και τον Σακελλαρίδη. Η βασική διαφορά του Requiem από τα προηγούμενα εκκλησιαστικά έργα μου έγκειται τόσο στην ίδια την υφή του “μέλους”, όσο και στην εναρμόνισή του. Από ’κεί και πέρα μεγάλη σημασία έχει η χρήση των φωνών της χορωδίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στα τρία βασικά μουσικά υλικά, δηλαδή τους σολίστ, τη μικτή και την παιδική χορωδία».
Όσο για το κείμενο της Ακολουθίας εις κεκοιμημένους, το οποίο ανήκει εν πολλοίς στον συριακής καταγωγής βυζαντινό μελουργό και άγιο Ιωάννη μοναχό τον Δαμασκηνό, ο Μίκης Θεοδωράκης επισημαίνει ότι είναι «ένα από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου. Μας βοηθά να ανακαλύψουμε τις ορθές και πραγματικές μας διαστάσεις μέσα στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων. Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο βάθος του εαυτού μας για να ανακαλύψουμε το “φως που καίει”, την ουσία και την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μας. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου, σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής».
Το έργο ακολουθεί πιστά τη δομή της εκκλησιαστικής ακολουθίας και περιλαμβάνει τα μέρη:
Εν τω ναώ, Στάσις Α΄, Στάσις Β΄, Στάσις Γ΄, Δόξα-Τριαδικόν και Νεκρώσιμα Ιδιόμελα του Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Ο Γερμανός μουσικολόγος Andreas Brandes, λέει για το έργο:
«Η Λειτουργία των Νεκρών ψάλλεται στην Ελλάδα με την παραδοσιακή βυζαντινή μουσική που συνέθεσε κάποιος ανώνυμος συνθέτης του 9ου μετά Χριστόν αιώνα επάνω σε κείμενο του εκκλησιαστικού ποιητή Δαμασκηνού. Πέρα απ΄αυτή τη μουσική και τις παραλλαγές της κανείς άλλος δεν επεχείρησε να συνθέσει νέα μουσική επάνω στο θαυμάσιο κείμενο του βυζαντινού ποιητή που θεωρείται σαν ένα από τα ωραιότερα της Ελληνικής γραμματολογίας.
Στα 1983-84 ο Μίκης Θεοδωράκης συνθέτει τη δική του «Ακολουθία εις κεκοιμημένους», όπως είναι ο πραγματικός τίτλος και όχι Requiem, τίτλος που χρησιμοποιείται υποχρεωτικά για το παγκόσμιο κοινό. Στην ουσία πρόκειται για το ίδιο πράγμα, μιας και τόσο η έμπνευση όσο και ο προορισμός είναι ο ίδιος. Η «Ακολουθία» όπως και το Requiem, είναι η φιλοσοφική ενατένιση του ανθρώπου μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου. Ο δε προορισμός του έργου είναι ο τελευταίος μουσικός- ποιητικός χαιρετισμός του νεκρού τη στιγμή που ξεκινά για το αιώνιό του ταξίδι.
Όπως είναι γνωστό, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιτρέπει τη χρήση μουσικών οργάνων. Επομένως, όσα έργα προορίζονται για την Εκκλησία είναι υποχρεωτικώς φωνητικά.
Το Requiem του ο Θεοδωράκης το προορίζει για το τελετουργικό του αποχαιρετισμού των νεκρών, όπως γίνεται σήμερα στις ορθόδοξες εκκλησίες.
Όμως όταν εκτελέστηκε σε εκκλησίες, αυτό έγινε με τη μορφή της συναυλίας, γιατί εκτός του ότι η Ελληνική Εκκλησία είναι πολύ δύσκολη σε κάθε εκσυγχρονισμό, στο έργο του Θεοδωράκη τα μέρη που πρέπει να ψάλλονται από τους ιερείς είναι πολύ δύσκολα, ώστε να χρειάζονται ειδικές γνώσεις και προετοιμασία. Ίσως κάποια μέρα να γίνει κι αυτό, όπως έχει γίνει με τη ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Νο 1 και την ΚΑΣΣΙΑΝΗ που ψάλλονται συχνά στις ελληνικές εκκλησίες.
Στο Requiem του ο Θεοδωράκης χρησιμοποιεί δύο χορωδίες, μια παιδική και μια μικτή και τρεις σολίστ, σοπράνο, άλτο και μπάσο. Βασικό στοιχείο του έργου είναι το μέλος. Η σύνθεση της μελωδικής γραμμής ακολουθεί το ποιητικό κείμενο νόημα με νόημα, φράση με φράση, λέξη με λέξη. Επάνω σ΄αυτό το βασικό υλικό που μπορεί να θεωρηθεί – όπως τα χαρακτηριστικότερα τραγούδια του Θεοδωράκη- σαν απ΄ευθείας συνέχεια της βυζαντινής μουσικής παράδοσης, ο συνθέτης χτίζει το αρμονικό και αντιστικτικό του μέρος, με βασικά στοιχεία επίσης βυζαντινά, όπως είναι ο ισοκράτης (pedal) και αρμονίες που βγαίνουν μέσα απ΄το ίδιο το μελωδικό υλικό. Έτσι το Requiem μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα σύγχρονο βυζαντινό έργο. Από την άποψη της μουσικής αποτύπωσης της πεμπτουσίας της βυζαντινής παράδοσης «περασμένης» μέσα από το δημιουργικό φίλτρο της έμπνευσης ενός σύγχρονου συνθέτη».
Το έργο παρουσιάστηκε και ενορχηστρωμένο από τον Νίκο Πλατύραχο, στις 28 Νοεμβρίου 1993, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (για την επέτειο των 50 χρόνων από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων), με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, τη Χορωδία της ΕΡΤ, τη Χορωδία Μακεδονίας και την Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας.
Εδώ παραθέτουμε την ιστορική, πλέον, Α’ παγκόσμια παρουσίαση του έργου στις 29 Απριλίου 1985 στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών.
Συμμετέχουν:
- Το φωνητικό σύνολο «Οι Τραγουδιστές»
- Η Παιδική χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας (Διδασκαλία: Δημήτρης Καρβούνης)
- Σολίστ: Misa Ikeuchi (Υψίφωνος) Κική Μορφωνιού (Μεσόφωνος), Φραγκίσκος Βουτσίνος (Βαθύφωνος) Στέλιος Γιαννακούλας, Αντιγόνη Κερετζή & Κίμων Βασιλόπουλος.
- Διευθύνει ο Αντώνης Κοντογεωργίου.