Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται - λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ’ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου - κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία - του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αυτά έλεγε, μεταξύ άλλων, ο Μάνος Χατζιδάκις στην περίφημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης στις 31 Ιανουαρίου 1949. Σχεδόν οκτώ μήνες πριν τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (19 Σεπτεμβρίου 1949). Και πέντε χρόνια μετά τη σύνθεση του Κοντσέρτου για δύο βιολιά και ορχήστρα, στο δεύτερο μέρος του οποίου ο Σκαλκώτας χρησιμοποίησε το πασίγνωστο ρεμπέτικο «Θα πάω εκεί στην Αραπιά» του Βασίλη Τσιτσάνη.
Στα Δεκεμβριανά του ’44, όπως μας πληροφορεί ο μουσικολόγος και μελετητής του Σκαλκώτα Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, "ενόσω οι σφαίρες περνούσαν πάνω από το κεφάλι του, ο Νίκος Σκαλκώτας συνέθετε ήρεμα το Κοντσέρτο για 2 βιολιά στην αυλή του σπιτιού του στο Μεταξουργείο".
Ο Χατζιδάκις προφανώς αγνοούσε το μέγα γεγονός που είχε συντελεστεί εν κρυπτώ υπό του ιδιοφυούς Σκαλκώτα: το πρώτο έργο της νεοελληνικής λόγιας ή κλασικής, αν προτιμάτε, μουσικής που περιείχε ρεμπέτικο θέμα είχε συντεθεί αλλά ουδείς το γνώριζε. Ούτε φυσικά κι ο έγκριτος μουσικοκριτικός Μίνως Δούνιας, ο οποίος σε κείμενό του στην Καθημερινή (8.2.1949) μεμφόταν ευγενικά τον Χατζιδάκι για τον παραλληλισμό του ρεμπέτικου «με την αιώνια, μεγάλη τέχνη».
Ο Χατζιδάκις δεν δίστασε να πει ότι η μελωδική γραμμή του τραγουδιού «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη «αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ»! Ο Δούνιας εξανίσταται: «Δεν βλέπω γέφυρα να συνδέει τον Μπαχ με τα μπουζούκια».
Έξι δεκαετίες μετά τη μαγική εκείνη εποχή ο μουσικολόγος Κωστής Δεμερτζής σημειώνει για το Κοντσέρτο για δύο βιολιά του Σκαλκώτα - το έργο που αναπτύσσει ρεμπέτικο θέμα: «Όσον αφορά την γραφή των σολιστικών μερών στο Κοντσέρτο αυτό, η απώτερη καταγωγή της εντοπίζεται στον Μπαχ»!
Ο Χατζιδάκις είχε δίκιο. Ρεμπέτικο, Μπαχ, Σκαλκώτας, σε μιαν απίστευτη συνύπαρξη, την οποία μπορούμε πια να απολαύσουμε στην κυριολεξία, χάρη στον σημαντικότατο ψηφιακό δίσκο με έργα Σκαλκώτα που κυκλοφόρησε το 2008 από την πολυεθνική σουηδική εταιρεία BIS.
Το πρώτο έργο, το Κοντσέρτο για δύο βιολιά - παγκόσμια πρώτη ηχογράφηση-, είναι σε ενορχήστρωση Κωστή Δεμερτζή, απολύτως ειδικού στη σκαλκωτική ενορχήστρωση. Παίζουν: β΄ βιολί ο Γιώργος Δεμερτζής και ο Σίμος Παπάνας α΄ βιολί. Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, υπό τον μαέστρο Βασίλη Χριστόπουλο.
Σημειώνει ο Κωστής Δεμερτζής για το συγκεκριμένο έργο:
"Η ιστορική µοναδικότητα του Κοντσέρτου για 2 βιολιά του Σκαλκώτα, οφείλεται στο ότι είναι το πρώτο έργο Νεοελληνικής κλασικής µουσικής, που χρησιµοποιεί το ρεµπέτικο τραγούδι, αφού, στο 2ο µέρος του, ακούγεται το «Θα πάω κει στην Αραπιά», του Βασίλη Τσιτσάνη. Την εποχή εκείνη, η ρεµπέτικη µουσική (µουσικό είδος που καλλιεργήθηκε πρώτα στο περιθώριο της κοινωνίας, ανάλογα µε την Αµερικάνικη τζαζ) θεωρείτο κατώτερο και, τρόπον τινά, «βλάσφηµο» είδος. Η χρησιµοποίηση του θέµατος του Τσιτσάνη από τον Σκαλκώτα οφείλεται, πρώτα-πρώτα, στο ευρύ και ρηξικέλευθο πνεύµα του συνθέτη, ο οποίος, στο κάτω-κάτω, αν και έγραφε «κλασική» µουσική, είχε µείνει εξίσου περιθωριοποιηµένος από τον κοινωνικό του περίγυρο. Οφείλεται, ακόµα, στην οικειότητα του Σκαλκώτα µε την διασκεδαστική µουσική, αφού ο ίδιος έβγαζε το ψωµί του, στην Γερµανία αλλά και —υποψιαζόµαστε— και στην Ελλάδα, σαν διασκεδαστής, entertainer. Οφείλεται, βέβαια, στο ότι το θέµα του Τσιτσάνη είναι εξαιρετικό από µουσική άποψη. Οφείλεται, επίσης, στην «αναγκαιότητα» που δηµιούργησε η εξέλιξη των ιδεών του Σκαλκώτα για την «λαϊκή» µουσική, στην οποία στήριξε την µουσική δηµιουργία του, ιδίως από το 1944 και µέχρι το τέλος της ζωής του.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ο Σκαλκώτας εισάγει την ρεµπέτικη µουσική στην Ελληνική συµφωνική δηµιουργία µε ένα έργο πρώτης κλάσεως. Η ιστορική στιγµή που συµβαίνει αυτό κάθε άλλο παρά είναι τυχαία: τον επόµενο χρόνο, ένας άλλος Έλληνας συνθέτης µε καινοτόµες τάσεις, ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, θα χρησιµοποιήσει σε δικό του συµφωνικό έργο, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, ένα ζεϊµπέκικο, που θα του έχει τραγουδήσει και χορέψει ο ίδιος ο Μυριβήλης. Τέσσερα χρόνια µετά, ο Μάνος Χατζιδάκις, µε την γνωστή διάλεξη για το ρεµπέτικο, θα καλύψει ιδεολογικά το συγκεκριµένο µουσικό είδος. Από την δεκαετία του ’50 και µετά, το ρεµπέτικο θα αποτελέσει την πρώτη ύλη της µουσικής επανάστασης των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, η οποία θα δώσει το αποφασιστικό χτύπηµα στις προηγούµενες απόπειρες δηµιουργίας «Εθνικής Σχολής», αφού θα έχει υποκατασταθεί, µε ένα πρωτόγνωρο σφρίγος, στους σκοπούς εκείνης".
"Ο Σκαλκώτας", σημειώνει ο Κωστής Δεμερτζής, "χρησιµοποιώντας µια ρεµπέτικη µελωδία, στηρίζει το νέο του έργο στο τραγούδι της πόλης. Στην ουσία, το «λαϊκό» στον Σκαλκώτα, την εποχή αυτή, αποβάλλει τον αγροτικό του χαρακτήρα, και γίνεται υπόθεση του άστεως, εκεί όπου έχουν συγκεντρωθεί και δρουν οι «µάζες του λαού».
Στο δεύτερο µέρος του κοντσέρτου,
ο Σκαλκώτας χρησιµοποιεί τη µελωδία του Τσιτσάνη ως «λαϊκό τραγούδι», το οποίο εκθέτει, συµπληρωµένο από µορφολογική άποψη (η αυθεντική µελωδία του Τσιτσάνη είναι πολύ πιο απλή και λιγότερο χρωµατική από το θέµα που ακούγεται στο έργο), και στη συνέχεια στήνει πάνω του µια σειρά ονειρικές και εξώκοσµες παραλλαγές. Το µέρος αυτό συγκεντρώνει το συναισθηµατικό κέντρο βάρους του κοντσέρτου, και είναι µια από τις πιο όµορφες µουσικές που έχει γράψει ο συνθέτης".
Ο Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, στον οποίο οφείλουμε τα μέγιστα γύρω από τον Σκαλκώτα, γράφει πως ο συνθέτης "με το αλάθητο αυτί του, συνέλαβε το θέμα του Τσιτσάνη σε μια από τις πλουσιότερες, μελωδικά, παραλλαγές του: τα πολλά τολμηρά ποικίλματα καθιστούν τη μελωδία «ενδεκάφθογγη» (μόνον μια νότα λείπει για να ήταν δωδεκάφθογγη) κι έτσι η ένταξή της σ’ έναν δωδεκαφθογγικό ιστό είναι απλή υπόθεση. Στο «θέμα», η δωδεκαφθογγική εναρμόνιση της μελωδίας είναι απίθανης ομορφιάς. Οι παραλλαγές που ακολουθούν μας πάνε ακόμη πολύ πιο πέρα".
Την «Αραπιά», λοιπόν, ενέταξε ο Χατζιδάκις στον Σκληρό Απρίλη του ’45 (1972), δηλαδή στον δίσκο εκείνο που περιλαμβάνει μια σειρά από παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, σε δική του ενορχήστρωση και διασκευή για μικρή ορχήστρα: μπουζούκι, δύο κιθάρες, βιολί, μαντολίνο, άρπα, κοντραμπάσο και κρουστά.
Όμως, εκτός από αυτήν την ορχηστρική εκδοχή του τραγουδιού, έχουμε και μία άλλη, ανέκδοτη, για φωνή και πιάνο. Μια ηχογράφηση του 1970 από το σπίτι του Χατζιδάκι στη Νέα Υόρκη. Τότε που δοκίμαζε ρεμπέτικα και άλλα δικά του τραγούδια με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Κι αυτές οι δοκιμές αποτέλεσαν αργότερα τα Λειτουργικά (1991), όπου όμως δεν συμπεριλήφθηκε η «Αραπιά», για λόγους που μόνο ο Χατζιδάκις γνωρίζει. Ευτυχώς, έχει διασωθεί σε ιδιωτικό αρχείο με τη φωνή της Φλέρυς και έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο.
Ένα χρόνο μετά την περίφημη διάλεξη του Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο και μόλις 7 μήνες από τον θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα, στην εφημερίδα ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, που εξέδιδε ο Αθανάσιος Τσαλδάρης, ο 25χρονος Χατζιδάκις, ως μουσικοκριτικός, προβαίνει σε μια κριτική συναυλίας με έργα Σκαλκώτα.
Τα κείμενα του μουσικοκριτικού Μάνου Χατζιδάκι έφερε στο φως πρόσφατα ο δημοσιογράφος και ερευνητής Γιώργος Αλλαμανής.
Έτσι, στο φύλλο της Μ. Τρίτης 4 Απριλίου 1950 διαβάζουμε για την παρουσίαση άγνωστων τότε έργων μουσικής δωματίου του Νίκου Σκαλκώτα:
«Ο Νικόλαος Σκαλκώτας είχε γίνει ένας θρύλος και η συχνή εκτέλεση μόνο τριών ή τεσσάρων χορών του από την [σ.σ.: Κρατική] ορχήστρα με τον δικαιολογημένο ενθουσιασμό που σκορπούσαν οι σελίδες του αυτές, και σύγχρονα η καταθλιπτική σεμνότητα που διέκρινε τον μουσουργό, και η κυκλοφορούσα διάδοση για ένα πλήθος πρωτότυπης εργασίας άπαιχτης και ανέκδοτης, όλα μαζί δημιούργησαν τη φήμη ή καλύτερα την πεποίθηση ότι ο Σκαλκώτας είναι η πραγματικά μεγάλη μουσική φυσιογνωμία του τόπου μας. Ο πρόωρος θάνατός του μάς λύπησε αφάνταστα και η πριν από δύο εβδομάδες αναγγελία της συναυλίας με έργα του μουσικής δωματίου, μας έκαμε να μετράμε τις μέρες – που λέει ο λόγος – ίσαμε την προχθεσινή Παρασκευή που είχεν οριστεί γι’ αυτή την συναυλία.
Ύστερα το γεγονός ότι θα ακούγαμε μουσική δωματίου του Σκαλκώτα είχε ενδιαφέρον και για τον λόγο ακριβώς ότι ο Σκαλκώτας, όπως είναι γνωστό, ήταν μαθητής του Σένμπεργκ, που η σχολή του ξεκινούσε με βάση την μουσική δωματίου, και είναι φυσικό λοιπόν να αναμένονταν ειλκρινά σημαντικότερες επιτεύξεις του στον τομέα αυτής της μουσικής.
Αυτό όμως π’ ακούσαμε στον ‘‘Παρνασσό’’, μας έβαλε σ’ ένα πλήθος σκέψεις και σύγχρονα μας ετέθη το ερώτημα: Ημασταν σε μία πλάνη, για μπήκαμε στην πλάνη αυτή με τη συναυλία αυτή;
Φωτογραφία Nelly's |
Αλλά όμως η Κα Μαρίκα Χουρμουζίου έπαιξε τη Σουίτα του αρ.4 για πιάνο κατά τον ιδεωδέστερο τρόπο, με μίαν θαυμαστή – για το είδος γραψίματος του έργου – αναγλυφικότητα, έτσι ώστε να βγουν όλες, χωρίς εξαίρεση, οι τυχόν αρετές του έργου. Και δεν είδαμε παρά πυκνοδιατυπωμένες, αλλά ασαφείς και αδιάφορες μάλλον ιδέες με λαμπυρίζοντα στοιχεία σε μερικές στιγμές κατά τον πιο γνωστό μεσοπολεμικό ευρωπαϊκό τρόπο. Ύστερα η Κα Λουκία Χέβα ετραγούδησεν- όσο βέβαια της επέτρεπεν η μελοδραματική της προέλευση – αλλά με πολύ πλούσια και μεστή φωνή, πάρα πολύ καλά, τέσσερα τραγούδια που αναρωτιόταν κανείς τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν κι ακόμη τι θέλανε να πούνε οι ανολοκλήρωτες αυτές τραγουδιστικές διαθέσεις του συνθέτη.
Εξαίρεση θα μπορούσε να κάμει κανείς για το ρουμελιώτικο «ενύχτωσε ποιόνε θα δω…», αλλά ποια ήταν η μελωδική συμβολή εδώ του συνθέτη, εκτός από την πολύ ωραία εναρμόνισή του;
Ακόμη ήταν και ο κ. Ιωάννης Παπαϊωάννου, που σαν πιανίστας στάθηκε μια έκπληξη για όσους δεν τον ξεύρανε, ένας σπάνιος μουσικός που το πιάνο ηχούσε κάτω απ’ τα χέρια του με συγκλονιστική βαθύτητα και οι σελίδες που ερμήνευε παίρνανε χαρακτήρα, χτιζόντουσαν ξανά – λες – με τον πιο μοναδικό τρόπο.
Και ο κ. Παπαϊωάννου κράτησε στο πιάνο και τις συνοδείες και τη μουσική δωματίου με τον αφάνταστα μεγαλοφυή τρόπο. Τι μάς έδωσεν όμως;
Δεν νομίζω πως στα πλαίσια ενός σημειώματος μπορεί κανείς να εξετάσει ένα τόσο σοβαρό θέμα. Γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να επανέλθω την Κυριακή αποκλειστικά και μόνο στα προβλήματα και στα ερωτήματα που δημιούργησεν η συναυλία αυτή.
Πριν τελειώσουμε σήμερα θα μας επιτραπεί να σημειώσουμε πόσον κακή εντύπωση δημιούργησε η ερασιτεχνικώτατη εμφάνιση της Κας Νέλλης Ευελπίδη, και μάλιστα έχοντας πλάι καλλιτέχνας της ολκής του Παπαϊωάννου ή της Μαρίκας Χουρμουζίου».
Δεν ξέρω αν όταν τα έγραφε αυτά ο Χατζιδάκις …υποπτευόταν ότι 14 χρόνια μετά, στα 1964, η Μαρίκα Παπαϊωάννου θα ηχογραφούσε και θα κυκλοφορούσε σε δίσκο έργα Σκαλκώτα και Χατζιδάκι! Την Σουίτα Αρ. 4 – αυτήν ακριβώς για την οποία έγραψε ο Χατζιδάκις - και την Πασακάλια του Σκαλκώτα και τη Μικρή Λευκή Αχιβάδα του Χατζιδάκι. Και πρόκειται για μια πραγματικά ιστορική ηχογράφηση.
Στα 1983 η Δανάη Καρά παίζει στο πιάνο Έλληνες Συνθέτες: Καλομοίρης/Σκαλκώτας/Χατζιδάκις/Θεοδωράκης».
Το 1985 κυκλοφορούν δύο δίσκοι που μας ενδιαφέρουν εδώ και προέρχονται από τον ΣΕΙΡΙΟ, την δισκογραφική εταιρεία του Μάνου Χατζιδάκι.
Ο Γιάννης Βακαρέλης παίζει στο πιάνο Σκαλκώτα, Χατζιδάκι και Κωνσταντινίδη.
Στον άλλο δίσκο ο Γιώργος Δεμερτζής και η Δόμνα Ευνουχίδου, ερμηνεύουν δύο Σονάτες για βιολί και πιάνο των Σκαλκώτα - Ραβέλ και μία Σουϊτα του Κωνσταντινίδη.
Πραγματικά πολύ ξεχωριστή η συνύπαρξη Σκαλκώτα – Χατζιδάκι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Στις 24 Ιουνίου 1993, η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, παρουσιάζει, εδώ στο Μέγαρο Μουσικής, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση το λαϊκό μπαλέτο του Νίκου Σκαλκώτα «Η θάλασσα» και δέκα ελληνικούς χορούς. Ο Χατζιδάκις εκείνο τον καιρό είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά η Ορχήστρα που εκείνος εμπνεύστηκε και δημιούργησε, συνέχιζε το ξεχωριστό έργο της.
Το έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας αυτής έφερε την σφραγίδα του ακάματου ερευνητή και αποστόλου του Σκαλκώτα, του μουσικολόγου Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, στον οποίο ο Χατζιδάκις είχε αναφερθεί ευφήμως στο κριτικό του σημείωμα του 1950!
Το πολύ ενδιαφέρον εδώ είναι οι …υπόγειες διαδρομές Χατζιδάκι – Σκαλκώτα, τις οποίες έχει παρουσιάσει αναλυτικά ο Κωστής Δεμερτζής στο κείμενό του «Η Ορχήστρα των Χρωμάτων του Νίκου Σκαλκώτα». Γράφει χαρακτηριστικά ο Δεμερτζής για την εκτέλεση του «Χαμόγελου της Τζοκόντα» από την Ορχήστρα των Χρωμάτων: «Δύο μαντολίνα, μια κιθάρα, ένα σαξόφωνο, ένα τσέμπαλο, έχουν προστεθεί σε μια μικρή σχετικά συμφωνική ορχήστρα. Μα αυτή είναι η ορχήστρα της «Τεχνικής της ενορχηστρώσεως», δηλαδή της πραγματείας του Σκαλκώτα! Και ο Δεμερτζής σημειώνει, επίσης: «Ο ίδιος ο Σκαλκώτας έγραψε ένα μεγάλο έργο, τόπους – τόπους Χατζιδακικό: τη «Θάλασσα»! Ο σύνδεσμος που ενώνει την Σκαλκωτική πραγματεία του ’39 με το «Χαμόγελο της Τζοκόντα» του ’70 δεν μπορεί παρά να είναι υπόγειος. Εσωτερικός και, γι’ αυτό, βαθύς και σίγουρος. Έβλεπα εξαίφνης μπροστά μου μια σκαλκωτική ορχήστρα»!
Τη «Θάλασσα» του Σκαλκώτα ηχογράφησε το 2001 η Ορχήστρα των Χρωμάτων, που ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις, υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.
Σκαλκώτα και Χατζιδάκι συναντάμε, ακόμα, στο σχολικό βιβλίο Μουσικής της Α’ Γυμνασίου, όπου συνυπάρχουν λόγω του «Τσάμικου», αλλά και στο θέαμα του Χορού των συντριβανιών στο Ίδρυμα Νιάρχος. Ο Σκαλκώτας με τον Ηπειρώτικο και ο Χατζιδάκις με το κομμάτι «Χορός με τη σκιά μου».
Επομένως, τα κοινά του Χατζιδάκι και του Σκαλκώτα είναι στέρεα και ίστανται διαρκώς ενώπιον μας προς ανακάλυψιν.
Καλειδοσκόπιο του Ιωάννη - Πορφύριου Καποδίστρια. Βασίλης Τσιτσάνης, Νίκος Σκαλκώτας, Μάνος Χατζιδάκις, Μάτση Χατζηλαζάρου. Με έμπνευση την "Αραπιά" του Τσιτσάνη ο καθένας έγραψε τη δική του. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου