Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ: Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ


Παραθέτουμε ένα ξεχωριστό απόσπασμα από τον Επιτάφιο Λόγο που συνέγραψε και εκφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για τον Μέγα Βασίλιεο, στο οποίο περιγράφει αναλυτικά την διαβίωσή τους στην Αθήνα κατά τα φοιτητικά τους χρόνια, όπως μεταφράστηκε από τον Αθανάσιο Κοτταδάκη και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός.


«… Μετὰ πηγαίνει στὸ Βυζάντιο–Κωνσταντινούπολη, τὴν πρωτεύουσα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ φημιζόταν γιὰ τοὺς καλύτερους δασκάλους τῆς φιλοσοφίας καὶ τοὺς σοφιστές της, ὅπου χάρη στὴν εὐστροφία καὶ τὴ στὸ μεταξὺ ἀνάπτυξη τοῦ πνεύματός του ἀφομοιώνει πολύ γρήγορα ὅ,τι κρίνει καλύτερο. Καὶ ἀπὸ κεῖ, ὁ Θεὸς καὶ τὸ εὐλογημένο πάθος του γιὰ σπουδὲς τὸν ὁδηγοῦν στὴν ᾿Αθήνα, τὴν πηγὴ τῶν γραμμάτων καὶ τῆς σοφίας. Σ’ αὐτὴ τὴν ὄντως χρυσή πόλη, τὴν πρόξενο τῆς μεγαλύτερης εὐεργεσίας σὲ μένα. Γιατὶ ἐδῶ συνδέθηκα πολύ στενὰ μ’ αὐτὸν τὸν ἄνδρα, ποὺ βέβαια δὲ μοῦ ἦταν ἄγνωστος καὶ πρίν. Καὶ ‘κεῖ ποὺ πήγαινα ἁπλῶς γιὰ σπουδές κέρδισα τὴν ἴδια τὴν εὐτυχία! Κατὰ ἕνα τρόπο ἔπαθα ὅ,τι ὁ Σαούλ, τότε ποὺ ἔψαχνε γιὰ τοῦ πατέρα του τὶς ὄνους, καὶ κέρδισε τὴ Βασιλεία, καὶ μὲ ἔργο μικρὸ καὶ δεύτερο ἀντάλλαξε ἀγαθὸ μεγάλο καὶ πρῶτο! 
Ὡς ἐδῶ τὸ ἐγκώμιο αὐτοῦ τοῦ ἄνδρα κινήθηκε νομίζω καλά, ἀπὸ δρόμο ὁμαλὸ εὐκολοδιάβατο, σὰν ἀπὸ βασιλικὴ λεωφόρο. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὅμως ὁ δρόμος γίνεται ἀνηφορικός, αἰσθάνομαι νὰ μὴν ξέρω πρὸς τὰ ποῦ νὰ στραφῶ καὶ πῶς νὰ μιλήσω. Ὁ λόγος μου ἔφτασε στὸ χρόνο ἐκεῖνο καὶ τὸ σημεῖο ὅπου θὰ ἤθελα νὰ πῶ πολλά, νὰ παραθέσω μερικά πράγματα προσωπικά, νὰ ἐξηγήσω ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε καὶ πῶς στήθηκε ἡ μεταξύ μας φιλία ἢ γιὰ νὰ τὸ πῶ πιὸ σωστά, αὐτὴ τῶν δυό μας ἡ σύμπνοια καὶ ὁ τέλειος ἀδελφικὸς δεσμός μας. Νιώθω ἐδῶ ὅ,τι καὶ τὸ μάτι ὅταν βλέπει κάτι εὐχάριστο καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ ἀφήσει. Κι ἂν ἀναγκαστεῖ νὰ ἀπομακρυνθεί, γυρίζει κάθε τόσο καὶ κοιτάζει πίσω! Καὶ ὁ λόγος ἀντίστοιχα θέλγεται νὰ γυρίζει σὲ εὐχάριστες διηγήσεις. Φοβοῦμαι λοιπὸν ὅτι εἶναι δύσκολο τὸ ἐγχείρημα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω νὰ κινηθῶ σὲ κάποια λογικὰ ὅρια καὶ πλαίσια. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μὴ πῶ καὶ κάτι. Νικιέμαι, τὸ ὁμολογῶ ἀπὸ αὐτὸ τὸν πόθο καὶ ἐλπίζω νὰ μοῦ συγχωρεθεῖ αὐτὴ ἡ ἀδυναμία. Μιὰ ἀδυναμία, θαρρῶ, ἀπὸ ὅλες πιὸ δίκαιη, καὶ στὴν ὁποία ὅσοι ἔχουν κοινὸ νοῦ κατανοοῦν ἐλπίζω, ὅτι θὰ εἶναι πιὸ μεγάλη ἡ ζημιὰ νὰ μὴν ἐνδώσεις! 
Ἡ ᾿Αθήνα μᾶς εἶχε τότε δεχτεῖ σὰν ἑνὸς ποταμοῦ τὸ ρέμα! Εἴχαμε ξεκινήσει ἀπὸ τὴν ἴδια πηγή, τὴν κοινὴ πατρίδα μας Καππαδοκία, καὶ ὅπως ἐκεῖνο, ἀφοῦ καθένας μας διέσχισε διαφορετικές χῶρες ἀπὸ ἔρωτα γιὰ σπουδὴ καὶ γνώση, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ βρεθοῦμε πάλι στὸ ἴδιο σημεῖο. Εἶχα φτάσει νωρίτερα ἐγὼ καὶ κάποιο χρόνο μετὰ ἦρθε κι ἐκεῖνος, ποὺ τὸν περίμενα μὲ πολλὲς προσδοκίες. Πολλοὶ μιλοῦσαν γι’ αὐτὸν πρὶν ἀκόμα φτάσει, κάποιοι μάλιστα θεωροῦσαν ἐπιτυχία τους νὰ μαντέψουν σωστὰ τί πρόκειται νὰ σπουδάσει. Καὶ δὲν εἶναι ἴσως περιττὸ ἐδῶ, ἔτσι γιὰ νὰ διανθίσω τὸ λόγο, νὰ παραθέσω μιὰ σύντομη διήγηση, νὰ τὴ θυμίσω σὲ κάποιους ποὺ ἴσως τὴ γνωρίζουν, νὰ τὴν ἀκούσουν ὅσοι τὴν ἀγνοοῦν καὶ νὰ βγάλουν τὰ συμπεράσματά τους. 
Οἱ πιὸ πολλοὶ νέοι τῆς ᾿Αθήνας, καὶ οἱ πιὸ ἄμυαλοι ἴσως, θὰ ἔλεγα ὅτι ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ μιὰ μανία νὰ σπουδάσουν στοὺς σοφιστές -«σοφιστομανοῦσιν». Όχι μόνο αὐτοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἄσημες οἰκογένειες, ἀλλὰ κι ἐκεῖνοι ποὺ κατάγονται ἀπὸ ἐπιφανεῖς καὶ ὀνομαστές. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπαρτίζουν ἕνα ἑτερόκλητο πλῆθος, τὸ ὁποῖο δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐλέγξει τὸ νεανικὸ αὐθορμητισμό του. Οἱ ἐκδηλώσεις τους θὰ ἔλεγα εἶναι ἀντίστοιχες μὲ κεῖνες τῶν θεατῶν ποὺ ὑποστηρίζουν στὸν ἱππόδρομο διαφορετικοὺς ἀναβάτες. Καὶ ἀναπηδοῦν ἀπὸ τὶς θέσεις τους, κραυγάζουν, πετᾶνε χώματα ψηλά, κάνουν πὼς ἡνιοχοῦν, πὼς χτυποῦν στὸν ἀέρα, πὼς λύνουν καὶ δέ- νουν τὰ ἄλογα χρησιμοποιώντας γιὰ λουριὰ τὰ δάχτυλά τους. Χωρὶς νὰ κατέχουν τίποτα, κάνουν πὼς ἀνταλλάσσουν μὲ τὴν πᾶσα εὐκολία ἡνίοχους, ἄλογα, σταύλους, ἐπόπτες τῶν ἀγώνων. Καὶ ὅλα αὐτὰ ποιοί; Ὄχι σπάνια νέοι ἄποροι καὶ φτωχοί, νέοι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν οὔτε τὸ φαγητὸ τῆς ἡμέρας. Κάτι σχετικό, ἀδέξια μᾶλλον καὶ ἄτεχνα κάνουν αὐτοὶ οἱ νέοι καὶ γιὰ νὰ τραβήξουν ὅσο μποροῦν πιὸ πολλοὺς σπουδαστές στοὺς δικούς τους δασκάλους, θὰ ἔλεγα, ἔτσι σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ βοηθηθοῦν οἰκονομικά. Τὸ πράγμα θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτο, ἂν ὄχι καὶ πονηρό. Γιατὶ πιάνουν ἀπὸ πρὶν πόλεις, δρόμους, λιμάνια, πεδιάδες, ἀκόμα καὶ ὑψώματα καὶ μέρη ἀπόκεντρα σὲ ὅλη τὴν ᾿Αττικὴ καὶ τὴν ἄλλη Ἑλλάδα καὶ παρακολουθοῦν τοὺς περισσότερους κατοίκους –τοὺς ἔχουν μοιράσει ἀνάλογα μὲ τὶς σπουδὲς ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρουν– ἀποβλέποντας νὰ μάθουν ποιός τυχόν θὰ ἔρθει καὶ τί πρόκειται νὰ σπουδάσει. 


Ὅταν λοιπὸν φτάνει στὴν ᾿Αθήνα γιὰ σπουδές κάποιος νέος, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι, πέφτει στὰ χέρια ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὶς σχετικές πληροφορίες καὶ τὸν πιάνουν πρῶτοι. Καὶ τότε ἀκολουθεῖ κάτι σὰν ἔθιμο καὶ παιχνίδι ᾿Αττικό, κάτι μεταξύ σοβαροῦ καὶ ἀστείου. ᾿Αρχικὰ κάποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔπιασαν, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι γνωστός, φίλος, συγγενής, συμπατριώτης του ἢ κάποιος παράγοντας τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης τῶν καθηγητῶν ἀμειβόμενος ἀπὸ τὴ σχολή, ἀναλαμβάνει νὰ τὸν κατατοπίσει. Κατόπιν παίρνουν τὸ νεοφερμένο καὶ τὸν ὑποβάλλουν σὲ ἕνα ὁμαδικὸ καταιγισμὸ πειραγμάτων ὡς καὶ ἀπειλῶν, ἔτσι γιὰ νὰ τοῦ σπάσουν τὸ ἠθικὸ καὶ νὰ τὸν βάλουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸ χέρι. ῎Αλλων τὰ πειράγματα εἶναι εὐγενικὰ καὶ πολιτισμένα καὶ ἄλλων κακόγουστα καὶ χοντροκομμένα, ἀνάλογα μὲ τὸ ἀπὸ ποῦ καὶ τί εἶναι ὁ καθένας, ἐκλεπτυσμένος ἀστὸς ἢ χωρικὸς ἀγροῖκος. Ὅσοι φτάνουν στὴν ᾿Αθήνα ἐντελῶς ἀνίδεοι, θεωροῦν τὸ ἔθιμο τρομερὸ καὶ βάρβαρο, ἐνῶ ὅσοι ἔρχονται κάπως προϊδεασμένοι τὸ βρίσκουν πολὺ εὐχάριστο καὶ τὸ διασκεδάζουν. Γιατὶ τὸ βάρος τῆς ὑπόθεσης πέφτει στὴν ὅλη σκηνοθεσία καὶ τὰ πειράγματα. Καθώς κι αὐτὲς ἀκόμα οἱ ἀπειλὲς δὲν ἐκτοξεύονται γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν, ἀλλὰ ἔτσι γιὰ νὰ γίνει ὁ συνηθισμένος νεανικός θόρυβος καὶ ἡ σχετικὴ φασαρία. Κατόπιν τὸν παίρνουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν μὲ πομπὴ στὰ λουτρὰ περνώντας ἀπὸ τὴν ἀγορά, τὸ κέντρο τῆς πόλης. Μπροστὰ πηγαίνει ἡ ὁμάδα ποὺ ὁδηγεῖ τὴν πομπή, συντεταγμένη σὲ δυάδες ποὺ κρατοῦν ἴση ἀπόσταση ἡ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὅταν πλησιάζουν στὰ λουτρά, ἀρχίζουν νὰ φωνάζουν, νὰ χοροπηδοῦν, νὰ καταλαμβάνονται ἀπὸ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό, ἐνῶ ἀκούγονται κραυγὲς ποὺ παραγγέλλουν νὰ σταματήσει ἡ πορεία, γιατὶ τάχα τοὺς ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος στὰ λουτρά. Αὐτὸ εἶναι κάτι σὰν συνθηματικό, καὶ ἀρχίζουν νὰ χτυποῦν τὶς πόρτες ἄγρια καὶ νὰ κάνουν τέτοια φασαρία γιὰ νὰ τρομοκρατηθεῖ ἀκόμα πιὸ πολὺ ὁ νεοφερμένος. Ώσπου κάποια στιγμὴ ἀνοίγονται οἱ πόρτες καὶ περνάει στὰ λουτρά. Μετὰ τὸ λουτρὸ εἶναι πιὰ ἐλεύθερος, γίνεται δεκτὸς ὡς ἰσότιμος στὴ φοιτητική συντροφιὰ καὶ θεωρεῖται ἄνθρωπος δικός τους, πράγμα τὸ ὁποῖο βέβαια εἶναι γι' αὐτὸν καὶ τὸ πιὸ εὐχάριστο μέρος τῆς τελετῆς. 
Ὅταν λοιπὸν ἔμαθα ὅτι ἔρχεται ὁ δικός μου Μέγας Βασίλειος φρόντισα νὰ τὰ προλάβω ὅλα αὐτά. Πῆγα καὶ τὸν ὑποδέχτηκα προσωπικὰ μὲ τὸ σεβασμὸ ποὺ ταίριαζε σὲ ἄνθρωπο ὑψηλοῦ ἤθους καὶ ἰδιαίτερα σοβαρό. Ἔπεισα μάλιστα καὶ κάποιους ἄλλους σπουδαστές ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν νὰ κινηθοῦν στὴν ἴδια γραμμή, νὰ τηρήσουν ἀνάλογη στάση. Κι ἐκεῖνοι ἀνταποκρίθηκαν, καθὼς μὲ τὸ ποὺ τὸν εἶδαν κατάλαβαν ὅτι ὄντως ἦταν πρόσωπο ποὺ ἐνέπνεε σεβασμό, ὅπως οἱ φῆμες τὸ εἶχαν προφτάσει. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι σχεδὸν μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅσους εἶχαν ἔρθει τότε στὴν ᾿Αθήνα ἀπέφυγε αὐτὸ τὸ ἔθιμο καὶ ἔγινε δεκτὸς μὲ πιὸ μεγάλη τιμὴ ἀπὸ ἐκενην ποὺ συνηθιζόταν γιὰ τοὺς νεοφερμένους. 
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῆς φιλίας μας, ἀπὸ δῶ ξεπετάχτηκε ἡ σπίθα τῆς ἀδελφικῆς σχέσης καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης ποὺ πλήγωσε ἀμοιβαῖα τὴν καρδιά μας. Κατόπιν συνέβη κάτι ὄχι εὐχάριστο, ἀλλὰ δὲ θὰ τὸ παραλείψω. Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι οἱ ᾿Αρμένιοι δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς ἄνθρωποι, ἀλλὰ κρυψίνοες καὶ ὕπουλοι. Κάποιοι λοιπὸν ἀπὸ αὐτούς, πολὺ γνωστοὶ καὶ φίλοι του, παλαιοί μαθητὲς τοῦ πατέρα του καὶ συμμαθητές του –εἶχαν φοιτήσει στὸ ἴδιο σχολεῖο- τὸν πλησίασαν τάχα φιλικά –τὸν ζήλευαν μᾶλλον, παρὰ τὸν συμπαθοῦσαν– καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ κάνουν διάφορες ἐρωτήσεις πιὸ πολὺ μὲ διάθεση ἐριστική, πίστευαν ὅτι τώρα ποὺ ἦταν στὴν ἀρχὴ θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ τὸν νικήσουν. Ἤξεραν ἀπὸ παλιὰ πόσο ἔξυπνος ἦταν καὶ ἤθελαν, φαίνεται, νὰ τὸν ταπεινώσουν, καθὼς ἀπὸ τότε δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν βλέπουν νὰ ξεχωρίζει. Τώρα μάλιστα ποὺ σχεδὸν κόντευαν νὰ φορέσουν τὸ φιλοσοφικό τρίβωνα καὶ ἀσκοῦνταν νὰ ἀποστομώνουν τοὺς ἄλλους, θεωροῦσαν πολύ ταπεινωτικὸ γι' αὐτοὺς νὰ μὴ φανοῦν ἀνώτεροι ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ τὸ νεοφερμένο ξένο! 
Ἐγὼ πάλι ἐρωτευμένος κυριολεκτικὰ μὲ τὴν ᾿Αθήνα ὁ ἀνόητος –στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχα καταλάβει ὅτι τοὺς κινοῦσε ὁ φθόνος, μὲ εἶχε ξεγελάσει τὸ ὑποκριτικὸ ὕφος τους– ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ νικημένοι πιὰ ἀπὸ κεῖνον εἶχαν γυρίσει τὴν πλάτη καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ φύγουν –ἀδυνατώντας νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι μέσα σε λίγα λεπτὰ εἶχε σβήσει στὸ πρόσωπό τους καὶ εἶχε ντροπιαστεῖ ἡ δόξα τῆς ᾿Αθήνας– πῆρα τὸ μέρος τους, ξανάφερα τὴ συζήτηση στὴν ἀρχικὴ βάση της, τοὺς ὑποστήριξα ἀνοιχτά –σὲ τέτοιες περιπτώσεις καὶ μιὰ ἀσήμαντη βοήθεια μπορεῖ νὰ τὰ ἀλλάξει ὅλα– καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ σὲ γλώσσα ὁμηρική, «ἴσας ὑσμίνῃ τὰς κεφαλάς», τουτέστιν ἐξισορρόπησα τὴ διαφωνία! 
Ὅταν ὅμως κατάλαβα ποῦ ἤθελαν νὰ τὸ πᾶνε, πράγμα ποὺ δὲν κρυβόταν πιὰ καὶ δὲν ἄργησε νὰ φανεῖ, ἄλλαξα ἀμέσως στάση, «ἀνέκρουσα πρύμναν», συντάχθηκα μὲ τὸ μέρος του καὶ συντέλεσα ἀποφασιστικὰ στὴ νἱκη. Ἐκεῖνος ἀμέσως μπῆκε στὸ νόημα –ἦταν πολὺ πιὸ ἔξυπνος ἀπὸ τὸν καθένα- εὐχαριστήθηκε, ἐνθουσιάστηκε, καὶ γιὰ νὰ τὸ περιγράψω πάλι ὁλότελα ὁμηρικά, «ἔφεπε κλονέων τῷ λόγῳ», ἐπέλασε μὲ λόγο δυνατό, κλόνισε αὐτοὺς τοὺς ψευτοπαληκαράδες καὶ δὲ σταμάτησε νὰ τοὺς κατακεραυνώνει μὲ ἐπιχειρήματα ἀκαταμάχητα, ὥσπου τοὺς ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγώνα καὶ νὰ κερδίσει καθαρὰ τὴ νίκη! Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπετέλεσε τὴ δεύτερη τῆς φιλίας μας ὄχι σπίθα πιά, ἀλλὰ ἀληθινὸ πυρσὸ ποὺ ἔκαιγε ὁλόλαμπρος στὸν ἀέρα. 
Ἔφυγαν ἄπρακτοι αὐτοὶ καὶ καταμέμφονταν ἀρχικὰ τοὺς ἑαυτούς τους λέγοντας ὅτι εἶχαν ἐνεργήσει ἀπερίσκεπτα. Κατόπιν ὅμως τὰ ἔβαλαν μαζί μου κατηγορώντας με ὅτι τοὺς εἶχα ὑπονομεύσει. Ἔφτασαν μάλιστα νὰ μὲ ἐχθρεύονται ἀνοιχτὰ καὶ νὰ μὲ ἀποκαλοῦν προδότη αὐτῶν καὶ τῆς ᾿Αθήνας. Δὲν τὸ ἄντεχαν, βλέπετε, ποὺ εἶχαν ξεσκεπαστεῖ καὶ εἶχαν ντροπιαστεῖ ἀπὸ κάποιον ποὺ δὲν εἶχε προλάβει καλά - καλὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι του καὶ νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ περιβάλλον. Ἐκεῖνος πάλι –ἀνθρώπινο αὐτὸ γιὰ κάποιον ποὺ κάνει μεγάλα ὄνειρα γιὰ κάτι καὶ ὅταν ξαφνικὰ τὸ πετύχει τοῦ φαίνεται κατώτερο ἀπὸ ὅ,τι προσδοκοῦσε– ἔγινε μελαγχολικὸς καὶ δυσανασχετοῦσε καὶ δὲ συγχωροῦσε στὸν ἑαυτο του ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἔρθει στὴν ᾿Αθήνα. ᾿Αποζητοῦσε τὸ χαμένο του ὄνειρο καὶ ἀποκαλοῦσε τὴν ᾿Αθήνα «κούφια εὐτυχία». 
Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, βέβαια, τοῦ ξαλάφρωνα ὅσο μποροῦσα πιὸ πολὺ τὸ βάρος τῆς στενοχώριας μιλώντας του λογικὰ μὲ σειρὰ ἐπιχειρημάτων. Προσπαθοῦσα νὰ τοῦ ἐξηγήσω πῶς ἔχουν τὰ πράγματα, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει κανεὶς ἀμέσως τὸ χαρακτήρα ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅτι χρειάζεται νὰ περάσει κάποιος καιρός, νὰ σχετιστεῖ μαζί του, νὰ τὸν γνωρίσει καλύτερα. Ἐπίσης ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει συμπεράσματα γιὰ τὴ μόρφωσή του, ὅσο κι ἂν τὸ προσπαθήσει ἀπὸ μερικὰ στοιχεῖα μοναχά καὶ μέσα σὲ λίγο χρόνο. Ἔτσι τὸν βοήθησα σιγά-σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἠρεμία του. ᾿Απὸ κεῖ καὶ πέρα ἀκολουθώντας ἀμοιβαῖα ὁ ἕνας τὸ παράδειγμα τοῦ ἄλλου συνδεθήκαμε πιὸ πολὺ ἀκόμα. 
Κι ὅταν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καταλάβαμε πόσο ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ ἦταν ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς συνέδεε μεταξύ μας, καθὼς κοινή μας προοπτικὴ ἦταν ἡ ἄσκηση στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, τότε εἶναι ποὺ γινήκαμε τὰ πάντα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, ἕνας οἱ δύο, καὶ μὲ ἕνα στόχο, αὐτὴ ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη μας συνεχῶς νὰ δυναμώνει, νὰ γίνεται πιὸ θερμὴ καὶ πιὸ σταθερή. Οἱ φυσικοί, οἱ ἀνθρώπινοι ἔρωτες, ἐπειδὴ συνήθως βασίζονται σὲ πράγματα ποὺ περνοῦν, περνοῦν κι αὐτοὶ καὶ φεύγουν καὶ μαραίνονται σὰν τῆς ἄνοιξης τὰ κρίνα. Καὶ ὅπως ἡ φλόγα ποὺ κρατᾶ ὅσο κρατοῦν τὰ ξύλα καὶ μετὰ σβήνει καὶ χάνεται μαζὶ μ’ ἐκεῖνα ποὺ τὴ συντηροῦσαν, ἔτσι κι αὐτοὶ χάνονται μόλις μαραθεῖ τοῦ προσώπου ή ὀμορφιὰ ποὺ τὴ φλόγα τοῦ πόθου εἶχε ἀνάψει. Οἱ θεῖοι ἔρωτες ὅμως ἔχουν τοῦτο τὸ ξεχωριστό, θεμελιώνονται σὲ στέρεη βάση, γιὰ τοῦτο καὶ εἶναι πιὸ μόνιμοι. Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ δυὸ ψυχὲς ἡ μία προσεγγίζει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἄλλης, τόσο περισσότερο συνδέονται μεταξύ τους, γιατὶ ἀγαποῦν τὰ ἴδια πράγματα καὶ ἔχουν τὴν ἀρετὴ ὡς ὑψηλό τους στόχο. Αὐτὴ ἦταν ἡ βάση τοῦ δικοῦ μας ἀδελφικοῦ ἔρωτα. Καὶ αἰσθάνομαι βέβαια ὅτι ξεπερνῶ τὰ ὅρια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ μέτρου, καὶ δὲν ξέρω ἴσως καὶ πῶς ἔφτασα νὰ παρεμβάλω αὐτὰ ποὺ λέω, ὅμως καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρατηθῶ καὶ νὰ μὴ συνεχίσω. Κάθε φορὰ ποὺ παρεμβάλλω κάτι, εἶναι γιατὶ τὸ θεωρῶ ἀπαραίτητο κι ἀνώτερο ἀπὸ ὅσα πιὸ πρὶν ἔχω ἐκθέσει… 
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ρυθμίσαμε τὶς μεταξύ μας σχέσεις. Καὶ καθὼς λέει ὁ Πίνδαρος στηρίξαμε τὸ σπιτικὸ τῆς φιλίας μας σὲ τοίχους ὄμορφους καὶ χρυσές κολῶνες! Καὶ συνεχίσαμε τὴν πορεία μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλο. ᾿Αλήθεια, πῶς μπορῶ νὰ τὰ θυμᾶμαι αὐτὰ καὶ νὰ μὴ δακρύζω! Εἴχαμε τὰ ἴδια ὡραῖα ὄνειρα, καὶ ζῆλο γιὰ σπουδὲς ἰσοδύναμο, πράγμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει αἰτία καὶ ἀφορμὴ γιὰ φθόνο. Ὁ φθόνος ὅμως ἀνάμεσά μας δὲ βλάστησε, ἡ εὐγενὴς ἅμιλλα μονάχα! Ὁ ἀγώνας καὶ τῶν δυό μας εἶχε ἐπικεντρωθεῖ ὄχι στὸ ποιός θὰ πάρει τὸ βραβεῖο, ἀλλὰ στὸ ποιός θὰ βρεῖ τὸν καλύτερο τρόπο νὰ παραχωρήσει τὸ πρωτεῖο στὸν ἄλλο! Καθένας μας ἐπιτυχία δική του θεωροῦσε τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἄλλου! Ὄντως ζούσαμε σὰν μιὰ ψυχὴ σὲ δυὸ σώματα! Κι ἂν ὡς χριστιανοὶ ἀρνούμαστε τὴ γνωστὴ πανθεϊστικὴ ἀντίληψη τοῦ ᾿Αναξαγόρα ὅτι «ὅλα εἶναι μέσα σὲ ὅλα», στὴν περίπτωση τῶν δυό μας αὐτὸ ἔβγαινε ἀληθινό, αἰσθανόταν πραγματικὰ ὁ καθένας μας ὅτι ζεῖ καὶ μέσα καὶ πλάι στὸν ἄλλο! Μιὰ ἦταν ἡ φροντίδα καὶ τῶν δύο, ἡ πρόοδος στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, ἡ ζωὴ μὲ τὴν προοπτικὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τὸ νὰ ζοῦμε ἐδῶ σὰν νὰ εἴμαστε κιόλας ἐκεῖ! Σ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ εἴχαμε προσανατολίσει καὶ τὴν ὅλη μας ζωὴ καὶ τὴν κάθε μας πράξη. 
Μιὰ ἐντολὴ νιώθαμε νὰ μᾶς καθοδηγεῖ, ὅτι ὀφείλει νὰ παρακινεῖ στὴν ἀρετὴ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο! Κι ἂν δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, σὲ ὅ,τι τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ, καθένας μας εἶχε κανόνα, μέτρο καὶ κριτήριο γιὰ τὸ λάθος καὶ τὸ σωστὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πράξη, τὸ παράδειγμα πιὸ γενικά τοῦ ἄλλου! Μὲ τοὺς συμφοιτητές μας κάναμε συντροφιά, φίλους ὅμως εἴχαμε ὄχι ἐκείνους ποὺ τὸ εἶχαν ρίξει στὴ γλυκιὰ ζωὴ καὶ τὴν ἀσωτία, ἀλλὰ τοὺς πιὸ συνετούς, ὄχι τοὺς ἐριστικοὺς καὶ φιλόνεικους, ἀλλὰ τοὺς φιλήσυχους καὶ εἰρηνικούς, αὐτοὺς ποὺ ἦταν πολὺ ὠφέλιμη ἡ συντροφιά τους. Γνωρίζαμε ὅτι πιὸ εὔκολα μιμεῖται κανεὶς τὸ κακὸ παρὰ μεταδίδει τὸ καλό, ὅπως πιὸ εὔκολα μπορεῖ νὰ κολλήσει μιὰν ἀρρώστια, παρὰ νὰ χαρίσει τὴν ὑγεία. Καὶ σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε στὰ μαθήματα, δὲ μᾶς ἐνθουσίαζαν τὰ εὔκολα κι εὐχάριστα, μᾶς εὐχαριστοῦσαν πιὸ πολὺ τὰ δύσκολα καὶ ἀνώτερα. Τοῦτο γιατὶ κι αὐτὰ μποροῦν νὰ βοηθήσουν τοὺς νέους νὰ διαμορφώσουν χαρακτήρα ἐνάρετο ἢ νὰ τοὺς παρωθήσουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ δρόμο τῆς κακίας. 
Δυό δρόμους γνωρίζαμε πολύ καλὰ στὴν ᾿Αθήνα! Ὁ πρῶτος καὶ πιὸ σημαντικὸς ὁδηγοῦσε στὴν Ἐκκλησία, στοὺς ἐκεῖ ἱερεῖς καὶ πνευματικούς, ὁ δεύτερος, καὶ ὄχι τῆς ἴδιας ἀξίας, στὸ Πανεπιστήμιο καὶ τοὺς δασκάλους τῆς Ἑλληνικῆς γνώσης καὶ παιδείας. Ὅλους τοὺς ἄλλους δρόμους τοὺς χαρίσαμε σὲ κείνους ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς γιορτές, τὰ θέατρα, τὰ πανηγύρια καὶ τὶς διασκεδάσεις. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι τίποτα δὲν ἀξίζει στὴ ζωὴ καὶ οὔτε εἶναι σπουδαῖο, ἂν δὲν προάγει τὴν ἀρετή, ἂν δὲ βοηθεῖ ὅσους τὸ ἀκολουθοῦν νὰ γίνονται καλύτεροι. 
Κάθε ἄνθρωπος κρατάει κάποιο ὄνομα ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς ἀξίες ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του ἢ τὸ κατέκτησε μόνος του ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ἀσκεῖ, ἀπὸ τὶς δραστηριότητές του. Ὅμως γιὰ μᾶς τὸ πιὸ μεγάλο ὄνομα καὶ προσὸν ἦταν ὅτι λεγόμασταν καὶ ἤμασταν χριστιανοί. Ἐμεῖς αὐτὸ τὸ θεωρούσαμε ἀνώτερο κι ἀπὸ τὸ δαχτυλίδι τοῦ Γύγη, ἐκεῖνο μὲ τὴν περιστρεφόμενη σφενδόνα –ἂν βέβαια δὲν πρόκειται γιὰ παραμύθι, ποὺ τὸν βοήθησε νὰ γίνει βασιλιὰς τῶν Λυδῶν, ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὸ χρυσάφι μὲ τὸ ὁποῖο ἱκανοποιήθηκε ἡ εὐχὴ τοῦ Μίδα, ἀλλὰ καὶ ἔγινε ἡ αἰτία τοῦ χαμοῦ του, καθὼς ὅ,τι ἔπιανε γινόταν χρυσός κι αὐτὸ ὅπως λέει ἄλλος μύθος, Φρυγικὸς τώρα. Καὶ νὰ μὴν ἐπεκταθῶ νὰ πῶ κι ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ Σκύθη ῎Αβαρη ἢ τὸν ᾿Αργεῖο Πήγασο, ποὺ δὲν πετοῦσαν τόσο ψηλά, ὅσο μπορούσαμε νὰ ὑψωθοῦμε ἐμεῖς στὸ Θεὸ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὁ ἕνας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου! Νὰ πῶ ὅμως ἀκόμα, πολὺ ἁπλὰ καὶ σύντομα, ὅτι ἄλλους μπορεῖ καὶ νὰ τοὺς ἔβλαψαν οἱ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα. Μὲ ἄλλα λόγια νὰ δεχτῶ ὅτι δὲν εἶναι καὶ τόσο λαθεμένη ἡ σχετικὴ ἀντίληψη κάποιων εὐσεβῶν χριστιανῶν, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι εἶναι ἡ πιὸ πλούσια σὲ πλοῦτο κακό, ἐννοῶ σὲ εἴδωλα, πόλη ὅλης τῆς Ἑλλάδας. Οὔτε βρίσκω ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐπηρεαστεῖ ἢ καὶ νὰ παρασυρθεῖ ἀκόμα κανεὶς ἀπὸ τοὺς τόσους ὑμνητὲς καὶ ὑπερασπιστὲς καὶ μύστες τους. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἐπηρεαστήκαμε καθόλου, οὔτε βέβαια καὶ παρασυρθήκαμε ἀπὸ τοῦτα ἢ ἀπὸ κείνους. Εἴχαμε ἀρκετὸ μυαλό, καὶ πίστη σταθερὴ καὶ κατοχυρωμένη. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα, καὶ μὴ φανεῖ παράδοξο αὐτό, ἀπὸ ὅσα ἀκούγαμε καὶ βλέπαμε νὰ συμβαίνουν γύρω μας, γινόμασταν πιὸ σταθεροὶ στὴν πίστη, καταλαβαίναμε ἀκόμα πιὸ πολὺ πόσο ἀπατηλὰ καὶ ψεύτικα εἶναι τὰ εἴδωλα καὶ και καταφρονούσαμε αὐτὰ τὰ δαιμονικὰ στὸν ἴδιο αὐτὸ τόπο, ὅπου θαυμάζονταν καὶ τιμώνταν! Κι ἂν ὑπάρχει ἢ ἔστω ἂν πιστεύεται ὅτι ὑπάρχει ποταμὸς ποὺ κυλάει μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα τὰ γλυκά νερά του ἢ ζωντανὸς ὀργανισμὸς ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μένει ἄθικτος πάνω σὲ φωτιὰ ποὺ τὰ κατακαίει ὅλα, αὐτὸ ἤμασταν ἐμεῖς ἀνάμεσα στοὺς συνομηλίκους μας! 
Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτό! Τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι σχηματίστηκε γύρω ἀπὸ μᾶς μιὰ σπουδαία συντροφιὰ σπουδαστῶν καὶ νέων μὲ ἀρχηγὸ καὶ πνευματικὸ ὁδηγὸ ἐκεῖνον, ποὺ τὴν εὐχαριστοῦσαν ὅσα εὐχαριστοῦσαν κι ἐκεῖνον! Καὶ ὅπου βέβαια ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι μπροστά του μοιάζαμε μὲ πεζοὺς ποὺ τρέχουν πλάι σὲ Λυδικὸ ἄρμα, ἂν ἡ εἰκόνα αὐτὴ μπορεῖ νὰ δείξει τὴ διαφορὰ πορείας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἤθους ἐκείνου. Ἀπ’ αὐτὰ γίναμε γνωστοὶ στοὺς καθηγητὲς καὶ τοὺς συναδέλφους καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, στοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες μάλιστα. Ἡ φήμη μας βγῆκε καὶ παρὰ ἔξω, ὅπως φαίνεται πιὰ ἀπὸ τὶς διηγήσεις πολλῶν. Οἱ καθηγητές μας ἦσαν πασίγνωστοι, εἶχαν γνωριμίες παντοῦ, τοὺς γνώριζαν σχεδὸν ὅσοι καὶ στὴν ᾿Αθήνα. Ἔτσι ὅλοι, μαζί μ’ αὐτοὺς μάθαιναν καὶ γιὰ ‘μᾶς, καὶ ὅταν μιλοῦσαν γι’ αὐτοὺς ἀναφέρονταν καὶ σὲ ‘μᾶς, τὸ διάσημο δίδυμο, καθώς ἔλεγαν. Καὶ ὄχι μόνο ὅταν μᾶς ἔπαιρναν μαζὶ καὶ τοὺς συνοδεύαμε, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἤμασταν μακριά τους. Θὰ μποροῦσα ἴσως καὶ νὰ πῶ ὅτι τίποτα πιὰ δὲ σήμαιναν γι’ αὐτοὺς ὀνόματα ὅπως Ορέστης καὶ Πυλάδης! Οὔτε οἱ δίδυμοι ἀδελφοὶ Μολιονίδες ποὺ ἐξυμνοῦνται στὸ Ὁμηρικὸ ἔπος καὶ ἔγιναν γνωστοὶ γιὰ τὶς κοινές τους συμφορές, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἄριστο τρόπο ποὺ ἡνιοχοῦσαν τὰ ἄλογα στὸ ἄρμα τους, ἀλλάζοντας ταυτόχρονα μεταξύ τους μαστίγια καὶ ἡνία. ᾿Αλλὰ τί εἶναι πάλι ὅλα αὐτὰ ποὺ κάθομαι καὶ λέω, πῶς ἀπολησμονήθηκα, πῶς παρασύρθηκα οὐσιαστικά σὲ δικούς μου ἐπαίνους, ἐγὼ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω δεχτεῖ νὰ ἐπαινεθῶ ἀπὸ κανέναν; Ας εἶναι ὅμως, κι ἂς μὴ φανεῖ παράδοξο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀπολαμβάνω κι ἐγὼ κάτι ἀπὸ τὴ φιλία μου μαζί του, ὅπως τότε ποὺ ζοῦσε τὴν ἀρετή, τώρα ποὺ πέθανε, κάποια δόξα ἀπὸ τὸ ἐγκώμιό του. Εἶναι ὥρα ὅμως νὰ τὰ ἀφήσουμε αὐτὰ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ θέμα μας. 
Ποιός λοιπὸν ἦταν τόσο ἀσπρομάλλης στὴ σύνεση, πρὶν ἀκόμα ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά του, καθὼς θὰ ἔλεγε ὁ Σολομώντας ποὺ συσχετίζει τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο; Ποιόν σύγχρονό μας ἢ πιὸ παλιὸ σέβονταν τόσο πολύ καὶ οἱ γεροντότεροι καὶ οἱ νέοι; Ποιός εἶχε πιὸ λίγη ἀνάγκη ἀγωγῆς λόγῳ τοῦ καλοῦ του χαρακτήρα; ᾿Αλλά καὶ ποιός συσχέτισε ἀπὸ κεῖνον πιὸ θαυμάσια ἀγωγὴ καὶ χαρακτήρα; Σὲ ποιόν τομέα τῆς γνώσης δὲν ἐπιδόθηκε; Ἢ, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, σὲ ποιόν τομέα τῆς γνώσης δὲν ἀφοσιώθηκε μὲ ζῆλο ὑπερβολικὸ σὰν νὰ ἤταν ὁ μοναδικός του; Τὰ σπούδασε ὅλα τόσο καλά, ὅσο κανένας ἄλλος τὸ ἕνα! Καὶ τὸ καθένα τόσο τέλεια, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ἄλλο κανένα! Συνδύαζε εὐφυΐα καὶ ἐπιμέλεια, τὶς δυὸ βάσεις κάθε ἐπιστήμης καὶ τέχνης. Λόγῳ τῆς φιλοπονίας του ἀπασχολοῦσε ἐλάχιστα τὴ μεγάλη εὐστροφία του, ἀλλὰ καὶ χάρη στὴ μεγάλη εὐστροφία του ἐλάχιστα κουραζόταν! Τὰ εἶχε συνδυασμένα καὶ τὰ δυὸ σὲ μιὰν τόσο τέλεια ἑνότητα, ποὺ νὰ μὴ ξεχωρίζει κανεὶς γιὰ ποιό ἀπὸ τὰ δυὸ ἦταν πιὸ ἀξιοθαύμαστος! Ποιός ἦταν τόσο δυνατὸς στὴ Ρητορική, ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ λὲς ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα του, «φλόγας ἀναμμένης τρομερὴ μανία ξεφυσοῦσε», χωρὶς νὰ τὸν διακρίνει βέβαια κάτι ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐπίπλαστο ἦθος τῶν ρητόρων; Ποιός στη Γραμματικὴ ποὺ διαμορφώνει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, καθορίζει τοὺς κανόνες τῆς γραφῆς καὶ τῆς ποίησης τὰ μέτρα; Ποιός στὴ Φιλοσοφία, τὴν ὄντως ὑψηλή, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ πάνω, τὴν πρακτικὴ καὶ τὴ θεωρητικὴ καὶ κείνη ποὺ καταπιάνεται μὲ τὶς λογικές ἀποδείξεις, τὶς ἀντιθέσεις καὶ τὶς ἀμφισβητήσεις καὶ ποὺ διαλεκτικὴ τὴν ὀνομάζουν; Τόσο δυνατὸς μάλιστα, ποὺ πιὸ εὔκολα θὰ διέφευγε κανεὶς ἀπὸ τὸ λαβύρινθο, παρὰ ἀπὸ τὰ δίχτυα τῶν δικῶν του φιλοσοφικῶν ἐπιχειρημάτων! 
᾿Απὸ ᾿Αστρονομία, Γεωμετρία καὶ ᾿Αριθμητικὴ ἔμαθε ὅσα χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴν τὸν μπερδεύουν οἱ Μαθηματικοί. Τὰ ἄλλα τὰ ἀπέρριψε ὡς περιττὰ γιὰ ὅσους βάζουν σὲ πρώτη γραμμὴ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη! Καὶ εἶναι ἄξιος θαυμασμοῦ ἐδῶ, τόσο γιὰ ὅ,τι νὰ κρατήσει διάλεξε, ὅσο καὶ γιὰ ὅ,τι ἀποφάσισε νὰ ἀπορρίψει. Σπούδασε καὶ Ἰατρική, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά, πιὸ πολὺ γιατὶ ἦταν φιλάσθενος καὶ εἶχε συνεχῶς ἀνάγκη ἀπὸ νοσοκομειακὴ φροντίδα. ᾿Αλλὰ ἐνῶ ἀπ᾿ αὐτὸ ξεκίνησε, ἔφτασε νὰ κατέχει καλὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἐπιστήμη. Ὄχι ἐπιπόλαια καὶ ἐπιφανειακά, ἀλλὰ βαθιὰ καὶ οὐσιαστικά! 
Τώρα θὰ πεῖ κανεὶς ποιά ἀξία ἔχουν ὅλα αὐτά, παρότι εἶναι σπουδαῖα καὶ μεγάλα, μπρὸς στὸ ὑπέροχο ἦθος αὐτοῦ τοῦ ἄνδρα; Γιὰ ὅσους μάλιστα τὸν γνώρισαν καλὰ μοιάζουν θαρρεῖς παραληρήματα τὰ ὅσα ἀποδίδονται στὸ Μίνωα καὶ τὸ Ραδάμανθυ, ποὺ οἱ Ἕλληνες ἔκριναν ἄξιους γιὰ τὰ ἀνθοφόρα λειβάδια καὶ τὰ Ἠλύσια πεδία, αὐτοὺς τοὺς φανταστικούς τόπους τοῦ δικοῦ μας Παράδεισου, ποὺ νομίζω ὅτι ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ τὰ Μωσαϊκὰ καὶ τὰ δικά μας ἱερὰ βιβλία καὶ τοὺς ἔδωσαν ἄλλο ὄνομα. 
Ἔτσι ἔχουν ὅλα τὰ ἀφορῶντα στὶς σπουδές του. Τὸ σκαρὶ τοῦ πνεύματός του φορτώθηκε μὲ γνώση πολλή, ὅση δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ κατὰ πὼς λέει ἡ παροιμία, «πέρα ἀπὸ τὰ Γάδειρα -Γιβραλτάρ- δὲν ταξιδεύει κανένας»! Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ γυρίσουμε στὴν πατρίδα καὶ νὰ ἐπιδοθοῦμε στὴν ἀνώτερη ζωὴ ποὺ εἴχαμε σχεδιάσει καὶ ἀποφασίσει. Ἔφτασε καὶ ἡ μέρα τῆς ἀναχώρησης μὲ ὅλα τὰ σχετικά, λόγους ἀποχαιρετιστήριους, κατευοδώματα, ἐναγκαλισμούς, παρακλήσεις, δάκρυα καὶ κλάματα ἀκόμα! Ἴσως νὰ μὴν ὑπάρχει ὥρα πιὸ λυπητερὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ χωρίζονται συσπουδαστὲς καὶ φίλοι ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα καὶ μεταξύ τους! Μὲ μᾶς μάλιστα συνέβη καὶ κάτι παραπάνω, πολὺ συγκινητικὸ καὶ ἀξίζει νὰ τὸ περιγράψω. 
Ξαφνικά βρεθήκαμε περικυκλωμένοι ἀπὸ ἕνα πλῆθος φίλων, συνομήλικων καὶ μερικῶν ἀπὸ τοὺς καθηγητές μας, ποὺ διαδήλωναν συνάμα καὶ δήλωναν ἀπερίφραστα ὅτι, εἴτε μὲ τὶς παρακλήσεις τους, εἴτε μὲ τὴν πειθώ τους, εἴτε ἀκόμα καὶ μὲ τὴ βία, δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ φύγουμε! Καὶ τί δὲν ἔλεγαν καὶ τί δὲν ἔκαναν ἀπὸ ὅσα κάνουν ἐκεῖνοι ποὺ πονοῦν! Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ κατηγορήσω γιὰ κάτι τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ ὅσο κι ἂν φανεῖ τολμηρό, κι αὐτὴν τὴν ἄφθαστη ψυχὴ καὶ ἁγία σὲ ὅλα! Γιατὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐξήγησε τοὺς λόγους ποὺ τοῦ ἐπέβαλλαν νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα, ἔκαμψε κάπως τὴν ἀν τίσταση αὐτῶν ποὺ πάσχιζαν νὰ τὸν κρατήσουν καί, μὲ μεγάλη δυσκολία βέβαια, τελικὰ τὸν ἄφησαν νὰ φύγει! Ἐγὼ ὅμως ἔμεινα στὴν ᾿Αθήνα, ἀπὸ τὴ μιὰ γιατὶ ἔδειξα κάποιαν ἀδυναμία –αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως γιατὶ κατὰ κάποιον τρόπο προδόθηκα ἀπὸ κεῖνον, ποὺ πείστηκε νὰ μὲ ἀφήσει, παρ’ ότι τὸν κρατοῦσα σφιχτὰ καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸν ἀφήσω, καὶ νὰ μὲ παραδώσει σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ τραβοῦσαν, πράγμα τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν πίστευα ὅτι μποροῦσε νὰ γίνει! 
Κι ἔγινε τότε μὲ μᾶς τοὺς δυὸ ὅ,τι μὲ ἕνα σῶμα ποὺ στὰ δύο τὸ κόβουν καὶ νεκρώνονται καὶ τὰ δύο κομμάτια! Ὅ,τι μὲ δυὸ μοσχάρια ὁμόζυγα, συντροφικὰ ποὺ πιάνουν καὶ τὰ χωρίζουν, καὶ βγάζουν γοερὰ μουγκανητὰ τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο ἀδυνατώντας νὰ ὑποφέρουν τὸ χωρισμό τους. Βέβαια ἡ δυσάρεστη αὐτὴ κατάσταση δὲν κράτησε γιὰ πολύ. Δὲν ἄντεχα ἄλλο νὰ μὲ βλέπουν λυπημένο, νὰ μὲ ρωτοῦν καὶ νὰ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ δίνω ἐξηγήσεις στὸν καθένα γιὰ τὸ χωρισμό μας. Γιὰ τοῦτο καὶ δὲν ἔμεινα πολὺ χρόνο στὴν ᾿Αθήνα. Καὶ καθὼς ὁ πόθος μου δυνάμωνε, ὅπως ὁ Ὁμηρικός Πάρης, «ἔσπασα κάποια στιγμὴ σὰν ἄλογο τὰ σκοινιὰ ποὺ μὲ κρατοῦσαν καὶ κάλπασα κατὰ τὴν πεδιάδα», ἔτρεξα νὰ βρῶ τὸν ἀδελφὸ καὶ σύντροφό μου…».

Ο Μέγας Βασίλειος χειροτονεί τον Γρηγόριο Θεολόγο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου