Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

ΑΛΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: "ΕΞΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ"


Στις 13 Δεκεμβρίου 2023, παρουσιάστηκε το νέο δισκογράφημα με τίτλο"Έξι κινηματογραφικές σκηνές" του συνθέτη Άλκη Παπαδόπουλου, με την Μαρία Μοσχίδου (πιάνο), στην κατάμεστη Αίθουσα Διδασκαλίας της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 
Προλόγισε ο μουσικογράφος και κριτικός Θωμάς Ταμβάκος. Παραθέτουμε, στη συνέχεια, την ομιλία του. 


Καλησπέρα σας. 
Σήμερα, αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, εδώ στον φιλόξενο χώρο της Αίθουσας Διδασκαλίας της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης, παρουσιάζουμε το πρώτο προσωπικό δισκογράφημα του εκλεκτού συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγού Άλκη Παπαδόπουλου με τίτλο Έξι Κινηματογραφικές Σκηνές. 
Το μουσικό περιεχόμενό του θα το αποδώσει σε λίγο η πιανίστα Μαρία Μοσχίδου, μέσα από το δικό της εκφραστικό και συναισθηματικό πρίσμα. 
Ο Άλκης Παπαδόπουλος, γεννημένος στην Αθήνα τις 9 Ιουνίου του 1956 και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Ωδείου Χολαργού επίσης, είναι ο ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας IRIDA. Η εταιρεία η οποία περιλαμβάνει εξοπλισμένο στούντιο ηχογραφήσεων, εισέρχεται πλέον στην τρίτη δεκαετία της.
Με περισσότερες από τριάντα δισκογραφικές εκδόσεις, λόγιας και τζαζ μουσικής, με έμφαση στους Έλληνες δημιουργούς και εκτελεστές, η ΙΡΙΔΑ κατέχει πλέον αξιοζήλευτη θέση μεταξύ των αντίστοιχων δισκογραφικών εταιρειών σε ολόκληρη την Ευρώπη, με παραγωγές ιδιαίτερα προσεγμένες, σε όλες τις λεπτομέρειες και από όλους, ανεξαιρέτως, τους συμμετέχοντες σε αυτές, όπως ο Νίκος Δημοσθένους, έμπειρος ηχολήπτης και μουσικός. 
Είκοσι έτη λοιπόν μετά την ίδρυση τής ΙΡΙΔΑ, o ιδρυτής και εμπνευστής της, μας προσφέρει τις Έξι Κινηματογραφικές Σκηνές, σε φυσική μορφή και με καλαίσθητη χάρτινη συσκευασία, σε πείσμα όλων όσων πιστεύουν ότι ο συμπαγής δίσκος ακτίνας (το CD δηλαδή) πνέει τα λοίσθια. 
Ναι μεν η ποσοτική παραγωγή του είναι μειωμένη, σε σύγκριση με τις προηγούμενες δεκαετίες, όμως το CD -στις διάφορες μορφές του που αφορά τους τρόπους δειγματοληψίας του ήχου- επιμένει να δίνει το παρόν σε εκατομμύρια πραγματικούς φιλόμουσους στον πλανήτη. Φιλόμουσους που δεν παθιάζονται με τον άυλο, τον πλήρως ψηφιακό λεγόμενο ήχο που διατίθεται σε πλατφόρμες του διαδικτύου. 
Το δισκογράφημα περιέχει πιανιστικά έργα, αριστοτεχνικά δομημένα, χωρίς περιττές ή φλύαρες προσθήκες, σχεδόν μινιμαλιστικά. Έργα χαμηλότονα, αλλά όμως αρκούντως ικανά να προκαλέσουν το ζωηρό ενδιαφέρον του ακροατή και την επιθυμία του για επανάληψη της ακρόασης. 
Η αγάπη του μουσικού δημιουργού για την έβδομη τέχνη είναι δεδομένη και τεκμηριωμένη εδώ και πολλά χρόνια. Να τονίσω εδώ ότι είναι πολύ σπάνια, στην εργογραφία και πολύ περισσότερο στη δισκογραφία της λόγιας ελληνικής μουσικής, η μουσική δημιουργία, με πηγή έμπνευσης τις κινηματογραφικές ταινίες. Μουσική δημιουργία η οποία ουδεμία σχέση έχει σχέση με τις προϋπάρχουσες μουσικές επενδύσεις για κινηματογραφικές ταινίες. 
Ο Άλκης το τολμά και δικαιώνεται εκ του αποτελέσματος. Είναι εξάλλου έμπειρος συνθέτης μουσικής επένδυσης κινηματογραφικών ταινιών μεγάλου και μικρού μήκους. Επί τροχάδην σας αναφέρω τους τίτλους: Στο ύψος της χαραμάδας (1992), Νετρίνο (1999, αμφότερες μεγάλου μήκους), Μια Κυριακή (1984), Φλου (1986), Αργή πτήση (1989), Η γυναίκα στο δωμάτιο (2017) και οι τέσσερις μικρού μήκους. Η εμπειρία του αυτή συμπληρώνεται με τις μουσικές επενδύσεις του για ντοκυμαντέρ και εκπομπές λόγου και τέχνης στην ΕΡΤ. 


Η έμπνευση για τη γραφή των Έξι Κινηματογραφικών Σκηνών έλκεται από ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες-σταθμούς στην ιστορία της έβδομης τέχνης. Έξι γνωστά και αγαπημένα αριστουργήματα της μεγάλης οθόνης κορυφαίων σκηνοθετών, αξεπέραστα έως τις μέρες μας, αναβιώνονται, με μοναδική μαεστρία, μέσα από την ηχοχρωματική παλέτα του πιάνου. 
Οι Έξι Κινηματογραφικές Σκηνές αναπαραγάγουν εικόνες και συναισθήματα, ανάλογα με αυτά που προκαλεί η θέαση των ισάριθμων ταινιών, ιδίως στη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα. Αν και ο τίτλος ίσως παραπέμπει τον ακροατή σε συγκεκριμένες και αξέχαστες σκηνές από τις ταινίες, ανάλογα βέβαια με τη φαντασία του, εντούτοις η μουσική δημιουργία του δισκογραφήματος είναι εμπνευσμένη καθαρά από την αισθητική και το ύφος εκάστης ταινίας και όχι αποκλειστικά από σκηνές τους αλλά και τις μουσικές επενδύσεις τους που τις συνοδεύουν. 
Πιστεύω ότι η επιλογή των συγκεκριμένων ταινιών από τον συνθέτη είναι ιδανική και μία εξαιρετική προσπάθεια να επαναφέρει τα αισθήματα που ένοιωσε στη νεότητά του, όταν τις είδε την προβολή τους στις κινηματογραφικές αίθουσες. 
Όπως ο συνθέτης τονίζει, πέρα από την έμπνευση, αφετηρία επίσης, για τη μουσική δημιουργία, ήταν η ιδιαίτερη οπτική γωνία του κάθε σκηνοθέτη για τα αιώνια προβλήματα του ανθρώπου. 
Ο συνθέτης σε αυτό το δισκογράφημα αδιαφορεί για τις προϋπάρχουσες μουσικές επενδύσεις των έξι ταινιών. 
Αφήνει τη φαντασία του ακροατή απολύτως ελεύθερη να προσεγγίσει τη θαυμαστή διαχείριση των χωροχρόνων του ονειροπόλου και βασικού εκφραστή του ιταλικού νεορεαλισμού, του Λουκίνο Βισκόντι στις ντοστογιεβσκηκές Λευκές Νύχτες (Le Νotti Βianche). Ταινία στοχαστικής πραότητας που θεωρείται ως το άπαν της κινηματογραφικής πρωτοπορίας για την εποχή του (1957), αν και χαρακτηρίστηκε ως υπερβολικά αισθητική, από την αριστερή διανόηση της εποχής του. 
Η εξάλεπτης διάρκειας έξοχη μουσική δημιουργία του Άλκη, για τον ακροατή που γνωρίζει επίσης καλά την ταινία αλλά και τον σκηνοθέτη, τον φέρνει ενώπιον της μεγαλειώδους χρήσης του βάθους πεδίου που χάρη στον σκηνοθέτη πολλαπλασιάζει τον θεατρογενή χώρο. 
Αφήνει τη φαντασία του ακροατή να κατανοήσει τις υπέροχες αναλογίες, τις επιρροές και τις συγκλίσεις, στο δράμα Κόκκινη έρημος (Desserto Rosso) του επίσης Ιταλού Μικελάντζελο Αντονιόνι, σκηνοθετημένο επτά χρόνια μετά (1964). 
Η ταινία γυρίστηκε στη Ραβέννα και παρουσιάστηκε από τον σκηνοθέτη ως μια πόλη χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, με κύριο χαρακτηριστικό την αποξένωση που πλήττει τους ανθρώπους των σύγχρονων και εκβιομηχανοποιημένων κοινωνιών. 
Αυτό το στοιχείο ο ακροατής μπορεί να το διακρίνει στο σχεδόν πεντάλεπτο μελαγχολικό, πλην όμως υπέροχο, μουσικό δημιούργημα του συνθέτη. Να ταυτιστεί με το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων της ταινίας και κυρίως με το όνειρο της φυγής που η πρωταγωνίστρια διηγείται στον γιό της. Αφήνει τη φαντασία του ακροατή να συμπορευθεί με το συναρπαστικό βουκολικό δράμα αγάπης, προδοσίας και θανάτου του δικού μας, του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αναφέρομαι φυσικά στον Θίασο, ίσως την καλύτερη ταινία του, με αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1939-1952, γυρισμένη το 1975. 
Διάρκειας τρεισήμισι λεπτών το μουσικό έργο του συνθέτη, μοιάζει ν’ ακολουθεί το μνημειώδες παιχνίδι της ταινίας με τον χρόνο και την προσπάθεια του σκηνοθέτη ν’ αναδείξει και να καυτηριάσει τον φασισμό. Η ταινία είναι τελικά ένα παιχνίδι που διαδραματίζεται εντός κι εκτός οθόνης, εντός κι εκτός σκηνής, αλλά τελικά εντός κι εκτός εποχής. Και οι νότες στο πιάνο, έξοχα τοποθετημένες, υπομνήουν δεόντως αυτό το παιχνίδι, σε ένα μουσικό ύφος άχρονο και ατελεύτητο. 
Με ένα πεντάλεπτο αριστούργημα, που προσωπικά το κρίνω ως το καλύτερο έργο στο δισκογράφημα, ο συνθέτης αφήνει τη φαντασία του ακροατή να ενσκήψει στο ημερολόγιο κοσμικής μνήμης, όπου η πραγματικότητα διακόπτει συνεχώς την μυθοπλασία, στη ριζοσπαστική και συνάμα ποιητική κινηματογραφική αφήγηση της ταινίας Χιροσίμα αγάπη μου (Hiroshima mon amour) (1959) του Γάλλου σκηνοθέτη της μνήμης και του χρόνου Αλαίν Ρεναί. 
Με έναν εξάλεπτης διάρκειας ακροβατισμό μεταξύ τζαζ και λόγιας μουσικής, ο συνθέτης αφήνει τη φαντασία του ακροατή να ταυτιστεί με την δονκιχωτική πάλη και την εμμονή της μεταπολεμικής Γαλλίας με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, την εκμηχάνιση και τον καταναλωτισμό, στη βραβευμένη με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας Ο θείος μου (Mon Oncle) του Ζακ Τατί. 
Η ταινία γυρίστηκε το 1958, όταν ο συνθέτης ήταν δύο ετών. Κάθε νότα στο πιάνο είναι σαν μία ευρηματική κίνηση στο ζοφερό περιβάλλον της νέας βιομηχανικής εποχής της βραβευμένης ταινίας. Με όχημα την τζαζ μουσική και τις κλασσικότροπες μουσικές υπομνήσεις, είναι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγιστεί το ανανεωτικό κωμικό ύφος του Τατί. 
Με ένα μόλις δυόμιση λεπτών μινιμαλιστικό μουσικό κομψοτέχνημα, ο συνθέτης αφήνει τη φαντασία του ακροατή να αισθανθεί ότι συμμετέχει στη συγγραφή του φουτουριστικού μυθιστορήματος, με τίτλο 2046, για την λαβυρινθώδη πόλη, με την μελαγχολική ατμόσφαιρα. Πόλη στην οποία καταφεύγουν οι άνθρωποι για να βρουν τις χαμένες τους αναμνήσεις, όπως θαυμάσια το αποτύπωσε ο κινεζικής καταγωγής σκηνοθέτης Γουόνγκ Καρ Γουάι στην ταινία του, γυρισμένη το 2004. Οι λιγοστές νότες και η επανάληψή τους είναι ικανά στοιχεία για να εισάγουν τον ακροατή στο πνεύμα της ταινίας.
Ολόκληρο, το σχεδόν τριαντάλεπτο, αφηγηματικό «νέο-κινηματογραφικό» ερωτικό παιχνίδι του ανθρώπινου μυαλού, με την ανάμνηση, και όχι ανα-παράσταση, των εικόνων από τα έξι προαναφερθέντα κινηματογραφικά αριστουργήματα, μέσα από τη μουσική δημιουργία του συνθέτη στο δισκογράφημα, θέτει επί τάπητος τον προβληματισμό για την αναγκαιότητα της γραφής νέων μουσικών προσεγγίσεων. 


Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση είναι θετική και επιβεβλημένη. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, κινείται η μουσική δημιουργία του δισκογραφήματος, όπου κάθε νότα είναι ένας νέος τρόπος ιστορικής αναδρομής στην ιστορία του κινηματογράφου και της μουσικής επένδυσής του. 
Ο διάχυτος μινιμαλισμός, χωρίς όμως να εντάσσεται σε περιορισμένο υφολογικό πλαίσιο, απαντά και στο, σχεδόν δωδεκάλεπτο, συμπληρωματικό πιανιστικό κομψοτέχνημα, με τίτλο Τρείς εμμονές και ένα Νανούρισμα. 
Έργο του 2011, συνεχίζει το νήμα της μουσικής αφήγησης, από εκεί που σταματά με τα έξι προαναφερθέντα μουσικά έργα. Με ενορχηστρωτικό εργαλείο το πιάνο και πάλι, και τις σπουδές για αυτό το όργανο που ακολουθούν τον πιανίστα σε όλη του την ζωή, ο συνθέτης δημιουργεί νέες εξαίσιες εικόνες και συναισθήματα. 
Προτρέπει τον ακροατή να δημιουργήσει δική του αλληλουχία εικόνων και συναισθημάτων, μελαγχολικών ίσως, με υγρά ξέφωτα σε δασωμένο τοπίο, με απέραντη καυτή άμμο σε ερημική παραλία. Αυτή η συνεχής επανάληψη των μουσικών μοτίβων που χαρακτηρίζει την μινιμαλιστική τεχνική είναι επίσης, ένας μικρός φόρος τιμής στον Φίλιπ Γκλας και τον Τζων Άνταμς, τους διάσημους μινιμαλιστές συνθέτες που ο Άλκης θαυμάζει. 
Πάνω απ’ όλα, η άξια συνοδοιπόρος σε αυτό το «κινηματογραφικό ταξίδι» 42 συνολικά λεπτών, η πιανίστα Μαρία Μοσχίδου, γίνεται καθοριστικός διαμεσολαβητής για την επικοινωνία του ακροατή με το μουσικό «μινιμαλιστικό» απαύγασμα του συνθέτη. 
Ευθύς εξ αρχής έθεσε ως σκοπό την, όσο το δυνατόν, ακριβέστερη απόδοση των προθέσεων του συνθέτη, αναπόφευκτα ιδωμένων μέσα από τον δικό της εκφραστικό και συναισθηματικό πρίσμα όπως προείπα. Κατά τη γνώμη μου το πέτυχε απόλυτα. Θα το διαπιστώσετε εξάλλου στη συναυλία που θ’ ακολουθήσει. 
Θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές γι’ αυτό το δισκογραφικό αριστούργημα. Με το επίσης πολύ ωραίο εξώφυλλο και κατατοπιστικό δίγλωσσο ένθετο όπου είχα την τιμή να γράψω ένα μικρό προλογικό σημείωμα. 
Επαφίεται στον ακροατή να το «κοινωνήσει» και να το απολαύσει. Εύχομαι να είναι ευπώλητο και καλοτάξιδο. 
Ευχαριστώ πολύ και καλή συνέχεια με την επί τόπου ερμηνεία από την Μαρία Μοσχίδου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου