Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Η ΚΥΡΙΑ ΑΘΗΝΑ ΚΑΚΟΥΡΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΘΗΚΕ ΕΠΙΤΙΜΗ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ


Η συγγραφέας, αειθαλής Κυρία Αθηνά Χ. Κακούρη, αγαπημένη της Ιδιωτικής Οδού, αναγορεύθηκε Επίτιμη Διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας, την Τετάρτη 24 Μαΐου 2023, στην Αίθουσα Τελετών "Οδυσσέας Ελύτης" του Πανεπιστημίου Πατρών. 
Το έργο και την προσωπικότητα της τιμώμενης παρουσίασε η Καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας Κατερίνα Κωστίου, ενώ ακολούθησε η αναγόρευση της τιμώμενης σε Επίτιμη Διδάκτορα από την Πρόεδρο του Τμήματος Φιλολογίας, Καθηγήτρια Ευφημία Καρακάντζα και η περιένδυσή της από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, Καθηγητή Χρήστο Μπούρα. 
Η εκδήλωση της επιτιμοποίησης ολοκληρώθηκε με την ομιλία της τιμώμενης με τίτλο: «Το Ιστορικό Μυθιστόρημα: «Ιστορικό» ή «Μυθιστόρημα»;» 
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγγραφέας έχει παραχωρήσει όλη τη βιβλιοθήκη της που αφορά στην Πάτρα, καθώς επίσης και το αρχείο της, στο Εργαστήριο Αρχειακών Τεκμηρίων και Τύπου (ΕΑΤΤ) του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Το ΕΑΤΤ είναι ερευνητικός φορέας, ενταγμένος σε ακαδημαϊκό πλαίσιο, που αποσκοπεί στην επιστημονική αξιοποίηση αρχειακού υλικού και του Τύπου μέσω του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών και συνεργασιών με ερευνητές και άλλα πανεπιστήμια. Ήδη το έργο της Αθηνάς Κακούρη αποτελεί θέμα εργασιών για τους φοιτητές του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, καθώς και πλαίσιο μεταπτυχιακών εργασιών. 


Παραθέτουμε, στη συνέχεια, την ομιλία της Κυρίας Αθηνάς Κακούρη. 
Τo Iστορικό μυθιστόρημα  - Ιστορικό η μυθιστόρημα; 
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι είδος σχετικά πρόσφατο, πράγμα φυσικό διότι δεν μπορούσε να υπάρξει πριν από την εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης από τη μια και την διαμόρφωση του μυθιστορήματος ως είδους από την άλλη. Κι αυτό έγινε χοντρικά στα μέσα του 18ου αιώνα. 
Πατέρας του ιστορικού μυθιστορήματος θεωρείται ο Ουώλτερ Σκωτ, πού έγραψε στις αρχές του 19ου αιώνος – σα να λέμε, τόν καιρό πού ωρίμαζε στις περιοχές μας ἡ δυναμική της Εθνεγερσίας. Ενδιαφέρον είναι να σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα, ὁ Αυθέντης του Μωρέως, του Ραγκαβή, γράφηκε στα 1850, αρκετά κοντά δηλαδή στην πρώτη εμφάνιση του είδους στη Δύση. Έκτοτε το ιστορικό μυθιστόρημα γνώρισε καί γνωρίζει μεγάλη εξάπλωση παντού, καί φυσικά και στην Ελλάδα. 
Ορισμοί του λογοτεχνικού αυτού είδους έχουν δοθεί τρείς βασικά, αλλά ας μείνουμε σ’εκείνον πού ὁ εξαιρετικός κριτικός λογοτεχνίας Απόστολος Σαχίνης, θεωρεί τόν καλύτερο: ιστορικό είναι το μυθιστόρημα πού έχει ως θέμα πρόσωπα καί γεγονότα μιας περασμένης εποχής καί δημιουργεί το ιδιαίτερο χρώμα του τόπου καί του χρόνου. 
Τα όσα θα πω σήμερα για το Ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι άλλο από τα όσα μου δίδαξε ἡ πείρα – δεν είμαι θεωρητικός (ούτε ιστορικός, ούτε ιστορικός της λογοτεχνίας, μήτε φιλόλογος,) αλλά ένας ενθουσιώδης αναγνώστης καί ένας τεχνίτης, πού έμαθε κάμποσα πάνω στη δουλειά καί συχνά διερωτήθηκε –τί βαραίνει περισσότερο, η Ιστορία η το Μυθιστόρημα; Καί ἡ απάντηση πού δίνω είναι:
Ακόμη κι ένα μέτριο μυθιστόρημα στέκει - ἤ τουλάχιστον δεν βλάπτει- εάν είναι σωστή ἡ Ιστορία, δηλαδή ὁ ιστορικός ιστός πού πάνω του πλέκονται οι περιπέτειες της ζωής τών ηρώων. 
Ενώ ακόμη κι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα δεν στέκει,-η ενδέχεται να είναι καί βλαβερό - αν ἡ ιστορία δεν είναι σωστή. 
Η Ιστορία, βλέπετε, εκτός από διασκεδαστική καί ενδιαφέρουσα, μπορεί να γίνει και εργαλείο. Εάν το κατασκευάσουμε καί το συντηρήσουμε καλά, τότε μας δίνει πολλές πληροφορίες για τόν εαυτό μας και για τούς άλλους, μας δίνει παραλληλισμούς πού μας βοηθούν να εκτιμήσουμε μια κατάσταση, μας προσφέρει στοιχεία πού – είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι –επηρεάζουν την σκέψη μας και τίς αποφάσεις μας. 
Εάν όμως δεν το φροντίσουμε όπως πρέπει, το εργαλείο αυτό μπορεί καί να παραπλανήσει, να θολώσει την εικόνα τού τί είμαστε εμείς καί, ακόμη χειρότερο, τού τι είναι κάποιοι άλλοι, να δημιουργήσει επικίνδυνες συναισθηματικές φορτίσεις, να μας βάλει σέ λανθασμένους δρόμους καί να μας οδηγήσει σέ καταστροφές. 
Σκοπιμότητες του είδους πού ψευτίζουν την αλήθεια είναι τόσο επικίνδυνες όσο και τα σκανταλέματα της πυξίδας ενός πλοίου. 
Τα παραδείγματα είναι πλήθος – σας συνιστώ μάλιστα το μικρό -αλλά πολύ σοβαρό βιβλίο Dangerous games, επικίνδυνα παιχνίδια, The uses and abuses of history, χρήσεις και καταχρήσεις της Ιστορίας, της διάσημης ιστορικού Margaret Macmillan πού διευθύνει τίς Σπουδές της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. 
Στο βιβλίο αυτό ἡ ΜακΜίλαν αναπτύσσει το πώς -είτε από αμέλεια είτε σκόπιμα -ἠ Ιστορία μπορεί να γίνει εργαλείο παρανοήσεων ἤ και αυτόχρημα προπαγάνδας. 
Θα μου πείτε, ίσως, ότι αυτά ισχύουν μεν για την συγγραφή της Ιστορίας, αλλά όχι για το ιστορικό μυθιστόρημα, όπου ὁ συγγραφέας μπορεί να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του. Έτσι φαίνεται∙ αλλά στην πράξη ἡ ελευθερία αυτή έχει αυστηρά πλαίσια. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το μυθιστόρημα -επειδή διαβάζεται από ένα ευρύτατο κοινό- μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ ισχυρό μέσον δημιουργίας κοινής γνώμης, προδιαθέσεως, αισθημάτων, φρονήματος. Εδώ όμως αγγίζουμε ένα σημείο πού είναι πολύ λεπτό καί πολύ επικίνδυνο: το ιστορικό μυθιστόρημα πού στοχεύει σέ κάτι. Νομιμοποιείται να γράφεται ένα τέτοιου είδους μυθιστόρημα; Δηλαδή στην ουσία ένα είδος προπαγάνδας; 
H ερώτηση είναι μάταιη, διότι έτσι κι αλλιώς αυτή είναι κοινή πρακτική καί έχουμε πολλά τέτοια μυθιστορήματα, είτε ιστορικά είτε όχι. Η Χάριετ Μπήτσερ Στόου έγραψε «Το Καλύβι του Μπάρμπα Θωμά» στοχεύοντας στην κατάργηση της δουλείας. 
O Ντίκενς έγραψε τόν Όλιβερ Τουίστ στοχεύοντας νά συγκινήσει τούς συμπατριώτες του (μεταξύ άλλων καί) για την άθλια κατάσταση των ορφανοτροφείων. Ὁ Κανταρέ έγραψε το Ὁ Στρατηγός της νεκρής στρατιάς στοχεύοντας (μεταξύ άλλων) στο να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια των Αλβανών.
Αυτό λοιπόν γινόταν καί γίνεται καί θα εξακολουθήσει να γίνεται. Μπορούμε όμως να κρίνουμε πότε νομιμοποιείται καί πότε όχι; 
Πιστεύω πώς ναι. Πιστεύω πώς υπάρχει ένα απόλυτο κριτήριο: ἡ ιστορική αλήθεια, τα εξακριβωμένα στοιχεία. Αυτά, ὁ μυθιστοριογράφος έχει την υποχρέωση να τα αναζητήσει με όλες του τις δυνάμεις, όπως ακριβώς την έχει καί ὁ ιστορικός. 
Πώς βρίσκει την αλήθεια; Ψάχνοντας για να εξακριβώσει τί συνέβη καί γιατί. Σαν καλός ανακριτής θα φροντίσει να ακούσει όλες τίς πλευρές, να εξετάσει αμερόληπτα όλα τα τεκμήρια, να επισημάνει τίς αντιφάσεις, να σταθεί εφεκτικός σέ ὅ τι του φαίνεται αναξιόπιστο, να εξιχνιάσει τα κίνητρα καί κυρίως –κυριότατα- να αντισταθεί στον πειρασμό να προσαρμόσει τα ευρήματά του στις προκαταλήψεις του.
«Μα δεν είναι αυτό δουλειά του Ιστορικού»; θα με ρωτήσετε. «Δεν αρκεί εγώ να πάρω ένα Εγχειρίδιο Ιστορίας, να μάθω τα γεγονότα καί μετά να αφήσω την φαντασία μου ελεύθερη στο μυθιστόρημα;» Όχι, αυτό δεν αρκεί καθόλου! Καί παρακάτω θα σας εξηγήσω γιατί. 
O μυθιστοριογράφος θα δουλέψει ως ιστορικός, θα μεταχειριστεί πηγές, δηλαδή Ημερολόγια ανθρώπων εκείνης της εποχής, εφημερίδες, αλληλογραφία, αρχεία, διπλωματικά έγγραφα...Καλό είναι να μην ξεχνά ότι δεν είναι εκπαιδευμένος ιστορικός, ὅ τι δεν έχει εξασκηθεί στην τεχνική πού απαιτείται καί δεν έχει ασκήσει το μυαλό του να αμφιβάλει, να αντιπαραθέτει, να κρίνει, κοντολογίς ότι του λείπουν πολλά εφόδια καί άρα πρέπει να προσέχει διπλά. 
Του επιτρέπεται όμως να παρουσιάσει ένα μέρος μιας περίπλοκης σύνθεσης, ενώ ὁ ιστορικός οφείλει να παρουσιάσει το σύνολό της. 
O μυθιστοριογράφος έχει λοιπόν αυτήν την ελευθερία να διαλέξει ένα μέρος καί να παρουσιάσει αυτό το μέρος, αλλά όσο καλύτερος μυθιστοριογράφος είναι τόσο πιο πιστά θα απεικονίσει αυτό το μέρος, καί τόσο πιο σωστά θα το τοποθετήσει μέσα στο όλον. 
Επανέρχομαι στα τρία παραπάνω παραδείγματα – την «Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», τόν «Όλιβερ Τουίστ» καί το «Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς». Είναι καί τα τρία από το επικίνδυνο εκείνο είδος των μυθιστορημάτων πού έχουν ως σκοπό να συγκινήσουν καί να επηρεάσουν. 
Τα δύο πρώτα υπηρετούν την αλήθεια - οι συνθήκες στον αμερικανικό Νότο αποδίδονται σωστά από την συγγραφέα, όπως σωστά αποδίδονται καί οι συνθήκες στα ορφανοτροφεία της Βικτωριανής Αγγλίας από τόν Ντίκενς. 
Τί συμβαίνει όμως με τον «Στρατηγό της Νεκρής Στρατιάς»; εδώ ὁ συγγραφέας δημιουργεί ένα επιλεκτικό παρελθόν - όπου οι Ιταλοί και οι Αλβανοί είναι υψηλόφρονες, γενναίοι και τίμιοι, ενώ οι αξιωματικοί ενός άλλου, μη κατονομαζόμενου λαού (προφανώς όμως οι Έλληνες) είναι δειλοί, σκυλεύουν τους νεκρούς, κλέβουν και αρπάζουν. Ὁ φασισμός δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε τα πραγματικά γεγονότα της ιταλικής επιθέσεως εναντίον της Ελλάδος το 1940, ούτε τα της συμπράξεως των Αλβανών με τούς Ιταλούς. Το μυθιστόρημα αυτό είναι το τέλειο παράδειγμα μιας μυθιστοριογραφίας στρατευμένης – είναι μια προσπάθεια να καλλιεργηθεί ἡ εχθροπάθεια μεταξύ γειτόνων. 
Το έργο αυτό του Καντερέ είναι ένα ακραίο παράδειγμα, μέσα σέ πολλά, πάρα πολλά αλλά, όχι τόσο κραυγαλέα, πράγμα που τα κάνει και πιο επικίνδυνα. 
Για μένα, σεβαστός και τιμητέος είναι μόνον ὁ συγγραφέας πού συναισθάνεται την βαριά του ευθύνη να εμφανίσει, στο μυθιστόρημά του, πιστά τα πρόσωπα και τα πράγματα της περασμένης εποχής πού επέλεξε. Το έργο του δεν είναι ένα αθώο παιχνίδι, είναι ύλη δυνάμει εκρηκτική καί ὁ χειρισμός της απαιτεί μεγάλη προσοχή. 
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος για τον οποίον ὁ συγγραφέας πρέπει να πλησιάσει όσο μπορεί πληρέστερα και πιο αμερόληπτα την περασμένη εκείνη εποχή πού θέλει να ζωντανέψει. 
Πιθανότατα θα ξεκινήσει με ένα απλό βιβλίο γενικής Ιστορίας και θα καταγράψει τίς ημερομηνίες κλειδιά - θα αναζητήσει μετά ειδικότερες μελέτες, θα διαβάσει και ξαναδιαβάσει λογοτεχνία της εποχής, επιστολές πού ίσως θα βρει, και φυσικά εφημερίδες. Πάλι και πάλι θα διαβάσει εφημερίδες -και εάν τύχει να έχει επιλέξει μια περίοδο με έντονες συγκρούσεις, θα διαβάσει πολύ τις εφημερίδες και της μιας και της άλλης πλευράς -τα κύρια άρθρα, αλλά και τα χρονογραφήματα, και τίς επιφυλλίδες, και τίς μικρές αγγελίες…Θα φυλλογυρίσει περιοδικά μόδας για να του γίνει οικείος ὁ τρόπος πού ντύνονταν τότε οι άνθρωποι, τί εργασίες έκαναν, το πώς διασκέδαζαν. Θα εξακριβώσει με τί μέσα μετακινούνταν και πόσο γρήγορα. Και θα προσέξει ιδιαιτέρως στα μυθιστορήματα τα γραμμένα την εποχή εκείνη, τούς διαλόγους, για να καταλάβει πώς μιλούσαν τότε οι άνθρωποι -κι αυτό θα του πει πολλά και για τα ήθη της εποχής. 
 Έτσι σιγά σιγά συγκεντρώνεται στο νου του ένα πλήθος από πληροφορίες και εικόνες και σπαράγματα σκηνών και συγκρουομένων αντιλήψεων, ένας κυκεώνας απ’ όπου όμως, -ξαφνικά- ξεχωρίζει μια μορφή – 
Α! αυτή θα είναι ἠ ηρωίδα μου! λέει έκθαμβος. 
Ή ένα γεγονός: Α! Αυτό είναι τόσο χαρακτηριστικό πού αν το εντάξω στην πλοκή μου θα αναδείξω όλο το πρόβλημα! 
Κοντολογίς, τούς ήρωές του και την πλοκή του τους δίνει το υλικό πού συγκέντρωσε -κι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να δημιουργήσει κάτι πιστό στην εποχή και την αλήθεια της, αλλά δεν πρέπει να ξεγνοιάσει. Είναι τόσο εύκολο να σέ παρασύρει το παρόν σέ αναχρονισμούς – πέντε χρόνια εργαζόμουν για τά Πριμαρόλια∙ στα πραγματολογικά είχα την πολύτιμη βοήθεια του αξέχαστου Κώστα Τριανταφύλλου και του επίσης βαθύτατου γνώστη της Πάτρας και των πατρινών, τοῦ Νίκου Πολίτη, πού είχαν την καλοσύνη να το διαβάσουν και τελειωμένο∙ το περνούσα κάθε λίγο και από τη κριτική ματιά της αδελφής μου Αλεξάνδρας και της αδελφής μου Μαρίας, πού μαζί είχαμε μεγαλώσει στην Πάτρα και ανταλλάσσαμε αναμνήσεις και παλαιές ιστορίες∙ έγινε ἡ παρουσίαση, δημοσιεύθηκαν κριτικές∙ και μόνον έξη χρόνια αργότερα μου έγραψε μια κυρία από τα Κύθηρα και μου ὑπέδειξε ότι στην σελίδα 397 γράφω ότι ἡ Κα Ζίγκαλη έστειλε να αγοράσει δέκα κιλά βερίκοκα… Κιλά! Πώς κατάφερα να γράψω «κιλά» εγώ πού μεγάλωσα με τίς οκάδες και τα δράμια, και έχω ακόμη τα ζύγια της εποχής εκείνης; 
Κοσκίνισμα λοιπόν χρειάζεται, κοσκίνισμα και πάλι κοσκίνισμα για κάθε σκηνή της αφήγησης και για κάθε στοιχείο. 
Πάντοτε με μεγάλη προσοχή και με την επίγνωση πώς κινδυνεύει να κάνει λάθη, πάντοτε δηλαδή με μπόλικη ταπεινοφροσύνη, θα περάσει ὁ μυθιστοριογράφος από το κόσκινο της λογικής, την κάθε του σκηνή. 
Αλλά με το κόσκινο της λογικής θα την περάσει και ὁ κάθε αναγνώστης. Είναι μεν δέκτης, ὁ αναγνώστης, αλλοίμονο όμως εάν μείνει αδρανής δέκτης. Αλλοίμονο εάν καταπίνει ὅ τι του σερβίρεται - αλλοίμονο εάν αφεθεί να τρέφεται με ὅ τι ανοησία του προσφέρεται. Ὁ αναγνώστης έχει κι αυτός την ευθύνη να σκεφτεί καί να αντιδράσει. 
Όπως ακριβώς αντιδρά στο κρύο ή τη ζέστη, στην πνιγηρότητα ή τόν καθαρόν αέρα, στον θόρυβο ή στην μελωδία – έτσι και στο βιβλίο θα αντιδράσει - ο φ ε ί λ ε ι να αντιδράσει, οφείλει να εκπαιδεύσει το μυαλό του να ζυγιάζει και να κρίνει, προκειμένου να ξεχωρίσει τί θα πετάξει ως υποβολιμαία καλλιέργεια βλαβερών παρορμήσεων, τί θέα θεωρήσει ως άχρηστη σαβούρα και θα το παραμερίσει, και τι θα διαβάσει με προσοχή, θα ξαναδιαβάζει με απόλαυση, καί θα ανατρέχει σ αυτό για να εμπλουτίζει τις ιστορικές γνώσεις του, να διευρύνει τους ορίζοντές του, να εξετάζει ξεχασμένους προβληματισμούς έτσι ώστε ἡ περασμένη εποχή στην οποίαν θα ζήσει για λίγο μέσα από το μυθιστόρημα να συμβάλει στο να καταλάβει καλύτερα το παρόν και να προχωρήσει πιο στέρεα προς το μέλλον. 
Αθηνά Κακούρη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου