Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ "ΤΑ ΔΥΣΤΡΟΠΑ ΣΥΜΦΩΝΑ"


Νίκος Παλουμπιώτης 
«Με τα χρώματα του ιλίγγου στην όρασή μας σ’ ένα ρυθμό ραγισμένης ελπίδας θα προφέρουμε στην τελετή τα απροσάρμοστα φωνήεντα, τα δύστροπα σύμφωνα». 
Αν αφαιρέσει κανείς από μια συλλαβή το σύμφωνο τι μένει; Η κραυγή, το επιφώνημα: του θαυμασμού, του τρόμου, της έκπληξης. 
Αν αφαιρέσει κανείς τα φωνήεντα από τις λέξεις τι απομένει; Γίνεται βουητό, βρυχηθμός, λυγμός, βροντή. Μονάχα με τα σύμφωνα πως θα μιλήσει το ποίημα; Το σύμφωνο πολλές φορές δυστροπεί. Άλλες όμως ισορροπεί. Γίνεται ένδυμα που προστατεύει και υποβαστάζει τα ευαίσθητα και εύθραυστα φωνήεντα. 
Το αυθεντικό σύμφωνο ντύνει τις συλλαβές, που μπορεί να έχει την έννοια της απόκρυψης που προσφέρει η ομορφιά του ίδιου του ενδύματος, την ομορφιά που κρύβει και αποκαλύπτει ταυτόχρονα.
Αν αφαιρέσεις από τις λέξεις τα σύμφωνα και τα φωνήεντα τι μένει; Το κενό. Εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα όμως θα δεις ένα εύθραυστο αόρατο αποτύπωμα. Εκείνο της μουσικής του κόσμου από τα βάθη του σύμπαντος και έρχεται σε μας άγνωστο σύνορο, αόρατο. Γι’ αυτό κάθε λέξη δεν είναι φωνήεντα και σύμφωνα, αυτά είναι ένα ένδυμα, είναι ήχος μοναδικός, η παγκόσμια γλώσσα του ανθρώπου. Το μεγάλο πρόβλημα λοιπόν στη διαχείριση των λέξεων είναι το βάρος τους. Ελάχιστοι το μέτρησαν σωστά και τόλμησαν να το σηκώσουν. 
Η τραχύτητα των συμφώνων- βράχοι που περιμένουν τη δροσερή αύρα των φωνηέντων. Είναι το βουητό του ανέμου στα απόκρημνα μέρη της μοναξιάς του βίου, σκήτες απρόσιτες ποτισμένες δάκρυα μυρωμένα. Στα γκρεμνά η βιοτή μας. Στην ξερολιθιά η ελπίδα μας. Πάνω από τα τρομερά βάραθρα η ύπαρξη αποζητά τη ‘’φοβερά προστασία’’. 
«Θα καψαλίσουμε τα φτερά των αγγέλων, 
Η γύμνια τους θα μας εκδιώξει σε αγκάθινους βάτους του σαρκασμού – της ειρωνείας – της υποταγής
Στους ήχους της ηλεκτρονικής αλαλίας στην αφασία της σιωπής». 
«Μιλούμε με λέξεις ανώφελες για τη σιωπή. Με σιωπές για ό,τι θα άρμοζε να μιλούμε» θα πει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου. 
Καψαλισμένα τα φτερά των αγγέλων απ’ τον ουρανό της ποίησης, μας λέει ο ποιητής, υποταγμένος στον εκχυδαϊσμό, στα στερεότυπα, στη ρηχότητα. 
«Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου» θα πει ο σοφός Βιντγχεστάιν. 
Στην γλώσσα του ανθρώπινου επιστητού είναι αδύνατον να σημανθεί ο άλλος δρόμος της υπέρβασης, να εκφράσει τα μη κοινώς αποδεκτά. 
Υπάρχουν έννοιες που γλιστράνε, που ανήκουν στη χώρα του ονείρου και που δεν έχουν παράδοση προφορική ή γραπτή. Ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η υποταγή υπονομεύουν τη μέθεξη του κάλους. Η ρηχότητα το θάμβος της ομορφιάς, τον μεγάλο Έρωτα. 
Γνωρίζει όμως ο ποιητής ότι τα πράγματα που τον ενδιαφέρουν, όπως κάθε ποιητή, δεν ενδιαφέρουν κανένα και αυτό σημαίνει αφόρητη μοναξιά. Ο θόρυβος της ηλεκτρονικής αλαλίας, όπως αναφέρει, και η αφασία της νεκρικής σιωπής, εμποδίζουν τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας να μετατρέψουν τη χειρονομία, τη μοναδικότητα του χαμόγελου, την άρρητη εκφραστική του βλέμματος σε ποίηση, σε έκπληξη. Επομένως το έλλειμα υπάρχει και η απροσδιοριστία μεγαλώνει. «Όμως η αυθεντική ποίηση αυτό δεν το φοβάται. Εκεί προτεραιότητα δεν έχει η κατανόηση ούτε η πληροφορία. Έχει εκείνο που δεν γνωρίζω. Έχει η ενεργοποίηση συνειρμών σχέσεων. Έμπνευση δεν είναι να προσπαθήσω να εκφράσω αυτά που γνωρίζω. Αυτό δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον» γράφει ο Χρήστος Γιανναράς. 
Λέει ο ποιητής: 
«Λέξεις γράφουμε. Αποφάγια λόγου αδιάβαστα. 
Μυστικά ψιθυρίζουμε που κανένα αυτί δεν θ’ ακούσει» 
Και αλλού «Βαδίζουμε σε αχάρακτο μονοπάτι σκοταδιού και φευγαλέων λάμψεων». 
Η Αγγελάκη Ρουκ γράφει : «Θα έγραφα ένα γράμμα στα γράμματα. Θα τους έλεγα ότι δεν φταίνε αυτά όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι, όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της μέρας, όταν πέφτω σε παραπτώματα». 
«Υπάρχει ένα μπλέ πουλί στην καρδιά μου λέει ο Μπουκόφσκυ που θέλει να βγει έξω, αλλά του ρίχνω ουΐσκυ και καπνό τσιγάρου, και οι πόρνες και ο μπάρμαν, ποτέ δεν ξέρουν ότι υπάρχει εκεί». 
«Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει» ομολογεί ο Ελύτης. 
«Εκ μέρους γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. Όταν δε θα έρθει το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» (1 κορ. 13, 9-10). 
Για να πάψει το σκοτάδι και να σταματήσουν οι φευγαλέες λάμψεις. 
Τελικά η ποίηση γράφεται με ελάχιστα υλικά που προέρχονται από τον τόπο του άρρητου που οδηγούν σε μεγάλα διαστήματα σιωπής, που καταλήγουν στην άγνοια. Όπου «η άγνοια υπερτέρα πάσης γνώσεως» κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο. 
«Την πόρτα θα ανοίξουμε 
χωρίς φόβο 
Αλλότρια και άλλα περιττά συναισθήματα 
θα καούν στη στιγμή. 
Τα χέρια μας 
κουπιά, φτερά, μάτια 
θα ανοίξουν δρόμο 
στο όραμα. 
Σαν πυγολαμπίδες μεσ’ στο απέραντο σκοτάδι 
ενός πληγιασμένου σύμπαντος 
θα διδαχτούμε για πολλοστή φορά τη σιωπή. 
Τότε μόνο θα μπορέσουμε 
να κοιτάξουμε κατάματα τον Άγγελο». 
Σ’ ένα ποίημά του ο Ιβάν Γκολ με τίτλο οι «πόρτες» αναφέρεται σε μία πόρτα, εκτός των άλλων που είναι ελεύθερη, χωρίς σύρτη, χωρίς μάνταλο, που είναι απέναντι από το ρολόι, υπονοώντας ότι είναι εκτός του χρόνου τούτου. Αν και είναι ελεύθερη δεν τη σπρώχνει κανείς. Μια πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα. Αυτή την πόρτα θέλει να διαβεί ο ποιητής, χωρίς φόβο. Ν’ ανοιχτεί δρόμος στο όραμα, όπως λέει, ν’ απαλλαγεί από κάθε τι το περιττό. Ν’ αφουγκραστεί τη σιωπή. Να βρεί την αντριωσύνη που χρειάζεται, και μια άλλη ελευθερία για να σπρώξει αυτή την πόρτα να βγει στο ξέφωτο. 
Στον άλλο τόπο, τον Ερωτικό. 
«Αντριωμένος θα ξαμολυθώ στα ξέφωτα 
για λίγο άνεμο, για λίγο χώμα γιασεμιού 
για λίγη μυσταγωγία τζιτζικιών» 
λέει ο ποιητής. 
Αποζητά να γίνει συμπολίτης με τον Άγγελο, να συναναστραφεί μαζί του, 
«Ραμμένα στόματα στο χείλος του πηγαδιού 
Αύριο θ’ αναζητούμε το χρώμα των ουρανών 
Αύριο η μέρα μας θα κρέμεται 
στο τσιγκέλι των ακούραστων εξουσιών 
Ο θυμός χορεύει με το φόβο 
και ο θάνατος προγραμματίζει τις καθημερινές μας διαδρομές 
το ερωτηματικό σαν βδέλλα στο μάγουλο 
ρουφά το αίμα της σάρκας μας» 
Στο βαθύ πηγάδι της ύπαρξής μας, ρίχνουμε πέτρα και δεν ακούμε ούτε νερό ούτε πάτο. Ερειπιώνες αισθήματα λογαριασμοί, παράφοροι έρωτες, διαψεύσεις χάσκουν στη μαύρη τρύπα του πηγαδιού.
Σκύβει ο ποιητής να δει το χρώμα του ουρανού, το φεγγάρι στο τζάμι του νερού. Όμως δεν βλέπει. Ερωτηματικά τον βασανίζουν. Η άνιση μάχη μας με τα γιατί. Ο θάνατος στις δικές του διαδρομές στις δικές του ράγες. Και κάποια «πάρε με όταν φτάσεις» που μένουν αναπάντητα. Χρειαζόμαστε άμεσα ένα συναπάντημα στο χείλος του απύθμενου πηγαδιού. Όπως αντάμωναν κάποτε οι άνθρωποι που πήγαιναν για νερό και συζητούσαν. Αντάμωμα όσων δε θα σκιαχτούν το βάθος, ούτε θα θελήσουν να ιδιοποιηθούν το πηγάδι. Κάποιος μύθος λέει ότι σε κάποια πόλη δεν υπάρχουν σπίτια ή άνθρωποι παρά μόνο πηγάδια. Κάποια ήταν πολυτελή με στόμιο από μάρμαρο, άλλα ταπεινά από τούβλα και άλλα πιο φτωχά γυμνές τρύπες στη γη. Όλα όμως ήταν ξεροπήγαδα, κανένα δεν είχε νερό. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν για να αυξήσουν την αυτοπεποίθησή τους να γεμίσουν με αντικείμενα. Μερικά γέμισαν με κοσμήματα και πολύτιμους λίθους. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρονικές συσκευές και μηχανές. Άλλα φιλότεχνα γέμισαν με έργα τέχνης, και τέλος κάποια διανοούμενα με βιβλία. Όμως, αν και γέμισαν μέχρις επάνω δε χόρτασαν. Έτσι αποφάσισαν να διευρύνουν το στόμιό τους , με αποτέλεσμα να πλησιάζει το ένα το άλλο και να κινδυνεύουν να χάσουν την ταυτότητά τους, δημιουργώντας ένα τεράστιο λάκκο. Ευτυχώς, βρέθηκε μόνο ένα που σκέφτηκε ν’ αυξήσει τη χωρητικότητά του σκάβοντας προς τα κάτω. Αλλά προχωρώντας προς το βάθος συνάντησε …..νερό. Πρώτη φορά συναντούσε τέτοιο παράξενο νερό. Άρχισε να καταβρέχει τα τοιχώματα και το στόμιό του, και είδε έκπληκτο μετά από λίγο να πρασινίζουν, να στολίζονται με λουλούδια και αργότερα να φυτρώνουν δένδρα που δεν άργησαν να δώσουν καρπούς. Έρχονταν και άνθρωποι και άρχισαν να δημιουργούνται σχέσεις. «Ένδον σκάπτε». Σκάβε μέσα σου, έλεγαν οι Αρχαίοι. «Ένδον η πηγή του Αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις» Μάρκος Αυρήλιος –δηλ. Σκάβε μέσα σου. Μέσα σου είναι η πηγή του καλού και θ’ αναβλύζει πάντα αν πάντα την αναζητάς. Να εξετάζεις βαθειά τον εαυτό σου, να είσαι βαθυστόχαστος. Να μη μένουν ραμμένα τα στόματα στο χείλος του πηγαδιού.
Ο Γιάννης Αλεξανδρόπουλος προτιμά δρόμους λασπωμένους παρά αποστειρωμένους σε βολεμένες κοσμοθεωρίες. Στην ποίησή του καλεί τους πάντες «έλα όπως είσαι, έλα όπως εγώ θέλω να είσαι. Έλα σαν φίλος ή σαν γνωστός εχθρός». Όπως είχε πει ο Κερτ Κομπέιν των Νιρβάνα σ’ ένα στίχο του. Ο ποιητής προσκαλεί τον αναγνώστη να επαναπροσδιορίσει τις ανθρώπινες σχέσεις, το στοχασμό στο νόημα της ζωής, στο βίωμα. Η υπαρξιακή αγάπη, η μνήμη, η νοσταλγία, ο θάνατος, ο χρόνος, είναι στοιχεία της ποιητικής του συλλογής. Ανήσυχες οι συζητήσεις του, ατέλειωτες με φίλους, συνοδοιπόρους, συντρόφους ποιητές. 
«Οι σημερινοί άθλιοι του κόσμου 
Φυτεύουν τα βγαλμένα μάτια τους 
Στις χωματερές της πληροφορίας 
Κάτω από το δέρμα του 
το ανθρώπινο είδος αναζητά οδό διαφυγής 
μια σκουληκότρυπα μέσα στο χρόνο.» 
ή «βρίσκομαι στην κορυφή του βουνού 
και από κάτω όλος ο κόσμος 
χαροπαλεύει πιασμένος στις παγίδες 
της τεχνητής νοημοσύνης.» 
Ο Γιάννης Αλεξανδρόπουλος υπαινίσσεται στην ποίησή του εκτός των άλλων ότι ο θαυμαστής του συστήματος είναι ένας δούλος. Έρχεται και φεύγει λοιπόν από τη ζωή άγευστος. Ανυποψίαστος στα μυστήρια της ζωής. Η υποδούλωση μπορεί να γίνεται με τη βία του δυνάστη. Σήμερα όμως γίνεται με την ελεύθερη επιλογή του δυναστευόμενου. Ο ίδιος ο άνθρωπος φραγγελώνει τον εαυτό του για να αριστεύσει, να κορυφώσει τις επιτυχίες του και τις επιδόσεις που του ζητά το σύστημα. Αυτό σηματοδοτεί την κοινωνία της επίδοσης, κάνοντας την ανελευθερία μοδάτη. Η τεχνολογία υπόσχεται τα πάντα αλλά σε ένα σύμπαν που ξορκίζεται η έκπληξη, ο άλλος δρόμος ο Ερωτικός, η ελευθερία ως βάσανο. 
Οι σημερινοί άνθρωποι έχουμε θέμα μόνο με την παράλυση. Είναι αδιάφορο θέμα η συν-χώρηση. Μας φτάνει το νοήμον προηγμένο θηλαστικό. Πουλάμε τα πρωτοτόκια της ποιότητας για κάθε τυχαίο πιάτο φακής. 
Ο Γιάννης Αλεξανδρόπουλος γνωρίζει ότι θέλουμε μια καρδιά και ένα μυαλό που θα κοιτάνε μόνο κάτω. Ο ποιητής γνωρίζει ότι περιθωριοποιούνται από τη δομημένη εξουσία της κοινωνίας και των ιδανικών της οι αληθινοί ποιητές, οι αληθινοί καλλιτέχνες. 
‘Όπως και να ‘χει πάντως «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γη. Όλο μόχθο, εντελώς επάξια αλλά ποιητικά κατοικεί», όπως έχει πει ο Χαίντερλιν. 
Μάϊος 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου