Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Δημήτρης Γεωργαλάς: ΜΑΡΙΑ ΧΟΡΣ, η δασκάλα μου


Δημήτρης Γεωργαλάς
Ηθοποιός - Σκηνοθέτης
Ανήκω σε μια από τις τυχερές γενιές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, τις γενιές, δηλαδή, που είχαν την τύχη και την τιμή να έχουν δασκάλους που έφεραν πάνω τους ζωντανή την ιστορία του, ανθρώπους-καλλιτέχνες, που προέρχονταν από ένα μεγαλειώδες παρελθόν, που δούλεψαν για να στερεώσουν την υποκριτική τέχνη, κι έπειτα την δίδαξαν κι έβαλαν θεμέλια στη σύγχρονη ιστορία της, κι έκαναν στόχο τους να μεταφέρουν την γνώση και την εμπειρία τους στις νεότερες γενιές, ως πολύτιμο βατήρα για να προχωρήσει η θεατρική τέχνη στους σημερινούς καιρούς. Το σήμερα γεννιέται από το χτες και από προσωπικότητες που έχουν την ικανότητα και την διάνοια να το μεταγγίζουν στις νέες γενιές κι αυτές με τη σειρά τους να το αφομοιώσουν και να το μετουσιώσουν σε μια μορφή που συνδιαλέγεται με την σύγχρονη πραγματικότητα. 
Σήμερα πια, μετά από χρόνια αρκετά, νοιώθω πως μαθήτευσα κοντά σε κάποιους από τους τελευταίους της νεότερης ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, κι αυτό είναι πρώτα απ’ όλα ένας ισχυρός σύνδεσμος, μια σχέση αναφοράς με τα πρόσωπα αυτά κι ύστερα μια βαθιά συγκίνηση κάθε φορά που ακούω ένα όνομα ή μια ιστορία και αισθάνομαι μια μορφή οικειότητας, αυτήν την οικειότητα που αισθανόμαστε για κάποιον που δεν υπάρχει και μπορούμε να λέμε «ναι έτσι ήταν, το έχω ζήσει κι εγώ!». Άλλωστε αυτός είναι κι ένας δυνατός κρίκος που με δένει με όλους τους συμμαθητές μου, άσχετα με την καριέρα του καθενός, με τον δρόμο του μέσα στον μεγάλο χώρο του θεάτρου. Ότι κάθε φορά που συναντιόμαστε, η μνήμη ενός δασκάλου, μια κοινή ανάμνηση ζωντανεύει μια ολόκληρη πολύ έντονη εποχή που μας ένωσε, κι αυτή η ένωση οφείλεται πολύ στον ίδιο το δάσκαλο, γιατί μας έμαθε την ουσία της θεατρικής πράξης που είναι πάνω από όλα η συνύπαρξη, των ψυχών μας- των ενεργειών μας θα λέγαμε σήμερα- και των σωμάτων μας. Κι αφού μιλάμε για ενέργειες και σώματα και σχέσεις μεταξύ τους χωρίς όρια και διαχωριστικές, δεν υπάρχει καλύτερη αφορμή για να παρακάμψουμε για λίγο το σύνολο των εκπαιδευτών και να εστιάσουμε σε μια εξέχουσα μορφή, που άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην κινησιολογία μας και στην διαθεσιμότητά μας πάνω στη σκηνή, μετά από τρία χρόνια διδασκαλίας πρακτικής, και κυρίως εμπειρίας, που μας μετέδωσε γενναιόδωρα. Την Μαρία Χορς.
Κλήθηκα να μιλήσω για την Μαρία Χορς κι επέλεξα συνειδητά να μην αναφερθώ στα βιογραφικά στοιχεία, που οι γνώστες της ιστορίας του θεάτρου μας θα τα παραθέσουν πολύ πιο εμπεριστατωμένα, αλλά για την Μαρία Χορς την δασκάλα μου, για την ζωντανή μνήμη που έχω από το μάθημά της, επέλεξα να γυρίσω πίσω στο χρόνο σαν ταπεινός μαθητής του τότε, που έκανε δίπλα της τα πρώτα βήματα αυτής της ατέλειωτης χορογραφίας που ονομάζεται θέατρο. 


Η Μαρία Χορς ήταν μια μοναδική φυσιογνωμία, μια προσωπικότητα ανεξίτηλη για όλους μας. Ήταν ανεξάντλητη κι επιβλητική μέσα από την απλότητά της, μια λιτή φιγούρα, με τα μαλλιά πάντα πιασμένα πίσω και ντυμένη πάντα σαν μια αιώνια χορεύτρια, το ρούχο της τής επέτρεπε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, το ρούχο της έπρεπε πρώτα απ’ όλα να εξυπηρετεί την ελευθερία του σώματος, να μην το περιορίζει, αλλά να το αφήνει να δρα μέσα στον χώρο και να τον καταλαμβάνει. Αγέρωχη και μ’ έναν χαριτωμένο τρόπο αυστηρή στο μάθημά της, σου ενέπνεε αμέσως την σιγουριά ότι γνωρίζει το ανθρώπινο κορμί, μέσα κι έξω, και μπορεί να το ξυπνήσει, να το μεταμορφώσει. Ένοιωθες την αγάπη της- ένα νέο είδος αγάπης, έναν νέο τρόπο- για όλους μας, μια αγάπη που δεν σε χαϊδεύει αλλά περισσότερο σε προστατεύει και σε θωρακίζει ως μελλοντικό ηθοποιό, σε δυναμώνει για να σ’ αφήσει ελεύθερο και συνεπή. Το μάθημα της Χορς ήταν κυρίως ένα μάθημα αυτογνωσίας, ένα ταξίδι σε προσλαμβάνουσες και στον τρόπο που τις αντιλαμβάνεσαι και γίνονται υλικό σου, στην άσκηση της παρατηρητικότητας, στην συνειδητή ενεργοποίηση της συνεργασίας μυαλού και σώματος, με σκοπό την σύνθεση ενός θεατρικού αποτελέσματος. Οι παρατηρήσεις της είχαν την ειλικρινή της έγνοια, να σε μάθει να ξεπερνάς τα όριά σου, να βγαίνεις από την ασφάλεια και την αυτολογοκρισία, να ξαναγίνεσαι παιδί και να μην περιορίζεσαι, να ξεπερνάς τις αναστολές και να τολμάς να κάνεις το σώμα σου ένα όργανο μουσικής. Σαν το δικό της. Σίγουρα ήταν ένα από τα αγαπημένα μαθήματα όλων μας, μια πρόκληση , καθώς ποτέ δεν ξέραμε πού θα μας οδηγήσει κάθε συνάντηση μαζί της. Ξετύλιγε τη μέθοδό της με προσοχή, γιατί η αντίδραση ενός σώματος όταν το εκπαιδεύεις να κάνει πράγματα έξω απ’ αυτά που κάνει μηχανικά στην καθημερινότητά του δεν ξέρεις ποια θα είναι. Αυτή ήξερε πολύ καλά να κάνει το σώμα να βιώσει πρωτόγνωρες εμπειρίες και συγχρόνως είχε τον απόλυτο έλεγχο να το επαναφέρει με ασφάλεια στην φυσική του κατάσταση. Ξέρετε αυτού του είδους τα μαθήματα, μπορούν να γίνουν επικίνδυνα αν δεν είσαι σε θέση να διακρίνεις τα όρια του κάθε παιδιού, αν δεν του δημιουργήσεις πρώτα απ’ όλα την εμπιστοσύνη που έχει ανάγκη για να σε ακολουθήσει και να μπει στον αχανή κόσμο της έκφρασης. Πολύ γρήγορα της αφεθήκαμε να μας πηγαίνει όπου εκείνη έκρινε, με τον ρυθμό που είχε προμελετημένο, άλλοτε μέσα από μονοπάτια διασκεδαστικά, που μας έκαναν να γελάμε και να χαιρόμαστε, κι άλλοτε μας έμπαζε σε πιο σκοτεινές καταστάσεις, πιο δύσβατες, στην άλλη πλευρά του θεάτρου, στο υπαρξιακό του βάθος, αφού μας είχε διαβεβαιώσει να την ακολουθήσουμε πιστά για να βιώσουμε μαζί μια νέα, εντελώς νέα εμπειρία και να επιστρέψουμε από αυτήν ασφαλείς και πιο πλούσιοι. Ξεκινούσαμε δειλά και με πολλές αμηχανίες και αντιστάσεις, και νοιώθαμε στο βλέμμα της ότι όλα αυτά τα γνώριζε πριν από μας, τα σεβόταν και ήξερε να τα αντιμετωπίσει, σαν μια μητέρα που μαθαίνει στο παιδί τα πρώτα βήματα, και είναι έτοιμη να το πιάσει κάθε φορά που θα πέσει, πολλές οι πτώσεις μας στην αρχή και περνώντας ο χρόνος, κάπως ανεπαίσθητα πατούσαμε πιο σταθερά στα πόδια μας, αρχίσαμε να ορίζουμε το σώμα μας και να εκφράζουμε μέσα απ’ αυτό εικόνες και καταστάσεις και ιδέες. Το μάθημά της λειτουργούσε ως προετοιμασία για το βασικό καθημερινό μάθημα της υποκριτικής. Αυτά τα δύο μαθήματα ήταν σε μια συνεχή συνεργασία, ήξερε ποια κομμάτια, ποιους ρόλους παίζαμε και στόχευε σ’ αυτούς, στην σωματικότητά τους, το μάθημα της Χορς και το μάθημα της υποκριτικής συναντιόντουσαν άμεσα ή έμμεσα. Συνήθως, όχι χωρίς λόγο, η Χορς προηγούνταν της υποκριτικής για να καταλήξουμε εκεί πιο ζεστοί και πιο έτοιμοι. 
Δεν είναι τυχαίο ότι η διδακτική ώρα της Χορς λεγόταν εκφραστική κίνηση, κι όχι αυτοσχεδιασμός, όπως επικράτησε αργότερα ο όρος στις δραματικές σχολές. Η εκφραστική κίνηση εμπεριέχει τον αυτοσχεδιασμό, είναι όμως κάτι ευρύτερο. Εκτός από τα θέματα αυτοσχεδιασμών που μας δίνονταν να προετοιμάσουμε, ήταν ένα στούντιο ομαδικής άσκησης, όπου καθένας ξεκινούσε ως μονάδα και στην πορεία συνδιαλεγόταν με όλη την ομάδα, το σώμα επικοινωνούσε με τα άλλα σώματα, γινόταν τόπος συνάντησης, κι αποκτούσε οικειότητα κι εμπιστοσύνη να εκτεθεί και να αφεθεί στον διπλανό του, μάθαινες να το χειρίζεσαι μόνος σου αλλά το κυριότερο να το αφήνεις να επηρεάζεται από το σώμα του άλλου, να το ανοίγεις, να το προσφέρεις! Η έννοια της προσφοράς ήταν βασικός άξονας του μαθήματός της. Ήδη από πολύ νωρίς, υποψιαζόμασταν ότι ηθοποιός σημαίνει προσφέρω. Στρέφω το βλέμμα μου απέναντι, βγαίνω έξω από μένα, ξεκινάω από μέσα μου αλλά ο στόχος είναι να φτάσω σε σένα και να σε αγγίξω. Για να συμβεί αυτό πρέπει να σου προσφέρω ό,τι καλύτερο έχω και μπορώ αυτήν την στιγμή. Η Χορς δίδασκε την γενναιοδωρία, το δόσιμο, την κατάθεση. Όλοι μπαίναμε στην διαδικασία να δείξουμε κάθε φορά κάτι παραπάνω, να πείσουμε πως έχουμε πάει λίγο πιο βαθιά και είμαστε σε θέση να ανασύρουμε αυτό που έχουμε ανακαλύψει και να το κάνουμε κοινό. Όταν πρωτοκοίταξα τους συμμαθητές μου έναν έναν στα μάτια, για πολλή ώρα- ένα από τα πρώτα μαθήματα- πόσο άβολο ήταν στην αρχή, πόσο γελούσαμε μεταξύ μας γιατί νομίζαμε πως δεν είχαμε τίποτα να πούμε και στεκόμασταν αμήχανοι ο ένας απέναντι στον άλλον, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ώσπου ο χρόνος μας έκανε να δούμε πως κοιτάζοντας τα μάτια ενός ανθρώπου αρχίζεις και ΒΛΕΠΕΙΣ πίσω από αυτά, κι εσύ τον αφήνεις να δει πίσω από τα δικά σου. Οι πηγές αυτής της ικανότητας, να βλέπω κι όχι απλώς να κοιτάζω, βρίσκονται εκεί, σε κείνα τα μαθήματα της εκφραστικής κίνησης. Η Μαρία Χορς έβαλε τις βάσεις για την πιο ουσιαστική ιδιότητα ενός ηθοποιού που δεν τελειώνει ποτέ, που όσα χρόνια κι αν περάσουν εξακολουθείς να την σπουδάζεις και να την μαθαίνεις. Την προσφορά! Αν δεν μάθω να προσφέρω τον εαυτό μου, δεν γίνομαι ηθοποιός, δεν θα μπορέσω να κοινωνήσω μεγάλες ιδέες, μεγάλα κείμενα. Παίζω σημαίνει θυσιάζομαι, δηλαδή καταργώ τις ασφαλιστικές γραμμές που έχουν όλοι οι άνθρωποι και κάνω ένα βήμα προς την απέναντι πλευρά, ρίχνω τοίχους, κάνω άλμα πάνω από όρια και τείνω το χέρι σε σένα. Η τάση του χεριού ήταν ένα κεφάλαιο στο οποίο επανερχόταν πολλές φορές, το όνομά της ήταν ταυτισμένο με την ιδέα της «τάσης προς». Όλοι θυμόμαστε ότι τα χέρια της μιλούσαν μια ώριμη πια γλώσσα, μεστή, γεμάτη ζωή και πείρα, και μπροστά στα δικά μας μικρά, αδέξια χεράκια που άνοιγαν με ειλικρίνεια μεν, μα έδιναν λίγα πράγματα ακόμα, τα δικά της χέρια φάνταζαν μεγαλοπρεπή, τολμώ να πω ιερά. Αυτή η παλιά γενιά των καλλιτεχνών φημίζεται για την μοναδική χρήση των χεριών, τα χέρια των μεγάλων ερμηνευτών σημαίνουν πολλά περισσότερα από τον λόγο τους, συμπυκνώνουν μια τεράστια ενέργεια, μαγνητίζουν το βλέμμα. Τα χέρια και τα μάτια σε προσκαλούν, σε διώχνουν, σε φοβίζουν, σε αγαπούν, σε κοιτάζουν και σε αγγίζουν με θερμοκρασία, σου λένε αλήθεια, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις όταν κοιτάς κι όταν αγγίζεις. Δάσκαλοι σαν την Χορς δίδαξαν την αλήθεια, τον δύσκολο δρόμο της, μας εμπότισαν με την ανάγκη να την αναζητούμε, να τολμάμε να την λέμε, να αμφισβητούμε πολύ μέχρι να φτάσουμε στον πυρήνα της, να μην την παρακάμπτουμε όταν είμαστε στη σκηνή. Η εκπαίδευση απευθυνόταν σε ανθρώπους που θα έπαιζαν καθημερινά, χωρίς να κουράζονται, και κυρίως χωρίς να επαναλαμβάνουν μηχανικά κάτι έτοιμο και τετελεσμένο. Η σκηνή δεν σε κρατάει αν της προσφέρεις την ρουτίνα σου, πλήττει με την ρουτίνα, η σκηνή θέτει συνεχώς ερωτήματα, έστω κι αν απλά βρίσκεσαι εκεί. Η Χορς δίδασκε αυτό ακριβώς, το να βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή και να υπάρχεις, να έχεις οντότητα, να σημαίνεις, πριν μιλήσεις να είσαι. Μοιάζουν αφηρημένες έννοιες, κι όμως όλα αυτά διδάσκονται, τα μαθαίνεις, υπάρχουν τεχνικές που τα κατακτάς, άνθρωποι που στα μαθαίνουν. Μύστες. Η μεγαλύτερη ένδειξη αγάπης είναι να δίνεις αυτό που εσύ ξέρεις σε κάποιον άλλον, να του το χαρίζεις. (μεγάλη κουβέντα ενός μεγάλου δασκάλου) Όποιος είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα σε μεγάλους ανθρώπους το κατάλαβε, ίσως όχι εκείνη τη στιγμή, ίσως πολύ αργότερα, πως ήταν άνθρωποι γεμάτοι αγάπη. Εμείς παρακολουθούσαμε ένα μάθημα ως μαθητές νέοι, ως άγραφα χαρτιά, εκείνοι όμως μας γονιμοποιούσαν με το απόσταγμα της ζωής τους. Και μ’ αυτόν τον τρόπο εξελίσσεται η τέχνη. Με την επαφή, με το ζευγάρωμα. Το μεγάλο συναντιέται με το μικρό και φτιάχνουν το νέο. 


Θέλω να πω δυο λόγια για ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της διδασκαλίας της Χορς, στο οποίο μας εισήγαγε σιγά σιγά και μας άνοιξε έναν άλλο κόσμο. Είναι το αποκορύφωμα της εκφραστικής κίνησης, η κορωνίδα της, το αρχαίο δράμα! Εκεί καταλάβαμε πώς ένα σύνολο γίνεται ομάδα και πώς η ομάδα γίνεται ένα σώμα. Πώς η κίνηση μεταδίδεται από τον έναν στον άλλον, πώς μιλούν όλοι σαν ένας, πώς αποκτάει η ομάδα κοινή ανάσα και πώς τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι φτιάχνουν κοινό κώδικα έκφρασης και γίνονται ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ, το πιο σημαντικό πρόσωπο του αρχαίου δράματος: ο χορός. Η γνώση της πάνω στο χορό ήταν θαυμαστή, προερχόταν από το προσωπικό της έργο , από χορογραφίες που άφησαν εποχή, μας μιλούσε για την Επίδαυρο, για την εμπειρία του χορού σ’ αυτό το απόλυτο θέατρο, κι οι ασκήσεις της που μας προετοίμαζαν για να μπούμε σ’ ένα μάθημα αρχαίου χορού μας ενθουσίαζαν. Ήταν πάντα μέσα στην ύλη της να διδάξει ένα χορικό τραγωδίας ή κωμωδίας κι αυτό ήταν πάντα συναρπαστικό. Ο χορός είναι αποκαλυπτική στιγμή και κάθε ηθοποιός πρέπει να την ζήσει. Το μάθημα σ’ αυτές τις φάσεις γινόταν μυσταγωγία, τελετή, ο ρυθμός πρωταγωνιστούσε και γινόταν ήχος, ένα απλό τύμπανο ήταν αρκετό για να μας οδηγήσει στην έκσταση. Το τύμπανο το κρατούσε πάντα η δασκάλα. Όσοι την ήξεραν θυμούνται πάντα ότι κρατούσε το μικρό της τύμπανο ήδη από τις εισαγωγικές εξετάσεις, που σου χτυπούσε ρυθμούς κι εσύ έπρεπε να τους ακολουθείς. Το τύμπανο της Χορς ήταν έμβλημα, ήταν το σύμβολό της, ένα σήμαντρο που σε καλούσε σε τελετές βακχικές ή πανηγυρικές ή σε μυστήρια σκοτεινά, ελευσίνια ανάλογα με τον τρόπο που το χτυπούσε. Δεν χρειαζόταν άλλη μουσική, το κρουστό μπορούσε να αντικαταστήσει όλους τους ήχους, να παράγει όλες τις συνθήκες και να μας υποβάλλει. Είναι αξιόλογο ότι όσο πιο βαθιά πας στην τέχνη τόσο λιγότερα μέσα χρειάζεσαι, κι άνθρωποι σαν τη Χορς έφτιαχναν κόσμους ολόκληρους με τον λιτό ήχο ενός τυμπάνου κι ένα ανθρώπινο σώμα. Είναι πολύ σπουδαίο μάθημα για όλους εμάς που αναζητάμε κάθε φορά και περισσότερα στολίσματα για να ντύσουμε τις παραστάσεις μας, να ρίξουμε μια ματιά προς τα πίσω. Θα δούμε ότι το μυστικό βρίσκεται στην απλότητα. Αυτοί οι καλλιτέχνες δίδαξαν το θέατρο του άδειου χώρου, δίδαξαν πως το σώμα του ηθοποιού δεν χρειάζεται τίποτα να το περιβάλλει, όσο ωριμάζει και ακούει την εσωτερική του μουσική, όσο εκπαιδεύεται και παράγει τους δικούς του κραδασμούς μπορεί αυτό μόνο του να μας περιβάλλει όλους. Οι μαθητές της Μαρίας Χορς βγαίνοντας από τη Σχολή είχαν μια ιδιαίτερη αντίληψη πάνω στο αρχαίο δράμα και την κινησιολογία του. Ήταν έτοιμοι να ενταχτούν σε απαιτητικά σύνολα και να χορέψουν στις μεγάλες ορχήστρες των ανοιχτών θεάτρων. 
Έχω μια σπουδαία εμπειρία να καταθέσω από τις πτυχιακές εξετάσεις στο μάθημα της Χορς. Εκείνη τη χρονιά είχε επιλέξει ένα πολύ δύσκολο θέμα, που συνδύαζε την αρχαία τραγωδία με την θρησκευτική παράδοση, δουλέψαμε και μελετήσαμε τα αναστενάρια, βιώσαμε την έκσταση σαν μια αποκαλυπτική και τρομακτική εμπειρία, ήταν σαν να δουλεύεις ταυτόχρονα τις Βάκχες του Ευριπίδη και τις υπερβατικές τελετές χθόνιων μυστηρίων της Ελλάδας και άλλων λαών. Ήρθαμε αρκετά κοντά στις κοινές θεολογικές ρίζες ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, μια σύμπτυξη πολιτισμών και εθίμων, μαγείας και υπέρβασης, που συναντάμε από τη μια άκρη της γης στην άλλη, μια έρευνα αξέχαστη, δύσκολη κι επίπονη στην εκτέλεσή της, που την αναφέρω ως μια από τις κορυφαίες στιγμές της τριετούς φοίτησής μου στο Εθνικό θέατρο, και που σίγουρα μετά από αυτήν την εμπειρία τα σώματα όλων μας ενηλικιώθηκαν. Η Μαρία Χορς ήταν από τους δασκάλους που έπαιξαν βασικό ρόλο στην ενηλικίωσή μας , στο πέρασμα από την εφηβεία στην καλλιτεχνική ωρίμανση. Άλλαξαν το περπάτημα, το στήσιμο του σώματος, το κοίταγμα, και άνοιξε τις κεραίες μας προς τον κόσμο. Διεύρυνε την αντίληψή μας. Κάνοντας έναν απολογισμό συνειδητοποιώ πόσες φορές ανατρέξαμε μέσα στην δουλειά μας σε πληροφορίες που ενεγράφησαν μέσα μας πολλά χρόνια πριν, στην αίθουσα των τεχνικών μαθημάτων της Σχολής, εκεί που γινόταν το μάθημα της εκφραστικής κίνησης. Μεγαλώνοντας, η μνήμη ισχυροποιείται και μας δένει τρυφερά με τους πρώτους που μας βάπτισαν στην τέχνη, με ό,τι καλύτερο είχε ο καθένας τους. Κάποιοι που μείναμε φίλοι από τότε θυμόμαστε στιγμές από τα όμορφα χρόνια των σπουδών μας, της σχέσης που είχαμε με τους δασκάλους μας. Τέτοιοι δάσκαλοι μένουν σαν αποτύπωμα μέσα στις συνειδήσεις μας, υπάρχουν διακριτικά μέσα στο ήθος των ηθοποιών που διαμόρφωσαν, κι όσο μπροστά προχωράμε είναι πάντα με κάποιον τρόπο αναγνωρίσιμη εκείνη η πρώτη πνοή που μας εμφυσήθηκε. 
Δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι αν δεν ξεκινάς από μια αφετηρία. Δάσκαλοι σαν τη Μαρία Χορς υπήρξαν αφετηρίες για πολλούς σημερινούς δημιουργούς- συνειδητά ή ασυνείδητα. 


Κάποια μαθήματα είναι παρακαταθήκες, κι ακόμα περισσότερο είναι θεμέλια, ρίζες, πατάμε πάνω σ’ αυτά κάθε φορά που οι δυσκολίες αυτής της δουλειάς μας ταρακουνάνε. Είναι τα εφόδιά μας. Δάσκαλοι όπως η Μαρία Χορς, η Μαίρη Αρώνη, ο Ιάκωβος Ψαράς, ο Τάσος Λιγνάδης, ο Τάσος Ρούσσος, η Έλεν Τσουκαλά, η Ολυμπία Κυριακάκη, ο Χριστόφορος Μπουμπούκης, ο Κώστας Καστανάς, η Χρυσούλα Τζαρδή, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Στέφανος Βασιλειάδης, υπήρξαν για μας ευεργέτες, δεύτεροι γονείς, μας αγκάλιασαν και μας όπλισαν για κάτι πολύ δύσκολο, σκληρό και απαιτητικό και μας έδειξαν τον τρόπο να προσφέρουμε κι εμείς με τη σειρά μας τους εαυτούς μας σε νεότερους μαθητές ή συναδέλφους. Τίποτα δεν έχει αξία αν μένει μέσα μας. Η γνώση έχει νόημα όταν μεταδίδεται, κι αυτό είναι ίσως η σπουδαιότερη κατά τη γνώμη μου αποκάλυψη των χρόνων που σπουδάσαμε κοντά σε ανθρώπους σταθμούς, σε καλλιτέχνες γεμάτους από έργα και ημέρες, που δεν μας έκρυψαν τίποτα, που μας προσφέρθηκαν σαν δώρα. Αποσκευές. 
Ένοιωσα την ανάγκη να κάνω μια τιμητική αναφορά σε όλους τους δασκάλους μου με αφορμή αυτό το αφιέρωμα, τελειώνω όμως όπως άρχισα. Η Μαρία Χορς έχει μείνει στον κόσμο μας ως μακάρια, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα της τέχνης, πλήρης έργου και ημερών, έχοντας αφήσει σπουδαίες στιγμές στο ελληνικό θέατρο, έχοντας ταξιδέψει φλόγες Απολλώνιες πέρα από τα σύνορά μας, μια σπουδαία επαλήθευση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μας. Και σήμερα εδώ με συγκίνηση και ταπεινότητα και αγάπη της στέλνω το μεγαλύτερο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου!
Αθήνα, 26/9/2022
Η ομιλία του Δημήτρη Γεωργαλά για την Μαρία Χορς πραγματοποιήθηκε κατά την εκδήλωση - αφιέρωμα στην μεγάλη ιέρεια που οργάνωσε το Καλλιτεχνικό Σύνολο "Πολύτροπον" (υπεύθυνος: Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος) στην Μουσική Βιβλιοθήκη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου