Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΛΤΟ ΣΑΧΤΟΥΡΗ

Του Νίκου Παλουμπιώτη

Στα βόρεια φαράγγια της πατρίδος του κάλεσε ο Ντύλαν Τόμας το Μίλτο Σαχτούρη μια νύχτα στις δώδεκα και μισή που του εμφανίστηκε, γιατί «στον σάπιο τόπο τον κοροϊδεύουν». Ο Μίλτος Σαχτούρης τον ένιωσε σαν αδελφό του. «Ένας ποιητής καθαρός που μεταφράζοντάς τον κατάλαβα την αξία του, την ποιότητα, την οικονομία του λόγου, τον λυρισμό του», θα πει.

Εκτός από τον Μπομπ Ντύλαν, που πήρε το όνομά του, φόρο τιμής έχει αποτίσει κι αυτός, ο ομότεχνός του, με ποίημα του. «Άγιο Βασιλειά τρελλό» τον αποκαλεί. «Αδελφικό του Χάσμα που βάζει φωτιά μεσ’ στις λέξεις με  κρότο και Θεό».

Μαχόταν ως στρατιώτης ο ποιητής με τους φόβους του. «Με κατατρώει η ποίηση» έλεγε. Από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές, ο απόγονος του μεγάλου ναυάρχου θα αποτυπώσει στο έργο του την ζοφερή κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εμπόλεμης και μεταπολεμικής περιόδου.

Αγαπούσε τους ομοτέχνους του, τ’ αδέρφια του, όπως έλεγε, «που χάθηκαν εδώ κάτω». Είναι τ’ αστέρια όμως που ανάβουν ένα – ένα στον ουρανό. Τους συμπονούσε για την ευαισθησία τους και την δυστυχισμένη ζωή τους. Φαίνεται εξ’ άλλου από το ποίημα του «Τα δυστυχισμένα Χριστούγεννα».

Πολλές οι δολοφονίες ποιητών στα χρόνια του φόβου. Πλην του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου απ’ τη γενιά του ’30, κανένας δεν τον λογάριαζε.

Ο Μίλτος Σαχτούρης με κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάους της ψυχής του καταπιάστηκε. Άλλοι τα δείξανε και πουλήσανε, αυτός όχι. Εκφραστής του παραλόγου, στηριζόμενος όμως στην αλήθεια, δεν προσφέρεται για ανάλυση. Όπως κάθε ιεροπραξία, δεν αναλύεται, δεν απλοποιείται. Απλώς βιώνεται. Πέρασε η ζωή του μέσα σε φόβους και κρότους. Οι σκηνές απ’ ένα πρωινό καθημερινό απ’ το παράθυρό του είναι ψεύτικες. Πιο αληθινές είναι το βράδυ στο σινεμά.

Με παρότρυνση του Ελύτη εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό, αλλά δεν αφομοιώθηκε απ’ αυτόν. «Φόρεσε το ζεστό κόκκινο αίμα του» στις 19 Ιουλίου του 1919. Αιχμηρό το μονοπάτι που διάλεξε να βγει στο ξέφωτο. Το 1945 άρχισε η πορεία η ποιητική με τη «Λησμονημένη». Απ’ το ’41 ως το ’45 η φυματίωση. Έφτασε να πιστεύει ότι χωρίς αυτήν δεν θα γινόταν ποιητής. Ο λόγος του σκυθρωπός, λιτός, τραγικός, σοβαρός, πληγωμένος. «Στην ποίηση είναι όλοι Άγιοι» έλεγε «γιατί πληρώνουν πολύ ακριβά».

Ο Τάσος Λιγνάδης θα πει ότι ο Σαχτούρης είναι ένα παιδί που δεν μεγάλωσε και παίζει με την κόλαση με παραδεισένια χέρια. Με το πρόσωπο στον τοίχο, ο Μίλτος Σαχτούρης άνοιξε ρωγμές ευαισθησίας. «Ο ποιητής, όλοι οι ποιητές, γράφουν με το πρόσωπο στον τοίχο», επειδή «ντρέπονται γιατί ο κόσμος γελάει όταν δηλώσεις ποιητής». Μοναχικοί, μη μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο. «Ομολογία παιδιών, νέων, ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον να συμπάσχει μαζί τους» θα πει ο Σαχτούρης.

Ένας τσαγκάρης στο Μαρούσι διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε. Ένα χωριατόπαιδο απ’ την Ουαλία, ο Ντύλαν Τόμας, διέλυσε τους ακαδημαϊκούς του κατεστημένου στα πανεπιστημιακά συνέδρια. «Πάψτε· πάψτε, ακούστε τα πουλιά πόσο καλύτερα τα λένε από ‘μας» θα φωνάξει σ’ ένα συμπόσιο ποίησης πηγαίνοντας προς το παράθυρο.

«Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη» (Α’ Κορινθ.)

Οι ποιητές οι μεγάλοι είναι οραματιστές. Σήμερα τρίβονται με πράγματα καθημερινά, χωρίς υπέρβαση. Ο Σαχτούρης μίλησε για τους κατατρεγμένους και για φρίκες. Τα δύσκολα χρόνια του καθενός, μια ζωή στερημένη, συνηθίζεται να ποδοπατούν οι μετριότητες. Ούτως ή άλλως η ποίηση είναι αιματηρή υπόθεση.

«Είναι περίεργο πώς επέζησα» θα πει ο Σαχτούρης.

Η πάντα πληγωμένη του Άνοιξη «προσφέρει τα άνθη της στις βραδυνές καμπάνες για να μαζωχτεί το αίμα». «Κληρονόμος πουλιών», όπως δήλωνε, να πετάει με σπασμένα φτερά, έστω.

«Οι διαρρήχτες του Ήλιου», οι αρνητές της ζωής άρα και της ομορφιάς, κάνουν την κραυγή του Σαχτούρη υπόκωφη. Ανέραστοι, τυφλοί, κελεύει να πεθάνουν, για να μην βρωμίζουν με την ασέβειά τους «τα άστρα στην τσέπη τους με βρωμισμένα ψίχουλα».

Μαζί με τη δυστυχία, γέρνει τις πόρτες του και η νοσταλγία, σε μορφή μιας γυναίκας. Καίει ολόκληρος μ’ αυτά που γράφει. Η ποίησή του δεν είναι όμως απαισιόδοξη. Γράφει για τον παραλογισμό της Ιστορίας και μετά για τον τρόμο που τυλίγει τον ίδιο για το βιολογικό θάνατο. Αλλά διψούσε για Ουρανό. «Πάντα, πάντα θα έχουμε ανάγκη για Ουρανό» έλεγε. Γνωρίζουμε ότι οι Άνθρωποι διψούν περισσότερο για αίμα παρά για Ουρανό, δηλαδή για Αλήθεια. Εξ’ άλλου, για να φτάσεις στον Ουρανό πρέπει να πάρεις φόρα απ’ τον πάτο της Κόλασης, όπως έχει πει ο Καζαντζάκης.

Είδε ακρωτηριασμένους φίλους, πονεμένες σημαίες, πίστεψε στους αφάνταστους φίλους, άκουσε ορχήστρες να παίζουν σκοπούς, είδε μάτια γυναικεία παθιασμένα, είδε άσπρα πόδια να κρέμονται ανεμίζοντας, γυάλινα πρόσωπα που βογγάνε, χέρια από πορσελάνη.

«Δεν υπάρχει σωτηρία» αποφαίνεται. «Τελείωσε».

«Να πεθάνουν αυτοί που δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο Ουρανός. Κλωνάρι πράσινο δεν είδαν, δεν γεύτηκαν φλογισμένο στόμα».

Θέλει να γράψει για παλιές χαρές, όμως έχει ξεχάσει να γράφει για πράγματα χαρούμενα. «Δεν είναι εύκολο πράγμα να αγαπήσεις τον Ουρανό. Έχει τις σπηλιές του, το δάσος του, τους βράχους του, αφύλαχτες διαβάσεις, μπαξές γεμάτος αίμα».

Ο Ουρανός, ιδιαίτερο σύμβολο των ποιημάτων του Σαχτούρη, φαινομενικά είναι ένας οικείος χώρος για τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα όμως είναι απρόσιτος και άγνωστος για εκείνους που δεν έχουν χρόνο να τον μελετήσουν και να τον αποδεχτούν στην ολότητά του. Κλονισμένοι οι περισσότεροι άνθρωποι από βιοτικές μέριμνες και δυσκολίες της ζωής, δεν μπορούν να αποκτήσουν την πραγματικότητα που χρειάζεται και τη γαλήνη για να αφουγκραστούν τη σιωπή του Ουράνιου Θόλου.

«Ο άνθρωπος είναι δένδρον ουρανοφύτευτον» θα πει ο Πλάτων, και οι βασανισμένοι άνθρωποι του Σαχτούρη, από τις οδύνες της ζωής, νομίζουν ότι έχουν γνωρίσει τον Ουρανό. Αυτό όμως συνιστά μια πλάνη. Ο Σαχτούρης παρουσιάζει τους ανθρώπους σαν μαύρες σαΐτες, πουλιά σε διαρκή κίνηση μέσα στους πόνους της καθημερινότητας. Οι άνθρωποι – πουλιά, από τις πίκρες κατατρεγμένοι, αδυνατούν να καταλάβουν πως τίποτα από το καθημερινό δράμα δεν πρόκειται να αλλάξει, αν δεν γνωρίσουν πραγματικά τον Ουρανό και το πανανθρώπινο μήνυμά του.

Ο Ουρανός δεν είναι το φευγαλέο γαλάζιο που αντιλαμβανόμαστε, το ωραίο ηλιοβασίλεμα, τ’ αστέρια. Είναι οι νέοι όροι που επιδρούν μεταξύ μας, η καλύτερη συνύπαρξη, η συμπόνια, η ειρήνη που έχει να μας διδάξει. Ο Ουρανός, όπως και η ζωή, έχει εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν ομορφιά. Το απέραντο γαλάζιο της γαλήνης και της ηρεμίας, μα κι ο ερχομός της νύχτας κρύβει έναν κόσμο ατελείωτο. Δεν είναι μόνο ένας χώρος γοητευτικός, αλλά και πόνου και οδύνης, όπως η ζωή. Η αστραπή, ο κεραυνός, η βροχή με εναλλαγές αρμονίας και βιαιότητας.

Ψηλά ο χαρταετός του Σαχτούρη σαν «επαναστατημένο όνειρο», βλέπει του κόσμου τη μοναξιά και μέσα στη λήθη και το Θεό ολομόναχο. «Ψάξε καλά Ποιητή» του φωνάζει. «Οι άνθρωποι όσο παν’ και λιγοστεύουν». Σχοινοβατεί, άλλοτε τραβώντας για τον Ουρανό, άλλοτε κατρακυλώντας, πέφτοντας. Ψάχνοντας να βρει το σπίτι του, έψαχνε το δρόμο του. Η Μητέρα τον παρηγορούσε, «μην κλαις, μην κλαις». Κι αυτός έκλαιγε, όπως τόσοι ποιητές τα λυπημένα Χριστούγεννα. Κατατρεγμένος όπως ο Καρούζος, προσπάθησε ν’ αρπαχτεί από κάποιο σύννεφο. Ξαγρυπνά βλέποντας το Χριστό στο σαλόνι του. Να γεννηθεί στην καρδιά του νέος Θεός, να διώξει τ’ άγρια φαντάσματα και τη μαύρη πίκρα και τις λησμονημένες όλες. Φωνάζει με όλους τους σκοτωμένους τη Μαρία να κατέβει απ’ τον Ουρανό. Πρέπει πάλι να ελέγξει τ’ αστέρια και έστω με σπασμένα φτερά να πετάξει. Να βρει πάλι πένα και χαρτί. Να γράψει. «Η ποίηση σε βοηθάει να ζήσεις και σε βοηθάει να πεθάνεις», όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος.

Ο Μίλτος Σαχτούρης στάθηκε στην Μεγάλη Πόρτα και βγήκε στο ξέφωτο στις 29 Μαρτίου του 2005, εκεί που λαχταρούσε. Δηλαδή εκεί που τόλμησε να δηλώσει, εκεί που εμείς δεν μπορούμε, ότι διψάμε για Ουρανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου