Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Για το βιβλίο του Δημήτρη Προύσαλη: Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος

Δημήτρης Μπαλτάς 

Δημήτρης Μπαλτᾶς 
Δρ Φιλοσοφίας
Δημήτρης Β. Προύσαλης, Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος. Ἱστορίες καί ἀφηγήσεις γιά τό θρησκευτικό συναίσθημα τῶν Ἑλλήνων τό 1821, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2021, σελ. 232 
Παρά τίς ὁμολογουμένως δυσβάσταχτες συνθῆκες τίς ὁποῖες ἐπέβαλε σταδιακά ὁ κατακτητής στόν κατακτημένο ἀπό τό 1453, τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ τόπου δέν ἔπαψε νά ἐκφράζεται, κατά περίπτωση βέβαια, ἀτομικά καί συλλογικά, μέ ὅλες τίς προφυλάξεις καί τίς συνέπειες, τόσο προεπαναστατικά ὅσο βεβαίως καί στά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης. 
Ὅτι ἡ ἀνάληψη ἐπαναστατικῆς δράσης εἶναι προϊόν συλλογικότητας ἐθνολογικῆς ἀλλά καί θρησκευτικῆς φαίνεται ἀπό τά περισσότερα κείμενα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἔχουν περιληφθεῖ στό βιβλίο «Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος». Λέει λ.χ. ὁ Ἀθανάσιος Διάκος: «Οἱ Χριστιανοί ὅλοι ξεσηκώθηκαν στά ἅρματα γιά νά ξεσκλαβωθοῦν» (σ. 57). Ἐνῶ ἐδῶ ὁ θρησκευτικός προσδιορισμός ‘’Χριστιανοί’’ ἀποτελεῖ τό ἐπαναστατικό ὑποκείμενο, στήν ἐπίκληση τοῦ Ἕλους Ἀνθίμου ὡς ἐπαναστατικό ὑποκείμενο ἀναφέρεται τό ‘’Ἕλληνες’’: «Ἕλληνες ἀδερφοί, εὐλογημένοι στρατιῶτες τῆς πίστης» (σ. 59). Σέ ἕναν λόγο πρός τούς συμπατριῶτες του ὁ Ἀθανάσιος Διάκος διαφοροποιεῖται κάπως ἀπό τήν προηγούμενη διατύπωση «Οἱ Χριστιανοί ὅλοι ξεσηκώθηκαν». Τώρα προτάσσει τό ἑξῆς: «Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια, τήν πίστη καί τήν πατρίδα, ἄς πάρει τά ὅπλα κι ἄς ἔρθει μαζί μου» (σ. 165). Στήν διατύπωση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ χρήση τοῦ ὑποκειμένου ‘’ὅποιος’’ πού ὑποδηλώνει ἀσφαλῶς τήν βούληση ἀλλά, ἀπό ὁρισμένης ἄποψης, θά ἔλεγα καί τήν δυνατότητα ἐκείνου πού θέλει νά συμμετάσχει στόν πόλεμο. Στά ἀναφερθέντα ἀποσπάσματα, ἀπό ἀφηγηματολογικῆς πλευρᾶς, γίνεται χρήση τοῦ γ΄ πληθυντικοῦ καί τοῦ γ΄ ἑνικοῦ, προσώπων μέ γενικό καί οὐδέτερο χαρακτήρα. Οἱ ἀναφερόμενοι ‘’Χριστιανοί’’ καί ‘’Ἕλληνες’’ δέν συγκεκριμενοποιοῦνται κατά τίς ἄλλες ἰδιότητες πού φέρουν. Ἐπίσης εἶναι σαφές ὅτι στά ἀναφερθέντα ἀποσπάσματα τό θρησκευτικό καί τό ἐθνικό στοιχεῖο συνάπτονται, ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται ἀπό τίς διατυπώσεις «οἱ Χριστιανοί … νά ξεσκλαβωθοῦν» καί «Ἕλληνες … στρατιῶτες τῆς πίστης». 


Ἀλλά ἐπίσης ὑπάρχουν χωρία στά ὁποῖα ἐναλλάσσεται το α΄ ἑνικό μέ τό α΄ πληθυντικό τά ὁποῖα ἐκφράζουν μία πιό συγκεκριμένη δράση, ἀτομική καί συλλογική. Ἄς δοῦμε σχετικά παραδείγματα: Στό δημοτικό τραγούδι γιά τόν Μητρομάρα παρατίθεται οἱ στίχοι «Ἀφήνω τό ντουφέκι μου στήν Παναγιά στήν Τῆνο. Ἀφήνω τά κουμπούρια μου πάνω στόν Ἅι Μελέτη. Ἀφήν’ τό θλιβερό σπαθί μέσ’ στή Φανερωμένη» (σ. 32), οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν ὡς ἔκφραση τοῦ ἀτομικοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος μέ τήν μορφή τοῦ ἀφιερώματος. Τό α΄ ἑνικό πρόσωπο προτάσσεται καί στόν λόγο τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ («Εἶμαι Πατριάρχης γιά νά σώσω τόν λαό μου καί ὄχι γιά νά τόν ρίξω στά μαχαίρια τῆς Γενιτσαριᾶς», σ. 77), ἡ προσωπικότητα τοῦ ὁποίου ἔτυχε αὐστηρῆς καί ἄδικης κριτικῆς στήν νεώτερη ἱστοριογραφία μας. Σέ μία ἄλλη λαϊκή ἀφήγηση, ὁ Καραϊσκάκης προσεύχεται στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σεραφείμ: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, βοήθησέ με. Ἐπειδή τοῦ λόγου σου μπορεῖς καί μιλᾶς ὅπως θέλεις μπροστά στόν φιλάνθρωπο Θεό, μίλα του γιά νά καταστραφοῦν οἱ ἐχθροί μέ τήν ἐκστρατεία ἐνάντια τους» (σ. 118). Ἐδῶ ὁ ἀγωνιστής τοῦ 1821 ζητεῖ τήν μεσιτεία τοῦ Ἁγίου στόν Θεό ὥστε νά βοηθήσει Αὐτός ὑπέρ τῆς καταστροφῆς τῶν ἐχθρῶν. Ἡ προσευχή τοῦ ἥρωα ὑπέρ τῆς καταστροφῆς τοῦ ἐχθροῦ θυμίζει, σέ ἄλλες ἱστορικές στιγμές, τήν προσευχή τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν στήν Παναγία ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς «βροντή, τούς ἐχθρούς καταπλήττουσα» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Ἀλλά καί στήν ἀπόφαση τῶν Μεσσολογγιτῶν νά σκοτώσουν τίς γυναῖκες καί τά παιδιά γιά νά μήν προδοθοῦν οἱ ὑπόλοιποι κατά τήν Ἔξοδο, ἀντιτάσσεται σέ προσωπικό ὕφος ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ λέγοντας: «Ἄν τολμήσετε νά πράξετε τοῦτο τό πρᾶγμα, σᾶς ἀφήνω τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγιᾶς καί ὅλων τῶν Ἁγίων καί τό αἷμα τῶν ἀθώων νά πέσει στά κεφάλια σας» (σ. 186). Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δέν θά ἦταν λάθος, νομίζω, νά ἑρμηνευθοῦν τά λόγια αὐτά καί ὑπό ἕνα ψυχολογικό πρίσμα καί ὄχι μόνον στενά θρησκευτικό, τό ὁποῖο βεβαίως σέ διαφορετικό πλαίσιο θά εἶχε ὡς ἀφετηρία τόν Ἀποστολικό λόγο «εὐλογεῖτε τούς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε» (Πρός Ρωμ. 12,14). Ἀντιθέτως, σέ ἕνα ἄλλο ἐνδιαφέρον κείμενο, ἡ ἀφετηρία τῶν λόγων τοῦ ἱερέως, στόν ὁποῖο προσέρχεται ὁ πολεμιστής γιά νά ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, εἶναι σαφῶς θρησκευτική: «Ἐγώ, παιδί μου, δέν μπορῶ νά σέ ἀφήσω νά μεταλάβεις, γιατί σκότωσες ἄνθρωπο» (σ. 177). Τό ζήτημα αὐτό τῆς Θείας Μετάληψης ἀπό κάποιον ὁ ὁποῖος διέπραξε φόνο, τό ὁποῖο θίγεται σέ αὐτό τό ἀπόσπασμα, ἔχει βεβαίως ἀπασχολήσει ἀπό αἰῶνες τήν Ἐκκλησία. Μεταξύ τῶν σχετικῶν κειμένων θά ἀναφέρω ἐνδεικτικά τόν ιγ’ Κανόνα «Περί τῶν ἐν πολέμοις φονευσάντων» τοῦ Μ. Βασιλείου ὁ ὁποῖος γράφει: «Τούς ἐν πολέμοις φόνους οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοί δοκεῖ συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπέρ σωφροσύνης καί εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δέ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τάς χεῖρας μή καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι». Βεβαίως αὐτός ὁ Κανόνας ἀφορᾶ ἐκείνους πού ἐφόνευσαν ‘’ἀμυνόμενοι ὑπέρ σωφροσύνης καί εὐσεβείας’’, γιά τούς ὁποίους ὁ Μ. Βασίλειος προτείνει τριετῆ ἀποχή ἀπό τήν Θεία Κοινωνία. 
Ἐκτός ἀπό τά παραπάνω, ἡ συλλογική ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος τό ὁποῖο πάντως συνδέεται μέ τό ἐθνικοαπελευθερωτικό στοιχεῖο, παρουσιάζεται κατ’ ἐξοχήν μέ τήν χρήση τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου. Σέ ἕναν διάλογο ὁ προεστός Κοπανίτσας ἀπαντᾶ χαρακτηριστικά: «Θά θυσιαστοῦμε καί θά πεθάνουμε γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν Ἁγία» (σ. 47). Τό ἴδιο ὕφος καί περιεχόμενο ἀνιχνεύονται καί στό γνωστό ἀπόσπασμα τῆς «Διακήρυξης» τῆς Γ΄ Ἐθνικῆς Συνέλευσης ὅπου ἀναφέρεται εὐθύς ἐξαρχῆς: «Ἄς δείξουμε ξανά ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ὅτι εἴμαστε Ἕλληνες, πιστοί στόν ὅρκο μας. Μέ τό Σταυρό καί μέ τά ὅπλα στά χέρια προτιμοῦμε νά κατέβουμε στούς τάφους χριστιανοί καί ἐλεύθεροι» (σ. 71). Ἐδῶ ἡ γνωστή σέ ὅλους διάξευξη ‘’ἐλευθερία ἤ θάνατος’’ ἀποκτᾶ τήν μορφή ‘’χριστιανοί καί ἐλεύθεροι’’. Μέ ἀφορμή τήν ἀναφορά στήν ἐλευθερία θά ἤθελα νά παρατηρήσω ὅτι αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἐγγενές στόν λαό: Δέν διατυπώνεται ἐξαίφνης τό 1821 τό αἴτημα περί ἐλευθερίας καί μάλιστα ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως συνήθως ὑποστηρίζεται στήν σύγχρονη ἱστοριογραφία, ἀλλά ἐκφράζεται σέ ἕνα διαρκές παρόν, ἐξ οὗ καί ἡ χρήση ἐνεστώτα, δηλαδή κάθε φορά πού αὐτός ὁ λαός βρέθηκε καί βρίσκεται ὑπό κατοχή. Ὑπό αὐτήν τήν ἑρμηνευτική, τό 1821 θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς τό ἐπιτυχές πέρας μιᾶς σειρᾶς ἐξεγέρσεων πού σημειώθηκαν σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖες γιά διαφόρους λόγους ὑπῆρξαν ἀνεπιτυχεῖς. Ἐπίσης ἡ χρήση τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου στήν ἀνάληψη δράσης γιά τήν ἐπιτυχία τῆς Επανάστασης στά ἀναφερόμενα ἀποσπάσματα θυμίζει ὁπωσδήποτε τό ἐμβληματικό κείμενο τοῦ «Ἐπιταφίου» τοῦ Περικλῆ ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι τά ἐπιτεύγματα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας εἶναι προϊόν συλλογικότητας καί ὄχι ἀτομικότητας. Στό ἴδιο νοηματικό πλαίσιο μέ τήν ἀναφερθεῖσα «Διακήρυξη» κινεῖται ἡ ἐπιστολή τῶν μοναχῶν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου στόν Ἰμπραήμ ἡ ὁποία καταλήγει μέ τήν διατύπωση ‘’ἤ θά ἐλευθερωθοῦμε γρήγορα ἤ θά πεθάνουμε γιά τόν ἱερό ἀγῶνα τῆς πατρίδας μας’’ (σ. 219), πού θυμίζει ἀσφαλῶς τήν διάζευξη «ἐλευθερία ἤ θάνατος». Νά σημειώσω πάντως ὅτι ἐάν ὁ Ἀγώνας τοῦ 1821 χαρακτηρίζεται ὡς ἱερός, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ, σέ κάθε περίπτωση, τά ὅπλα πού σκοτώνουν. (Βλ. σχετικά π. Ἰωάννης Μάγιεντορφ, Ὁ Χριστός σωτήρας σήμερα, μετ. Γ. Λάππας, ‘’Σύναξη’’, Ἀθήνα 1985, σσ. 67-68). 
Ἡ ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος στίς λαϊκές ἀφηγήσεις περιλαμβάνει καί τό θαῦμα, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ καραβιοῦ τοῦ ὁποίου «χτυπήθηκε καί λαβώθηκε τό σκαρί, ἀλλά ὁ κόσμος κατάφερε νά ξεφύγει ἀπ’ τό χαμό μέ τή βοήθεια τῆς κυρα-Δέσποινας» (σ. 139). Στήν περίπτωση τοῦ θαύματος, τό ὁποῖο γενικότερα εἶναι ἕνα ἔκτακτο γεγονός καί πού ὁπωσδήποτε ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς φύσης, προϋποτίθεται ἀσφαλῶς ἡ πίστη στόν Θεό. Ἐδῶ τό θαῦμα πού ἐπιφέρει τήν σωτηρία, ἀφορᾶ σέ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων («ὁ κόσμος», σύμφωνα μέ τό ἀπόσπασμα) πού σώζονται καί ὄχι σέ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο. 
Ἀπό τά ἐνδεικτικά ἀποσπάσματα φαίνεται λοιπόν ὅτι ὁ ἀτομικός ἤ συλλογικός τρόπος ἔκφρασης τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος διατυπώνεται ἀφηγηματολογικά μέ τήν χρήση τόσο τοῦ α΄ ἑνικοῦ καί τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου πού χαρακτηρίζονται ἀπό ἀμεσότητα ὅσο καί τοῦ γ΄ ἑνικοῦ καί γ΄πληθυντικοῦ προσώπου πού ἔχουν πιό γενικό καί οὐδέτερο χαρακτήρα. 
Ἐξ ἄλλου, μέ ἀφετηρία τά ἀναφερθέντα χωρία, τό θρησκευτικό συναίσθημα ἐκδηλώνεται πρακτικά μέ τό ἀφιέρωμα τοῦ ξίφους τοῦ ἀγωνιστῆ, ἀλλά κυρίως μέ τήν προσευχή μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου (στήν περίπτωση τοῦ Καραϊσκάκη), μέ τήν κατάρα (μέ τά λόγια τοῦ Ρωγῶν Ἰωσήφ), μέ τήν ἐξομολόγηση τοῦ πολεμιστῆ καί τήν συνακόλουθη ἄρνηση τοῦ ἱερέως νά τόν κοινωνήσει, μέ τό θαῦμα (στήν περίπτωση τοῦ καραβιοῦ) ἀλλά καί μέ τήν ἀπόδοση ἱερότητας στον ἀπελευθερωτικό Ἀγώνα (στούς λόγους τοῦ προεστοῦ, στήν «Διακήρυξη» τῆς Γ΄ Ἐθνικῆς Συνέλευσης καί στήν ἐπιστολή τῶν μοναχῶν). Ὡστόσο, ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσω ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐκφράσεις, ἀτομικές ἤ συλλογικές, ἐξαιρουμένης τῆς ἄρνησης τοῦ ἱερέως νά κοινωνήσει κάποιον πού σκότωσε ἄνθρωπο, ἄν καί ἔχουν μία θρησκευτική ἀφετηρία, δέν ἔχουν ἕνα μονομερῶς θρησκευτικό περιεχόμενο. Ἀναλυτικότερα, ἡ ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος δέν παραμένει σέ μία στοχοθεσία θρησκευτική, ἤ μέ φιλοσοφικούς ὅρους ὀντολογική, δέν εἶναι μόνον μία ἔκφραση πίστεως στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνάπτεται μέ μία στοχοθεσία ἐθνικοαπελευθερωτική. Μάλιστα θά ἔλεγα ὅτι κατά περίπτωση ἔχει ἕναν χαρακτήρα ψυχολογικό, λ.χ. στήν προσευχή τοῦ Καραϊσκάκη ἤ στήν κατάρα τοῦ Ρωγῶν Ἰωσήφ.
Στά παρατεθέντα, καί βεβαίως καί σέ ἄλλα, κείμενα τῆς ἐποχῆς διακρίνεται λοιπόν αὐτή ἡ σύνδεση τοῦ θρησκευτικοῦ μέ τό ἐθνικό στοιχεῖο, μέ τήν παράλληλη χρήση τῶν ὅρων ‘’Χριστιανοί’’/’’Ἑλληνες πού ἐκφράζουν τό ἐπαναστατικό ὑποκείμενο. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀλληλοτροφοδότηση, ἀτομικοῦ ἤ συλλογικοῦ ὕφους, ὅπως ἔδειξα, προσδίδει ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο στό θρησκευτικό συναίσθημα, τό ὁποῖο καί αὐτό, λαμβάνει κατά περίπτωση μία ἀντίστοιχη ἔκφραση ἀτομική ἤ συλλογική, μέ τήν προσευχή, τήν ἐξομολόγηση, τό θαῦμα, ἀλλά σέ ἕνα πλαίσιο καί ὑπό ὅρους πού δέν κατανοοῦνται πάντοτε ὑπό ἕνα πρίσμα μονομερῶς θεολογικό ἤ ἱστορικό. 
(Ὁμιλία τοῦ γράφοντος στο Ἐθνικό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο, στίς 21.2.2022, στό πλαίσιο τῆς παρουσίασης τοῦ βιβλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου