Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΔΑΣ: Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη


Του Δημήτρη Μακρίδη 

Ο Βασίλης ο Λαδάς 
Αστικής αριστεράς 
Δικηγόρος εκ Πατρών 
Β. Αρφάνης plus de nom 
Με τα γνώριμα γυαλιά 
Λέσχη, Κρίκετ, νομικά 
Ταξιδεύει δεν σε γράφει 
Μες στο πλοίο του Καβάφη 
Ο Βασίλης ο Λαδάς, για όσους τον γνωρίζουμε, είναι η μορφή με τα χοντρά γυαλιά, καθισμένη στο δικηγορικό του γραφείο με ένα κάδρο πίσω από την πλάτη του. Μέσα στο τζάμι, βρίσκεται αριθμημένο συλλεκτικό μονόφυλλο με τυπωμένο κάποιο ποίημα του Καβάφη που ο ίδιος ο ποιητής χάριζε στους θαυμαστές του στην Αλεξάνδρεια. Για αυτό το μονόφυλλο μας μιλάει στο νέο του βιβλίο «το Πλοίο του Κ.Π. Καβάφη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρα. Σε ένα μείγμα αφηγήματος και δοκιμίου σχολιάζει το μονόφυλλο του ποιητή, το πώς βρέθηκε στην κατοχή του, αλλά και τη σχέση που έχει σχηματίσει με τα χρόνια μαζί του. Γιατί όταν έχεις δίπλα σου κάτι για 40 χρόνια, γίνεται με τα χρόνια μέρος της ταυτότητάς σου. Το κουβαλάς στην καθημερινότητα και θες να μάθεις τα πάντα για αυτό. Την παραμικρή λεπτομέρεια που κανείς δεν έχει προσέξει. 
Το ποίημα του κάδρου τιτλοφορείται «του Πλοίου» και αναφέρεται σε ένα ταξίδι του Καβάφη από το λιμάνι της Πάτρας, έναν ζεστό Ιούλιο, για το Πρίντεζι. Ο Λαδάς, μέσα στην πανδημία όπου όλα έχουν παγώσει, ταξιδεύει νοερά στις δικές του αναμνήσεις. Γίνεται μικρό παιδί στα χέρια του πατέρα του και περπατάει στην ίδια προκυμαία κοιτάζοντας με μάτια γεμάτα λάμψη τα απέναντι βουνά. Στο τότε μυαλό του πίσω από αυτά ήταν η Ιταλία, το άγνωστο που ήθελε μεγαλώνοντας να εξερευνήσει. Στο ποίημα, το άγνωστο είναι η ταυτότητα του νέου που έχει σχεδιάσει ο Καβάφης στο δικό του ταξίδι και αναπολεί μετά από μία σχεδόν εικοσαετία στο ποίημα. Ενός νέου που ήταν μέχρι παθήσεως αισθητικός εκείνο το μαγευτικό απόγευμα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. «Είναι άραγε πραγματικός ή ονειροπόληση;» αναρωτιέται ανάμεσα σε άλλα ο Λαδάς. Το ερώτημα τον σηκώνει από το γραφείο του και προσπαθεί να βρει τα πάντα για το ταξίδι και τον νέο του Καβάφη. Το κάδρο παραμένει στη θέση του, ενώ τα γυαλιά χώνονται μέσα σε αναλύσεις και κριτικές για τον Καβάφη, ξεκοκαλίζουν αρχεία εφημερίδων εποχής. Διαβάζουν τα πάντα με πάθος έφηβου των Λαϊκών Αναγνωστηρίων, μέρος όπου ήρθε σε πρώτη επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνίας. Φτάνουν μέχρι την Αλεξάνδρεια και περιμένουν μέσω του μαγικού ρεαλισμού ο ποιητής να τους ψιθυρίσει την απάντηση στο σπίτι που έζησε ή έστω στο νοσοκομείο όπου ξεψύχησε. Μα παντού σκοτάδι. Η ομίχλη που θα συναντήσει στην Ορεινή Φωκίδα που θα φτάσει για χάρη του κάδρου θα παραμείνει σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα χρόνια θα περάσουν, αλλά το ερώτημα «σε ποιον μοιάζει;» παραμένει αναπάντητο. Γιατί όσο τον άνθρωπο και το έργο του να κρίνουν, τα άδυτα, άδυτα θα μείνουν. Όσο άρτιες κι αν είναι οι εκ των υστέρων μεταπτυχιακές αναλύσεις, είναι πλέον αργά. 


Ήταν όμως τόσο σημαντικό να ανακαλύψει ο Λαδάς ποιος ήταν και πώς ήταν ο νέος που ενέπνευσε το ποίημα του Καβάφη; Όχι, καταλήγει μέσα στη ματαίωση των προσδοκιών του ο Λαδάς. Τι σημασία θα είχε για το ποίημα και την ποίηση, αν έβρισκε μία φωτογραφία του νέου; Και αν ήταν μία φωτογραφία ενός που είχε φαλακρύνει και τα μάτια του είχαν πρηστεί; Τότε το ταξίδι θα είχε άχαρο τέλος. 
Ωστόσο το ταξίδι στην ποίηση του Καβάφη ανέδειξε μία πτυχή του Αλεξανδρινού κάπως αγνοημένη. Τη Διονυσιακή του πλευρά, αυτή του ποτού και της ηδονής. Με αυτή αναζωογονείται η μνήμη ιδίως τώρα στην εποχή του κορωνοϊού. Ο Λαδάς υπογραμμίζει έντονα ότι ο Καβάφης ξεκίνησε την ποιητική του πορεία το 1886 με το μετέπειτα αποκηρυγμένο του ποίημα «Βακχικόν», ένα ποίημα άκρατης οινοποσίας. Ο Καβάφης, γράφει ο Σεγκόπουλος, «χαιρόταν ειλικρινά και θερμά με τη ζωή της νιότης στους άλλους. Του άρεσε να βλέπει το λατρευμένο κρασί της ηδονής να κερνιέται και να πίνεται». Δηλαδή «Κάντε έρωτα όχι πόλεμο», σχολιάζει ο Λαδάς μετά το απόσπασμα που παραθέτει.
Μελαγχολία διακατέχει το τέλος του βιβλίου. Το πλοίο ετοιμάζεται να σαλπάρει. Το μαγικό εισιτήριο για νέα λιμάνια και δρόμους μεγάλους δεν υπάρχει. Και το μόνο που μένει είναι να βγούμε στα ανοιχτά να το ξεπροβοδίσουμε, κρατώντας όσο μπορούμε περισσότερο μέσα μας τη γοητεία της φυγής. Σαν αδέξια πλάσματα από ταινία του Φελίνι, μπαίνουμε στις βάρκες και ξεκινάμε. Στην βαρκαρόλα μας συνοδεύει μία μπάντα που βραχνοπαίζει μελωδίες του Νίνο Ρότα ένα μουντό Πρωτοκύριακο του Νοεμβρίου. Φτάνοντας όσο ανοιχτά μπορούμε, ενώ το γιγάντιο υπερωκεάνιο απομακρύνεται, χαιρετάμε ό,τι βλέπει ο καθένας πάνω στο πλοίο. Πρόσωπα οικεία που έφυγαν για πάντα. Ιδανικές φωνές και αγαπημένες που τόσο του λείπουν. Χαιρετάμε παράλληλα και τους κρυμμένους λαθρεπιβάτες, τόσο τους Έλληνες παλιότερων εποχών όσο και τους αλλοεθνείς του σήμερα, ελπίζοντας να βρουν ένα καλύτερο μέλλον εκεί που θα βρεθούν. Χαιρετάμε τα δικά μας κάδρα σε σαλόνια και γραφεία, τα διαβάσματά και τις ταινίες που μας καθόρισαν και μας οδήγησαν σε ένα ταξίδι γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις. 


Και μέσα στην εξομολογητικό τόνο των αποχαιρετισμών, ίδιο με την αυτοβιογραφική γραφή του Λαδά, όλα φαίνονται πιο έμορφα όπως τα ανακαλούμε μετά από Καιρό. Τελικά οι άνθρωποι βλάστησαν στη στεριά όπου οι βάρκες θα γυρίσουν σε λίγο. Στους δρόμους που ο καθένας θα γυρνά και θα γερνά. Εμείς ήμασταν οι έμορφοι με το Ιόνιο ολόγυρά μας. Εμείς το σκίτσο του Καβάφη, εμείς και τα γυαλιά του ποιητή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου