Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

Roni Bou Saba: Ο απόηχος της Ελληνικής Επανάστασης στον Λίβανο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Του Roni Bou Saba

Θεολόγου, φιλολόγου, μεταφραστή, δασκάλου της Αραβικής Γλώσσας στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του ΕΚΠΑ, υπ. Δρος του Πανεπιστημίου Αθηνών

Εισήγηση στην Ημερίδα  που διοργάνωσε το ΕΚΠΑ και το Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση

Η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός στη διάρκεια του οποίου διασταυρώθηκαν πολιτικοί και πνευματικοί παράγοντες για να καρποφορήσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. 

Η αραβόφωνη ανατολική πλευρά της Μεσογείου η οποία βρισκόταν και αυτή κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από την επιρροή του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, ειδικότερα δε, οι περιοχές που αποτέλεσαν αργότερα το σημερινό Λίβανο. Η επιρροή υπήρξε στρατιωτική αλλά και πνευματική. Οι Έλληνες αγωνιστές είχαν επαφές με διάφορα πρόσωπα της περιοχής του Όρους Λιβάνου με επικεφαλής τον πρίγκιπα Μπασίρ Β' (1788-1840). Ωστόσο οι συνθήκες τότε δεν ευνόησαν μια ταυτόχρονη, με την ελληνική, επανάσταση στην ανατολική όχθη της Μεσογείου. Αυτές οι επαφές, όμως, έσπειραν τις έννοιες της επανάστασης και της ανεξαρτησίας οι οποίες συνέχισαν να αντηχούν τα επόμενα χρόνια ακόμα και μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης και την σύσταση του πρώτου Ελληνικού Κράτους (1830). Ο απόηχος αυτός απαντάται στις στρατιωτικές απόπειρες του Γιούσεφ Μπέη Κάραμ ο οποίος, μεταξύ άλλων, επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1869 στο πλαίσιο της απόσπασης μιας διεθνούς στήριξης. Τον συναντάμε επίσης σε πνευματικό επίπεδο, στο έργο των διανοούμενων της οικογενείας Μπουστάνι οι οποίοι έγραψαν την πρώτη εγκυκλοπαίδεια στα αραβικά (1876). Σε αυτήν γίνεται εκτενής αναφορά στην Ελληνική Επανάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Γιούσεφ Μπέης Κάραμ όσο και οι Μπουστάνι υπήρξαν γαλλομαθείς με στενούς δεσμούς με την Γαλλία και την πνευματική ζωή σ' αυτή, γεγονός που τους έφερε σε επαφή με τον φιλελληνισμό και τις ιδέες του.   

Η Ελληνική Επανάσταση έχει μελετηθεί επαρκώς σε σχέση με τα γεγονότα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο απόηχός και οι προεκτάσεις της στον αραβικό κόσμο όμως μένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα θέματα.

Η περιορισμένη πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές και το εμπόδιο της γλώσσας (τα αραβικά για τους Έλληνες και τα ελληνικά για τους Άραβες) δεν ευνόησαν την ανάπτυξη σχετικών ερευνών. 

Θα επιχειρήσω να αναδείξω την επιρροή της Ελληνικής Επανάστασης στον αραβόφωνο οθωμανικό κόσμο με έμφαση στον Λίβανο. Χρησιμοποιώ το τοπωνύμιο «Λίβανος» κυρίως γιατί όσα διαδραματίστηκαν ξεκίνησαν από την περιοχή του Όρους Λιβάνου και απλώθηκαν στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Λίβανο. 

Η Ελληνική Επανάσταση και οι επαφές με τον Λίβανο

Οι Έλληνες επαναστάτες αξιοποίησαν στη διάρκεια του αγώνα τους όλες τις σχέσεις που είχαν με γειτονικούς λαούς. Με τον Λίβανο, μοχλός τέτοιων σχέσεων ήταν μεταξύ άλλων οι Έλληνες επιχειρηματίες που βρίσκονταν εκεί, όπως ο Χατζή Στάθης Ρέζης ο οποίος δραστηριοποιούνταν στον Λίβανο από το 1820[1]. Γνωρίζοντας την κατάσταση στο Λίβανο πληροφόρησε τους Έλληνες προτρέποντας τους να έρθουν σε επαφή με τον πρίγκιπα Μπασίρ και στις 25/10/1824 κατέθεσε την πρόταση να συνεργαστούν μαζί του. Πρόσφατες μελέτες παρουσιάζουν την ιδέα αυτή ως δική του[2], ενώ  στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνα Τρικούπη αναφέρεται ότι «ήρθε στην ελληνική κυβέρνηση κάποιος, ως απεσταλμένος από τον εμίρη Μπεσίρη, που βρισκόταν κοντά στο όρος Λιβάνι, για να συνάψει σχέσεις με την Ελλάδα. Δεν μπορούσε όμως να αποδείξει την αποστολή του αυτή, διότι, κατά τα λεγόμενά του, έπαθε πολλά στο δρόμο και έχασε τα σχετικά έγγραφα. Παίρνοντας από αυτό αφορμή, η κυβέρνηση έστειλε στον εμίρη τον αρχιερέα Ευδοκιάδος Γρηγόριο για να πληροφορηθεί σχετικά με τη συγκεκριμένη αποστολή και να τον ενθαρρύνει να εξεγερθεί κατά του αφέντη του»[3]. Το αν η πρωτοβουλία αυτή λήφθηκε από τον Μπασίρ ή από τον Ρέζη δεν θα μας απασχολήσει προς το παρόν. Ο πρίγκιπας Μπασίρ ανέλαβε σε μία ταραγμένη εποχή τα ηνία της περιοχής του Όρους Λιβάνου, η οποία έμελε να αποτελέσει στην συνέχεια τον πυρήνα του σημερινού κράτους του Λιβάνου. Οι Οθωμανοί κυβερνήτες των γύρω περιοχών ανακατεύονταν έντονα στα εσωτερικά αυτής της περιοχής προκαλώντας μεγάλη πολιτική αστάθεια. Η αυτονομία του Όρους Λιβάνου που οι Οθωμανοί είχαν παράσχει στους προγόνους του Μπασίρ, πρίγκιπες της Δυναστείας των Μάαν, είχε ουσιαστικά χαθεί. Σε συνέχεια αυτού, ο φιλόδοξος Μπασίρ δεν ήθελε μόνο την αυτονομία, αλλά και να επεκτείνει τα εδάφη του Πριγκιπάτου του. Εύλογα λοιπόν η Ελληνική επανάσταση αποτέλεσε μια ευκαιρία για αυτόν: Η προσοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν στραμμένη στο ελληνικό μέτωπο το οποίο έτυχε της μεγάλης στήριξης των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή έδωσε ελπίδες στον Μπασίρ να ξεσηκωθεί ενάντια στους Οθωμανούς.

Παράλληλα, η Ελληνική κυβέρνηση όρισε αποστολή, με επικεφαλής τον Ευδοκιάδος Γρηγόριο και μέλη τον Ρέζη και τον Χαράλαμπο Μάλη[4], με στόχο να απευθυνθεί στις τοπικές αρχές του Λιβάνου και ειδικότερα στον πρίγκιπα Μπασίρ και τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Τους εφοδίασε με τα απαραίτητα έγγραφα για να απευθυνθούν στον πρίγκιπα Μπασίρ και τις τοπικές αρχές του Λιβάνου όπως και στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας στο πηδάλιον του οποίου υπήρξε ο Πατριάρχης Μεθόδιος ο Νάξιος[5]. 

Η διαρροή της είδησης, σε συνδυασμό με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα, ανέβαλαν την υλοποίηση της συμφωνίας στην οποία είχε έρθει ο Μπασίρ με την ελληνική αποστολή. Γιατί σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη ο Μπασίρ θα ξεκινούσε την εκστρατεία του «εάν έστελνε η ελληνική κυβέρνηση ναυτική δύναμη προς τα παράλια της Συρίας»[6]. Έτσι, τόσο ο Μπασίρ όσο  και ο Ευδοκιάδος περίμεναν καταλληλότερη στιγμή για κοινή δράση επί Καποδίστρια[7], ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ευόδωσε. 

Το εγχείρημα αυτό έσπειρε τον σπόρο της συνεργασίας υπέρ της ελευθερίας το οποίο όμως άργησε μερικές δεκαετίες για να βλαστήσει. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι απουσιάζει η ιδέα του φιλελληνισμού από τις συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών. Το γεγονός αυτό μπορεί να οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι τόσο οι Έλληνες όσο και οι Άραβες ήταν κάτω από τον ίδιο ζυγό, σε αντίθεση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης όπου άνθισε αυτό το ρεύμα και αναδύθηκε πάλι αυτός ο όρος με μια νέα σημασία. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Μπασίρ να στείλει άτομα να πολεμήσουν εκ μέρους του στο πλευρό των Ελλήνων χωρίς αυτό να προκαλέσει σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία της οποίας υπόδουλος ήταν και ο ίδιος του ο λαός. Επιπλέον, η ίδια η έννοια του φιλελληνισμού δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί την εποχή του Μπασίρ, όπως έγινε αργότερα, και οι τότε περιορισμένες πνευματικές επαφές με την Ευρώπη δεν επέτρεψαν στο ρεύμα αυτό να περάσει. Χωρίς να θέλω να γενικεύσω, η αδιάκοπη ύπαρξη ορθόδοξου κλήρου στα Πατριαρχεία της Ανατολής και μάλιστα με επικεφαλής Έλληνες κληρικούς δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει την αίσθηση της ρήξης με το ελληνικό παρελθόν η οποία υπήρξε στην Δύση και η οποία συνέβαλε στην επιθυμία αποκατάστασής της. Για τους Άραβες το Βυζάντιο αποτελεί συνέχεια του ελληνικού πνεύματος, άλλωστε το Βυζάντιο μύησε τους Άραβες στην Ελληνική Γραμματεία. Τα ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της, είναι και μια μορφή συνέχειας της παρουσίας του ελληνισμού εκεί. Αν λοιπόν, θέλουμε να εντάξουμε το αίσθημα των Αράβων διανοουμένων προς τους Έλληνες εκείνη την εποχή κάτω από μια κατηγορία, τότε αντί για τον δυτικό φιλελληνισμό θα τολμήσω να πω «φιλαδελφία». 

Η δράση του Γιούσεφ Μπέη Κάραμ

Όπως αναφέραμε λοιπόν, ο Μπασίρ απέτυχε στο να ανεξαρτητοποιηθεί και οι Λιβανέζοι υπέστησαν τις συνέπειες της εξασθένησης και διάλυσης της Αυτοκρατορίας. Σ' αυτό το πλαίσιο αναδύθηκαν πολλές προσωπικότητες που πρέσβευαν επαναστατικές ιδέες. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται ο Μπούτρους Αλ-Μπουστάνι (1819-1883) μαζί με μέλη από την οικογένειά του, κυρίως τον Σουλαϊμάν Αλ-Μπουστάνι (Λίβανος 1856-1925 ΗΠΑ), και ο Γιούσεφ Μπέης Κάραμ (Λίβανος 1823-1889 Νάπολη Ιταλία). 

Ο Γιούσεφ Κάραμ γεννήθηκε στο χωριό Ιχντιν, σε μια περιοχή που αποτέλεσε προπύργιο των Χριστιανών Μαρωνιτών. Όπως όλοι οι ομόδοξοί του γαλουχήθηκε στο πνεύμα της ελευθερίας και της αντίστασης. Οι Μαρωνίτες επέλεξαν, κατά τον 7ο αιώνα, το ορεινό αυτό μέρος για να υπεραμυνθούν έναντι των διωγμών των Βυζαντινών καθώς υπήρξαν Προχαλκηδόνιοι. Η έκρυθμη κατάσταση μετά τον Μπασίρ Β’ στάθηκε αφορμή για τους Οθωμανούς και τους Δυτικούς για να ανακατέψουν τα πράγματα περαιτέρω. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν αιματηρά επεισόδια ανάμεσα στις κοινότητες των Δρούζων και των Μαρωνιτών το 1840. Τα γεγονότα αυτά επαναλήφθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα και ένταση, αυτή την φορά το 1860 και επεκτάθηκαν ως τη Συρία. Στη δεύτερη φάση των γεγονότων, ο Κάραμ διέπρεψε, αρχικά ως ειρηνοποιός και αφού οι ξένες δυνάμεις δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους για την αποτροπή περισσοτέρων επιθέσεων εναντίον των Χριστιανών, και ως στρατιωτικός ηγέτης, προστάτης των Χριστιανών. Ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι πίσω από τα γεγονότα κρυβόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα επεισόδια αυτά έδωσαν πάτημα στις ξένες δυνάμεις να παίξουν  τον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων και να επιβάλουν ένα σύστημα αυτόνομης διακυβέρνησης με επικεφαλής έναν Οθωμανό πολίτη, μη Τούρκο και μη Άραβα. Ο Γιούσεφ Μπέης Κάραμ αρνήθηκε αυτό το νέο σύστημα και αντιτάχθηκε σε τέτοιο βαθμό που εν τέλει εξορίστηκε. Η επιστροφή του στην πατρίδα σημαδεύθηκε από εχθροπραξίες με τον οθωμανικό στρατό μέχρι τη στιγμή που οδηγήθηκε ξανά σε δεύτερη εξορία, από το 1867 έως το 1889, έτος θανάτου του. 

Η εξορία λύτρωσε τους Οθωμανούς από την παρουσία του στο Λίβανο, αλλά αυτό μόνο ησυχία δεν τους έφερε. Ο Κάραμ εκμεταλλεύτηκε την εξορία για να προβάλει το ζήτημα του Λιβάνου στην Ευρώπη και ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής ιδίως στην Γαλλία. Μια ξεχωριστή προσπάθεια αποτέλεσε η συγγραφή υπομνήματος στα γαλλικά το 1871, το οποίο εξέδωσε στην Ρώμη υπό τον τίτλο «Mémoire aux gouvernements et nations de l' Europe». Βλέποντας τα πολλά εμπόδια που στέκονταν μπροστά σε μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Οθωμανών στο Λίβανο κατέφυγε σε μία διπλωματική οδό.

Η Ελλάδα που ενέπνευσε με το παράδειγμά της τον πρίγκιπα Μπασίρ ώστε να αποπειραθεί μια κοινή στρατιωτική επιχείρηση μαζί της, ενέπνευσε και  τον Γιούσεφ Μπέη Κάραμ. Το Σεπτέμβριο του 1869 επισκέφθηκε την Κέρκυρα για να οργανώσει την επιχείρηση που σκεφτόταν. Ανάμεσα στους άνδρες που θα τελούσαν (σύμφωνα με σχέδιο) υπό την ηγεσία του θα υπήρχαν Έλληνες και Σέρβοι με τους οποίους θα πήγαινε αρχικά στην Αίγυπτο και από κει στον Λίβανο[8]. Για τον λόγο αυτό ο Κάραμ ζήτησε από μερικούς άνδρες του να κατευθυνθούν στην Αλεξάνδρεια και να προετοιμάσουν το έδαφος. Αφού διέρρευσε το σχέδιο του Κάραμ λίγους μήνες μετά την διαμονή των ανδρών του στην Αίγυπτο επέστρεψαν οι τελευταίοι στο Λίβανο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Εσπερία κατάλαβε ότι η παραδοσιακή συμμαχία με την Γαλλία δεν θα βοηθούσε στην επιτυχία των σχεδίων του. Έτσι άρχισε την αναζήτηση νέων συμμαχιών λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της σχέσεις του με την Γαλλία. Στην Κέρκυρα, όπως πληροφορούμαστε από το ίδιο του το υπόμνημα ήρθε σε επαφή με τον Γερμανό Υπουργό εξωτερικών που έτυχε να είναι εκεί[9]. Ακόμη, ήρθε σε επαφή με το Ρωσικό προξενείο. Το 1876, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να βρίσκεται μπλεγμένη σε πολλά μέτωπα ανέστησε ο Κάραμ το παλαιό του σχέδιο και ήρθε πάλι σε επαφές κυρίως με Έλληνες αλλά και γενικότερα με Βαλκάνιους. Ο Κάραμ θα ξεκινούσε τις επιθέσεις εναντίον των Οθωμανών βοηθούμενος από Έλληνες αξιωματικούς[10]. Τέτοια επιχείρηση όμως διέρρευσε πάλι τόσο που έφτασε ως τις ξένες διπλωματικές αποστολές στο Λίβανο[11]. Ο Κάραμ είχε σκεφτεί αυτή την φορά ένα ακόμα πιο μεγάλο σχέδιο. Επικοινώνησε με τον πρίγκιπα Αμπντ Αλ-Κάντιρ ο οποίος ήταν Αλγερινός εξόριστος στην Δαμασκό. Ο πρίγκιπας αυτός είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην καταλλαγή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων και στην προστασία των χριστιανών της Δαμασκού στον εμφύλιο Πόλεμο του 1860. Ο Κάραμ πίστευε ότι η συνεργασία του Αμπντ Αλ-Κάντιρ θα συνέβαλε στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Συρία. Ο στόχος του ήταν να αντικατασταθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Λίβανο και τη Συρία από μια ομοσπονδία υπό την ηγεσία του ιδίου και του Αλγερινού πρίγκιπα[12]. Ο Αμπντ Αλ-Κάντιρ ήταν υπέρ αυτού του σχεδίου αλλά προτίμησε να περιμένει να εμπλακεί πρώτα η ναυτική δύναμη της Ελλάδας στο πλευρό των Ρώσσων στα Βαλκάνια.

Όλες οι προσπάθειες του Κάραμ είχαν την ίδια τύχη με εκείνες του πρίγκιπα Μπασίρ. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν είχαν κανένα λόγο για να στηρίξουν τα σχέδια του Κάραμ, ούτε ο Αμπντ Αλ-Κάντιρ ήταν έτοιμος να παρακινήσει τους μουσουλμάνους, ανάμεσα στους Άραβες, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επαναστατικές ιδέες του Γιούσεφ Μπέη Κάραμ έμελε να ταφούν μαζί του.

Η ελληνική επανάσταση στην Εγκυκλοπαίδεια του Μπουστάνι

Την στιγμή που ο Κάραμ αγωνιζόταν με κάθε διπλωματικό και στρατιωτικό τρόπο, ένας άλλος συμπατριώτης του ο Μπούτρους Αλ-Μπουστάνι αγωνιζόταν στον στίβο του πνεύματος και των γραμμάτων. Μετά τα τραγικά επεισόδια του εμφυλίου του 1860 άρχισε να εκδίδει  μια δίφυλλη εφημερίδα με τίτλο «η σάλπιγγα της Συρίας». Ο Μπουστάνι ξεδίπλωσε, στα 13 τεύχη της κυκλοφορίας της, τις πολιτικές του απόψεις.

Ίδρυσε την Εθνική Σχολή για την νεολαία, εξέδωσε τα περιοδικά και τις εφημερίδες για τους ενήλικες και συνέγραψε την Εγκυκλοπαίδεια[13] που απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες. Παρότι ο Μπούτρους ήταν από το Όρος Λιβάνου εργάστηκε για την προώθηση της παιδείας πέρα των συνόρων της περιοχής του και σε όλο τον αραβόφωνο κόσμο και βρήκε σημαντικούς αρωγούς σε αυτόν τον αγώνα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου και εγγονός του Μεχμέτ Αλί Πασά, ο Ισμαήλ (1830-1895). Η συμβολή του στην συγγραφή και την έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας ήταν καθοριστική: παρείχε στον Μπούτρους πρόσβαση στις βιβλιοθήκες και χειρόγραφα της Αιγύπτου και τον ενίσχυσε οικονομικά. Τούτων λεχθέντων, θα περιμένει κανείς να αντικρίσει μια εγκυκλοπαίδεια που τουλάχιστον αποφεύγει προκλητικά θέματα για την χορηγούσα πλευρά. Όμως φαίνεται ότι ο Μπούτρους και οι βοηθοί του είχαν την δυνατότητα να αναφερθούν στα θέματα όπως αυτοί έκριναν. 

Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε το 1877 ένα χρόνο περίπου μετά την αναμενόμενη πλην αναβεβλημένη επανάσταση του Γιούσεφ Κάραμ με την συνδρομή των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών που ήλεγχαν ακόμα τον Λίβανο. Σε αυτό λοιπόν τον τόμο βρίσκεται ένα λήμμα 18 σελίδων[14] για την ιστορία της Αθήνας από τις οποίες 6 σελίδες πραγματεύονται την Ελληνική επανάσταση. 

Παραθέτω ένα απόσπασμα σε δική μου μετάφραση: “Στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου οι Έλληνες αναζωογόνησαν πολλούς από τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται η πνευματική υπεροχή τους. Μερικοί Φαναριώτες στην Κωνσταντινούπολη και πλούσιοι έμποροι στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις προσέφεραν γενναιόδωρα ποσά για την βοήθεια του Ελληνικού Έθνους. […] Υπήρξαν πολλοί ρήτορες, ποιητές και συγγραφείς οι οποίοι παρακινούσαν το ελληνικό φρόνημα για να θυμηθεί το αρχαίο κλέος και τα καθήκοντα που απορρέουν από την αγάπη της πατρίδας και τα οφέλη της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. [...] Αυτό τους οδήγησε στον πόλεμο του Μοριά για την αναίρεση της υπακοής στην άρχουσα εξουσία και την δημιουργία ανεξάρτητης εξουσίας των πολιτών. Ξεκίνησαν λοιπόν έναν πόλεμο εκτός Αθηνών το έτος 1821 ο οποίος διήρκησε 7 χρόνια. Μονάχα λίγες εβδομάδες πέρασαν ώσπου να εξαπλωθεί η επανάσταση μέχρι την Αθήνα την οποία κατέλαβαν οι Έλληνες και άπλωσαν σ' αυτή το λάβαρο της ελευθερίας στις 27 Απριλίου του ιδίου έτους. Ενέτειναν την πολιορκία στους στρατιώτες των Τούρκων και διαδραματίστηκαν στη συνέχεια φοβερές μάχες»[15].

Είναι σαφές ότι ο συγγραφέας του λήμματος παίρνει ξεκάθαρη θέση. Περιγράφει τα γεγονότα με ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους Έλληνες. Υιοθετεί την ιδέα της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους το οποίο επαναστατεί για να ανακτήσει την παλιά του δόξα. Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ένας υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζει το στρατό λέγοντας «οι στρατιώτες των Τούρκων». Ακόμα και τα τοπωνύμια που παραθέτει δεν ακολουθούν την οθωμανική προφορά, για παράδειγμα το Ναύπλιο που στα οθωμανικά είχε γίνει Anabolu το συναντάμε στο λήμμα ως Nauplia[16]. 

Στο εν λόγω λήμμα όπως και σε όλη την εγκυκλοπαίδεια δεν αναφέρονται οι πηγές, ωστόσο, εν προκειμένω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πηγές χρονολογούνται λίγο μετά την επιδημία της χολέρας που έπληξε την Αθήνα το 1854 και πριν το 1872. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από το ότι η τελευταία ιστορική πληροφορία στο λήμμα αφορά την επιδημία. Επιπλέον κάνοντας μνεία στον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον αναφέρει ως προδότη που συνεργάστηκε με τους Τούρκους[17], γεγονός το οποίο αποδείχθηκε αναληθές και οδήγησε στην αποκατάσταση της φήμης του Ανδρούτσου και της κατάταξής του ανάμεσα στους ήρωες της επανάστασης το 1872.

Πέραν της εμφανούς συμπάθειας που αποπνέει το κείμενο του Μπουστάνι, αξίζει να σταθούμε στην εξιστόρηση, σε λογοτεχνικό ύφος, της τελευταίας μάχης του Καραϊσκάκη «στις 14 Μαΐου καθώς άκουσε ο Καραϊσκάκης τον ήχο του πυροβολισμού, ξαπλωμένος όπως ήταν στην κλίνη της ασθένειας, σηκώθηκε καβάλησε το άλογό του και έτρεξε με μία ανυπέρβλητη ταχύτητα στο πεδίο της μάχης. Συνέχισε να αγωνίζεται και να μάχεται μέχρι που τραυματίστηκε βαριά και τον απέσυραν από το πεδίο. Πέρασε τις τελευταίες ώρες της ζωής του συνομιλώντας με τους αρχηγούς που ήταν συναθροισμένοι γύρω του για την κατάσταση της χώρας. Όταν πλησίασε η ώρα της εκπνοής του είπε στους συγκεντρωμένους που ήταν ανάμεσα τους ο Λόρδος Κόχραν και ο στρατηγός Τσωρτς: “η χώρα μου μού φόρτωσε ένα βαρύ φορτίο. Ολοκλήρωσα τα καθήκοντά μου πολεμώντας σθεναρά ένδεκα μήνες. Δεν μου έμεινε παρά η ζωή μου και αυτήν την χρωστώ στη χώρα μου και της την παραδίδω. Εγώ πεθαίνω τώρα, ας συνεχίσουν οι σύντροφοι στρατιώτες το έργο και να ελευθερώσουν την αγαπημένη μου Αθήνα»[18].

Η παραστατική αναφορά του Μπουστάνι σε αυτή την λεπτομέρεια προφανώς δεν εξυπηρετεί την συγγραφή ενός εγκυκλοπαιδικού λήμματος. Πιστεύω ότι μαζί με τα ενθουσιώδη λόγια για την ελληνική Παλιγγενεσία. Αυτή η αφήγηση ενσωματώθηκε στο λήμμα για να αφυπνίσει το αραβικό αναγνωστικό κοινό σε μια εποχή κατά την οποία είχε ανάψει μια μικρή φλόγα επανάστασης η οποία έπρεπε να διατηρηθεί αναμμένη μέχρι να φουντώσει και να εξαπλωθεί. 

Η σπίθα της επανάστασης που ξέσπασε στην Ελλάδα φώτισε τον δρόμο σε πολλούς λαούς πολλώ δε μάλλον στον γειτονικό Λίβανο. Τα υψηλά ιδεώδη μοιάζουν με το “φαινόμενο της πεταλούδας”:  η επιρροή τους είναι απρόβλεπτη ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο εκδήλωσης. Η Ελληνική Επανάσταση λειτούργησε σαν παράδειγμα για τον Γιούσεφ Μπέη Κάραμ και τον ενθάρρυνε στην εξορία του ώστε να συνεχίσει τον αγώνα για την ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς. Οι διανοούμενοι Μπουστάνι με τη σειρά τους, είδαν την Επανάσταση ως παλιγγενεσία του ελληνικού πνεύματος, ως μία ξεχωριστή και σημαντική στιγμή στην μακραίωνη ενιαία ιστορία της Ελλάδας που αξίζει να αναφερθεί διεξοδικά στο πρώτο εγκυκλοπαιδικό εγχείρημα του αραβόφωνου κόσμου. Τα ανωτέρω αποτελούν μονάχα δύο παραδείγματα του απόηχου της Ελληνικής Επανάστασης στον Λίβανο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ελπίζω η παρούσα εισήγηση να σταθεί αφορμή για περαιτέρω έρευνες. 


[1] Προύζος Γεώργιος, Η δράση των προσφύγων αρχιερέων στις επαναστατημένες περιοχές και στο νεοελληνικό κράτος (1821-1833), Διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, 2016, σελ. 222. Ανακτήθηκε από: http://ikee.lib.auth.gr/record/283618/files/Prouzos2.pdf.

[2] Ο.π.

[3] Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μέρος Γ’, Σελένα εκδοτική, Αθήνα, 2013, σελ. 349.

[4] Προύζος Γεώργιος, Η δράση των προσφύγων αρχιερέων στις επαναστατημένες περιοχές και στο νεοελληνικό κράτος (1821-1833), Διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, 2016, σελ. 222. Ανακτήθηκε από: http://ikee.lib.auth.gr/record/283618/files/Prouzos2.pdf.

[5] Ο.π.

[6] Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μέρος Γ’, Σελένα εκδοτική, Αθήνα, 2013, σελ 349.

[7] Προύζος Γεώργιος, Η δράση των προσφύγων αρχιερέων στις επαναστατημένες περιοχές και στο νεοελληνικό κράτος (1821-1833), Διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, 2016, σελ. 226. Ανακτήθηκε από: http://ikee.lib.auth.gr/record/283618/files/Prouzos2.pdf.

[8] Chaker Ibrahim, Les dernières années de la lute d’un indépendantiste infatiguable: Youssef bey Karam, Revue Al-Hikma (La Sagesse), Octobre 2009, No 2, p. 3.

[9] Karam, Joseph (Youssef), Mémoire aux gouvernements et nations de l'Europe, Rome 1871, p. 40.

[10] Chaker Ibrahim, Les dernières années de la lute d’un indépendantiste infatiguable: Youssef bey Karam, Revue Al-Hikma (La Sagesse), Octobre 2009, No 2, p. 7.

[11] Ο.π.

[12] Ο.π., σελ. 9.

[13] AL-Bustani, Butrus, Encyclopédie arabe, Beirut, 1876-1900, vols. 1-11.

[14] Ο.π., σελ. 509-527.

[15] Ο.π., σελ. 522.

[16] Ο.π., σελ. 524.

[17] Ο. π., σελ. 523.

[18] Ο.π., σελ. 524.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου