Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά ολοκλήρωσε σήμερα, 31 Οκτωβρίου 2021, τις παραστάσεις της στην καρδιά της πόλης, στην Ομόνοια και το ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο «Μπάγκειον».
Η παράσταση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο της Χάγης, STET- the English Theatre, όπου επίσης για πρώτη φορά ακούστηκε η τραγωδία στα ελληνικά και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Ο Δημήτρης Γεωργαλάς, μετά το πρώτο αυτό ανέβασμα, συνέχιζε να πειραματίζεται και να δουλεύει πάνω στον λόγο του Ευριπίδη με την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, η οποία επιμένει να ερμηνεύει την ιστορία με ψυχαναλυτική προσέγγιση.
Μια μετάφραση, άμεση και ποιητική, που εμπεριέχει την προσωπική του θεώρηση και επιχειρεί να πλησιάσει την ψυχή των ηρώων.
Την μετάφραση του Χειμωνά την διάβασα σαν πρωτοβγήκε. Με είχε κυριεύσει, κυριολεκτικά!
Την μετάφραση του Χειμωνά την διάβασα σαν πρωτοβγήκε. Με είχε κυριεύσει, κυριολεκτικά!
Ο Δημήτρης Γεωργαλάς είναι φιλόλογος και μουσικός, επίσης. Άρα διαθέτει όλα τα απαραίτητα εφόδια για να προσεγγίσει ένα τέτοιο απαιτητικό έργο.
Ο Δημήτρης είναι φίλος απ' τα φοιτητικά μας χρόνια. Δούλεψε σκληρά στο θέατρο, το οποίο αγάπησε βαθιά από την αρχή. Εκπτώσεις δεν έκανε ποτέ. Άρα, αυτό που κομίζει σε κάθε παράστασή του είναι η ίδια η αλήθεια του. Αναμετριέται κάθε φορά με τον εαυτό του. Μου αρέσει διότι είναι αρκετά σνομπ, αν και δεν είναι στις προθέσεις του. Μακριά απ' αυτόν η κολακεία του κοινού. Μόνη του έγνοια το θέατρο για την ψυχή του, που θα ΄λεγε κι ο Κουν.
Ο Δημήτρης είναι φίλος απ' τα φοιτητικά μας χρόνια. Δούλεψε σκληρά στο θέατρο, το οποίο αγάπησε βαθιά από την αρχή. Εκπτώσεις δεν έκανε ποτέ. Άρα, αυτό που κομίζει σε κάθε παράστασή του είναι η ίδια η αλήθεια του. Αναμετριέται κάθε φορά με τον εαυτό του. Μου αρέσει διότι είναι αρκετά σνομπ, αν και δεν είναι στις προθέσεις του. Μακριά απ' αυτόν η κολακεία του κοινού. Μόνη του έγνοια το θέατρο για την ψυχή του, που θα ΄λεγε κι ο Κουν.
Στο σημείωμα του για την παράσταση διαβάζουμε:
"Η πρώτη φορά που ασχολείσαι με την αρχαία τραγωδία, είναι σαν μια πρώτη εξερεύνηση ενός οικείου –άγνωστου τόπου. Υπάρχουν πολλά να δεις και να σε τραβήξουν μέσα στη δίνη της και πολλά που σου αποκαλύπτονται όταν έχεις φύγει από εκεί και σε κάνουν να θες να ξαναγυρίσεις.
-Η Μήδεια δεν είναι η ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας.
-Είναι ο πρώτος πόλεμος ή ο πρώτος Γάμος μεταξύ του ΑΝΤΡΑ και της ΓΥΝΑΙΚΑΣ.
-Είναι η ρήξη μεταξύ δύο ισχυρών πολιτισμών.
-Είναι η αναμέτρηση, η καταδικασμένη, του ανθρώπου με τη φύση και με το «θείο».
-Είναι, για μένα, ένα αρχέγονο μυστήριο απ’ το οποίο βγαίνεις σοκαρισμένος και καθαγιασμένος. Ο θεός Έρωτας, σαν άλλος Διόνυσος, αποκαλύπτεται και επιβάλλεται μέσα από πράξεις καταλυτικές για την ανθρώπινη ψυχή.
Η πρώτη ευκαιρία μου δόθηκε από το θέατρο STET– the English Theatre και το Εθνικό Θέατρο της Χάγης, όπου παρουσιάστηκε πρώτη φορά στα ελληνικά η τραγωδία του Ευριπίδη, πριν δυο χρόνια στα πλαίσια του φεστιβάλ Μήδειας που έγινε εκεί.
Η παράσταση εκείνη παρουσιάζεται τώρα στο ΜΠΑΓΚΕΙΟΝ. Από τότε η προσέγγιση οφείλει να έχει πάει πιο βαθιά. Τόσο για μας όσο και για τους θεατές, η «Μήδεια» είναι ο ΤΟΠΟΣ μέσα μας όπου θα θελήσουμε σίγουρα να ξαναγυρίσουμε."
Έτσι, η Μήδεια του Ευριπίδη, σε μετάφραση Γ. Χειμωνά και σκηνοθεσία Δ. Γεωργαλά, παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε στο Μπάγκειον, γιατί φαίνεται πως έκανε μια τομή. Μια τραγωδία για την βαρβαρική καταγωγή του έρωτα, μ' ένα κουιντέτο ηθοποιών. Θυμήθηκα τον Ολιβιέ Πυ που παρουσίασε στην Μικρή Επίδαυρο αποσπάσματα τραγωδιών με τρεις ηθοποιούς. Μινιμαλισμός με τον τραγικό λόγο σε πρώτο και κύριο πλάνο. Πραγματικό Θέατρο του Λόγου!
«…Αλλά πώς η τραγωδία καταφέρνει να πλησιάσει αυτή την οχυρωμένη συγκίνηση, που μονάχα η μουσική απ’ όλες τις τέχνες (με άλλους τρόπους, πιο άμεσους – από άλλες οδούς, πολύ πιο σύντομες) έχει την ευκολία να διαταράξει; Χάρη στο καίριο, πιστεύω, όργανό της – αυτό το Πένθος που είπα.
Το πένθος είναι η δεύτερη πρώτη ύλη, που περιβάλλει το δράμα και επενδύει τους ήρωές του. Κάτι πολύ περισσότερο: υπάρχει διάχυτος, αλλά ανεπαίσθητος στην ατμόσφαιρα ένας έρως του πένθους. (Είναι αυτονόητο ότι το πένθος για το οποίο μιλώ, είναι ένα είδος οντολογικής θλίψης, έχει μια μακρινή σχέση με το κανονικό πένθος που δικαιολογημένα καταπονεί τον ήρωα από έναν θάνατο ή μια ταπείνωση και δεν πρέπει να συγχέεται μαζί του.) Παρακολουθώντας από πολύ κοντά τον ήρωα, τον νιώθεις να αντιστέκεται, να αρνείται να παραιτηθεί – όχι ασφαλώς από την μεγάλη πράξη για την οποία είναι κλητός, αλλά από το άλγος: Είναι ένας εραστής του πένθους».
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Χειμωνάς στην εισαγωγή του στην μετάφραση της Μήδειας του Ευριπίδη, που αριστοτεχνικά εκπόνησε και κυκλοφόρησε το 1990, πριν 31 χρόνια!
Είχα μαγευτεί με την μετάφραση του Χειμωνά, μα τώρα είμαι μαγεμένος με την απόδοσή της στη σκηνή από τον Δημήτρη Γεωργαλά, στο Μπάγκειον.
Και καθώς άκουγα τον λόγο του Χειμωνά, σκεφτόμουν πόσο ανέδειξε την ποιητικότητα του Χειμωνά ο Δ. Γεωργαλάς, τόσο που η μουσική (που μόνη αυτή απ' όλες τις τέχνες, κατά τον Χειμωνά, έχει την ευκολία να διαταράξει την οχυρωμένη συγκίνηση) έμοιαζε σχεδόν περιττή, αν και - με μικρό ρόλο- υποβλητική (του Πλάτωνα Ανδριτσάκη), καθώς το Πένθος κυριαρχούσε.
Σημειώνω εδώ κάτι όχι γνωστό στους πολλούς. Χειμωνάς και Ανδριτσάκης είχαν κάνει μαζί σπουδές ψυχανάλυσης στο Παρίσι. Γνωρίζονταν, δηλαδή, δι' άλλης οδού.
Πώς κατάφερε, λοιπόν, ο Δ. Γεωργαλάς να χτίσει μια τέτοια τραγωδία «δωματίου», σ΄ ένα δωμάτιο εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου, με πέντε ηθοποιούς, χωρίς σκηνικά ή άλλα ευρήματα, παρά μόνο εκείνα που εξασφάλιζαν την «οικονομία» της παράστασης;
Το έκανε γιατί είναι ένας «εραστής του πένθους».
Για τον ήρωα της τραγωδίας, την Μήδεια, που ενσάρκωσε συγκλονιστικά η Τζούλη Σούμα, το πένθος "είναι η μοναδική όσο και φυσική κατάστασή του", λέει ο Χειμωνάς. Και συνεχίζει: «Παραπάνω: το πένθος παράγει και συνεχώς μεγεθύνει την απάνθρωπη τόλμη του. Ακόμα παραπάνω: ηδονίζεται από το πένθος.
Αυτός ο αδιόρατος βαθύς έρωτας του πένθους μοιάζει να μεταγγίζεται και στα άλλα πρόσωπα του δράματος. όλοι κινούνται, με επικεφαλής τον ήρωα, αδιαμαρτύρητα, πειθήνια, μέσα στη θολή μνήμη μιας ανεπανόρθωτης (και εξάλλου αναπότρεπτης κάποτε) Πτώσης: αυτό πρέπει να είναι το τετελεσμένο που εννοούσα πριν – η βάναυση απόσπαση του ατομικού όντος από το κοινό είναι, δηλαδή η γέννηση του θανάτου. Και από αυτό το τετελεσμένο εφύτρωσε η συγκίνηση και πήρε την πρώτη της, την πιο καθαρόαιμη μορφή που είναι ένα πένθος. Έκτοτε, ό,τι θα συγκλονίζει τον άνθρωπο θα είναι πόνος. Και ό,τι θα ανασκάπτει τον πόνο θα είναι ηδονικό.
Ώστε το τραγικό κατάγεται από προϊστορικές στην πνευματική διαδρομή του ανθρώπου – από προπατορικές απώλειες και καταδίκες της ύπαρξής του. Και αυτά τα προπατορικά στίγματα δεν έχουν γεννήσει την Ενοχή μας, όπως πιστέψαμε, αλλά μας έχουν εσαεί σφραγίσει με το Πένθος.»
Η Μήδεια του Δ. Γεωργαλά είναι πενθηφόρος, αλλά με μια δύναμη ζωής! Γιατί κι ο θάνατος απαιτεί γενναιότητα και δεν είναι τυχαίο που στην παράσταση η Μήδεια δεν φαίνεται να σκοτώνει τα παιδιά της. Όταν τα σκοτώνει τα γεννάει! Αυτό είναι ένα καταπληκτικό εύρημα του Γεωργαλά, όχι θεατρικό, μα οντολογικό. Ό,τι γεννιέται πεθαίνει, αργά ή γρήγορα…
Και οι πέντε ήσαν υπέροχοι: Τζούλη Σούμα (Μήδεια), Δημήτρης Γεωργαλάς (Ιάσων), Νίκος Δερτιλής (Κρέων/Αιγέας), Μαργαρίτα Βαρλάμου (τροφός), Βασίλης Ψύλλας (αγγελιαφόρος).
Λειτουργικά, από κάθε άποψη, και στιβαρά τα κοστούμια του Δημήτρη Ντάσιου.
Μια παράσταση καταλυτική!
«Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας», έλεγε ο Κάρολος Κουν.
Σε τέτοιες παραστάσεις, σαν την Μήδεια του Δ. Γεωργαλά, αυτό ισχύει στο ακέραιο και για τους συντελεστές αλλά και για τους θεατές. Θα έλεγα, παραφράζοντας τον Κουν, πως κάνουμε θέατρο όλοι μας, για να πενθήσουμε τους εαυτούς μας, ως ερασταί του πένθους…
Η μοναδική παράσταση της Μήδειας είχε εμβέλεια διεθνη ,θεάτρου με βάθος και ύψος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ψυχαναλυτική προσέγγιση των χαρακτήρων από τον Χειμωνά με στιβαρά αποδοσμενο το λόγο του τραγικού ποιητή , ανεβάζει σε ύψη, καταβαραθρωνει σε τάρταρα.
Η πρωταγωνίστρια, αστερας μυσταγωγιας, με δορυφόρους περιδινου μένους σε ιερό ίλιγγο.
Προσωπικά μου θύμισε πρωτοποριακό θέατρο Θεόδωρου Τερζόπουλου, αλλά και τον τύπο χορογραφίας της θεατρικής ομάδας" Ρόδα".
Το λιτό σκηνικό,οι φωτισμοί, ο "φθαρμένος" χώρος, τα μοναδικά κοστούμια φέρνει στο νου το"Roma" του Federico Fellini!