Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΠΑΝΟΣ ΔΟΜΑΛΗΣ: Λαϊκισμός και ευθύνες για το επίπεδο της κοινής γνώμης

Γράφει ο Πάνος Δόμαλης*

THE ATHENIAN TIMES

Η «κοινή γνώμη», όπως αποκαλούμε συχνά τη γενική εικόνα που έχουμε για τις απόψεις της πλειονότητας, πέρα από προβληματισμό, προκαλεί -ομολογουμένως- και μελαγχολία. Εντούτοις η αίσθηση αυτή δεν είναι και τόσο ακριβής αν αναλογιστεί κανείς ότι η λέξη «κοινή» αναφέρεται μόνο στις εκπεφρασμένες απόψεις· τις απόψεις που απλώς εξωτερικεύτηκαν χωρίς όμως να είναι απαραίτητα αντιπροσωπευτικές του συνόλου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο «κοινή» και αν είναι πραγματικά αυτή η γνώμη, η γενική αίσθηση είναι -αν μη τι άλλο- ανησυχητική.

Ο δημόσιος διάλογος μοιάζει αθεράπευτα εθισμένος στις κραυγές, τις υπερβολές και τις προσβολές. Η περιήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το επιβεβαιώνει. Μήπως η ελληνική κοινωνία έχει κάποια ενδιάθετη ροπή στις υπερβολές κάθε είδους; Ίσως και να έχει. Αυτό που σίγουρα έχει, είναι μια αποστροφή προς τις ήρεμες φωνές και τις λογικές λύσεις. Πάντα είχε. Το γούστο της ελληνικής κοινωνίας όμως, ούτε τώρα διαμορφώθηκε ούτε και τις συνέπειές του βιώνουμε τώρα για πρώτη φορά, απλώς τα social media κάνουν τον εκτροχιασμό αυτόν περισσότερο αισθητό από ποτέ.

Από την προβληματική αυτή εικόνα προκύπτουν δύο κρίσιμα ερωτήματα.

Ποιος έχει ευθύνη για το πρόβλημα; Ποιος επωφελείται από αυτήν την κατάσταση;

Υπάρχει η πεποίθηση πως αιτία της υποβαθμισμένης κοινής γνώμης είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ουσιαστικά η δυνατότητα που δίνουν σε όλους ανεξαιρέτως να εκφραστούν. Δεν είναι όμως τα social media το πρόβλημα, διότι το να εκφραστεί κανείς διαδικτυακά, είναι απλώς μια μορφή του δικαιώματος στον ελεύθερο λόγο. Το πρόβλημα είναι ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος, στον οποίο καθρεφτίζεται το χαμηλό επίπεδο. Χαμηλό επίπεδο με ρίζες -ως έναν βαθμό- ορατές. Οι συγκεκριμένες ρίζες, βέβαια, δεν αναπτύσσονται μόνες τους· χρειάζονται κάποιον να τις καλλιεργεί διαρκώς.

Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το επίπεδο της κοινής γνώμης έχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία την έχουν εθίσει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης των γεγονότων και την έχουν μυήσει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης των απόψεων.

Από τα καλτ τηλε-δικαστήρια των 90s, τις πλατείες των αγανακτισμένων, το δημοψήφισμα του 2015, τα capital controls αλλά και σήμερα με το κίνημα me too και τον κορωνοϊό, ορισμένοι δημοσιογράφοι επιβεβαιώνουν κάθε φορά πως, όταν το χαμηλό πνευματικό επίπεδο συνδυαστεί με την κάθε είδους ιδιοτέλεια, η γνώμη της κοινωνίας μπορεί να ζημιωθεί ανεπανόρθωτα. Η παθολογία δεν περιορίζεται σε ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Οι πολεμικές διατυπώσεις των διαφόρων δημοσιογράφων-νταήδων προκαλούν, πέρα από πόλωση, εθισμό σε έναν τρόπο επιθετικής και αναιδούς έκφρασης. Όλη αυτή η συμπεριφορά προκειμένου να δημιουργείται η αίσθηση μιας ψευδεπίγραφης και υποκριτικής συμπαράστασης προς τον δοκιμαζόμενο λαό. Η ζημιά όμως στο συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας είναι τεράστια.

Στη χώρα μας τα αρνητικά ρεκόρ της δημοσιογραφίας καταρρίπτονται σε καθημερινή βάση. Δημοσιογράφοι -με λαμπρές μεν, λίγες δε, εξαιρέσεις- επιβεβαιώνουν με κάθε ευκαιρία ότι δεν επιθυμούν να αναβαθμίσουν το επίπεδο της κοινής γνώμης, από τη θέση που έχουν. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι, λόγω της ιδιότητάς τους έχουν την ικανότητα ή και το καθήκον να εκφράζουν γνώμες και κρίσεις επί παντός επιστητού. Δημοσιογράφοι οι οποίοι θεωρούν ότι το δημοσιογραφικό επάγγελμα περιλαμβάνει και την άσκηση ενός οιονεί δικαιοδοτικού έργου χωρίς όμως καμία ειδική γνώση, αφού αυτές είναι «τυπολατρικά δικολαβικά τερτίπια» τα οποία ακούγονται ακατανόητα και ενδεχομένως να κουράσουν το κοινό. Το αποτέλεσμα; Με την υποτιμητική αυτή στάση προς τον έγκυρο νομικό λόγο, οι δημοσιογράφοι αυτοί καταφέρνουν να διαστρεβλώσουν την όποια -έστω εμπειρική- γνώση έχει ο κόσμος για το νόμο και τις σχετικές διαδικασίες. Ωστόσο, άλλο ενστικτώδης αίσθηση για το δίκαιο και το άδικο και άλλο (ευτυχώς) απονομή δικαιοσύνης. Η ημιμάθεια (εξ ορισμού ημι-, λόγω της αποκλειστικά εμπειρικής προέλευσής της) και οι διαστρεβλωμένες έννοιες συναντούν, τώρα, τις ενστικτώδεις προ-ερμηνευτικές αντιλήψεις του κάθε ανθρώπου λόγω του περιβάλλοντος και της προσωπικότητάς του, με καταστροφικές συνέπειες. Καταστροφικές για την ικανότητα αξιολόγησης του κάθε ανθρώπου ως μονάδα και κατ’ επέκταση ως μέρους του συνόλου.

Στα διάφορα -εύκολα και δύσκολα- ζητήματα της απλής καθημερινότητας δεν μπορούμε πάντα να αρκεστούμε σε απαντήσεις «ναι-όχι» και σε κρίσεις τύπου «σωστό-λάθος». Με αυτήν τη θεμελιώδη εμπειρική παρατήρηση ως βάση, είναι απορίας άξιο το πως έχει δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ότι σε σύνθετα ζητήματα που απαιτούν επιστημονικές γνώσεις, μπορούν να δοθούν απλοϊκές και αυθόρμητες απαντήσεις. Επιστημονική τεκμηρίωση και αυθορμητισμός. Κοινώς: η ημέρα και η νύχτα. Από πού προέκυψε αυτή η βεβαιότητα ορισμένων για τις απλουστευτικές κρίσεις που εκφράζουν; Προέκυψε από την ασυνείδητη μίμηση των αρνητικών προτύπων που αποτελούν οι διάφοροι «σίγουροι» τηλεοπτικοί και ιντερνετικοί «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης. Όταν δημοσιογράφοι και διαμορφωτές αντιμετωπίζουν την επιστήμη ως «κόλπο», τι να διδαχθεί ο άμοιρος δέκτης της ακατάσχετης μπουρδολογίας τους; Σίγουρα διδάσκεται έναν τρόπο έκφρασης μέσω βαρύγδουπων χαρακτηρισμών και χονδροειδών αναλογιών. Η περίσσεια ευκολία με την οποία κάποιοι ξεστομίζουν τη λέξη «χούντα», έχει ως βάση της τον εθισμό στον παραπάνω τρόπο έκφρασης. Άνθρωποι που βρίσκουν τις αναλογίες με την 21η Απριλίου, χαριτωμένες και εύστοχες δείχνουν, πέρα από την πνευματική τους ένδεια, ασέβεια στο δημοκρατικό κεκτημένο. Το κεκτημένο εκείνο που τους δίνει την ελευθερία να το αμφισβητούν. Τα ίδια ακριβώς έλεγαν και στα χρόνια της βαθιάς αντι-μνημονιακής κοινωνικής παράκρουσης και όχι μόνο. Το πότε όμως μια Δημοκρατία μετατρέπεται σε απολυταρχικό καθεστώς και τίθεται ζήτημα -της πολυπόθητης για διάφορους- θεμιτής λαϊκής ανυπακοής, δεν είναι μια υποκειμενική κρίση του κάθε influencer [sic] αλλά απαιτεί εξέταση μιας σειράς βασικών στοιχείων της Δημοκρατίας. Στοιχεία τα οποία βέβαια οι συγκεκριμένοι κρίνοντες δεν έχουν την υπομονή ούτε και τις γνώσεις να εξετάσουν. Η σκληρή αλήθεια για τους θιασώτες των υπερβολών, όμως, είναι ότι η χρησιμοποίηση τέτοιων λέξεων δεν καθιστά την άποψή τους σοβαρή ούτε και άξια αντιλόγου.

Η αρέσκεια κάποιων να χρησιμοποιούν νομικούς χαρακτηρισμούς προκειμένου να προσδώσουν «πόντους» σοβαρότητας στα λεγόμενά τους, είναι επιτυχημένη εκεί που η σοβαροφάνεια υπερισχύει της αλήθειας. Μην απορούμε με εκείνους που λιβανίζουν το άρθρο 120 του Συντάγματος, το οποίο με κάθε ευκαιρία υφίσταται σοβαρή ερμηνευτική κακοποίηση. Πριν μερικές ημέρες, η μητέρα ενός μαθητή στη Θεσσαλονίκη, συνέδεσε το άρθρο 120 με τα self-test κορωνοϊού (!). Συνταγματικός λαϊκισμός, μια ακόμη όψη του προβλήματος. Βέβαια αυτή η τρικυμία εν κρανίω είναι χρήσιμη για κάποιους. Η σύγχυση εννοιών δεν είναι αποκλειστικότητα του κακού δημοσιογραφικού λόγου· αντιθέτως, τη συναντούμε επίσης ως πάγια τακτική λαϊκιστών πολιτικών που τεχνηέντως μπερδεύουν τις έννοιες. Η σύνδεση της ποιοτικά χαμηλής δημοσιογραφίας με τον κάθε είδους λαϊκισμό και δη τον πολιτικό, γίνεται σταδιακά όλο και πιο ξεκάθαρη. Ο λόγος εκείνων των δημοσιογράφων προετοιμάζει το έδαφος όπου θα αναπτυχθεί ο λόγος εκείνων των πολιτικών.

Η ομοιότητα της γλώσσας και του τρόπου έκφρασης που χρησιμοποιείται από δημοσιογράφους της κακώς εννοούμενης φιλολαϊκής δημοσιογραφίας, κρύβει τη βαθύτερη σύνδεσή της με τον πολιτικό λαϊκισμό. Ποια όμως είναι ακριβώς η σύνδεση της δημοσιογραφικής γλώσσας με τον πολιτικό λαϊκισμό;

Η βασική ομοιότητα είναι η αόριστη και κενή περιεχομένου ρητορεία· η προκατασκευασμένη κοινοτοπία. Το «απόλυτο τίποτα» το οποίο θεωρείται άποψη, αντικείμενο ανάλυσης και επιχείρημα. Ο δημοσιογραφικός και πολιτικός λαϊκιστικός λόγος έχει ως πυρήνα την απλοϊκότητα. Απλοϊκός λόγος βασισμένος σε απλοϊκά συνθηματοποιημένα επιχειρήματα. Σύνδεση του σύνθετου και του τεκμηριωμένου με το ελιτίστικο, με σκοπό τον ευτελισμό της όποιας σοβαρότητας. Ταύτιση του επιτηδευμένα αντισυμβατικού με την ανανέωση και την πρόοδο. Όλα αυτά προλειαίνουν το έδαφος όπου ο λαϊκιστής πολιτικός θα αναπτύξει τις ιδέες του. Ιδέες που βασίζονται πάντοτε στο ίδιο κόνσεπτ· ότι υπάρχουν δηλαδή προφανείς λύσεις για τα προβλήματα της χώρας, τις οποίες όμως, ορισμένες ανάλγητες πολιτικές ελίτ επιδεικτικά παρακάμπτουν και δεν εφαρμόζουν.

Κλασσική περίπτωση ήταν η υπόσχεση «σκισίματος» του μνημονίου, η οποία καλλιέργησε στον κόσμο την εσφαλμένη εντύπωση ότι για την έξοδο από την κρίση υπάρχει και η άκοπη οδός. Θα μπορούσαμε δηλαδή να λύσουμε το πρόβλημα εύκολα· απλώς σκίζοντάς το. Η αποθέωση του λαϊκισμού· φτηνή μαγκιά μέσω ενός γλαφυρού συμβολισμού που πουλάει (με αντίτιμο την ψήφο) ελπίδα γελοιοποιώντας το πρόβλημα. Στην ίδια βάση κινείται το φλερτ με τα δημοψηφίσματα. Γνωστή τακτική κομμάτων που αναπαράγουν έναν δήθεν αγανακτισμένο και υποκριτικό αντί-ελιτισμό. Η αισίως απελθούσα Χρυσή Αυγή είχε ουκ ολίγες φορές εκφράσει την προτίμησή της προς τα δημοψηφίσματα, το δε ΚΚΕ υπόσχεται μηνιαία (!) δημοψηφίσματα για πάσης φύσεως ζητήματα. Βεβαίως από τέτοιου επιπέδου εξαγγελίες δεν θα μπορούσε να λείπει και ένα δημοψήφισμα με αντικείμενο την επαναφορά της θανατικής ποινής, όπως ακριβώς ακούστηκε (μεταξύ άλλων) κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο από την Ελληνική Λύση. Ο ρόλος των καναλιών απέναντι στις προαναφερθείσες εξαγγελίες είναι γνωστός. Δημοσιογράφοι απρόθυμοι ή και αδύναμοι να αντιλέξουν στην προκλητική ρητορεία των καλεσμένων τους, επιτρέποντας με τη στάση τους αυτή να ριζώνει η εντύπωση των τάχα εύκολων λύσεων. Ο διάλογος προϋποθέτει και αντίλογο αλλιώς είναι ένας μονόλογος, όπου όλα τα επιχειρήματα γίνονται δεκτά αφού κανείς δεν τα κρίνει.

Η δημοσιογραφία με αυτοσκοπό τους δείκτες τηλεθέασης οι οποίοι ανεβαίνουν όσο ανεβαίνουν οι τόνοι και πληθαίνουν οι ακραίες διατυπώσεις, θα υποβαθμίζει ολοένα και περισσότερο το επίπεδο της κοινής γνώμης. Ένας λαός που δεν είναι συνηθισμένος στις υπερβολές, τις φωνές και την ανθρωποφαγία, δίνει σαφώς λιγότερο χώρο στο δημαγωγικό λόγο να αναπτυχθεί.

Ας πάψουμε επιτέλους να συγχέουμε την έλλειψη αγωγής και την υποκριτική περιφρόνηση των τύπων με την επαναστικότητα. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από δημοσιογραφικό λόγο που δημιουργεί αντισώματα απέναντι στον λαϊκισμό των κατ’ επάγγελμα διαμαρτυρόμενων. Ανάγκη από νηφάλιες φωνές προοδευτικής επιχειρηματολογίας και από κομματικά αδέσμευτο πολιτικό στοχασμό. Μακριά από υστερόβουλα μέσα ενημέρωσης και (αδι)αμόρφωτους διαμορφωτές γνώμης που συντηρούν έναν απερίσκεπτο τρόπο έκφρασης γεμάτο μελοδραματικές παρομοιώσεις· διατυπώσεις που προκαλούν σύγχυση και ανοίγουν τον δρόμο στους διάφορους «φίλους» του λαού.

Ο Πάνος Δόμαλης σπουδάζει στη Νομική του ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου