Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλος
Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει στα 1935 το περίφημο ποίημά του «Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι». Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα και μετά στο Λυρικός Βίος, E´ ( Ίκαρος 1968).
Το ποίημα εκτυλίσσεται, θα λέγαμε, στο Βυζαντινό Μοναστήρι του Οσίου Λουκά του εν Στειρίω, στην Βοιωτία.
Η Μονή Οσίου Λουκά, η Αγιά-Σοφιά της Ρούμελης είναι χτισμένη στις δυτικές υπώρειες του Ελικώνα και είναι οικισμός της κοινότητας Στειρίου Βοιωτίας.
Η Μονή είναι αφιερωμένη στον Όσιο Λουκά τον Στειργιώτη (29 Ιουλίου 896 – 7 Φεβρουαρίου 953), του οποίου η μνήμη γιορτάζεται από την Εκκλησία στις 7 Φεβρουαρίου.
Ιδρυτής της μοναστικής ζωής στη Μονή θεωρείται ο ίδιος ο Όσιος, ο οποίος ασκήτευσε εκεί τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του (946-953), αφού προηγουμένως είχε ασκητέψει σε διάφορα ησυχαστήρια της Φωκίδας και της Κορινθίας. Ήταν μορφή αγαπητή στον τοπικό πληθυσμό αλλά και στους αξιωματούχους του θέματος Ελλάδος του οποίου έδρα ήταν η Θήβα. Άσκησε φιλανθρωπικό και θεραπευτικό έργο ενώ είχε και το χάρισμα της προφητείας, σύμφωνα με τους βιογράφους του.
Το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της μεσοβυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής και περιλαμβάνεται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από κοινού με τα άλλα δύο σωζόμενα μοναστήρια της μεσοβυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, τη Νέα Μονή της Χίου και τη Μονή Δαφνίου στην Αττική.
Ο Άγγελος Σικελιανός, ο οποίος συνδεόταν με την Φωκίδα λόγω των Δελφικών Γιορτών που έστησε εκεί μαζί με την σύζυγό του Εύα Πάλμερ, δεν θα μπορούσε να μην δώσει την πρέπουσα σημασία στο Μοναστήρι που «στοιχειώνει» την ευρύτερη περιοχή.
Γράφει λοιπόν για το θείο και το ανθρώπινο πάθος και την Ανάσταση με σημείο αναφοράς το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Μόλις δύο χρόνια μετά, στα 1937, ο πατριάρχης της Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλης Καλομοίρης, τοποθετεί το ποίημα του Σικελιανού στην δική του ομώνυμη σύνθεση για απαγγελία, δηλαδή αφηγητή, και ορχήστρα, σημειώνοντας και μία εναλλακτική: «Βόλεμα για απαγγελία, βιολί και πιάνο».
Την ίδια χρονιά το έργο μαζί με την Ρωμέικη Σουίτα (νέα επεξεργασία), παρουσιάζονται σε συναυλία στα «Ολύμπια».
Ο συνθέτης στην παρτιτούρα που δημοσιεύουμε εδώ (1959) σημειώνει: "Του Θάνου Κωτσόπουλου, θύμημα Παλαμικής Συμφωνίας".
Ο Καλομοίρης αφιερώνει αυτή την εκδοχή του έργου στον σπουδαίο ηθοποιό Θάνο Κωτσόπουλο (1911-1993), ο οποίος ήταν ο εξάγγελος, δηλαδή αφηγητής, στην "Παλαμική Συμφωνία", που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στα 1955.
Ακούμε εδώ το έργο "Στ' Όσιου Λουκά το Μοναστήρι" από την Karlovy Vary Symphony Orchestra υπό τον μαέστρο Βύρωνα Φιδετζή.
Απαγγελία: Εύα Κοταμανίδου.
Ἄγγελος Σικελιανός
Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν
τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες
μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -
πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
ποὺ πόνεσε βαθιά;
Γιατὶ κι ὁ πόνος
στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν
τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,
καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες
τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,
τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια
ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!
Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα
κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση
ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!»
Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,
τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,
ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο
στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος
στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι
ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα
τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι
μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,
τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι
τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,
ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι
τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!
Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι
ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -
ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος
ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι
πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει
σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,
τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,
- ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της
ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν
ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν
τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο
μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν
μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου
κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,
ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…
Ώ!! γλώσσα Ελληνίδα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓλώσσα των θαυμάτων!..
Τι άμεση που είναι και βροντερή του Σικελιανού η γλώσσα
Τι ζωντανή!!.