Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΔΑΡΙΤΙΣΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΑΝΔΡΕΑ


ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ 
ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ 
Το πρωτότυπο κείμενο και η νεοελληνική απόδοσις. 
Εισαγωγή, νεοελληνική απόδοσις, σχόλια: υπό των αδελφών της Ι. Μονής Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών Πατρών, Εκδόσεις "ΤΗΝΟΣ", Αθήναι 1995. 
Εις την παρούσα έκδοσι προτιμήσαμε να περιορισθούμε εις ένα κείμενο πολύ μικράς εκτάσεως, αλλά ανυπολογίστου σημασίας και σπουδαιότητος. Είναι το "Μαρτύριον" του Αποστόλου, η επιστολή δηλαδή που έστειλαν οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι των Εκκλησιών της Αχαΐας για να γνωστοποιήσουν το μαρτυρικόν τέλος του Πρωτοκλήτου.
Το κείμενο αυτό δεν δημοσιεύεται τώρα για πρώτη φορά. Συμπεριλήφθη εις τον 2ον τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του Μιγνίου (Migne), αλλά οι μελετηταί, πλήν του Μπέκ (Beck), εκ παραδρομής το είχαν ταυτίσει με άλλα, παράλληλά του, γνωστικά κείμενα, οπότε δεν έτυχε της αποδοχής που του άξιζε. Όμως, κατά την γνώμη μας, δεν έχει καμμία απολύτως σχέσι με τα παράλληλά του γνωστικά κείμενα των πρώτων αιώνων, και θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθή χωρίς επιφυλάξεις.
Ο αναγνώστης μπορεί, ευθύς αμέσως, να διαπιστώση πως, όχι μόνον η εσωτερική μαρτυρία του κειμένου, το ότι συνετάγη από τους αυτόπτας του σταυρικού μαρτυρίου, αλλά και ολόκληρο το λιτό και ανεπιτήδευτο ύφος του, προδίδει την αρχαία καταγωγή και την αυθεντικότητά του. Ταπεινώς φρονούμε ότι πρόκειται για τον πρωταρχικό πυρήνα όλων των άλλων έργων περί του Αγίου Ανδρέου, και ότι είναι ένα αυθεντικό, από ιστορικής απόψεως, κείμενο, ικανό να μεταφέρη την πνευματικότητα, τον παλμό και τον μαρτυρικό ζήλο των πρώτων χριστιανών, αλλά, ατυχώς, διέφυγε της οφειλόμενης προσοχής και εκτιμήσεως. Με την παρούσα έκδοσι, η οποία ως επίμετρο έχει δύο εγκωμιαστικούς λόγους προς τον Απόστολον Ανδρέαν, ένα του Αγίου Πρόκλου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, και έναν άλλον, αποδιδόμενο εις τον Άγιον Αθανάσιο, Αρχιεπίσκοπον Αλεξανδρείας, ευχόμεθα ταπεινώς, το "Μαρτύριον" του Πρωτοκλήτου να μας μυήσει βαθύτερα εις το "μυστήριον του Σταυρού". 
Αρχιμανδρίτης Νικόδημος 
Ηγούμενος Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης 
εις Νεζερά Πατρών 






ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ (ΠΡΩΤΟΝ) ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ 
Eἰσαγωγή-νεοελλην. ἀπόδοσις-σχόλια ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱ. M. Xρυσοποδαριτίσσης Πατρῶν 
σειρά «ΑΝΘΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ», τ. 12. ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ἀπόσπασμα) 
ὑπὸ Ἀρχιμ. Νικοδ. Μπαρούση, ἡγουμένου Ἱ. Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Πατρῶν 
Ὁ Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Τουρώνης (†593), συνέγραψε τὸ περίφημον Βιβλίον τῶν θαυμάτων τοῦ μακαρίου  ἀποστόλου Ἀνδρέου [1], τὸ ὁποῖον  ἀποτελεῖ τὸν  ἀρχαιότερον γνωστὸν πλήρη Βίον τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Τὸ βιβλίον αὐτὸ τοῦ ἐπισκόπου Τουρώνης, καίτοι ἀναφέρεται εἰς πλῆθος ἱστορικῶν περιστατικῶν τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας τοῦ πολιούχου τῶν Πατρῶν, ἐν τούτοις ἐλάχιστα μόνον λέγει περὶ τοῦ ἐν Πάτραις μαρτυρίου αὐτοῦ. Τὸ γεγονὸς τοῦτο δὲν εἶναι τυχαῖον. Ὡς ὁ ἴδιος γράφει, «δὲν διηγήθημεν λεπτομερῶς τὸ μαρτύριον Αὐτοῦ, διότι εὕρομεν ὅτι κάποιος κατέγραψεν τοῦτο διὰ γραφῆς παραστατικῆς καὶ ὠφελίμου» [2]. Δηλαδή, ὁ  ἀποδεδειγμένου κύρους καὶ ἱστορικῆς αὐθεντίας συγγραφεὺς Γρηγόριος Τουρώνης  ἀνεγνώριζεν ὅτι ὑπῆρχε ἄλλο φερέγγυον κείμενον, ὁποὺ προσέφερε ὅλες τὶς πληροφορίες περὶ τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου. Τὸ ἐν λόγῳ κείμενον, τὸ ὁποῖον, ὡς καὶ τὰ λοιπὰ τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ὀνομάζεται Μαρτύριον [3], διεσώθη ὑπὸ δύο μορφάς: ὡς ἡ Ἐπιστολὴ τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀχαΐας [4], καὶ ὡς τὸ Μαρτύριον (πρῶτον) τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου. Ἀρχαιότερον τῶν δύο τούτων κειμένων, κατὰ τοὺς ἐρευνητάς, εἶναι τὸ ἀνὰ χεῖρας σήμερον ἐκδιδόμενον Μαρτύριον (πρῶτον), τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του καὶ ὁ Γρηγόριος Τουρώνης [5]. Δυστυχῶς, ὅμως, ἕως σήμερον αὐτὸ ἐλάνθανε τῆς τοπικῆς ἁγιολογικῆς ἐρεύνης, παραμένον ἄγνωστον εἰς τὰς σειρὰς τῶν ἑλληνικῶν πατερικῶν ἐκδόσεων,  ἀλλ’  ἀναφερόμενον ἐνίοτε εἰς τὰς ὑποσημειώσεις ἐπιστημονικῶν μελετῶν. Ἐξ αὐτοῦ μᾶλλον προῆλθε καὶ τὸ προαναφερθέν, ἐξ ἴσου ἀρχαῖον, κείμενον τῆς Ἐπιστολῆς τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων τῆς Ἀχαΐας. Βεβαίως, ὡς παρατηροῦν οἱ εἰδικοί, οἱ παροῦσες μορφὲς τῶν ἀρχαίων τούτων ἁγιολογικῶν πηγῶν περὶ τοῦ σταυρικοῦ τέλους τοῦ Πρωτοκλήτου εἶναι μεταγενέστερες μεταγραφές, πλησιάζουσαι ἴσως τὴν ἐποχὴν τοῦ Γρηγορίου Τουρώνης. Ὅμως, ἡ ἔννοια τῆς μεταγραφῆς αὐτῆς οὐδόλως ἅπτεται τῶν ἱστορικῶν πληροφοριῶν· ἁπλῶς ἐπενδύει ἐπὶ τὸ θεολογικῶς  ἀκριβέστερον τὰ προσευχητικὰ ἢ  ἀπολογητικὰ στοιχεῖα τοῦ κειμένου —μία συνήθης καὶ ἀναγκαία διὰ τὴν ἐποχὴν πρακτική . Διὰ τοῦτο, ὅλοι ἀναγνωρίζουν τὴν ἱστορικότητα τῶν παρεχομένων πληροφοριῶν … 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 
1. Πρβλ. Γρηγορίου Τουρώνης, Τὸ Βιβλίον τῶν θαυμάτων τοῦ μακαρίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, «Ἄνθη Εὐσεβείας, 10», ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι, 2008. 
2. Αὐτόθι, σ. 141. 
3.Πρβλ. Τὰ Μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν, ἐκδ. ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη, 1978. 
4. Πρβλ. Ἐπιστολὴ τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀχαΐας, «Ἄνθη Εὐσεβείας, 3», ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι, 1995. 
5. Πρβλ. J.-M. Prieur, Acta Andreae, «Corpus Christianorum, Series Apocryphorum, 6», ἐκδ. «Brepols-Turnhout», [Βρυξέλλαι], 1989, τ. I, σ. 13-14. 



ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥΡΩΝΗΣ: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ
Eἰσαγωγή-νεοελλην. ἀπόδοσις-σχόλια ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱ. M. Xρυσοποδαριτίσσης Πατρῶν, ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2008. 
ΕΚ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 
Κατά κανόνα, οι ιερές μορφές, οπού έζησαν πλησίον με­γάλων Αγίων, στερούνται βιογραφίας. Είτε ο απόλυτος θαυμασμός τού ύψους της πολιτείας των μεγάλων Αγίων, είτε η απόλυτος βεβαιότης ότι η ζωή των πέριξ αυτών Αγίων ήταν γνησία έκφρασις του βίου των μεγάλων, εμετρίασε την προθυμίαν των συγγραφέων δια την σύνταξιν «του βίου και της πολιτείας» των μικροτέρων Αγίων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ε­νώ διαθέτομε σπουδαιότατον «Βίον» δια τον όσιον Παχώμιον τον Μέγαν, ή τον όσιον Ευθύμιον τον Μέγαν, ή τον όσιον Σάββαν τον Ηγιασμένον, ή τον όσιον Βενέδικτον, κ.ά., αδυνα­τούμε να παρουσιάσωμεν επαρκή βιογραφικά στοιχεία των Αγίων μαθητών και διαδόχων αυτών. Το αυτό, και μάλιστα μετ’ εμφάσεως συνέβη και εις την περίπτωσιν των αγίων Αποστό­λων και του Κυρίου Ιησού Χριστού, του έχοντος το πλήρωμα της αγιότητος. Όπως χάνεται η παρουσία τών αστέρων τού ουρανού επί τη παρουσία τού ηλίου, ούτω και ο βίος τών Απο­στόλων ωχριά και χάνεται επί τη παρουσία του νοητού φωτός του Ηλίου της Δικαιοσύνης. Η ζωηρά αίσθησις της παρουσίας του Κυρίου και η ε­ναγώνιος προσδοκία της όσον ούπω ερχομένης βασιλείας τού Θεού, συνέστειλε τον κάλαμον των χριστιανών λογίων της α­ποστολικής εποχής, και απετράπη η συγγραφή ολοκληρωμέ­νων Βίων τών αγίων Αποστόλων. Αντιθέτως οι αιρετικοί, προς διαφοροποίησιν αυτών από της Εκκλησίας, λαμβάνοντες αυθεντικάς πληροφορίας εκ της εκκλησιαστικής παραδόσεως, συνέταξαν εκτενείς βιογραφίας τών Αποστόλων. Εις τα κεί­μενα αυτά, οπού απέβλεπαν εις την διάδοσιν της αιρετικής δι­δασκαλίας, επιχειρείται ανάμειξις των αιρετικών κακοδοξιών προς τα αληθή βιογραφικά στοιχεία. Όμως, επελθούσης της ειρήνης, μετά την διακήρυξιν του «Ενδίκτου των Μεδιολάνων» περί ανεξιθρησκείας, το 314 μ.Χ. υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί συγγρα­φείς, οι διδάσκαλοι και οι επίσκοποι της Εκκλησίας ήρχισαν ολίγον κατ’ ολίγον, επιδεικνύοντες ενδιαφέρον όχι μόνον δια την καλήν ομολογίαν και το δι’ αίματος μαρτύριον τών αγιασθέντων μελών τής τοπικής αυτών Εκκλησίας, αλλά και δια τους βίους εκείνων, οι οποίοι εγένοντο μάρτυρες της ζωής και της αναστάσεως τον Χριστού, δηλαδή των αγίων Αποστόλων. Όμως, τότε διεπίστωσαν ότι «των μακαρίων Αποστόλων ου­δείς βίους ανεγράψατο αισίως» (Επιφανίου μονάχου – PG 120, 216C), διότι κατά τους πρώτους ε­κείνους χριστιανικούς αιώνας, εκτός των θεοπνεύστων βιβλί­ων τής Καινής Διαθήκης, ελάχιστα γραπτά μνημεία μάς πα­ρέχουν βιογραφικάς πληροφορίας περί των Αποστόλων, δίχως να διανθίζωνται και από αιρετικάς διδασκαλίας, ικανάς να κα­ταστούν εμπόδιον εις την σωτηρίαν τών πιστών. Αντελήφθησαν, λοιπόν, ότι η διάδοσις των αποστολι­κών «Βίων», ως είχον κατ’ εκείνην την στιγμήν, ενεθουσίαζε μεν και συνεκίνει ιδιαιτέρως τους πιστούς, αλλά τα κεί­μενα αυτά απείχον της αληθείας και δεν ανταπεκρίνοντο εις την πρωτίστην και κυρίαν αποστολήν τής Εκκλησίας, δηλα­δή την ομολογίαν τής πίστεως. Οι «Βίοι» εκείνοι, οι οποίοι επεκράτησε να ονομάζωνται «Πράξεις», ήσαν μεν τερπνά μυθιστορήματα προσφιλέστατα εις τον λαόν, διασώζοντα ιστο­ρικά στοιχεία και σπέρματα αληθείας, αλλά δεν ήσαν η αλή­θεια· ήσαν μεν ηθοπλαστικά κείμενα και επιπόλαια ποιμαν­τικά εγχειρίδια αποβλέποντα εις την εφήμερον στήριξιν των χριστιανών, αλλά δεν ήσαν η ομολογία τής πίστεως· δι’ αυτό και οι Πατέρες απεφάσισαν ότι «δει ως αληθώς εκκαθαίρειν, κατά το γεγραμμένον, τους λίθους εκ της οδού, ίνα μη το θεόλεκτον ποίμνιον προσκόπτη» (Ιωάννου Α’ Θεσσαλονικής, Ομιλία). 
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ 
Ένας εξ αυτών, οπού απεφάσισαν την συγγραφήν ενός αυ­θεντικού αποστολικού «Βίου», είναι ο μέγας ιστορικός και εκκλησιαστικός συγγραφεύς Γρηγόριος επίσκοπος Του­ρώνης. Ο Γρηγόριος υπήρξε γόνος αριστοκρατικής Γαλατικής οικογενείας, κατά την εποχήν της υπό φραγκικήν κυριαρχίαν Γαλλίας. Εγεννήθη εις την Ωβέρνην τη λ’ (30) Νοεμβρί­ου του έτους 538/9, και εκοιμήθη τη ιζ’ (17) Νοεμβρίου του 593/4. … …Εις το επισκοπικόν σχολείον της Ωβέρνης έλα­βε μίαν μόρφωσιν αποκλειστικώς εκκλησιαστικήν, αποκτών μίαν βαθείαν γνώσιν τών ιερών Γραφών. Ο Γρηγόριος εχειροτονήθη διάκονος το έτος 563, και το 573 εχειροτονήθη επίσκοπος Τουρώνης, μιας εκ των αρχαιοτέ­ρων Γαλατικών επισκοπών, σεμνυνομένης δια τον μέγαν επίσκοπον αυτής, τον πασίγνωστον άγιον Μαρτίνον (+397 μ.Χ.). Διεκρίθη δια την ευσέβειαν, την ορθόδοξον θεολογίαν του και την καθαρότητα του βίου του, εμμένων εις την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν της Εκκλησίας και λέγων: «Εκείνο μόνον σπουδάζω, ίνα διαφυλάξω άνευ τινος παραφθοράς ή διστα­γμού καρδίας ό,τι κηρύσσεται εν τη Εκκλησία ως πίστις…». Χαρακτηριστική είναι και η ομολογία αυτού έναντι του ηγεμόνος Χιλπερίκου, όταν εκείνος προσεπάθησε να επιβάλη εις τον λαόν τας αιρετικάς (αρειανικάς) απόψεις του περί της Αγίας Τριάδος. Έτσι, όταν ο Χιλπέρικος εξέθεσεν εις αυ­τόν τι είχε γράψει επί του θέματος, λέγων: «Ούτως επιθυμώ, συ και οι επίλοιποι διδάσκαλοι της Εκκλησίας να πιστεύητε!», ο Γρηγόριος απήντησε: «Αυτήν την καταλειφθείσαν πίστιν, βασιλεύ, πρέπει να ακολουθής, την οποίαν εις ημάς, με­τά τους Αποστόλους, άλλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας κατέλιπον΄ την οποίαν εδίδασκον ο Ιλάριος και ο Ευσέβιος, και την οποίαν εις το βάπτισμα ωμολόγησας…». Ο Γρηγόριος Τουρώνης διέπρεψεν ως εκκλησιαστικός και ιστορικός συγγραφεύς, εκτιμώμενος ιδιαιτέρως δια την αξίαν των έργων αυτού, οπού κατ’ ουσίαν αποτελούν αγιολογικάς συλλογάς περιέχουσας πάμπολλα θαύματα Αγίων. … 
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ 
Ο Γρηγόριος ηθέλησε να γράψη το βιβλίον των θαυμάτων τού αποστόλου Ανδρέου, διότι συνέπεσεν η ημέρα της γεννήσεώς του εις τον κόσμον αυτόν με την «γενέθλιον ημέραν τού μάρτυρος» αποστόλου Ανδρέου, δηλαδή την ημέραν τού ενδόξου δια σταυρού μαρτυρίου του, την λ’ (30) Νοεμβρί­ου. Προς υλοποίησιν του σκοπού αυτού εχρησιμοποίησεν, εν λατινική μεταφράσει, το «Μαρτύριον του αγίου Αποστόλου Ανδρέου», γεγραμμένον υπό των πρεσβυτέρων και διακόνων των Εκκλησιών της Αχαΐας, και τις «Πράξεις Ανδρέου», όχι εις μίαν αλλά εις περισσοτέρας παραλλαγάς, δια να έχη την δυνατότητα της κριτικής προσεγγίσεως της ιστορικής αληθεί­ας. Τα κείμενα αυτά, δηλαδή αι πηγαί τού έργου τού Γρηγορίου Τουρώνης, ή λανθάνουν κάπου ή εχάθησαν οριστικώς, ού­τως ώστε σήμερον δεν είναι όλα γνωστά. Όμως, οι μελετηταί συμπεραίνουν ότι ήσαν γνωστά εις άλλον συγγραφέα ενός εγκωμιαστικού Βίου τού Πρωτοκλήτου, τον Νικήτα Παφλαγόνα (Ι’ αιών), ο οποίος δεν εγνώριζε μεν το σύγγραμμα του Γρηγορίου, συμπίπτει όμως κάποτε μετ’ αυτού λόγω της χρησιμο­ποιουμένης πιθανώς κοινής πηγής. Απεδέχετο ο επίσκοπος της Τουρώνης την εν πολλοίς τεκμηρίοις πεποίθησιν της Εκκλησίας, ότι εις τας λεγομένας «Πράξεις» κάποιων εκ των αγίων Αποστόλων, εν οις και του Ανδρέου, συμπεριελήφθησαν μεν αι αυθεντικαί, ιστορικαί μαρτυρίαι, διηνθισμέναι όμως δι’ αιρετικών διδασκαλιών, ιδιαιτέρως μάλιστα των Μανιχαίων και των Γνωστικών. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως ο Αυγουστίνος και ο Επιφάνιος Κύπρου, εμέμφοντο τα κείμενα αυτά, όχι δια τας ιστορικάς των πληροφορίας, αλλά δια τας αιρετικάς δοξασίας των. Η ιστορική αλήθεια τών κειμένων αυτών προσεφέρετο πλέ­ον αναμεμειγμένη μετά της θεολογικής πλάνης εκείνων, όπου «ηστόχησαν περί την αλήθειαν» (Β’ Τιμ. β’, 18). Ούτως, ο Γρηγόριος Τουρώνης αντιλαμβανόμενος ορ­θώς ότι τα κείμενα αυτά αντί τιμής, αισχύνην προξενούν εις τον πεφιλημένον αυτού Άγιον, ανέλαβεν αυτόκλητος την συγγραφήν ενός ιστορικού Βίου τού Πρωτοκλήτου, εμπεριέχοντα όλας τάς επιβεβαιωμένας ιστορικάς πληροφορίας τών τοπικών Εκκλησιών, αλλά υπό την απλοϊκήν μορφήν τής εκθέσεως των θαυμάτων αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο Βίος αυτός ομοιάζει κατά πολύ προς την αφήγησιν των ιερών Ευαγγελίων, τα οποία διηγούμενα κυρίως τα θαύματα του Σωτήρος, παρουσι­άζουν επακριβώς τον επί γης ιστορικόν αυτού Βίον, αλλά και μυούν τον αναγνώστην εις την εμπειρίαν τής Εκκλησίας, ότι όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Ο Βίος αυτός του αποστόλου Ανδρέου είναι το αρχαιότερον εκκλησιαστικόν ιστορικο-αγιολογικόν κείμενον περί του Πρωτοκλήτου (στ’ αιών). Μερικούς αιώνας αργότερα, ο ιερο­μόναχος της εν Κωνσταντινουπόλει μονής τών Καλλιστράτων Επιφάνιος (αρχάς Θ’ αιώνος), και μετ’ αυτόν ο Νικήτας ο Παφλαγών (885-950 π.) συνέταξαν εγκωμιαστικούς λόγους εις τιμήν τού Πρωτοκλήτου, όπου υπάρχουν πλήθος βιογραφικών πληροφοριών περί του Αποστόλου. 
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΙΣ 
Το πρωτότυπον λατινικόν κείμενον του Γρηγορίου Τουρώνης εδημοσιεύθη αρχικώς υπό του M. Bonnet, ανεδημοσιεύθη δε προσφάτως μετά γαλλικής μεταφράσεως υπό του J.-Μ. Prieur… Εις την παρούσαν έκδοσιν, εκτός του λατινικού αυτού κειμένου και της ελληνικής μεταφράσεώς του, δημοσιεύεται και ικανός αριθμός σημειώσεων και σχολίων, προκειμένου να φανερωθή η συμφωνία των τριών ανωτέρω βιογράφων τού α­γίου Αποστόλου Ανδρέου και να αποδειχθή η ιστορικότης τού κειμένου τού Γρηγορίου Τουρώνης, εφ’ όσον οι μετ’ αυτόν συγγράψαντες, αγνοούντες το ιδικόν του κείμενον, συνέπεσαν εν πολλοίς. Παρά ταύτα, η μεγαλυτέρα σύμπτωσις των βιογράφων τού αποστόλου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου είναι ότι αποδει­κνύουν τούτον όντως Άγιον, δηλαδή πανίσχυρον προστάτην τής Εκκλησίας, αναπληρωτήν των υστερημάτων των παθη­μάτων του Χριστού. Μετά την Πεντηκοστήν, η πορεία της ζωής τού αποστόλου Ανδρέου, ως ήδη σεσωσμένου, έχει ένα σκοπόν΄ την επέκτασιν της σωτηρίας, της οποίας αυτός ήτο ή­δη μέτοχος και φορεύς΄ την εξολόθρευσιν του Σατανά και την νίκην του Θεού εφ’ όλης της κτίσεως, δια της χάριτος, η οποία απέρρευσε από του Σταυρού του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Με τους νοητούς οφθαλμούς προσηλωμένους εις τον Κύριον, τον εξελθόντα ίνα νικήση την αμαρτίαν και τον θάνατον, ο α­πόστολος Ανδρέας απεδέχθη μετά χαράς και ευγνωμοσύνης τον ιδικόν του σταυρικόν θάνατον ως δώρον του Θεού, ως συμμετοχήν του εις το μυστήριον του Σταύρου, ως συμμετοχήν του εις το έργον της αγάπης τού Θεού προς υπερνίκησιν των δυνάμεων της κακίας και της αποστασίας τού κόσμου. Όμως ο Γρηγόριος Τουρώνης, ως γνήσιος εκφραστής τής Ορθοδόξου θεολογίας, παραλλήλως προς τα καθ’ ημέραν πάθη τού αγίου Ανδρέου, παρουσιάζει την θαυματουργικήν αυτού χάριν και δύναμιν. Ευθύς δε, μετά το δια Σταυρού ένδοξον αυτού τέλος, αναφέρεται εις την θαυματουργόν χάριν τού τάφου αυτού εντός τού ιερού ναού αυτού, παρά τον αιγιαλόν της πόλεως των Πατρών. Ούτω πως φανερώνει ότι τα βά­σανα, αι συμφοραί και ο θάνατος δεν είναι το τέλος, η κατάληξις και ο σκοπός της ζωής του πιστού, αλλά η μοναδική ο­δός η φέρουσα εις την δόξαν της αναστάσεως και της Βασι­λείας τού Θεού. «Το βιβλίον των θαυμάτων τού μακαρίου αποστόλου Ανδρέου», οπού δια πρώτην φοράν μεταφράζεται και εκδίδεται εις την ελληνικήν σήμερον (Εις την παρούσαν έκδοσιν κατεβλήθη προσπάθεια, ώστε η ελληνική μετάφρασις να διασώζη, εν τινι μέτρω, το ύφος της παραδεδομένης εκκλησιαστικής γλώσσης), δια της περιγραφής των θαυ­μάτων προσφέρει εις τον αναγνώστην πτερά βεβαίας ελπίδος, διότι τον μυεί εις την υπέρβασιν της εφημέρου δραματικότητος της επιγείου ζωής και εις την προσέγγισιν της δόξης της αιωνιότητος, όπου αι δυνάμεις τού σκότους τού Διαβόλου μο­νίμως νικώνται υπό της αγαθότητος του Θεού. 
Αρχιμανδρίτης Νικόδημος, ηγούμενος της ιεράς Μονής Παναγίας της Χρυσοποδαριτίσσης – Νεζερών. 
ΤΙΤΛΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ 
Α’ Περί του αποστόλου Ματθαίου και των συμβάντων εις την Μυρμιδόνα Β’ Περί του αναβλέψαντος τυφλού Γ’ Περί του αναστάντος δούλου Δ’ Περί του νεαρού Σωστράτου, του κατηγορηθέντος υπό της μητρός του Ε’ Περί του Κρατίνου, του υιού και της συζύγου αυτού ΣΤ’ Περί των επτά δαιμόνων, των εκ της Νικαίας διωχθέντων Ζ’ Περί του αναστάντος νεκρού Η’ Περί της καταπαύσεως του κλύδωνος της θαλάσσης Θ’ Περί των καταπλαγέντων στρατιωτών Ι’ Περί των εν πλω πιστευσάντων ΙΑ’ Περί του γάμου τών τέκνων ΙΒ’ Περί του Εξούου και των γονέων αυτού ΙΓ’ Περί του παραλύτου υιού του Καρπιανού ΙΔ’ Περί του αναστάντος νεκρού ΙΕ’ Περί του ιαθέντος υιού του Μειδίου, των υπηρετών αυτού και άλλων ασθενών ΙΣΤ’ Περί της ιαθείσης παραλύτου θυγατρός τινος ΙΖ’ Περί του εκβληθέντος δαιμονίου ΙΗ’ Περί του ανθυπάτου Βηρίνου και των αναστάντων υιού και στρατιώτου αυτού. 


Νικήτα ῥήτορος τοῦ Παφλαγόνος, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἀπόστολον Ἀνδρέαν τὸν Πρωτόκλητον» (Εἰσαγωγή, νεοελληνικὴ ἀπόδοσις, σχόλια ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης-Νεζερῶν) 
σειρά: ΑΝΘΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ – τ. ΙΓʹ (13) ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2014 
σελ. 42-64 (νεοελλην. ἀπόδοσις) 
Η ΠΑ­ΡΟΥ­ΣΑ ΕΚ­ΔΟ­ΣΙΣ Ο῾ Νι­κή­τας ὁ Πα­φλα­γών, ἐ­κτὸς τοῦ πα­ρόν­τος Ἐγ­κω­μί­ου, ἔ­χει συν­τά­ξει καὶ ἕνα Λό­γον εἰς τὸν ἅ­γι­ον καὶ παν­εύ­φη­μον ἀ­πό­στο­λον Ἀν­δρέ­αν, ὁ ὁποῖος συμ­πε­ρι­ε­λή­φθη εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Πα­τρο­λο­γί­αν τοῦ J-P Migne, καὶ εἶ­ναι σχε­τι­κῶς γνω­στός. Τὸ πα­ρὸν Ἐγ­κώ­μι­ον εἰς τὸν ἔνδοξον καὶ πα­νεύ­φη­μον τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πό­στο­λον Ἀν­δρέ­αν τὸν πρω­τό­κλη­τον, ἄ­γνω­στον ἐν πολ­λοῖς, ἐκτε­νέ­στε­ρον καὶ ση­μαν­τι­κώ­τε­ρον τοῦ Λόγου, ἐ­ξε­δό­θη ἀρ­χι­κῶς εἰς Πα­ρι­σί­ους ἐν ἔ­τει 1895 ὑ­πὸ τοῦ M. Bonnet, καὶ με­τὰ ἕ­ναν αἰ­ῶ­να πε­ρί­που εἰς Μό­σχαν ὑ­πὸ τοῦ A. Vinogradov εἰς δύο ἀλ­λε­παλ­λή­λους ἐκδόσεις. 
Σώ­ζε­ται δὲ εἰς τοὺς ἑ­ξῆς κώ­δι­κας: 
• Coislinianus gr. 105, Ι΄/ΙΑ΄ αἰ., φ. 52v-77r. 
• Μεγ. Λαύ­ρας B 112 (232), ΙΑ΄ αἰ., φ. 252r-257r. 
• Neapolitanus gr. 94 (Ⅱ C 26), ΙΑ΄ αἰ., φ. 175v-198r. 
• Parisinus gr. 755, ΙΑ΄ αἰ., φ. 168v-205v. 
• Parisinus gr. 1643, ΙΑ΄ αἰ., φ. 156r-182v. 
• Reading, Douai gr., ΙΑ΄ αἰ., φ. 330v-357r. 
• Βα­το­παι­δί­ου 798, ΙΖ΄ αἰ., φ. 33r-50r. 
• Ἰ­βή­ρων 426 (Λ. 4546), ΙΖ΄ αἰ., φ. 152r-194v. 
Εἰς τὴν πα­ροῦ­σαν ἑλ­λη­νι­κὴν ἔκ­δο­σιν δη­μο­σι­εύ­ε­ται τὸ κρι­τι­κὸν κεί­με­νον τοῦ ρώσ­σου κα­θη­γη­τοῦ Ἀνδρέ­ου Βι­νογ­κρά­τωφ δι­ωρ­θω­μέ­νον εἰς ὡ­ρι­σμέ­να ση­μεῖα, βά­σει τῶν δι­α­φό­ρων γρα­φῶν τοῦ κρι­τι­κοῦ ὑ­πο­μνή­μα­τος αὐ­τοῦ. Ἐ­πὶ πλέ­ον ἡ πα­ροῦ­σα ἔκ­δο­σις συ­νο­δεύ­ε­ται ὑ­πὸ νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἀ­πο­δό­σε­ως τοῦ κειμένου καὶ πολλῶν σχο­λί­ων. Τὰ σχό­λια εἶ­ναι κυ­ρί­ως πρα­γμα­το­λο­γι­κά, ἀ­πο­βλέ­πουν δὲ εἰς τὴν ἐνημέρω­σιν τοῦ ἀ­να­γνώ­στου πε­ρὶ τῶν τό­πων, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­πε­σκέ­φθη ὁ Ἀ­πό­στο­λος, πε­ρὶ τῶν προσώπων με­τὰ τῶν ὁ­ποί­ων συ­νε­δέ­θη καὶ πε­ρὶ τῶν συν­θη­κῶν τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, ὑ­πὸ τὴν ὁ­ποί­αν ἔζησε καὶ ἐπολιτεύ­θη. 
Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Νι­κό­δη­μος, ἡ­γού­με­νος τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Πα­να­γί­ας Χρυ­σο­πο­δα­ρι­τίσ­σης - Νε­ζε­ρῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου