Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: "Πηγαίνετε σε μια απονομή βραβείου, πόσο γελοίο..."


"Πηγαίνετε σε μια απονομή βραβείου, πόσο γελοίο. Γελοίες μορφές. Όσο μεγαλοπρεπέστερα παρουσιάζονται, τόσο πιο γελοία είναι, είπε, όλα είναι γελοιογραφία και τίποτε άλλο, είπε, όλα ανεξαιρέτως. Αποκαλείτε έναν καλό άνθρωπο φίλο σας και μετά ξαφνικά αφήνει να τον αναγορεύσουν επίτιμο καθηγητή και του λοιπού αποκαλείται καθηγητής και τυπώνει το καθηγητής στα φύλλα της αλληλογραφίας του και η γυναίκα του εμφανίζεται ξαφνικά στο χασάπη ως κυρία καθηγητού για να μη χρειάζεται να περιμένει όσο οι άλλες που δεν έχουν άντρα καθηγητή. Πόσο γελοίο, είπε. Χρυσά σκαλοπάτια, χρυσή πολυθρόνα, χρυσά έδρανα στο Χόφμπουργκ, είπε, και κοντά σ' αυτά αμιγείς ψευτοδημοκράτες ηλίθιοι, πόσο γελοίο. 
Προχωρείτε κατά μήκος της Καίρτνερστρασε και όλα σας φαίνονται γελοία, όλοι οι άνθρωποι είναι γελοίοι και τίποτε άλλο, διασχίζετε ολόκληρη τη Βιέννη κατά μήκος και κατά πλάτος, και ολόκληρη η Βιέννη σάς φαίνεται ξαφνικά γελοία, όλοι οι άνθρωποι που συναντάτε είναι γελοίοι άνθρωποι, όλα όσα συναντάτε είναι γελοία, ζείτε σ' έναν πέρα για πέρα γελοίο και στην πραγματικότητα ξεπεσμένο κόσμο, είπε. Είστε υποχρεωμένος ξαφνικά να μετατρέψετε όλο τον κόσμο σε γελοιογραφία. Έχετε τη δύναμη να μετατρέψετε τον κόσμο σε γελοιογραφία, είπε, την ύψιστη δύναμη του πνεύματος, είπε, που είναι απαραίτητη γι' αυτό, αυτή τη μοναδική δύναμη επιβίωσης, είπε. Μόνο αυτό που βρίσκουμε τελικά γελοίο το κουμαντάρουμε, μόνο όταν βρίσκουμε γελοίο τον κόσμο και τη ζωή στον κόσμο πηγαίνουμε μπροστά, δεν υπάρχει άλλη, δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος, είπε. Σε κατάσταση θαυμασμού δεν αντέχουμε για πολύ και αφανιζόμαστε αν δεν τη διακόψουμε εγκαίρως, είπε. 
Ήμουν, ναι, σ' όλη μου την ζωή πάντοτε πολύ μακριά από την κατάσταση του ανθρώπου που θαυμάζει, ο θαυμασμός μου είναι κάτι ξένο, αφού δεν υπάρχει το θαύμα, μου ήταν πάντοτε κάτι ξένο ο θαυμασμός και τίποτε δεν με απωθεί τόσο όσο το να παρατηρώ τους ανθρώπους που θαυμάζουν, που τους έχει μολύνει ο οποιοσδήποτε θαυμασμός. Πηγαίνετε σε μια εκκλησία και οι άνθρωποι θαυμάζουν, πηγαίνετε σ' ένα μουσείο και οι άνθρωποι θαυμάζουν. Πηγαίνετε σε μια συναυλία και οι άνθρωποι θαυμάζουν, αυτό είναι αποκρουστικό. Το γνήσιο λογικό δεν γνωρίζει το θαυμασμό, παίρνει υπόψη, σέβεται, υπολήπτεται, αυτό είναι όλο, είπε. Οι άνθρωποι μπαίνουν σ' όλες τις εκκλησίες και σ' όλα τα μουσεία σαν να κουβαλούν στην πλάτη ένα σακίδιο γεμάτο θαυμασμό και γι΄αυτό το λόγο έχουν πάντοτε αυτή την αντιπαθητική καμπούρικη στάση που έχουν, ναι, οι πάντες στις εκκλησίες και στα μουσεία, είπε. Δεν έχω δει ακόμη εντελώς φυσιολογικό άνθρωπο να μπαίνει σε μια εκκλησία η σ’ ένα μουσείο, και το πιο αντιπαθητικό είναι να παρατηρείτε τους ανθρώπους στην Κνωσό ή στον Ακράγαντα όταν φτάνουν στο στόχο του απoθαυμαστικoύ τους ταξιδιού, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά ένα αποθαυμαστικό ταξίδι, είπε. 
Ο θαυμασμός τυφλώνει, είπε ο Ρέγκερ χθες, αμβλύνει το μυαλό του ανθρώπου που θαυμάζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι, απ' τη στιγμή που μπαίνουν στην κατάσταση θαυμασμού, δεν βγαίνουν πια απ’ αυτή την κατάσταση θαυμασμού και έτσι γίνονται αμβλύνοες. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σ' όλη τους τη ζωή αμβλύνοες για μόνο το λόγο ότι θαυμάζουν. Δεν υπάρχει τίποτε να θαυμάσουμε, είπε ο Ρέγκερ χθες, τίποτε, απολύτως τίποτε. Καθώς ο σεβασμός και η υπόληψη παραείναι δύσκολα για τους ανθρώπους, οι άνθρωποι θαυμάζουν, αυτό τους κοστίζει λιγότερο, είπε ο Ρέγκερ. Ο θαυμασμός είναι πιο εύκολος από το σεβασμό, από την υπόληψη, ο θαυμασμός είναι ίδιον του κουτού είπε ο Pέγκερ. Μόνο ο κουτός θαυμάζει, ο έξυπνος δεν θαυμάζει, εκτιμά, υπολήπτεται, καταλαβαίνει, αυτό είναι. 
Μα για να εκτιμούμε και να υποληπτόμαστε και να καταλαβαίνουμε, απαιτείται βέβαια πνεύμα, και πνεύμα οι άνθρωποι, δεν έχουν, χωρίς πνεύμα και πραγματικά παντελώς ανόητοι ταξιδεύουν στις Πυραμίδες και στους κίονες της Σικελίας και στους ναούς της Περσίας και πασπαλίζουν με θαυμασμό τον εαυτό τους και την αμβλύνοιά τους, είπε. Η κατάσταση θαυμασμού είναι μια κατάσταση πνευματικής αδυναμίας, είπε ο Ρέγκερ χθες, σ' αυτή την κατάσταση της πνευματικής αδυναμίας ζουν σχεδόν όλοι. Όντας σ’ αυτή την κατάσταση πνευματικής αδυναμίας, μπαίνουν όλοι και στο Κούνστχιστορισες Μουζέουμ. Οι άνθρωποι κουβαλούν με μεγάλο κόπο το θαυμασμό τους, δεν έχουν το θάρρος ν' αφήσουν το θαυμασμό τους στην γκαρνταρόμπα όπως το πανωφόρι τους. Κουβαλούν λοιπόν με κόπο τον εαυτό τους, που είναι παραφορτωμένος με θαυμασμό, μέσα σ’ όλες αυτές τις αίθουσες, είπε ο Ρέγκερ, κι έτσι μας ανακατεύουν το στομάχι. Ο θαυμασμός όμως δεν είναι μόνο διακριτικό γνώρισμα του λεγόμενου ακαλλιέργητου, κάθε άλλο μάλιστα, είναι σε απόλυτα φοβερό, ναι, πραγματικά τρομακτικό βαθμό διακριτικό γνώρισμα και όλων των λεγόμενων καλλιεργημένων, πράγμα που είναι ακόμη πιο αποκρουστικό. 
Ο ακαλλιέργητος θαυμάζει επειδή απλούστατα παραείναι κουτός για να μη θαυμάσει, ο καλλιεργημένος όμως παραείναι διεστραμμένος για κάτι τέτοιο, είπε ο Ρέγκερ. Ο θαυμασμός των λεγόμενων ακαλλιέργητων είναι απόλυτα φυσικός, ο θαυμασμός των λεγόμενων καλλιεργημένων όμως είναι μια καθαρά διεστραμμένη διαστροφή, είπε ο Ρέγκερ". 
Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989), από το βιβλίο "Οι Παλαιοί Δάσκαλοι" 
(μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, 1994)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου