Παρτιτούρα μελωδίας Znamenny, του παραδοσιακού εκκλησιαστικού ρωσικού μέλους |
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο εκχριστιανισμός των Ρως, δηλαδή η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Κράτους των Ρως το 988 μ.Χ. από τον Βλαδίμηρο Α', Μέγα Πρίγκιπα του Κιέβου, σήμαινε την μεταλαμπάδευση του βυζαντινού πολιτισμού στην Ρωσία.
Από τις τέχνες δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική. Έτσι, όπως αναφέρεται στην «Γενεαλογική Βίβλο» του Μητροπολίτη Κυπριανού, στα μέσα περίπου του 11ου αιώνα, πήγαν στην Ρωσία τρεις έλληνες ψάλτες, οι οποίοι δίδαξαν τις εκκλησιαστικές μελωδίες, όπως αυτές ήταν σε χρήση στην Κωνσταντινούπολη.
Η εκκλησιαστική μουσική ήταν καθαρά φωνητική, χωρίς δηλαδή οργανική συνοδεία, μονοφωνική και σύμφωνη με την οκτωηχία της βυζαντινής μουσικής. Οι μελωδίες αυτές ψάλλονταν αρχικά μόνο από άνδρες στα ελληνικά και επαναλαμβάνονταν στην σλαβονική γλώσσα, μέχρι που αυτή επικράτησε στην λατρεία και οι εκκλησιαστικές μελωδίες δέχτηκαν, όπως ήταν φυσικό, διάφορες τοπικές, λαϊκές και άλλες μουσικές επιρροές. Αυτά ίσχυαν μέχρι τον 17ο αιώνα, οπότε έχουμε την εισαγωγή της πολυφωνίας στην εκκλησιαστική μουσική.
Έτσι, οι ρώσοι μουσικολόγοι χωρίζουν την ιστορία του ρωσικού εκκλησιαστικού άσματος σε δύο εποχές, την πρώτη από το 988 ή 989 μ.Χ. μέχρι τον 16ο αιώνα και την δεύτερη από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι το 1917.
Η πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική εισάγεται στην Ρωσία από την Πολωνία και την Ουκρανία, τον 17ο αιώνα, αν και ορισμένοι Ρώσοι επιστήμονες πιστεύουν ότι σπέρματα – αυτοσχέδιας ίσως – πολυφωνίας, υπήρχαν στην Ρωσία ακόμη και πριν από τον 16ο αιώνα.
Φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο για την καθιέρωσή της έπαιξε ο μεταρρυθμιστής αυτοκράτορας Μέγας Πέτρος, ο οποίος ήταν Τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου για 43 έτη, από το 1682 έως το 1725. Την ίδια εποχή, ακμάζει στην Κωνσταντινούπολη ο περίφημος μεταβυζαντινός μελοποιός Πέτρος Μπερεκέτης (ακμή περ. 1680-1710/1715).
Αυτός ο Πολίτης μουσικός και ψάλτης, συνθέτει ένα μεγάλο μουσικό εγκώμιο στον Μέγα Πέτρο, το οποίο μας διασώθηκε στα μουσικά χειρόγραφα της εποχής. Πρόκειται για ένα «μάθημα» (αργό μέλος που ανήκει στο είδος της λεγομένης Παπαδικής μελοποιίας), σε ήχο πλάγιο του πρώτου, με κείμενο προφανώς αυτοσχέδιο, και με εκτενές κράτημα «τεριρέμ».
Ένας θεράπων της μονοφωνικής εκκλησιαστικής μουσικής, στην τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη του 17ου αιώνα, αφιερώνει μία ολωσδιόλου ξεχωριστή σύνθεση, στον μεταρρυθμιστή και δυτικόφιλο Μέγα Πέτρο, ο οποίος καθιέρωσε την πολυφωνία στη Ρωσική εκκλησιαστική μουσική. Προφανώς αυτό συμβαίνει διότι πάντοτε οι υπόδουλοι Ρωμιοί προσέβλεπαν στην ομόδοξη Ρωσία, η οποία τότε μεσουρανούσε.
Παραθέτουμε στην συνέχεια το κείμενο της μουσικής σύνθεσης του Πέτρου Μπερεκέτη, η οποία δεν έχει ψαλεί μέχρι σήμερα.
Εγκώμιον εις τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας
Ήχος πλ. α’
"Δεύτε χριστοφόροι λαοί, βοήσωμεν συμφώνως, ύψιστε Πάτερ άναρχε, Βασιλεύ Παντοκράτορ, μονογενές απαύγασμα, Υιέ του Θεού και Λόγε, ζωοποιέ Παράκλητε, Πνεύμα της αληθείας, Τριάς αδιαίρετε, η μία Θεαρχία, σκέπε και φρούρει, φύλαττε, δυσχερών των του βίου, Βασιλεί τε θεόφρονι, άνακτι Μοσχοβίας, μέγιστον αυτοκράτορα πάσης της Ρωσίας, Πέτρον τον αεισέβαστον, πάντων των υπερβορείων, κήρυκα ευσεβείας τε, γόνον του Αλεξίου, νικητήν τροπαιούχον τε, δόξα των Βασιλέων, δώρησαι νίκη κατ’ εχθρών, διά παντός του βίου, και βασιλείας ουρανών αξίωσον τυχείν τε, πρεσβείας της Πανάγνου τε και πάντων των Αγίων".
Και ενώ η μουσική των υπόδουλων Ρωμιών παρέμεινε η λεγόμενη «βυζαντινή», η Ρωσική εκκλησιαστική πολυφωνία έγραψε λαμπρές σελίδες στην μουσική ιστορία τους αιώνες που ακολούθησαν.
Έμελε η ρωσική πολυφωνία να επηρεάσει και την Ελλάδα. Κι αυτό έγινε όταν η βασίλισσα της Ελλάδος Όλγα (1851-1926) - παντρεύτηκε τον βασιλέα Γεώργιο Α’ - η οποία γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας και ήταν μέλος της Δυναστείας των Ρομανόφ, θέλησε να μεταφέρει στην Αθήνα κάτι από το μουσικοεκκλησιαστικό κλίμα της πατρίδας της. Για τον λόγο αυτό κάλεσε το 1870 από την Οδησσό τον περίφημο διευθυντή χορωδίας του ναού της Αγίας Τριάδας στην ίδια πόλη Αλέξανδρο Κατακουζηνό (1824 ή 1830-1892), να αναλάβει την κατάρτιση και διεύθυνση εκκλησιαστικής χορωδίας στο ανακτορικό παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου που μόλις είχε ιδρυθεί.
Έτσι, εισήχθη και στην Ελλάδα η πολυφωνία στην εκκλησιαστική μουσική, η οποία είχε ήδη υιοθετηθεί (αρχές του 19ου αιώνα), από τις Ελληνικές Κοινότητες στην Ευρώπη. Άλλωστε η ρωσική επιρροή στην Ελληνική Ορθοδοξία κατά τον 19ο αιώνα ήταν καθοριστική και στην αγιογραφία και σε άλλες εκκλησιαστικές τέχνες.
Ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα στην ιστορία του 20ού αιώνα υπήρξε η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που ακολούθησαν προκάλεσαν την μαζική έξοδο εκατομμυρίων ανθρώπων από τη Ρωσία, φαινόμενο που έγινε γνωστό στην παγκόσμια ιστορία ως Ρωσική Μετεπαναστατική Εμιγκράτσια. Ανάμεσα σε εκείνους που εγκατέλειψαν την Ρωσία βρέθηκαν πολλοί εκπρόσωποι του ρωσικού πολιτισμού και της τέχνης. Διασκορπισμένοι σε όλον τον κόσμο αυτοί οι καλλιτέχνες και πνευματικοί δημιουργοί συνέχισαν την δημιουργική πορεία τους συμβάλλοντας ουσιαστικά στις τέχνες και την επιστήμη των χωρών που τους υποδέχτηκαν.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα η διδακτορική διατριβή του μουσικού και πιανίστα Valeriy Ismagilov, με θέμα: «Καλλιτέχνες της Ρωσικής Εμιγκράτσιας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου - Άγνωστες πτυχές της Ελληνικής Μουσικής Ιστορίας».
Στην μελέτη του ο Ismagilov, αναφέρεται διεξοδικά στους μουσικούς από τη Ρωσία, οι οποίοι κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (µεταξύ του 1923 και του 1940), διακρίθηκαν σε όλες τις σφαίρες της μουσικής της Ελλάδας, είτε λόγιας είτε ελαφράς: υπήρξαν λαμπροί πιανίστες, διηύθυναν τη συμφωνική ορχήστρα, πρωταγωνιστούσαν στο λυρικό θέατρο, συνέθεταν μουσική που εμπλούτισε την ελληνική μουσική φιλολογία, έγραφαν άρθρα για τα εκπαιδευτικά και τα καλλιτεχνικά προβλήματα του τόπου, άνοιγαν τις Ανώτερες Μουσικές Σχολές και γαλούχησαν μια πλειάδα διακεκριμένων Ελλήνων μουσικών.
Εκείνη την περίοδο δέσποζε στα Αθηναϊκά μουσικά πράγματα ο Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960), ο μετέπειτα παγκοσμίου φήμης μαέστρος. Η αξία του ως μαέστρου είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται διεθνώς και γι΄ αυτό προσεκλήθη τον Απρίλιο του 1934, για συναυλίες στο Λένινγκραντ με την Φιλαρμονική.
Δημήτρης Μητρόπουλος και Ντμίτρι Σοστακόβιτς στο Λένινγκραντ (1934) |
«Το ότι είδα στο πόντιουμ τον Δημήτρη Μητρόπουλο ήταν το σημαντικότερο γεγονός της ζωής μου» γράφει σε ένα κείμενό του ο αείμνηστος Οδυσσέας Δημητριάδης (1908-2005), διακεκριμένος αρχιμουσικός της ελληνικής Διασποράς, με πολύχρονη παρουσία στα μουσικά δρώμενα της Σοβιετικής Ένωσης.
Διηγείται, λοιπόν, ο Δημητριάδης, ο οποίος τότε ήταν φοιτητής στο Ωδείο του Λένινγκραντ στην τάξη της διεύθυνσης ορχήστρας:
«Παρόλο που ο Μητρόπουλος είχε συμβόλαιο για δύο συναυλίες, του πρότειναν να διευθύνει και μια τρίτη. Αυτή την φορά το πρόγραμμα περιλάμβανε μεγάλους συνθέτες του 20ου αιώνα. Επανέλαβε την Φαντασία και Φούγκα των Μπαχ - Μητρόπουλου, κατόπιν διηύθυνε τον Πετρούσκα του Στραβίνσκυ, την Κλασσική συμφωνία του Προκόφιεφ και τελείωσε με ένα καινούργιο έργο του Σοστακόβιτς, την Σουίτα από το μπαλέτο "Χρυσός αιώνας". Η Τρίτη συναυλία είχε μοναδική επιτυχία και το κοινό αποθέωσε το μαέστρο και τον συνθέτη του "Χρυσού αιώνα", βγάζοντάς τους άπειρες φορές στη σκηνή.»
Ο ίδιος ο Μητρόπουλος γράφει γι΄ αυτή την ρωσική εμπειρία του 1934, ξεχωρίζοντας έναν συνθέτη: "Μεταξύ των μοντέρνων συνθετών συγκαταλεγόταν και ο μουσουργός Σοστακόβιτς, μια μουσική μεγαλοφυία". Ήδη από τότε η Σκάλα του Μιλάνου και η Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης του είχαν ζητήσει να παίξουν την όπερα του, Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενκ.
Στην φίλη του Καίτη Κατσογιάννη περιγράφει: «Νιώθω ότι εάν έμενα περισσότερο στη Σοβιετική Ένωση θα καταντούσα να ξεχάσω ότι υπάρχουν άνθρωποι που ντύνονται καλά, που τρώνε καλά που είναι καθαροί. Η εντύπωση αθλιότητας και ακαθαρσίας που έχει κανείς εκεί κάτω είναι κάτι απερίγραπτο. Αλλά αυτό γρήγορα το συνηθίζεις και σου απομένει τότε η γοητεία αυτού του λαού με μια ευγένεια καρδιάς, μια ψυχική χάρη και ενθουσιασμό απεριόριστο – έπειτα καλλιτέχνες πέρα ως πέρα. .. Μου προτείνουν ένα συμβόλαιο για δεκατέσσερις συναυλίες και δύο παραστάσεις όπερας…».
Ο Μητρόπουλος δεν αποδέχθηκε και δεν ξαναπήγε στην Ρωσία.
Το 1937 εγκαθίσταται στην Αμερική, ζώντας πάντα και σε ρωσικούς μουσικούς ρυθμούς, παίζοντας δηλαδή πολλά έργα Ρώσων συνθετών.
Αναμφισβήτητα ένας σημαντικός συνδετικός μουσικός κρίκος μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας στα μέσα του 20ού αιώνα, είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Το 1957 οργανώθηκε στην Μόσχα το Διεθνές Φεστιβάλ Νεολαίας. Ο Μίκης Θεοδωράκης πήρε το πρώτο χρυσό βραβείο με το έργο συμφωνικής μουσικής «Πρώτη Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα». Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο μεγάλος Ρώσος συνθέτης Dimitri Schostakovitch ο οποίος του έδωσε και το βραβείο.
Το 1966, ο Μίκης Θεοδωράκης αποφασίζει να κάνει περιοδείες με την ορχήστρα του εκτός Ελλάδας με πρώτη χώρα την τέως Σοβιετική Ένωση. Σε τριάντα πέντε μέρες, από τις αρχές του Οκτώβρη 1966, ο Μίκης με την ορχήστρα του πραγματοποίησε 34 συναυλίες σε πολλές πόλεις και περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όπως την Μόσχα, το Λένιγκραντ, την Ρίγα, το Ερεβάν στην Αρμενία, την Τασκένδη, το Σοχούμι στην Γεωργία κ.ά.
Μίκης Θεοδωράκης - Αντώνης Καλογιάννης, Σοβιετική Ένωση 1966 (αίθουσα Τσαϊκόφσκυ) |
Ο ίδιος γράφει: «Από τα αεροδρόμια πηγαίναμε κατ' ευθείαν στις αίθουσες συναυλιών, όπου ζούσαμε ανεπανάληπτες στιγμές. Μείναμε κυριολεκτικά κατάπληκτοι από την θερμή υποδοχή σε όλες τις πόλεις που δώσαμε συναυλίες με κατάμεστες αίθουσες και με ένα κοινό που δεν ήθελε να μας αποχωριστεί και που με κάθε τρόπο εξέφραζε την αγάπη του για την Ελλάδα και την ελληνική μουσική».
Το 1983 ο Μίκης Θεοδωράκης τιμήθηκε με το ανώτατο βραβείο της π. Σοβιετικής Ένωσης, το βραβείο ΛΕΝΙΝ, αλλά ίσως το σημαντικότερο βραβείο του είναι ότι η μουσική του παίζεται συχνά στην σημερινή Ρωσία, από χορωδίες, ορχήστρες και καλλιτέχνες.
Ενδεικτικό στοιχείο της σχέσης του Μ. Θεοδωράκη με τη Ρωσία, είναι η πρόσφατη (2016) έκδοση για την ζωή και το έργο του, με τίτλο «Μίκης Θεοδωράκης-Θρησκεία μου είναι η Ελλάδα» (Микис Теодоракис, «Моя религия – Греция») του Γιώργου Λογοθέτη που κυκλοφορεί στην ελληνική και ρωσική γλώσσα.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού στην Ρωσία, πολλοί μουσικοί μετανάστευσαν στην Ελλάδα και μπόλιασαν γόνιμα την σύγχρονη ελληνική μουσική πραγματικότητα. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτού του ρεύματος είναι η «Ορχήστρα Πατρών» (αρχική ονομασία «Οι Σολίστ της Πάτρας»), η οποία δημιουργήθηκε το 1991, και αποτελούνταν από σημαντικούς ρώσους ή ρωσοπόντιους μουσικούς (έγχορδα). Δυστυχώς, μετά από πολυχρόνια μουσική προσφορά διαλύθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στην Ελλάδα.
Πάντως, στην σημερινή Ρωσία υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την λόγια (κλασική) ελληνική μουσική και πολλοί Ρώσοι μουσικοί ερμηνεύουν έργα σύγχρονων ελλήνων συνθετών. Αντίστοιχα και στην Ελλάδα δεν είναι λίγοι οι μουσικοί που εντάσσουν στο ρεπερτόριό τους έργα Ρώσων συνθετών.
Σίγουρα ο μαέστρος και συνθέτης Θεόδωρος Κουρεντζής, διευθυντής της Οπερας και του Θεάτρου του Περμ στην Ρωσία και ιδρυτής του φημισμένου μουσικού συνόλου και της χορωδίας MusicAeterna, αποτελεί μια έμψυχη γέφυρα μεταξύ των δύο λαών, καθώς οι εμφανίσεις του στην Ελλάδα αποτελούν πάντα «μουσικό γεγονός».
Αλλά για να επιστρέψουμε από εκεί που αρχίσαμε, δηλαδή στην εκκλησιαστική μουσική, πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού, η μονοφωνική βυζαντινή ψαλμωδία επιστρέφει στην Ρωσία. Για παράδειγμα, στην περίφημη Λαύρα του Οσίου Σεργίου στο Σεργκίεφ Ποσάντ, η Θεία Λειτουργία τελείται τα τελευταία χρόνια και στα ελληνικά και καλλιεργείται η βυζαντινή μουσική.
Φαίνεται πως οι πολιτικές ανακατατάξεις στην Ρωσία επηρεάζουν τελικά και τις ελληνορωσικές μουσικές σχέσεις. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι μάλλον προς όφελος της μουσικής, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία.
Υπάρχει στο "Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα - Τα δικά μας 60ς" η διήγηση του Θεοδωράκη για το πως κατέληξε στον Καλογιάνη αλλά και η διήγηση του Καλογιάννη για ένα ...επεισόδιο με τον Αράμ Χατσατουριάν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεράσιμος