Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

ΜΝΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ


Χθες, Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, πραγματοποιήσαμε το αφιέρωμά μας στον Αλεξάντρ Σολζενίτσν, την ημέρα των γενεθλίων του (γεννήθηκε 11 Δεκεμβρίου 1918).   
Συνδιοργανωτές: το Περιοδικό ΣΤΕΠΑ (Επιθεώρηση Ρωσικού Πολιτισμού-υπεύθυνος: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης) και το Καλλιτεχνικό Σύνολο «Πολύτροπον» (υπεύθυνος: Παναγιώτης Ανδριόπουλος). 
Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης δεν μπόρεσε - λόγω απουσίας του στο εξωτερικό - να παρευρεθεί, αλλά διαβάστηκε το κείμενό του με τίτλο "Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ: ο τόκος των καταθέσεων στην τράπεζα της μνήμης ή ένας πρόλογος που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ", το οποίο παραθέτουμε στη συνέχεια.   
Στη συνέχεια μίλησαν:
- Δημήτρης Μπαλτάς: "Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και η λογοτεχνία του γκουλάγκ". 
- π. Πέτρος Μινώπετρος: "Ο μάρτυρας και η συνείδηση των θυμάτων του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού". 
- Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος: "Η συνάντηση δύο Αλεξάνδρων: π. Αλέξανδρος Σμέμαν - Αλεξάντρ Σολζενίτσιν".


Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ: ο τόκος των καταθέσεων στη τράπεζα της μνήμης 
ή 
 ένας πρόλογος που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ 
Μην πεθαίνεις, λαέ! 
Σε φυλάει ο Θεός! 
Χειροβομβίδα έχεις για καρδιά. 
Γρανίτη έχεις για στήθια. 
Άνθισε, λαέ, 
- Σαν πέτρα σκληρέ, 
Σαν χειροβομβίδα θερμέ, 
Σαν κρύσταλλο, καθαρέ. 
21 Μαΐου 1938 
Παρίσι Μαρίνα 
Τσβετάγιεβα 

Χρειάστηκαν 42 ολόκληρα χρόνια, σχεδόν μισός αιώνας, για να κυκλοφορήσει ο δεύτερος τόμος του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» στην ελληνική γλώσσα. Η ελληνική κοινωνία, δέσμια ιδεολογικών αγκυλώσεων και πολιτικών φανατισμών, δεν άντεχε καν την πιθανότητα να αντικρύσει κατάματα την ζοφερή αλήθεια, για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. 
Ο πρώτος τόμος του μνημειώδους έργου του Αλεξάντρ Ισάγιεβιτς Σολζενίτσιν, σε μετάφραση της αείμνηστης Σίνας Κύρου, κυκλοφόρησε το 1971 από τις εκδόσεις «Πάπυρος» και ήταν το Νο 1 στη νέα σειρά ΒΙΠΕΡ (ΒΙβλία ΠΕΡιπτέρου), ονομασία που καθιερώθηκε και έκτοτε χαρακτηρίζει όλα τα βιβλία μικρού σχήματος. Η υποδοχή του πρώτου τόμου, σε μια εποχή όπου η χώρα στέναζε κάτω από το τυραννικό καθεστώς των συνταγματαρχών, ήταν μια μουδιασμένη ματιά, μισόλογα, κρυφές ομολογίες σε ελάχιστους έμπιστους φίλους και το απορημένο βλέμμα εκείνων που θυσίασαν νιότη, ευημερία αλλά και ολόκληρη ζωή στο όνομα μιας ευγενικής ουτοπίας. 
Με την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής ομαλότητας, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι εντάσεις και οι φανατισμοί, ο ενθουσιασμός των προσδοκιών μιας καλύτερης και δικαιότερης ζωής, δεν άφηναν χώρο για μια δημόσια συζήτηση σχετικά με τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού, βασισμένο στην εμπειρία του 20ου αιώνα. Τα χρόνια κυλούσαν ανάμεσα σε πολιτικές φαντασιώσεις για τη ρεβάνς και τον Γ’ γύρο, (που στην ουσία θα ήταν Δ’ αλλά όπως και με τη Δημοκρατία, έτσι και με την Ιστορία, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει ειλικρινείς σχέσεις) από τη μία πλευρά, και με την απειλή επαναφοράς ενός αυταρχικού, αστυνομοκρατούμενου κράτους από την άλλη. Σημαντικό τμήμα της ελληνικής, ούτως ειπείν, διανόησης, αγνοούσε επιδεικτικά τη συγκλονιστική εμπειρία του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, κατηγορούσε τους ανθρώπους, που με κίνδυνο της ζωής τους την εποχή εκείνη, έβγαζαν κρυφά από την Ε.Σ.Σ.Δ. και τους δορυφόρους της, κείμενα και έγγραφα που αποδείκνυαν την τραγωδία, θεωρώντας τους ούτε λίγο ούτε πολύ ως αργυρώνητους πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών. Πολύ περισσότερο, ένα μεγάλο τμήμα της αναζήτησε καταφύγιο, προστασία και θαλπωρή στα κομματικά πρυτανεία, εξασφαλίζοντας έτσι ένα ευάριθμο κοινό για το μέτριο και αδύναμο να αντέξει στο χρόνο, έργο της. Ο γνωστός μανιχαϊσμός του μεσοπολέμου, διανθισμένος με άναρθρες κραυγές και αλληθωρίσματα στη Κίνα του Μάο και της Πολιτιστικής Επανάστασης, στον ομαδικό τάφο και τις μαζικές εκτελέσεις του Πολ Ποτ στη Καμπότζη, στον απομονωτισμό και την καλβινιστική καθαρότητα του Εμβέρ Χότζα στη γειτονική Αλβανία. Το ιδεολογικό imperium μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης, επέβαλε τη σιωπή γύρω από τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα οποία διεπράχθησαν στο όνομα της ίδιας της ανθρωπότητας. 
Ήρθε η εποχή της πάνδημης αμεριμνησίας, της δάνειας ευημερίας και των θερινών φεστιβάλ σε κάθε κωμόπολη και χωριό, σε κάθε λαγκάδι και πλαγιά της επικράτειας, αφειδώς επιχορηγούμενα από τον κρατικό κορβανά. Δεν ήταν εποχή για σοβαρές συζητήσεις φιλοσοφικού ή πολιτικού χαρακτήρα. Ο λαός και η διανόηση, - πανεπιστημιακή και μη, - ασχολούνταν με την ανάπτυξη του «λαϊκού πολιτισμού» με την καλλιέργεια γαρδενιών για τις νυχτερινές πίστες ή με την «απορρόφηση» ευρωπαϊκών κονδυλίων για αμφιβόλου ποιότητας, χρησιμότητας και αποτελεσματικότητας προγράμματα «λαϊκής επιμόρφωσης». Και μετά ήρθε η «κρίση», όπως την λένε πολλοί, ή «τελείωσε το πάρτι», όπως είναι το σωστό. 
Όλα αυτά τα χρόνια, η κοινωνία δεν ήθελε να μάθει να συζητάει. Έχοντας βιώσει ως νεοελληνική συνείδηση έναν ευνουχισμένο Διαφωτισμό, η κοινωνία δεν έμαθε να σέβεται τις βασικές αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αρχές όπως η ελευθερία, η πίστη στη δημοκρατία, η ανεκτικότητα, ο διάλογος, η σύνθεση των ιδεών, αν δεν λοιδορούνταν ως ξεπερασμένες αξίες του παρακμάζοντος καπιταλισμού, γινόταν δεκτές με πολλές προϋποθέσεις και υποσημειώσεις, μέσα από το πρίσμα ιδεολογιών που καταδικάστηκαν οριστικά και αμετάκλητα από την ιστορία λίγο πριν την εκπνοή του 20ου αιώνα. 
Είναι προφανές ότι σε ένα τέτοιο αντι-πνευματικό περιβάλλον, οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για τη τραγική εμπειρία του 20ου αιώνα, ήταν αδύνατη στη χώρα μας. Τα μεγάλα έργα όμως αντέχουν στο χρόνο. Αντέχουν γιατί η αλήθεια που καταγράφεται στις σελίδες τους έχουν οικουμενική διάσταση και πανανθρώπινο χαρακτήρα. Μετά από μισό περίπου αιώνα, κυκλοφόρησε και ο δεύτερος τόμος αυτού του μνημειώδους έργου. Απομένει ο τρίτος και τελευταίος και ας ελπίσουμε πως θα χρειαστούν άλλα πενήντα χρόνια για να δει το φως της δημοσιότητας. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» είναι το μαρτυρολόγιο ενός ολόκληρου λαού. Είναι ο θανατηφόρος χορός του τυράννου που ιδιοχείρως υπέγραφε θανατικές καταδίκες, εξορίες και εγκλεισμούς στα στρατόπεδα αναμόρφωσης μέσω των καταναγκαστικών έργων, απ’ όπου ελάχιστοι επέστρεψαν. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί προέρχεται από τη γραφίδα ενός αυτόπτη μάρτυρα του ζόφου, ενός ανθρώπου που βίωσε στο πετσί του όλο το τρόμο του καθεστώτος, αλλά που ποτέ δεν παραιτήθηκε από την αποστολή του: να καταγράψει και να μαρτυρήσει τα πάθη και τα δεινά στην κόλαση των στρατοπέδων. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» είναι το έργο ενός αγνού Ρώσου πατριώτη που έβλεπε την πατρίδα του και το λαό του να ματώνει κάτω από τη στυγνή δικτατορία και θέλησε να αφήσει παρακαταθήκη στις ερχόμενες γενιές το ημερολόγιο της φρίκης. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» για τον αβασάνιστο αναγνώστη ίσως είναι ένα πληκτικό βιβλίο. Για τον υποψιασμένο, όμως, αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο, η ανάγνωση του οποίου θα τον κάνει πλουσιότερο και καλύτερο ως άνθρωπο. Είναι το χρονικό και η μαρτυρία για τα μόνα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για τα οποία δε δικάστηκε ποτέ κανείς. Για εγκλήματα που επί δεκαετίες έμεναν στο σκοτάδι και στη σιωπή και όποιος τολμούσε να τα αναφέρει εξοστρακιζόταν από τις κατεστημένες εκείνες δυνάμεις, οι οποίες λόγω του τεράστιου ηθικού ελλείμματος που είχαν στη θεωρητική του σκευή, επέλεγαν τη σιωπή από την αλήθεια. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» όμως είναι ένα βιβλίο – ορόσημο, σκοπός του οποίου είναι να μας θυμίζει διαρκώς την μόνιμη απειλή του ολοκληρωτισμού, ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνει κάθε φορά. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» είναι η ίδια η μνήμη και ο προαιώνιος πόλεμος της κατά της λήθης. Γιατί αυτή η τελευταία είναι που γεωργεί το χωράφι του μίσους κατά του ανθρώπου, οι σπορείς και οι καλλιεργητές του οποίου ήταν οι κλειδοκράτορες των στρατοπέδων στα οποία μαρτύρησαν εκατομμύρια άνθρωποι. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» είναι ο φάρος της ιστορίας, το σημείο προσανατολισμού, η πυξίδα που πρέπει να διαθέτει κάθε, άνευ όρων, δημοκράτης πολίτης στον αγώνα που δίνει, καθημερινά, κατά των ολοκληρωτισμών. 
Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», τέλος, είναι η γραπτή καταδίκη της ιστορίας. Ας μη ξεχνάμε, για τα εγκλήματα του ναζισμού έγινε η Δίκη της Νυρεμβέργης, για τα εγκλήματα του κομμουνισμού όμως δεν έγινε καμία δική. Μοναδική επίσημη καταδίκη, η αμφιλεγόμενη και επαμφοτερίζουσα ως πολιτική στάση, εισήγηση του Νικήτα Χρουστσόφ στο 20ο συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε. 
Η μετάφραση του δεύτερου τόμου διήρκησε ένα περίπου χρόνο που περιελάμβανε το μακρύ και δύσκολο χειμώνα του 2012 – 2013. Για το μεταφραστή ήταν ένα δύσκολο και κοπιώδες έργο, ήταν όμως, συνάμα, και μια παρηγοριά. Μεταφράζοντας ακούγονταν οι οιμωγές των θυμάτων και τα ουρλιαχτά των θυτών. Την ίδια στιγμή όμως υπήρχε πάντα ο ψίθυρος της προσευχής και η παραμυθία της δικαίωσης στην ιστορία. Η δικαίωση αυτή των θυμάτων ήρθε το 1990 όταν το τυραννικό καθεστώς κατέρρευσε μέσα σε μία νύχτα και δε βρέθηκε κανείς να το υπερασπιστεί. Σήμερα, ελάχιστοι είναι οι θιασώτες αυτού του καθεστώτος, τους οποίους ευπροσήγορα η κοινωνία αντιμετωπίζει με ένα «γιατί» και το χαμόγελο συγκατάβασης στα χείλη. 
Ο δεύτερος τόμος του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» παραδόθηκε στον αναγνώστη σε μια περίοδο όπου η χώρα διανύει μια δύσκολη μεταβατική περίοδο από το ένα μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης στο άλλο, όπου συμβαίνουν τεκτονικού τύπου αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία. Θέματα ταμπού της προηγούμενης περιόδου έχουν απελευθερωθεί από τα δεσμά της σιωπής ή των προκαταλήψεων και έχουν αρχίσει να συζητιούνται δημόσια και ανοιχτά. Ένα από αυτά είναι και η αδυσώπητη εμπειρία των ολοκληρωτισμών του 20ου αιώνα. Ελπίζω το κείμενο αυτό θα συμβάλλει με τον τρόπο του στον προβληματισμό της εποχής και στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. 
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 
Αθήνα - Μεταξουργείο 
Άνοιξη 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου