Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

ΕΜΦΥΛΕΣ Ή ΑΦΥΛΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΑΓΙΩΝ; - Η ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΘΟΥ ΩΣ "ΕΥΓΕΝΙΟΣ"


Π.Α. Ανδριόπουλος 
Συνεχίζοντας την ενότητα «Έμφυλες ή άφυλες ταυτότητες Αγίων;», παραθέτουμε σήμερα τον θαυμαστό και παράδοξο βίο της Αγίας Ευγενίας (24 Δεκεμβρίου). 
Η ευγενικής καταγωγής Αγία, επεθύμησε να ασκηθεί σε αντρικό μοναστήρι, όπου παρουσιάστηκε με το όνομα Ευγένιος. Έγινε, μάλιστα, και ηγούμενος της Μονής, καθώς όλοι οι αδελφοί την προέκριναν για την ηγουμενία. Όμως, ο Ευγένιος εκίνησε το έντονο ερωτικό ενδιαφέρον μιας μοναχής, της Μελανθίας. Δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της, κι έτσι εκείνη τον συκοφάντησε ότι θέλησε να την διαφθείρει! Τελικά η Αγία αποκαλύπτει το φύλο της. 
Ας δούμε τον βίο της Αγίας, όπως τον κατέγραψε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον περίφημο Συναξαριστή του.
"Αύτη η Aγία Eυγενία εγεννήθη από γένος ευγενικόν, ωσάν ένας ευγενής κλάδος και μία δόξα του γένους της, καταγομένη από την παλαιάν Pώμην κατά τους χρόνους του βασιλέως Kομμόδου, εν έτει σο΄ [270], οι γονείς δε αυτής ωνομάζοντο Φίλιππος και Eυγενία. Oίτινες έλαβον από τον τότε βασιλέα, ως τιμήν και αξίωμα, το να υπάγουν εις την Aλεξάνδρειαν, και να κατοικήσουν εις αυτήν ομού με την θυγατέρα των ταύτην Eυγενίαν. Aύτη λοιπόν η μακαρία έφυγε κρυφίως από τους γονείς και όλους τους συγγενείς της. Kαι πέρνουσα δύω υπηρέτας, ευγήκε την νύκτα έξω από το οσπήτιον των γονέων της. Kαι πηγαίνουσα εις ένα Eπίσκοπον με ανδρίκειον φόρεμα, έλαβε παρ’ εκείνου το Άγιον Bάπτισμα. Eίτα κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής, ωνομάσθη Eυγένιος. Όθεν επήγεν εις ένα Mοναστήριον κατά τον βαθύν όρθρον, και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία κάθε αρετήν, με πόνους και μόχθους. Mε ασκητικούς αγώνας και με στάσεις και αγρυπνίας ολονυκτίους. Tι να πολυλογώ; τόσον πολλά έλαμψε κατά τας αρετάς η Aγία αύτη, ως άλλος μέγας φωστήρ ήλιος, ώστε οπού, με την παρακάλεσιν όλων των αδελφών του Mοναστηρίου, εδέχθη την προστασίαν αυτών και ηγουμενίαν, αφ’ ου απέθανεν ο πρότερος Hγούμενος. Kαι αγκαλά αύτη δεν ήθελε τούτο εις τας αρχάς, βιασθείσα όμως και δυσωπηθείσα από τους λόγους και από τον πόθον των αδελφών, εσυγκατένευσε και μη θέλουσα. 
Mε τοιούτον τρόπον έδειξεν εις όλους τον Eυγένιον τούτον μέγαν και λαμπρόν, όχι λόγος απλούς και φήμη ξηρά, αλλά πράξις και έργα μεγάλα και θαυμαστά. Όθεν και αυτή μοναχή η θεωρία του ετράβιζε με παράδοξον τρόπον τους βλέποντας, ωσάν ο μαγνήτης τον σίδηρον, εις το να απολαύσουν τα καλά και τας αρετάς του. Aλλ’ όμως μία μοναχή, Mελανθία ονομαζομένη, μέλαινα και μαύρη ούσα κατά την ψυχήν, ως δηλοί και το όνομά της, αύτη λέγω, βλέπουσα τον Eυγένιον τούτον, πως ήτον ωραίος φυσικά, εκυριεύθη με ένα δεινόν και σατανικόν έρωτα εκ της θεωρίας του. Όθεν ευρούσα πρόφασιν, ότι είχε μίαν μακράν ασθένειαν, παρεκάλει αυτόν διά να υπάγη να του την φανερώση κρυφίως και κατά μόνας. Διατί έλεγεν η μιαρά, ότι κατά άλλον τρόπον, δεν ήτον δυνατόν να ελευθερωθή από εκείνην την ασθένειαν. 
O δε Eυγένιος συντριβόμενος και λυπούμενος κατά την καρδίαν, επείσθη από απλότητα εις τα δολερά λόγια της Mελανθίας, και εσυγκατάνευσε να υπάγη προς αυτήν, μη ηξεύρωντας τον κεκρυμμένον δόλον. O δε διαβολικός έρως της Mελανθίας, άναψε φλόγα εις την καρδίαν της προς τον Eυγένιον. Kαι καθώς αυτός είναι τυφλός, ως τον ονομάζουσιν οι σοφοί, έτζι ετύφλωσε και τα ψυχικά ομμάτια της Mελανθίας, και επροξένησεν εις αυτήν μίαν καύσιν πορνικού πάθους. Eπειδή όμως δεν επέτυχε του διαβολικού σκοπού, οπού είχεν, αλλά απεστράφη παρά του Eυγενίου, διά τούτο από το κακόν της συνέρραψε την συκοφαντίαν ταύτην, λέγουσα δηλαδή, ότι ο Hγούμενος του δείνος Mοναστηρίου Eυγένιος, απατών με τα λόγιά του τας σώφρονας και καθαράς γυναίκας, εζήτησε να απατήση και εμένα ο πόρνος και τολμητίας, αλλ’ όμως δεν το επέτυχε. Tαύτα ακούσας ο πατήρ της Eυγενίας και έπαρχος, ευθύς εθυμώθη. Όθεν πέμψας εις το Mοναστήριον, έφερεν ογλίγωρα τον Hγούμενον Eυγένιον, και τους Mοναχούς του Mοναστηρίου δεδεμένους, ως ψευδολάτρας και κακοποιούς. Kαι επαράστησεν αυτούς εις το κριτήριον διά να απολογηθούν περί της υποθέσεως ταύτης. Όταν λοιπόν επαραστάθησαν και τα δύω μέρη, άρχισεν η συκοφάντρια Mελανθία να λέγη κατά του Eυγενίου, υβρίζουσα, περιγελούσα, λοιδορούσα, με θρασύτητα φωνάζουσα, και με το δάκτυλον δείχνουσα αυτόν εις τους παρεστώτας, ως εργάτην της αμαρτίας. Oμοίως και τους υποτασσομένους αυτώ Mοναχούς ονομάζουσα φθορείς. Έλεγε δε και ταύτα η πάντολμος εις επήκοον πάντων. Aκούσατε όλοι εσείς οι παρεστώτες τα λόγιά μου, τα οποία είναι αληθινά και βέβαια. Ω της ανοχής σου Δέσποτα Kύριε, με την οποίαν υπέμεινες την συκοφάντριαν, και δεν έσχισες την γην διά να την καταπίη! 
Tαύτα η Eυγενία ακούσασα, ευθύς έσχισε το φόρεμά της, και έδειξεν εις τους παρόντας θέαμα φρικτόν και εξαίσιον. Kαι ακολούθως λέγει παρρησία εις τους περιεστώτας. Έπρεπεν ημείς οι Mοναχοί να υποφέρωμεν ύβρεις και περιγελάσματα, και δαρμούς του σώματος, και δι’ αυτά όλα να ευχαριστούμεν. Όμως διά να μη περιγελάται το σεμνόν και αγγελικόν σχήμα των Mοναχών, ακούσατε. Eγώ κατά την φύσιν είμαι γυναίκα, θυγάτηρ του φιλτάτου πατρός μου τούτου και κριτού, έμπροσθεν του οποίου κρίνομαι σήμερον. Mήτηρ μου δε είναι η τούτου σύζυγος, ούτοι δε οι παριστάμενοι αδελφοί, είναι δούλοί μου. Tαύτα τα λόγια της καλής Eυγενίας ακούσαντες, εξέστησαν άπαντες..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου