Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Σχόλιο στο δοκίμιο "Περί βάθους" του Αλεξάντερ Πόουπ

Προσωπογραφία του Aλέξανδρου Πόουπ (1688-1744)

Ἕλενα Χατζόγλου 
Σχόλιο στὸ δοκίμιο Περὶ βάθους τοῦ Ἀλεξάντερ Πόουπ 
Τὸ δοκίμιο Περὶ βάθους τοῦ Ἀλεξάντερ Πόουπ ἀποτελεῖ μία ἐνδιαφέρουσα καυστικὴ περέμβαση στὴν κρατούσα ἀντίληψη γιὰ τὴ λειτουργία τῆς ποίησης καὶ τὸν τρόπο σύνθεσής της. Τὸ ἔργο στὸ σύνολό του συνιστᾶ μία παρωδία τῆς ἀνάλογης ὑφολογικῆς πραγματείας Περὶ ὕψους[1] τοῦ Διονυσίου Λογγίνου (1ος αἰ. μ. Χ.). Τὸ «βάθος», κατὰ τὸν Πόουπ, τοποθετεῖται στὸν ἀντίποδα τοῦ «ὕψους»· στὴν πραγματικότητα ὅμως καὶ τὰ δύο ἀποτελοῦν τὶς ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Ἐνῶ λοιπὸν τὸ ὕψος ἔχει ὡς γνώρισμα τὴν ἔξαρση, τὴν ἀνάταση καὶ ὑπεροχή, ἀπὸ πλευρᾶς τόσο μορφῆς ὅσο καὶ περιεχομένου, τὸ βάθος συνδέεται περισσότερο μὲ τὴ σοβαρότητα τῶν διανοημάτων καὶ τὴν ἀνάλογη ἔκφρασή τους. 
Εἰδικότερα, ἔχει ἐπικρατήσει νὰ θεωρεῖται ὡς γνώρισμα τοῦ βάθους ἡ ἐμβρίθεια καὶ ὁ ἐντυπωσιασμός, ὅμως συνήθως αὐτὰ ἀποτελοῦν περισσότερο μία ἐπιφανειακὴ προσέγγιση σὲ θέματα καὶ πρόσωπα παρὰ τὴν ἐμβάθυνση στὴν οὐσία τους. Στὸ συγκεκριμένο ἔργο στηλιτεύεται ἔμμεσα καὶ σατιρικὰ ἡ μεγαλοστομία καὶ ἡ σοβαροφάνεια ὡς χαρακτηριστικὰ τοῦ «ποιητικοῦ βάθους», ἐνῶ ἐπισημαίνεται ὅτι τὰ κύρια γνωρίσματα τῆς αὐθεντικῆς ποίησης εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ «ἀθωότητα» καὶ σκοπός της νὰ τέρπει καὶ νὰ διδάσκει. Ὅμως, καθὼς αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ κίνητρο τῶν ποιητῶν ἐκφυλίζεται, ἐκπίπτει στὴν ἀνάγκη τους γιὰ ὄφελος καὶ γιὰ κέρδος. Καὶ ὅσο μεγαλύτερη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη, τόσο πιὸ ἐπιτηδευμένο καὶ ἐπίπλαστο γίνεται καὶ τὸ «βάθος». 
Φυσικά, ὅλα ὅσα μέσα στὸ ἔργο δίνονται ὡς «συνταγὲς» ἐπίτευξης τοῦ βαθυστόχαστου ὕφους, παρουσιάζονται εἰρωνικὰ καὶ ἐνῶ προτείνονται ὡς ἐνδεδειγμένα ὑφολογικὰ μέσα, μὲ παιγνιώδη σοβαρότητα ὑπονοεῖται ἡ ἀπαξίωσή τους. Πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἰρωνείας εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀφορᾶ τὶς διάφορες μορφὲς ὕφους: «ἡ σκοτεινότητα χαρίζει κάτι τὸ θαυμαστὸ καὶ προσδίδει μία σιβυλλικὴ μεγαλοπρέπεια σὲ λόγια ποὺ δὲν σημαίνουν ἀπολύτως τίποτα» (σ. 63). Ἐπίσης, συχνὰ τὰ εὐφυολογήματα ἀποδίδουν τὴν ἐπίπλαστη αἴσθηση τοῦ βάθους, καθὼς ἡ κενότητά τους εἶναι εὔκολο νὰ παραπλανήσει τὸν ἀποδέκτη. 
Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς παρωδίας ὡς πρὸς τὴ σύνθεση ἑνὸς ποιήματος ἐμπεριέχεται στὴν παρακάτω ἀξιωματικὴ διατύπωση: «γιὰ τὴ σύνθεση ἑνὸς ποιήματος: εὔκολα τὸ γράφει ἕνας ἰδιοφυής, ἡ μεγάλη τέχνη ὅμως ἔγκειται στὸ νὰ τὸ γράφεις χωρὶς νὰ διαθέτεις καμία ἰδιοφυΐα» (σ. 83). 
Τὸ δοκίμιο αὐτὸ τοῦ Πόουπ ἀντικατοπτρίζει μία γενικευμένη στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία νοοτροπία ἐπιφανειακότητας (ἀντὶ γιὰ οὐσιαστικὸ βάθος), ἡ ὁποία καλύπτει ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς καὶ ὄχι μόνο τὴν ποιητική. Μάλιστα διαθέτει διαχρονικότητα, καθὼς ἡ κενότητα λόγων καὶ ἤθους δὲν ἀποτελοῦσε φαινόμενο μόνο τῆς ἐποχῆς τοῦ συγγραφέα. Τὸ κείμενο «φωτογραφίζει» ἀνθρώπους προβεβλημένους μὲ τὴ βοήθεια τῆς δημαγωγίας, τοῦ κομπασμοῦ καὶ τῆς αὐθαίρετης νομῆς θέσεων καὶ ἐξουσίας. Σὲ πολλὲς ἐπαγγελματικὲς κατηγορίες ἀνεπαρκεῖς ἄνθρωποι «κρύβονται» πίσω ἀπὸ τὸ «βάθος» τῶν λόγων καὶ ἔργων τους. Καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσης γοητεύονται ἀπὸ τὴ «ρηχότητα» τῶν ἐπαγγελιῶν, ἀπὸ τὰ στρεβλὰ ἀλλὰ βολικὰ κριτήρια καὶ ἀπὸ τὴν ἀναξιοκρατικὴ ἀνέλιξη. 
__________________________
[1] Ἀλεξάντερ Πόουπ, Περὶ βάθους. Μία πραγματεία τοῦ Μαρτίνους Σκρίμπλερους γιὰ τὴν τέχνη τῆς βύθισης στὴν ποίηση, μετάφραση: Θοδωρῆς Δρίτσας, Κώστας Σπαθαράκης,ἐπίμετρο: Ἀγγέλα Γιώτη, ἐκδ. Ἀντίποδες, Ἀθήνα 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου