Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΓΙΑΓΚΟΥ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ


Αρχιμ. Βαρνάβας Γιάγκου
Ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς πάντες 
Διαβάσαµε σήµερα τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαµαρείτη (Λουκ. ι΄ 30-37). Ὅλοι ξέρουµε τήν ὑπόθεση. Στήν παραβολή ἀναφέρεται ὅτι κάποιος πού πήγαινε ἀπό τήν Ἱεριχώ στά Ἱεροσόλυµα ἔπεσε τραυµατισµένος. Ἀπό τό σηµεῖο ἐκεῖνο πέρασαν ἕνας Λευίτης κι ἕνας ἱερέας, ἄνθρωποι τῆς θρησκείας καί οἱ δύο τήν ἐποχή ἐκείνη, καί περιφρονώντας ἤ ἀδιαφορώντας τόν προσπέρασαν. Πέρασε κι ἕνας Σαµαρείτης, ὁ “Καλός Σαµαρείτης” τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος τόν περιέθαλψε μέ οἶνο καί ἔλαιο, τόν ἐπιβίβασε στό ζῶο του καί τόν πῆγε στό πανδοχεῖο, γιά νά τόν φροντίσει ὁ πανδοχέας. Στόν δέ πανδοχέα ἔδωσε δύο νοµίσµατα, λέγοντάς του πώς θά τοῦ “ἀποδώσει” ὅλα τά δαπανηθησόμενα, ὅταν τελειώσει ἡ διαδικασία τῆς ἀνάρρωσης. 
Ὁ Καλός Σαµαρείτης εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ τραυµατισµένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού πάσχει μέσα στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, πού ὄντας ἀποµακρυσµένος ἀπό τό Θεό καί ζώντας μέσα στήν ἁµαρτία τραυµατίζεται. Ὁ Λευίτης κι ὁ ἱερέας εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς θρησκείας, εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ θρησκευτικοῦ συστήµατος, μέσα ἀπό τό ὁποῖο νεκρώνεται ἡ ζωντανή σχέση μέ τό Θεό καί “ἐπαγγελµατοποιεῖται” ἡ ἀναφορά πρός Ἐκεῖνον. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τήν πίστη τήν κάνει “παράδοση” καί τήν εὐθύνη του γιά τό σήµερα τήν μετατρέπει ἁπλῶς σέ ὑποχρέωση γιά τήν περιφρούρηση τῆς θρησκευτικῆς κληρονομιᾶς, μέσα ἀπό τήν ὁποία ὀχυρώνεται καί δικαιώνεται. 
Τό πανδοχεῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Καλός Σαµαρείτης φέρνει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ, γιά νά βρεῖ τή δυνατότητα θεραπείας του. Τό κρασί καί τό λάδι εἶναι τά Μυστήρια. Εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία καί τό Βάπτισμα. Ὁ πανδοχέας εἶναι ὁ Ποιµένας πού φροντίζει τήν ψυχή. Τά δύο δηνάρια εἶναι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη, τό ἐφόδιο στή διαποίµανση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀνταπόδοση εἶναι ἡ ἄλλη μέρα στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου ἐκεῖ ὁ Χριστός θά ἀποδώσει τά ἀπαραίτητα. 
Πολλά µποροῦµε νά ποῦµε. Θά σταθοῦµε ὅµως σέ ἕνα µόνο σηµεῖο. Στήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πανδοχείου. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, εἶναι πανδοχεῖο, πού σηµαίνει ὅτι δέχεται τούς πάντες. Γι’ αὐτό καί χρησιµοποιεῖται αὐτή ἡ λέξη. Δέχεται τούς πάντες, γιά νά τούς ἀναπαύσει, νά τούς ξεκουράσει καί νά τούς δώσει τή δυνατότητα θεραπείας. Ἀλλά δέν εἶναι ἡ µόνιµη κατοικία μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κανείς δέν ἔχει σάν µόνιµη κατοικία ἕνα πανδοχεῖο. Τό πανδοχεῖο εἶναι μιά προσωρινή κατάσταση. Ἄρα, ἐδῶ ἀναφέρεται ὁ Κύριος στήν προσωρινότητα τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί στήν εὐθύνη μας σ’ αὐτή τή ζωή, πού εἶναι ἡ διαδικασία τῆς θεραπείας μας. 
Στήν Ἐκκλησία δίδεται ἡ δυνατότητα θεραπείας καί ἀνάπαυσης τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ὥστε ἕτοιµος καί ὑγιής νά συνεχίσει τήν πορεία γιά τή µόνιµη κατοικία του, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶναι ἁπλός ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου μας καί ξεδιαλύνει, ἄν θέλουµε, μέσα μας τό στόχο τῆς πνευµατικῆς μας ζωῆς. 
Εἶναι ἐφήµερη ἡ ζωή μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κι ἀνάλογα τί στόχο θέτει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, τί ἀξίες θέτει σ’ αὐτή τή ζωή, ἀξιολογεῖ καί τήν ὕπαρξή του, καθορίζει καί τήν ποιότητα τῆς ὕπαρξής του. 
Τό µεγάλο πρόβληµα εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ δυσκολία τοῦ ἀνθρώπου νά τόν ἀποδεχθεῖ ὡς γεγονός στή ζωή του. Δυσκολεύεται ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ ἀφενός ἕνα λόγο γιά τόν ὁποῖο ἀξίζει νά ζεῖ κι ἀφετέρου ἕναν τρόπο μέσα ἀπό τόν ὁποῖο νικιέται ὁ θάνατος. 
Ὁποιοδήποτε σηµαντικό ἔργο κι ἄν κάνουµε, ὅση ἀξία κι ἄν ἔχει ὁ πολιτισµός μας, ἄν θέλετε, ὅσες ἀξίες κι ἄν ἔχουµε, δοκιµάζονται στό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁποιαδήποτε ἰδέα, ὅσο εὐγενική κι ἄν εἶναι, π.χ. ἡ κοινωνική προσφορά ἤ ἀκόµη καί ἡ φιλοπατρία μας, ἐάν εἶναι μέχρι τά ὅρια τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀντίχριστο γεγονός. 
Δέν ὑπάρχει µεγαλύτερη ἐκκοσµίκευση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ὁ λόγος της καί ἡ προσφορά της εἶναι γιά νά ὑπηρετήσει τήν προσωρινότητά μας, δηλαδή τόν βιολογικό ἄνθρωπο, πού σηµαίνει ὑλικές ἀνάγκες, ψυχολογικές ἀνάγκες ἤ ἀκόµη καί συναισθηµατικές ἀνάγκες. Νά παρηγορήσει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα, ὥστε μέσα στό ἄγχος τῆς ἡµέρας του νά αἰσθάνεται καλά. Αὐτό δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία σηµαίνει νά μοῦ ἀνοίξει τίς δυνατότητες τῆς αἰωνιότητας. 
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι σπουδαία γιατί µπορεῖ νά δείξει κάποιο σπουδαῖο ἐπίγειο ἔργο. Εἶναι σπουδαία γιατί ὑπάρχει ἡ Κυριακή καί λέµε “Ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν”. Εἶναι ἡ μέρα πού γιορτάζουµε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν σώζει ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλούς παπάδες. Δέν σώζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλή παράδοση κι ἀνέπτυξε τή βυζαντινή ἁγιογραφία, τή βυζαντινή μουσική καί τό βυζαντινό πολιτισµό ἐν γένει. Σώζει ἡ Ἐκκλησία, διότι κεντρικό γεγονός της ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού δίνει καί τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης.

Έργο του Φίκου

Αὐτή τή στάση, ὅµως, δέν τήν ἐνστερνίζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ στάση ὑπάρχει ὡς πρόκληση, γιά νά τή δοκιµάσει ὁ ἐκκλησιαστικός ἄνθρωπος, οὕτως ὥστε νά βρεῖ τό δικό του τρόπο, κατά τόν τρόπο πού ἔχει ὁ Θεός γι᾽ αὐτόν. Δέν πλησιάζουν τό Θεό ὅλοι μέ τόν ἴδιο τρόπο. Τό ζήτηµα εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά κάνει αὐτόν τόν ἐσωτερικό ἀγώνα, νά ὑπερβεῖ αὐτή τή βιολογική ἠθική του, τή βιολογική του ἀξιοπρέπεια καί νά στραφεῖ σέ αὐτή τήν προοπτική: «Πῶς νικιέται ὁ θάνατος;».
Κάποτε στά φοιτητικά μου χρόνια πῆγα στό Ἅγιο Ὄρος καί συνοµιλοῦσα μέ ἕναν ἀγράµµατο καλόγερο. Θέλοντας νά δῶ τί ἄσκηση κάνει, μέ τήν ἀφέλεια πού ἔχουµε ὅταν εἴµαστε νεώτεροι κι ἐνθουσιαζόµαστε μέ ἀσκητικά κατορθώµατα, τόν ρώτησα τί ἄσκηση κάνει.
Ὁ παππούλης ἀγράµµατος κι ὅλο χιοῦµορ μοῦ λέει «κάνω αὐτό πού μοῦ εἶπε ὁ γέροντας, ἐπειδή γέρασα καί δέν µπορῶ νά κάνω τίποτα, κάθε βράδυ γιά μία ὥρα σκέφτοµαι τήν αἰωνιότητα καί λέω: Πώ, πώ, ἀτέλειωτοι αἰῶνες, ἀτέλειωτοι αἰῶνες! Βλέπω τότε ὅτι αὐτό πού εἶµαι δέν εἶναι τίποτα καί πώς πρέπει αὐτό πού ἔχω τώρα νά τό διαφυλάξω. Νά εἶµαι κοντά στό Χριστό, γιά νά εἶµαι ἕτοιµος γιά τήν αἰωνιότητα. Ἔτσι ἀξιολογῶ ποιά εἶναι ἡ προσωρινότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς».
Αὐτός ὁ καλόγερος, ὁ ἀγράµµατος, µυστικά τελοῦσε αὐτό τό ἐσωτερικό ἔργο. Αὐτό πού εἶναι πολύ δυνατότερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἐπιτελοῦν ἀκόµη καί οἱ πιό σπουδαῖοι κοινωνικοί ἄνθρωποι, πού ἀναλύουν θεωρίες καί θεωρίες, προοδευτικές καί συντηρητικές, µοντέρνες καί µεταµοντέρνες. Ὅλη μας ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ προσπάθειά μας νά λησµονήσουµε τήν αἰωνιότητα καί τό θάνατο, κι αὐτό γιατί ἀµφιβάλλουµε ὅτι ὑπάρχει ἡ µετά θάνατον ζωή κι ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος. Προτιµοῦµε νά ἑξαντλούµαστε σέ ὄµορφα πράγµατα, μέ τά ὁποῖα διασφαλίζεται ἡ αἴσθησή μας ὅτι κάτι εἴµαστε κι ἀξίζουµε!
Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, λοιπόν, ἀναπτύσσονται κι ὅλα ἀνεξαιρέτως τά συστήµατα. Ὁ ἀναρχικός γιά παράδειγµα, πού τό παίζει σπουδαῖος. Γιατί κάνει τόση φασαρία; Τί εἶναι αὐτό πού τόν ἐνοχλεῖ βαθύτερα; Αὐτό πού βαθύτερα τόν ἐνοχλεῖ, ὅπως τόν καθένα μας, εἶναι τό γεγονός τοῦ θανάτου. Θέλοντας μέ κάποιο τρόπο νά τόν ἀντιληφθεῖ καί νά τόν δικαιολογήσει καί µή µπορώντας νά κάνει ἀλλιῶς, ἐνοχοποιεῖ τό σύστηµα. Τό σύστηµα, τό κάθε σύστηµα πού φταίει κατά τήν ἀντίληψή του καί ἔτσι βρίσκει χίλια δύο πράγµατα γιά νά ἐναντιωθεῖ.
Ἐδῶ, τελικά, δέν ὑπάρχει καλό καί κακό. Δέν ὑπάρχει καλύτερη ἤ χειρότερη θεωρία. Δέν ὑπάρχει καλύτερο ἤ χειρότερο πολιτικό σύστηµα, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἱκανός νά δώσει τίς προοπτικές τῆς νίκης τοῦ θανάτου στόν ἑαυτό του. 
Τί σηµαίνει “ἐξουσία” καί γιατί μᾶς ἐνοχλεῖ; Ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου εἶναι πού μᾶς ἐνοχλεῖ. Ὁποιαδήποτε ἐξουσία, ἄν δέν μοῦ δίνει τίς δυνατότητες τῆς νίκης τοῦ θανάτου, εἶναι σύστηµα, εἶναι αἰχµαλωσία, εἶναι καταπίεση, ἄς εἶναι καί τό πιό φιλελεύθερο σύστηµα.
Αὐτό, λοιπόν, πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀνάγκη εἶναι νά δεῖ τή ζωή του, νά τήν ἐκτιµήσει καί νά τήν χαρεῖ μέσα σ’ αὐτή τήν προοπτική τῆς νίκης τοῦ θανάτου. Ἔτσι ἔχει ἀξία τό καλό. Ἔτσι ἔχει ἀξία ἡ ἀρετή. Ἔτσι ὁποιοδήποτε ἀνθρώπινο γεγονός βρίσκει τήν ὑπαρξιακή του ὀμορφιά. Ἡ κοινωνική προσφορά, ἡ ἐργασία μου, ἡ πατρίδα μου, ὅλα ἔχουν ὀµορφιά, ἐφόσον δέν ἐµποδίζουν καί δέν ὑποκαθιστοῦν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά μάλλον μέ ὠθοῦν στόν πολιτισµό τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος ζωῆς μας.
Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, λοιπόν, κατανοοῦµε ὅτι εἶναι σχετική καί ἡ ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ βίου τοῦ νόµιµου ἀνθρώπου. Τί νά κάνουµε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι καλός ἄνθρωπος, τηρεῖ τό Συνταγµα καί τούς νόµους, εἶναι νοµοταγής, εἶναι ὅμως ἀνυποψίαστος µπροστά στήν πρόκληση τοῦ θανάτου; Ποιά ἀξία ἔχει ἡ ἠθική του, ἀπό τή στιγµή πού εἶναι ὑποκείµενη στό θάνατο καί εἶναι ἕνα βιολογικό γεγονός;
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἴδιο, ὅπως κι ἕνας κακοῦργος. Ὁ κακοῦργος µπορεῖ νά εἶναι σέ πλεονεκτικότερη θέση, γιατί δέν ἔχει κάτι πού νά τοῦ καταξιώνει τή ζήση, ὁ ἑαυτός του εἶναι χάλια, εἶναι κακοῦργος καί ἴσως κάποιες φορές κάνει περισσότερο κακό, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀξία του. Κι ὅταν δέν µπορεῖ πλέον νά κάνει ἄλλο κακό ἤ κάποια στιγµή ἔλθει εἰς ἑαυτόν, θά ἀναγκαστεῖ νά στραφεῖ κάπου ἀλλοῦ. Ἔτσι ἐνδεχόμενα ἔχει περισσότερες ἐλπίδες ἀπό τόν νοµοταγή νά βρεῖ τή δυνατότητα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ νίκη τοῦ θανάτου.

Ἀπό τό βιβλίο ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τῶν ἐκδόσεων «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου