Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ "ΑΝΑΓΝΩΣΗ" ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ "THE TRIP TO ITALY"


Ἕλενα Χατζόγλου 
«Ταξίδι στὴν Ἰταλία» 
Μία δεύτερη «ἀνάγνωση» 
Ἕνα κοσμοπολίτικο ταξίδι στὴν Ἰταλία διαδραματίζεται στὸ πλαίσιο τῆς ὁμώνυμης κινηματογραφικῆς ταινίας («The trip to Italy», Ἡν. Βασίλειο 2014) σὲ σκηνοθεσία Μάικλ Γουιντερμπότομ (Michael Winterbottom), ποὺ προβλήθηκε πρόσφατα στοὺς κινηματογράφους. Πρόκειται γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ «The trip» (2011), ὅπου ἡ θεωρητικὴ σύλληψη βασίζεται στὸ «γαστρονομικὸ» ταξίδι δύο φίλων, τοῦ Στὴβ (Steve Coogan) καὶ τοῦ Ρὸμπ (Rob Brydon), σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἰταλίας (τῶν εὐρύτερων περιοχῶν Liguria, Tuscany, Rome, Amalfi καὶ Capri), μὲ σκοπὸ νὰ ἀποτιμήσουν γευσιγνωστικὰ τὶς γαστρονομικὲς ἰδιαιτερότητες τῆς συγκεκριμένης χώρας γιὰ χάρη τοῦ περιοδικοῦ «Observer». 
Πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν βασικὸ ἄξονα περιστρέφονται ἐπὶ μέρους θέματα ‒στὴν πραγματικότητα οἱ ἥρωες ἐπικεντρώνονται ἐλάχιστα στὸν βασικὸ σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ τους‒ κοινωνικά, οἰκογενειακά, καλλιτεχνικὰ κ. ἄ. Ὅλα εἶναι πλαισιωμένα μὲ ἕνα ἰδιότυπο χιοῦμορ ‒ἰδιότυπο προφανῶς γιὰ τὸν Ἕλληνα θεατὴ καὶ ὄχι γιὰ τὸν Βρετανὸ‒ ἀπὸ μέρους τῶν δύο κεντρικῶν ἡρώων - ταξιδιωτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ μία ἐφηβικὴ (στὴν οὐσία ἀνώριμη) ἀντίληψη γιὰ τὶς σχέσεις τους καὶ τὴ ζωὴ βιώνουν τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴ μία πόλη στὴν ἄλλη καὶ συνακόλουθα «γεύονται» ὅ, τι περισσότερο μποροῦν μὲ φόντο τὴν ἰταλικὴ κουζίνα. Ἡ προσπάθεια νὰ ἰδωθεῖ τὸ ταξίδι ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς κουλτούρας, μέσῳ τῆς ἐμπειρίας ποὺ εἶχαν ἀποκομίσει κατὰ τὸ παρελθὸν στὶς πόλεις αὐτὲς οἱ γνωστοὶ Ἄγγλοι Ρομαντικοὶ ποιητὲς Μπάυρον (George Gordon Lord Byron, 1788-1824) καὶ Σέλλεϋ (Percy Shelley Bysse, 1792-1822) ‒ὁ ὁποῖος μάλιστα πέθανε στὴν Ἰταλία‒, καθὼς καὶ ἀρκετοὶ κινηματογραφικοὶ ἀστέρες, ἐλάχιστα συγκινεῖ, διότι γίνεται μὲ τρόπο ἐπιφανειακό, γρήγορο καὶ χωρὶς οὐσιαστικὴ ἔνταξη στὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα. Σκοπὸς ἄλλωστε τῆς ταινίας εἶναι τὸ (ἀγγλικὸ) χιοῦμορ καὶ ὄχι κάποιος ἰδιαίτερος προβληματισμός. Σχεδὸν σὲ ὅλους τοὺς διαλόγους μεταξὺ τῶν δύο φίλων κυριαρχοῦν οἱ μιμήσεις τοῦ ὕφους ἀστέρων τῆς παγκόσμιας βιομηχανίας κινηματογράφου διαχρονικά, μὲ διάχυτο τὸν σαρκασμό, τὴν εἰρωνεία καὶ τὴν ἀνεμελιὰ τῶν ἡρώων. Αὐτὴ ἡ σατιρικὴ διάθεση ἔρχεται σὲ ἀντιφατικὴ σύγκρουση μὲ τὶς προβληματικὲς οἰκογενειακὲς σχέσεις καὶ τῶν δύο. Ἢ μήπως ὄχι; Μήπως ἄραγε δὲν ἐκφράζει τὴν παρατεταμένη ἐφηβεία πολλῶν σύγχρονων σαραντάρηδων ἢ πενηντάρηδων, ποὺ βιώνοντας την αὐτάρκεια μιᾶς καλοζωΐας ρισκάρουν νὰ σχοινοβατοῦν στὴν προσωπικὴ καὶ οἰκογενειακή τους ζωή; Ὡστόσο, σὲ μία περισσότερο ἀφαιρετικὴ προσέγγιση, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ἡ κυριαρχία τοῦ πάντοτε ἐντυπωσιακοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς ἰταλικῆς ὑπαίθρου, τῶν ἀρχαιολογικῶν μνημείων καὶ γενικὰ τῆς πλούσιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς τῆς χώρας εἶναι ποὺ ἀποζημιώνει τὸν θεατή. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς φύσης, τὰ τοπία, οἱ μεσαιωνικὲς πόλεις συνιστοῦν ἕνα ταξίδι ὄχι στὶς γεύσεις τῶν ἰταλικῶν ἐδεσμάτων κυριολεκτικά, ἀλλὰ στὶς «γεύσεις» τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ἕνα ταξίδι ποὺ σὲ κάνει νὰ θαυμάζεις τὴ δημιουργία καὶ νὰ συνειδητοποιεῖς τὸ μεγαλεῖο στὰ ἁπλὰ πράγματα ποὺ αὐτὸ προσφέρει. Ἕνα «πιάτο» φαγητὸ καὶ ὁ κόπος τοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸ παρασκευάσει, μία ἀναδίφηση στὸ παρελθὸν καὶ στὴν κουλτούρα ἑνὸς λαοῦ, μία μουσικὴ ποὺ σὲ μεταφέρει στὴν ἀνεξάντλητη σφαίρα τῶν βαθύτερων συναισθημάτων, μία σελίδα ἀπὸ τὴν ποίηση ἑνὸς μεγάλου δημιουργοῦ, ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν τὸ «ταξίδι» ὄχι εἰδικὰ σὲ μία χώρα ἀλλὰ στὴν ποιοτικὴ ζωή. 


Πρόκειται γιὰ πράγματα πού, ἂν καὶ στὴν ἐποχή μας δὲν διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς ἀνελέητης ἐμπορευματοποίησης, ὅμως διατηροῦν αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀποκληθεῖ «χρησιμότητα τοῦ ἄχρηστου». Πράγματα πού ὀμορφαίνουν τὴ ζωή, πλουτίζουν τὸν ἄνθρωπο, βαθαίνουν τὴν ἐμπειρία του, δίνουν νόημα καὶ ἐνδιαφέρον στὴν καθημερινότητά του, κάτι ποὺ «ἔρχεται σὲ ριζικὴ ἀντίθεση μὲ τὴν κυρίαρχη χρησιμότητα, ἡ ὁποία, στὸ ὄνομα ἑνὸς ἀποκλειστικὰ οἰκονομικοῦ συμφέροντος, προοδευτικὰ δολοφονεῖ τὴ μνήμη τοῦ παρελθόντος, τὶς ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες, τὶς κλασικὲς γλῶσσες, τὴν παιδεία, τὴν ἐλεύθερη ἔρευνα, τὴ φαντασία, τὴν τέχνη, τὴν κριτικὴ σκέψη καὶ τὸν πολιτιστικὸ ὁρίζοντα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐμπνέει κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα» (Nuccio Ordine, Ἡ χρησιμότητα τοῦ ἄχρηστου. Μανιφέστο, μὲ ἕνα δοκίμιο τοῦ Abraham Flexner, μτφρ. Ἀνταῖος Χρυσοστομίδης, ἐκδ. Ἄγρα, Ἀθήνα 2014, σ. 13). 
Συνεπῶς τὸ «Ταξίδι στὴν Ἰταλία», σὲ μία δεύτερη «ἀνάγνωση», ἴσως νὰ δώσει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ‒ποὺ εἶναι ἐγκλωβισμένος σὲ στερεότυπες ἀντιλήψεις χρησιμοθηρικοῦ τύπου, γιὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔχει ἐντάξει ὀργανικὰ μία γενικευμένη «μίμηση» στὴ ζωή του καὶ τὴ μετέρχεται συνειδητὰ ἢ ἀσύνειδα‒ νὰ ἐπαναπροσδιορίσει πράγματα καὶ νοήματα οὐσιώδη, ἁπλά, λιγότερο ἐπιφανειακὰ καὶ νὰ «γευθεῖ» ὅ,τι νοστιμίζει τὴ ζωὴ καὶ δὲν συνιστᾶ τὸ ταχυφαγεῖο μιᾶς ἀνούσιας – «ἄνοστης» περιπέτειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου