Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

ΟΙ "ΒΑΚΧΕΣ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΗΜΕΡΑ



Ἕλενα Χατζόγλου 
Οἱ «Βάκχες» τοῦ Εὐριπίδη σήμερα 
Μὲ ἀφορμὴ τὴ σκηνοθετικὴ καὶ κειμενικὴ προσέγγιση τῆς τραγωδίας «Βάκχες» τοῦ Εὐριπίδη, ποὺ ἐπιχειρήθηκε στὸ θέατρο «Ἁλώνι» Ἁγίου Γεωργίου Νηλείας Πηλίου, ἀπὸ τὴ Λυδία Κονιόρδου καὶ σπουδαστὲς ὑποκριτικῆς στὸ πλαίσιο ὀλιγοήμερου σεμιναρίου, καὶ παρουσιάστηκε ἐνώπιον πολυπληθοῦς κοινοῦ τὴν 1η Αὐγούστου, ἀξίζει νὰ διατυπωθοῦν ὁρισμένες σκέψεις γιὰ τὴ συγκεκριμένη τραγωδία στὴν ἐποχή μας. 
Μὲ τὸ δεδομένο ὅτι γιὰ ὅλες τὶς μεγάλες ἀρχαῖες τραγωδίες ἰσχύει ἡ ἀρχὴ τῆς διαχρονικότητας, μπορεῖ νὰ δοθεῖ μία ἐπίκαιρη ἑρμηνευτικὴ διάσταση καὶ στὴ συγκεκριμένη τραγωδία καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ ἔτσι ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ σπουδαίου δημιουργοῦ της. Γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχουν διατυπωθεῖ κατὰ καιροὺς διάφορες ἑρμηνεῖες, σχετικὲς μὲ τὸν ρόλο τῆς θεότητας, μὲ τὴν τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὶς λογικὲς καὶ ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς κ. ο. κ. 
Διευρύνοντας λοιπὸν τὴν πρόσληψη τοῦ κειμένου θεωροῦμε ὅτι διακρίνονται δύο νοηματικὰ ἐπίπεδα στὸ συγκεκριμένο ἔργο, ποὺ ἀξίζει νὰ σχολιαστοῦν. Τὸ πρῶτο, τὸ ἐναργὲς καὶ τρόπον τινὰ «διδακτικό» γιὰ τὴν ἐποχή του, ἀφορᾶ τὴν ὕβρη ποὺ διέπραξε ὁ Πενθέας, ὁ ἐγγονὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Θήβας Κάδμου, ἀμφισβητώντας τὴ θεϊκὴ δύναμη τοῦ Διονύσου. Γιὰ τὴν ὕβρη του αὐτὴ ὁ Πενθέας τιμωρεῖται παραδειγματικὰ μὲ δολοφονία καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς ἴδιας του τῆς μητέρας Ἀγαύης, κόρης τοῦ Κάδμου καὶ ἀδελφῆς τῆς Σεμέλης, τῆς μητέρας τοῦ Διονύσου. Ἐδῶ φυσικὰ ἔγκειται καὶ ἡ τραγικότητα τοῦ ἥρωα Πενθέα, ὅπως καὶ τῆς Ἀγαύης, ἰδίως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν» καὶ συνειδητοποιεῖ τὸ στυγερὸ ἔγκλημα ποὺ διέπραξε. 
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα λανθάνον νοηματικὸ ὑπόστρωμα, αὐτὸ ποὺ ὁ κορυφαῖος δραματουργὸς Εὐριπίδης ἀφήνει νὰ ὑπονοηθεῖ. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθιὰ ἀμφισβήτηση ἐκ μέρους του ἀπέναντι σὲ ἕναν θεὸ μικροπρεπή, τιμωρὸ καὶ δολοπλόκο, ποὺ λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς μὲ ἀνθρωπομορφικά, ἀλλὰ κυρίως μὲ χαμερπὴ καὶ ἀνορθολογικὰ κίνητρα. Ὁ Διόνυσος κυρίως ἀπομυθοποιεῖται ἔμμεσα ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη, γιατὶ εἶναι ὁ δαίμονας ποὺ παρασύρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὀργιαστικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἄνομες πράξεις, σὲ μία ἄλλης μορφῆς ὕβρη, αὐτὴ ἀπέναντι στὴν αὐθεντική του ὕπαρξη, στὸν ἐσώτατο ἑαυτό του, καὶ ἔπειτα τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλήρη αὐτοκαταστροφή. Ἡ δαιμονοποίηση ἐκ μέρους τοῦ τραγωδοῦ μιᾶς καθιερωμένης θεϊκῆς δύναμης συνιστᾶ ρηξικέλευθη καὶ ἀνατρεπτικὴ προσέγγιση ἑνὸς σκεπτικιστῆ. Ὑποδηλώνει συγχρόνως τὴ δίψα του γιὰ ἕναν θεὸ ἐλεήμονα, φιλάνθρωπο, παιδαγωγὸ καὶ ὄχι δουλαγωγό. 
Ὁ Διόνυσος στὸ συγκεκριμένο ἔργο, ἔστω συγκεκαλυμμένα, συμβολίζει κάθε ἄλογη δύναμη ποὺ ἐπενεργεῖ δολίως πάνω στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἐπηρεάσει τὴ βούληση καὶ τὴν ἠθική του συνείδηση, νὰ κάμψει τὶς ἠθικές του ἀντιστάσεις καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐν τέλει σὲ μία ἔνθεη μανία, ὅπως καὶ στὴ δεισιδαιμονία. Στὴ συνέχεια, ὁ ἄνθρωπος ἀλλοτριωμένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του χειραγωγεῖται πλήρως ἀπὸ τὸ πάθος του, χάνει τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ αὐτοκυριαρχία του καὶ ὁδηγεῖται σὲ μία δίνη αὐτοκαταστροφῆς. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Πενθέας παρασύρεται ἀπὸ τὸν Διόνυσο –ποὺ παίρνει ἀνθρώπινη μορφή- νὰ μεταμφιεστεῖ σὲ γυναίκα γιὰ νὰ κατασκοπεύσει τὶς Βάκχες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴ μητέρα του, στὶς διονυσιακὲς τελετές τους. Δεύτερο «θύμα» πλάνης, ἡ Ἀγαύη, παρασυρμένη ἀπὸ τὴν ὀργιαστικὴ ἐπιρροὴ τοῦ Διονύσου, χάνει τὸν ἀξιολογικὸ κώδικα ἠθικῆς συμπεριφορᾶς, ἀπεμπολεῖ τὴ λογικότητά της καὶ προβαίνει σὲ μία ἀκραία πράξη παραφορᾶς, τὴ δολοφονία ἐν ὥρᾳ μέθης, ποὺ ἐν ἀγνοίᾳ της στρέφεται κατὰ τοῦ «κατασκόπου» γιοῦ της. 
Σὲ μία ἐπικαιροποίηση τοῦ βαθύτερου αὐτοῦ μηνύματος, διαπιστώνεται ὅτι καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, γοητευμένος ἀπὸ τὴ θεοποίηση εὐτελῶν δυνάμεων, ὅπως εἶναι ἡ ἐξουσία καὶ οἱ ψευδοφορεῖς της, ἡ τεχνολογία καὶ ἡ «παντοδυναμία» της, ἡ ὕλη καὶ οἱ ἀπολαύσεις (π.χ. ἐθιστικὲς οὐσίες, καταναλωτικὰ ἀγαθὰ κ.λπ.), χάνει τὴ συνειδητότητά του, τὴν πυξίδα τοῦ ἠθικοῦ του προσανατολισμοῦ καὶ εὐτελίζεται σὲ ἐπιλογὲς ὀλέθριες. Οἱ δυνάμεις ποὺ τὸν δουλαγωγοῦν, σὰν ἄλλος Διόνυσος, ἀποποιοῦνται τὶς εὐθύνες τους, παρακολουθώντας ἁπλῶς τὴ συντριβή του, ἠθικὴ καὶ ὑλική. Οἱ «ψευδοθεοί» τῆς διονυσιακῆς μανίας δὲν «εὐθύνονται» ποὺ παρεῖχαν τὴν ἐπίφαση μιᾶς πρόσκαιρης ἱκανοποίησης. Ἡ «γοητεία» ἢ «γητεία», ἄλλωστε, εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν πλάνη, τὴ μαγεία καὶ τὴν ἀπατηλὴ ἕλξη. Ὁ κάθε «Διόνυσος» καραδοκεῖ νὰ ἐξαπατήσει μὲ τὸ πρόσχημα τῆς λάμψης, τοῦ κύρους του, τοῦ ξεφαντώματος, τῆς ἀνεμελιᾶς. Μετέρχεται ὅλα τὰ μέσα. Ἡ Ἀγαύη καὶ οἱ ἀκόλουθές της εἶναι τὰ εὔκολα θύματά του. Γι’ αὐτὸ ὁ Κάδμος ἀναφωνεῖ: «φεῦ φεῦ· φρονήσασαι μὲν οἷ’ ἐδράσατε, ἀλγήσετ’ ἄλγος δεινόν· εἰ δὲ διὰ τέλους ἐν τᾦδ’ ἀεὶ μενεῖτ’ ἐν ᾦ καθέστατε, οὐκ εὐτυχοῦσαι δόξετε’ οὐχὶ δυστυχεῖν» [= Ἀλίμονο, ἀλίμονο. Ὅταν συνέλθετε καὶ δεῖτε τί ἐκάματε, πόνο πικρὸ θὰ θρηνήσετε. Κι ἂν μέχρι τέλους μείνετε σὲ τούτη τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεστε, εὐτυχισμένες θὰ πιστεύετε πὼς εἶστε καὶ ὄχι ὅτι δυστυχεῖτε] (Βάκχαι 1259-1262). Ὡστόσο ὁ Πενθέας, ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀχρειότητα τοῦ Διονύσου, μὲ ρεαλισμὸ ἐπισημαίνει: «ἤδη τόδ’ ἐγγὺς ὥστε πῦρ ὑφάπτεται ὕβρισμα Βακχῶν, ψόγος ἐς Ἕλληνας μέγας. Ἀλλ’ οὐκ ὀκνεῖν δεῖ» [= Σιγὰ σιγὰ ἡ ὕβρις τῶν Βακχῶν σὰν τὴ φωτιὰ ἁπλώνεται κοντά μας. Ντροπὴ μεγάλη γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἀδρανήσω] (Βάκχαι 778-780). Ἔτσι, ἐνῶ ἀντιμάχεται τὸν Διόνυσο, μένει καὶ αὐτὸς ἐκτεθειμένος στὰ δίχτυα τῆς μανιώδους συμπεριφορᾶς του, γιατὶ ὁ θεὸς θὰ ἐπιδιώξει νὰ τὸν συνθλίψει ἀκόμη καὶ μὲ τὰ πιὸ ὕπουλα μέσα. 
Στὶς μέρες μας, ποὺ ἡ ἐξουσία σὰν αὐτὴ τοῦ Διονύσου δίνεται σὲ πρόσωπα κατώτερα τῶν περιστάσεων, ἡ «μέθη» τῶν ἐξουσιαζομένων συγκαλύπτει τὶς ἀληθινὲς διαστάσεις τῶν πραγμάτων. Οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὴν ἄλογη συμπεριφορά τους, ὅπως ἡ Ἀγαύη, παρασυρμένοι ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν ποιόν ἐμπιστεύονται ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ποιόν φονεύουν ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μακάρι ἡ «νηφαλιότητα» μετὰ τὴ μέθη νὰ μὴν ἐπιφέρει τὴν ἔκπληξη ὅτι αὐτὸ ποὺ φονεύουν εἶναι ἡ χώρα τους, τὰ παιδιά τους ἢ … ὁ ἴδιος τους ὁ ἑαυτός. 
(Το παρόν δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ταχυδρόμος, 9.8.2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου