Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΚΑΙ ΩΣ ΣΩΤΗΡΙΑ


Ηρακλής Φίλιος 

Αναντίρρητα η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι αγία. Είναι η ενσάρκωση της άκτιστης φανέρωσης που μυσταγωγικά κάνει ορατή την «αόρατη» παρουσία της. Και η φανέρωση του Τριαδικού Θεού, δεν αποτελεί μία κτιστή κατανόηση του μεταδιδόμενου, αλλά μυστηριακή εμπειρία που προκύπτει μέσα από τη φανέρωση του Ιδίου μέσω των άκτιστων θείων ενεργειών Του που κατεβαίνουν σ’ εμάς σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο. 
Η εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία. Δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα προκλητικό μέρος του τίτλου η φράση «σκάνδαλο». Και φυσικά δεν έχει να κάνει με τα σκάνδαλα στην εκκλησία. Μία τέτοια προσέγγιση είναι όχι μόνο ανόητη και άκαιρη, αλλά υποκριτική. Και είναι υποκριτική διότι ο καθένας από εμάς είναι ο ίδιος σκάνδαλο. Είναι επομένως φαρισαϊκό να επιχειρεί οποιοσδήποτε να θίξει τον χώρο της εκκλησίας, εμφανίζοντας τα σκάνδαλα της, τις ατέλειες της, τα λάθη της. Κι αυτά δεν είναι σε καμία περίπτωση λάθη ή παρατυπίες του αγίου σώματος της εκκλησίας. Αποτελούν πάθη και αδυναμίες του καθενός από εμάς ως ειδωλική τρεπτότητα στο θείο χάρισμα της κτιστότητος που υπακούει στον όρο ελευθερία. 
Ο παραπάνω τίτλος είναι τίτλος ενός βιβλίου του π. Φιλόθεου Φάρου. Ενός ιερέα με αξιόλογη θυσιαστική προσφορά στον τομέα της διακονίας ψυχών, που ως διάκονος του Θεού αναμοχλεύει αυτή την θαμμένη ομορφιά της εκκλησιαστικής ζωής και την παρουσιάζει ως λόγο θείο. Ως λόγο ευαγγελικό. Ως λόγο πατερικό. Πάντως σε καμία περίπτωση ως λόγο δικό του. 
Η εκκλησία μπορεί να αποτελείται από τους πιστούς που έχουν βαπτιστεί στο όνομα Του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εντούτοις είναι μία ανέκφραστη παρουσία και εκδηλωμένη πνευματικότητα δια των ιερών μυστηρίων. Σίγουρα σημαίνει την ευχαριστιακή σύναξη, όμως κεφαλή της είναι ο Θεάνθρωπος και μέλη της οι πιστοί. Γράφει αναφορικά ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς τα εξής: «Ο Θεάνθρωπος είναι η Εκκλησία, αλλά και το σώμα της Εκκλησίας και η Κεφαλή της. Με όλα αυτά και διά μέσου όλων αυτών ο άνθρωπος «εκκλησιάζεται» και γίνεται εκκλησία, αποκτά την εν-χρίστωσιν και χριστοποίησιν, την εν-τριάδωσιν και τριαδοποίησιν, γίνεται Θεάνθρωπος και σύσσωμος του θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας (Εφ. 3, 6), αυτού του αγιωτάτου και προσφιλεστάτου μυστηρίου του Θεού, μυστηρίου των μυστηρίων ή μάλλον παμμυστηρίου των παμμυστηρίων». 
Η έννοια του σκανδάλου δεν εντοπίζεται και δεν σχετίζεται με τον Τριαδικό Θεό. Τις ενέργειες Του και την παρουσία Tου στη ζωή της εκκλησίας. Το σκάνδαλο ως έννοια εμφορείται σίγουρα μιας αρνητικής σημασίας. Μιας αρνητικής εντύπωσης που σίγουρα σχετίζεται με την αρνητική ροπή της κτιστής φύσεως. Δεν είναι αυθύπαρκτο όπως το κακό, αλλά εμφανίζεται ως αλλοιωμένη εικόνα του νόμου (ο νόμος εδώ όχι με τη δικανική έννοια αλλά με την έννοια του θείου νόμου που απελευθερώνει και σώζει). Το άκτιστο δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει σε φυσιολογικές ερμηνείες και νομικοκρατικές θεωρήσεις, ούτε να ερμηνεύεται με βάση θεωρητικά σχήματα και νοησιαρχικές αντιλήψεις. Δεν είναι προϊόν του φυσικού κόσμου που έχει την τάση της τρεπτότητας προς την άρνηση ή τη σάρκωση του πολιτισμού της αγάπης. Είναι έκφραση του απείρου, του αχωρήτου, του ακατανόητου, του ανέκφραστου που παρόλα αυτά χωράει. Και χωράει στη μήτρα της Θεοτόκου που σαν ανθρώπινη σάρκα χώρεσε μέσα της την ολότητα του Θεού ο οποίος χώρεσε μέσα Του όλον τον άνθρωπο χωρίς την αμαρτία, καθώς «δίχα μόνης αμαρτίας, ατρέπτως υποδύς την ημετέραν φύσιν θεαρχικός Λόγος, τέλειος γενόμενος άνθρωπος» κατά τον όσιο Μάξιμο Ομολογητή. Σκάνδαλο είναι η απόκρυψη της αλήθειας. Και συγκεκριμένα της αλήθειας που σώζει. Είναι επίσης η δαιμονοποίηση των πιο όμορφων και εκστατικών αληθειών. Και όταν είναι συνειδητή γίνεται αμαρτία. Όταν είναι επιπόλαια καταντά ανοησία. Κι εδώ έρχεται ο Τάσος Λειβαδίτης να μας πει πως «κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις».
Σκάνδαλο είναι η άκρατη εξουσιαστική αρχή στον εκκλησιαστικό χώρο, η επίκληση της ανθρώπινης αυθεντίας ως αναγκαστική υπακοή, ο ατομικισμός, η ιδιοτέλεια, η ακοινωνησία, η επίδειξη. 
Έχω την εντύπωση πως αυτή η αλλοίωση του χριστιανικού ήθους πηγάζει από την αρχαία ζωή της εκκλησίας και συγκεκριμένα από τις αιρέσεις. Έτσι λοιπόν με εμφανή τρόπο στη σημερινή εποχή, διαχέεται μία μονοφυσιτική αντιμετώπιση που προέρχεται από την αντίληψη του ενός, του μεμονωμένου, του αποκομμένου. Μία αντίληψη όχι απλά και αναγκαστικά μονόπλευρη. Αλλά ουσιαστικά και βαθύτερα διαβρωμένη δυναμική της συνεκτικής ταυτότητας που αποξενώνει τον άνθρωπο, τον μετατρέπει σε άτομο και εν τέλει απογυμνώνει τη συνειδησιακή του κατεύθυνση που χάνει τον προσανατολιστικό ορίζοντα της ομοίωσης με τον Θεό. 


Ένα από τα πιο έντονα και δυνατότερα καρκινώματα δεν παύει να είναι ο ευσεβισμός και ηθικισμός. Και μεγάλοι ευσεβιστές ήταν ο Άρειος, ο Νεστόριος και άλλοι που ανέτρεψαν διαβρωτικά τις περί του Θεού δογματικές αλήθειες ως γνήσιες και θεοφόρες αναφορές στο Τριαδικό Του Πρόσωπο. Και το πρόβλημα του ευσεβισμού - ηθικισμού ουσιαστικά είναι το πρόβλημα της καθαρότητας. Αυτός ευσεβισμός - ηθικισμός στις μέρες μας κυοφορείται και αναπτύσσεται κάτω από ευνοϊκές συνθήκες στον εκκλησιαστικό χώρο. Βλέπετε λοιπόν πως το ζήτημα της καθαρότητας έχει τη συνέχεια του και θα έλεγα σχηματικά πως ανταποκρίνεται αλληγορικά κι εν μέρει στο μαξιμιανό τρίπτυχο «σκιά – εικόνα – αλήθεια», χωρίς να έχει όμως την υπόσταση του στην αλήθεια. Απλά υπήρξε ως σκιά στην ιστορία της εκκλησίας, συνέχισε την ύπαρξη του στην εικόνα της σύγχρονης ιστορίας, χωρίς όμως να έχει καμία ύπαρξη και αναφορά στην αλήθεια της Ουράνιας Βασιλείας. 
Οι σύγχρονοι Νοβατιανοί και Αλβιγηνοί συνεχίζουν το έργο των προκατόχων τους. Και μάλιστα όχι εκτός, αλλά εντός του εκκλησιαστικού χώρου. Κι εδώ να σημειωθεί πως όσοι προσδιορίζουν την ταυτότητα τους ως «άθεοι» ή ως «άθρησκοι» έχουν ήδη αποσαφηνίσει την αποχή τους από τα όσα διαδραματίζονται στο χώρο αυτό. Δεν μπορούν να αλλοιώσουν και να γίνουν αιρετικοί σε μία θρησκευτική πεποίθηση, καθώς εκ των έσω προέρχεται η αλλοίωση της όντως φύσεως και αλήθειας των πραγμάτων. Την ωραιότητα της καλλιτεχνικής εκφραστικής μυσταγωγικής τέχνης την αποχρωματίζει εκείνος που υποστηρίζει πως την γνωρίζει, την πιστεύει και την υιοθετεί. Εκείνος, ο εκ των έσω με άλλα λόγια, γίνεται αιρετικός. Εκείνος που αμφισβητεί, που δεν πιστεύει είναι γνωστό ότι αρνείται, ότι δεν υιοθετεί. Η «εξόντωση» του ήθους αναδύεται από εκείνον που υποστηρίζει ότι το γνωρίζει και το πιστεύει. Και θα έλεγα πως ένας άθρησκος (δεν ενστερνίζομαι τον όρο «άθεος») είναι ένας εν δυνάμει πιστός. Εν δυνάμει πιστός, καθώς η άρνηση του είναι η αποδοχή του έτερου ως το αντίθετο μου που παρόλα αυτά δέχομαι, αντιπαλεύω, γνωρίζω και υιοθετώ πολλές φορές. 
Η πηγή αυτής της υπαρξιακής αφασίας, εντοπίζεται στον προσανατολισμό και στην κατεύθυνση του ανθρώπου στο ίδιον του εαυτού του. Στον ατομικισμό που υποθάλπει την κοινωνική συνύπαρξη κατά το πρότυπο του τριαδολογικού δόγματος όπως εκφράστηκε από τους Πατέρες της εκκλησίας. Η προσήλωση στο μέρος του εαυτού μου, οριοθετεί τον εαυτό μου σε μένα. Απόρροια είναι να γίνομαι σύνολο του εαυτού μου και όχι εαυτός του συνόλου. Όπως ο Χριστός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση εκτός από την αμαρτία και έτσι την θεράπευσε, έτσι και ο χριστιανός προσλαμβάνει τον άλλο, τον διαφορετικό, τον ιδιαίτερο, τον ξένο. Αλλιώς βρίσκει ισχύ η φράση «το απρόσληπτον και αθεράπευτον» του Γρηγορίου Θεολόγου που αναφέρεται στην όλη πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Θεάνθρωπο. 
Αλλά δεν είναι μόνο ο Θεός που ντύνεται τη σάρκα. Είναι και ο άνθρωπος που πλέον με το Βάπτισμα γίνεται μέλος του Χριστού. Πόσο εύστοχα περιγράφει αυτή τη σχέση συνύπαρξης του Ενός στον άλλον και του άλλου στον Ένα ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος αφού σύμφωνα με τον ίδιο «μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε, και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου» και συνεχίζει με μία συναρπαστική αντινεστοριανική ομολογία λέγοντας μας «βλέπε Χριστόν εν μήτρα, και τα εν μήτρα νόησον και μήτραν υπεκδύντα, και πόθεν εξερχόμενος ο Θεός μου διήλθε!».
Η σχέση με το Θεό είναι σχέση συνύπαρξης και όχι απομακρυσμένη ή ξένη. Στην ορθοδοξία «ο άσαρκος σαρκούται, ο Λόγος παχύνεται,, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφάται, ο άχρονος άρχεται» κατά τη ρήση του Γρηγορίου του Θεολόγου και αυτή η πίστη είναι ξένη προς το «Θεός ανθρώπω ου μίγνυται» του Πλάτωνα. Να πως περιγράφει αυτή την προσφορά του Χριστού προς εμάς και την εσχατολογική της φύση ο μακαριστός Επίσκοπος και συγγραφέας Anthony Bloom: «Ήδη όμως ο Θεός βρίσκεται ανάμεσα μας και έχουμε οπτική του προορισμού που έχει ο άνθρωπος και τι μπορεί να γίνει εφόσον έχει επικοινωνία με τον Θεό. Πρόκειται για την προσφορά του προς εμάς. Ο Θεός προσφέρει την αγάπη του, ο Θεός προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό – όχι μόνο μέσω των Τιμίων Δώρων στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας - αλλά με όλους τους δυνατούς τρόπους. Είναι έτοιμος να εισέλθει στη ζωή μας, να γεμίσει τις καρδιές μας, να ‘’ενθρονιστεί’’ στο νου μας, να οδηγήσει τη θέληση μας ώστε να ταυτίζεται με τη δική του θέληση, αλλά για να γίνει αυτό, για να του επιτρέψουμε εμείς να το πράξει, πρέπει να του παραδώσουμε τους εαυτούς μας, πρέπει να ανταποκριθούμε στην αγάπη με αγάπη, στην πίστη που έχει αυτός σε εμάς με πίστη, δηλαδή πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη σε Αυτόν και εντιμότητα απέναντι Του. Και σιγά – σιγά, κάθε ένας από εμάς και όλοι μαζί με σύμπνοια θα γίνουμε το πανίσχυρο Βασίλειο του Θεού που έρχεται, η αρχή του πληρώματος του χρόνου και η αρχή της ένδοξης και τελικής νίκης». 
Κάθε προσπάθεια για κατανόηση του Θεού ως λογική πρόσληψη και του άλλου ως κόλαση κατά τον Sartre, απέχει από την κατά χάριν θέωση και από τη θέα του άλλου ως ο Θεός, ως ο εαυτός εν συνόλω και αγαπητική κοινωνία. Ο άλλος δεν είναι η κόλαση. Είναι ο παράδεισος. Ακόμη και τα ανθρώπινα πάθη και οι ανθρώπινες αδυναμίες είναι ευεργετικές. Αποδυναμώνονται με το χρόνο. Όταν ο άνθρωπος βιώνει δύσκολες καταστάσεις, βλέπει πως πίσω από τις ανόητες συμπεριφορές και μικρότητες κρύβεται ο Θεός. Τα πάθη, οι κακίες, τα μίση είναι ο δρόμος που κάνει τον άνθρωπο απαθή. Έτσι απομακρύνεται από κάθε εστία που εμποδίζει την ψυχή του να γευτεί Θεό, να ζήσει Θεό και να μυρίσει Θεό. Τα πάντα είναι ματαιότητα και έτσι σταδιακά στρέφεται στην ενασχόληση πιο ουσιωδών πραγμάτων. 
Η αυτονόμηση της συνύπαρξης, η λήθη της αγαπητικής κοινωνίας, η στέρηση του εαυτού από τον άλλον, η ερμηνεία του Θεού ως κτίσμα και η κατ’ επέκταση διάβρωση της ανθρωπολογίας και της θεολογίας, η αυθεντία ως αυτοσκοπός, η ζωή μου μακριά από την αγιοπνευματική εμπειρία, είναι σκάνδαλα και οδηγούν στην θεώρηση του Θεού ως Χριστού δίχως τη θεία φύση, στην παραμορφωμένη ανθρωπολογία και φυσικά στην αποξενωμένη σωτηριολογία. Η εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Αίμα Χριστού. Τάφος και Ανάσταση. Δόξα κι ευλογία. Σώμα Χριστού και οι πιστοί «μέλη εκ μέλους». Δεν είναι οργανωσιακό σωματείο, ούτε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Απέχει από την ανθρώπινη αντίληψη. Η σωτηρία έχει γεύση θυμιάματος. Κίνηση προσευχητική. Αγωνία ευχετική. Ζωή μυστικής φανέρωσης κι αγάπης. Κατεξοχήν εσχατολογική φύση. 
Καλαίσθητοι οι λόγοι του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού ως αίσθηση ομορφιάς: «Αφού είναι διαρκώς παρών ο Θεός, διατί ανησυχείς; Εν αυτώ ζώμεν, κινούμεθα. Εις την αγκάλην του βασταζόμεθα. Θεόν αναπνέομεν• Θεόν περιβαλλόμεθα• Θεόν ψηλαφώμεν• Θεόν εσθίομεν εν Μυστηρίω. Όπου στρέψης, όπου ιδής, παντού Θεός• εν ουρανοίς, επί γης, εις τας αβύσσους, εις τα ξύλα, μέσα στις πέτρες, εις τον νουν σου, εις την καρδίαν σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου