Ηρακλής Φίλιος
(iraklisf@theo.auth.gr)
Μία όμορφα καλλιτεχνημένη στάμνα σε μία άκρη της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, αναγράφει πάνω της μία αχώρητη αλήθεια, σύμφωνα με την οποία «ο ουρανός δεν εμπόρεσε να τον χωρέσει και μια γυναίκα τον εχώρησε». Αυτό το μυστήριο της σαρκωμένης αλήθειας είναι και η σημερινή μας εξερεύνηση.
Στη φιλοσοφική σκέψη της αρχαίας Ελλάδος, η σχέση Θεού και ανθρώπων, περιγραφόταν μέσα από μία εξωτερική και ηθική σχέση, εν τη απουσία μιας οντολογικής σχέσης και αληθινής κοινωνίας κτιστού και ακτίστου. Τι συνέβαινε λοιπόν; Δεν υπήρχε στη σκέψη αυτή η ένωση του Θεού με τον άνθρωπο, κάτι που ομολογεί και ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, ότι δηλαδή «θεός ανθρώπω ου μείγνυται». Ό,τι υπήρχε είχε λόγο ύπαρξης μόνο ως μία ηθική σχέση, καθόλου πραγματική και οντολογική. Όσον αφορά δε την υποστατική ένωση, πουθενά λόγος. Στην αρχαιοελληνική λοιπόν θεώρηση είναι αδύνατον ο Θεός να ενωθεί με την αμαρτωλή, φτωχή, φθαρτή και τιποτένια ανθρώπινη φύση. Καθόλου λόγος για το «πως» και το «πότε».
Κανείς αιρετικός δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κατανοήσει το μέγα μυστήριο που συντελείται στους κόλπους της Εκκλησίας. Κανείς δεν ήθελε να μυηθεί σε αυτό και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως υπάρχει τρόπος ο Θεός να χωρέσει στη μήτρα μιας γυναίκας. Μόνο που η πρωτοβουλία της του Θεού Ενσάρκωσης στη μήτρα της Αειπαρθένου Θεοτόκου δεν ανήκει στην Παναγία ως ανθρώπου, αλλά στον Θεό. Αλλά κι αυτό αρνήθηκαν οι αιρετικοί. Στην κατανόηση της σκέψης συμβάλλει ο άγιος Πρόκλος Κων/πόλεως, με την εξής σημείωση: «Μία άνθρωπος δεν μπορεί να γεννήσει τον Θεό, αλλά ένας Θεός μπορεί να γεννηθεί υπό γυναικός». Προς την ίδια κατεύθυνση και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρεύς που τονίζει αυτή την πρωτοβουλία του Θεού, αφού «ο αχώρητος ε α υ τ ό ν δέδωκε κεχωρήσθαι δι’ ημάς εν τη της Παρθένου μήτρα, μετά της ιδίας σαρκός, ην προσελάβετο εξ αυτής».
Η κακοτεχνία της φιλοσοφικής άρνησης και των αφοριστικών συσχετισμών κτιστού – ακτίστου, ως ηθική μετάπλαση γνωρίζεται στην καλλιτεχνία της θεολογικής φύσεως που γεύεται τον Θεό μυστηριολογικά και όχι ηθικά και αφηρημένα. Δεν υπάρχει περίπτωση μιλώντας για τη Θεοτόκο, να μην συνδεθεί το πρόσωπο της με τον Ενσαρκωμένο Λόγο. Σημειώνει ο ακαδημαϊκός Χ. Σταμούλης: «Η εξέταση της Μαρίας ξέχωρα από τον Χριστό οδηγεί στην απόρριψη της Θεομητρότητας της και κατά συνέπεια και του όρου ‘’Θεοτόκος’’. Αντίθετα η αναγνώριση της πραγματικής σχέσης της με τον Υιό της οδηγεί στην αποδοχή του προσώπου και του έργου της στη λειτουργία του μυστηρίου της θείας Οικονομίας και την ανενδοίαστη απόδοση του όρου ‘’Θεοτόκος’’».
Όσοι αρνήθηκαν τη θεότητα του Χριστού (Άρειος), αρνήθηκαν και τη Θεομητρότητα της Θεοτόκου (Νεστόριος). Όσοι δε πάλι αρνήθηκαν τη Θεομητρότητα της Θεοτόκου, είδαν τον Χριστό ως κτίσμα («αλλ’ αρχήν του κτίζεσθαι έσχεν και αυτός» κατά τον Άρειο) και όχι ως Θεό. Στους παραπάνω αρνητές της αλήθειας ανήκουν και οι Ευνόμιος, Παύλος Σαμοσατεύς, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Διόδωρος, οι Μανιχαίοι κ.ά.
Οφείλω να κινηθώ προς μία «σκανδαλιστική» προσέγγιση σχετικά με το πρόσωπο της Θεοτόκου. Συγχωρέστε με όμως η αλήθεια των πραγμάτων, επιτάσσει επισημάνσεις ιδιαιτέρως σημαντικές για το ζήτημα μας. Δυστυχώς στην ορθόδοξη θεολογία, όταν κάποιες στιγμές γίνεται λόγος για την Παναγία, εκείνο το οποίο επισημαίνεται «εκστατικώς» πολλές φορές, είναι το «αειπάρθενο» της Παναγίας. Ομολογώ πως μία τέτοια ομολογία απέχει μακράν από το μέγα μυστήριο που έχει συντελεσθεί στη μήτρα της. Αν η Παναγία δεν ήταν Παρθένος αλλά μία γυναίκα που είχε συνάψει νόμιμη σχέση, ο Θεός δεν θα μπορούσε να γεννηθεί στην μήτρα της; Δηλαδή το μέγα μυστήριο είναι το α ε ι π ά ρ θ ε ν ο της Θεοτόκου;
Έχω την αίσθηση πως δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη το αχώρητο μυστήριο που έχει συντελεστεί. Και ο μονοφυσιτισμός της σκέψης ότι το μυστήριο της ενσάρκωσης του Θεού Λόγου αναλώνεται στην παρθενία της Θεοτόκου, έχει πάλι να κάνει με το ζήτημα της καθαρότητος, μόνο που αυτή τη στιγμή υπερτονίζεται ως συνήθως από συντηρητικούς θεολογικούς κύκλους που αιρετικά πλέον εντοπίζουν μια σωτηριολογική απολυτότητα στη «θεολογία της ανάγκης» όπου έπρεπε με άλλα λόγια η Παναγία να είναι Παρθένος και πως αυτή είναι η ουσία του αγώνα του θιασώτη εκείνης, αγίου Κυρίλλου του Αλεξανδρέα στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.).
Ο άγιος Κύριλλος με τον οποίο ομολογώ ότι είμαι αθεράπευτα ερωτευμένος με τη θεολογική του σκέψη, δεν έδωσε τον αγώνα κατά του Νεστορίου στην Έφεσο για την παρθενία της Θεοτόκου, αλλά για το μεγαλύτερο μυστήριο που συντελέστηκε στην ανθρώπινη φύση μιας γυναικός. Τη θεομητρότητα της. Μέγα μυστήριο δεν είναι η παρθενία που συναντάται σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που το επιλέγει ελεύθερα, αλλά μυστήριο είναι ότι έγινε η ίδια η Χώρα του Αχωρήτου, χωρώντας μέσα της Εκείνον τον οποίο ο άγιος μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος χαρακτηρίζει «τόπω τε αχώρητος και τω κόσμω όλω».
Η προβληματική που γεννά αυτή η άρνηση του Νεστορίου καθώς και όλων των αιρετικών, έχει τις ρίζες της στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Χωρίς να έχω την παραμικρή διάθεση να θίξω τον πλούτο της και την προσφορά της στη θεώρηση των πραγμάτων, εκείνο που δημιούργησε το πρόβλημα είναι το γεγονός ότι οι αιρετικοί επηρεασμένοι σφοδρά από φιλοσοφικά σχήματα, έννοιες φιλοσοφικών όρων και συσχετισμούς αυτών με την αλήθεια του δόγματος, κατάφεραν να απεμπολήσουν το μυστήριο της του Θεού Οικονομίας και με σκεπτικό και άκρως ορθολογιστικό τρόπο να δουν τα θέματα υπό το φως της λογικής εξήγησης.
Ο Άρειος για παράδειγμα τη θέση του ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και όχι Θεός, τη διατύπωσε γιατί εξώθησε στα άκρα το ωριγένειο σχήμα (κατά τον Ωριγένη το θνητό σώμα του Χριστού μετασχηματίστηκε από τον Θεό σε αιθερικό και θείο σώμα – δοκητιστική αντίληψη-). Στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει λογικά τις σχέσεις των τριών θείων Προσώπων, βασίστηκε στην αριστοτελική φιλοσοφία περί κατηγοριών. Έτσι ταύτιζε το «γεννάσθαι» με το «γίγνεσθαι» κι εφόσον ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, άρα και γίνεται. Γι’ αυτό τον χαρακτήριζε ως κτίσμα. Και γι’ αυτό η Παναγία δεν μπορούσε να γεννήσει έναν Θεό, παρά μόνο έναν άνθρωπο (εξ ου και το Χριστοτόκος του Νεστορίου). Που να το χωρέσει ο νους του ότι ο Χριστός είναι Θεός; Αυτός είναι ο ευσεβισμός του Αρείου, όπως μέγας ευσεβιστής είναι και ο Νεστόριος όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ο Νεστόριος όπως και η παρέα του, προσέδιδαν στη Θεοτόκο τον τίτλο «ανθρωποτόκος», Χριστοτόκος», «Κυριοτόκος» και «Θεοδόχος». Κάποιοι απ’ αυτούς αληθεύουν, όμως αποτελούν μέρος της αλήθειας. Μιας αλήθειας που αρνήθηκε ο ευσεβιστής Νεστόριος, ο ιερέας Αναστάσιος και οι γύρω του. Η αλήθεια απέχει από τους όρους αυτούς και φανερώνει τη γέννηση του Θεού στη μήτρα ενός δημιουργήματος, μιας ανθρώπου, της Θεοτόκου. Ποτέ λοιπόν δεν υιοθέτησαν τον όρο «Θεοτόκος».
Τι έλεγε λοιπόν ο Νεστόριος; «Θεοτόκον την Μαρίαν καλείτω μηδείς, Μαρία γαρ άνθρωπος ην, υπό ανθρώπου δε Θεόν τεχθήναι αδύνατον». Να λοιπόν ο εραστής του ορθολογισμού που έθαψε στο νου του το μυστήριο σωτηρίας του ανθρώπου. Το να αρνείται επίμονα τον όρο «Θεοτόκος», είναι σαν να αρνείται την πραγματική αντίδοση των ιδιωμάτων στο ένα Πρόσωπο του Χριστού. Η πρωτοβουλία του «τεχθήναι» λοιπόν, ανήκει στον Ίδιο τον Θεό όπως έχει ήδη αναφερθεί και όχι στον άνθρωπο. Ο Θεός επέλεξε την Μαρία και όχι η Μαρία τη δυνατότητα να γεννήσει τον Θεό. Αυτό εννοεί ο άγιος Κύριλλος λέγοντας πως «ου ημείς ηρξάμεθα του πράγματος, αλλ’ ο εκ Θεού Θεός μονογενής».
Για τον Νεστόριο και τους αιρετικούς του, «τα ομοούσια τίκτουν ομοούσια». Δεν γίνεται με άλλα λόγια μία γυναίκα, μία άνθρωπος, το κτιστό δηλαδή να γεννήσει το άκτιστο, γιατί πρέπει να γεννήσει το κτιστό πάλι («πως γαρ αν είη τις μήτηρ παρ’ αυτών ονομάζοιτο, ανθρωπότης το τεχθέν, ου θεότης, πάσης γαρ ίδιον μητρός, ομοούσια τίκτειν, η ουν ουκ έσται μήτηρ, ομοούσιον εαυτή μη τεκούσα, η μήτηρ παρ’ αυτών καλουμένη, τον εαυτή κατ’ ουσίαν εγέννησεν όμοιον», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Προς Νεστόριον).
Προσέξτε την αυθάδεια και την αιρετική μανία του Νεστορίου ο οποίος ελλείψει Αγίου Πνεύματος, γράφει για την Μητέρα μας Θεοτόκο: «Έχει ο Θεός μητέρα; … ουκ έτεκεν η Μαρία Θεόν … ουκ έτεκε το κτίσμα το άκτιστον, ουκ έτεκεν ο πατήρ τον Θεόν Λόγον διά της Παρθένου. Εν αρχή γαρ ην ο Λόγος, ως φησίν Ιωάννης, ουκ εγέννησε το κτίσμα το άκτιστον, αλλ’ έτεκεν άνθρωπον της θεότητος όργανον» και με αυθάδεια και ειρωνεία ομολογεί φανερά: «ει τις Θεόν απλώς λέγοι τον εκ Μαρίας τεχθέντα ψόγον και γέλωτος άξια δογματίζει». Ο ίδιος δεχόταν μεταξύ των άλλων και τον όρο «ανθρωποτόκος». Η ορθόδοξη όμως Εκκλησία δεν το δέχεται, γιατί είναι σαν να λέμε ότι μία άνθρωπος γεννάει άνθρωπο και ο Θεός δεν είναι απλά ένας άνθρωπος αλλά Τέλειος Θεός και Τέλειος Άνθρωπος.
Για τον Κύριλλο Αλεξανδρέα, ο όρος «Θεοτόκος» είναι ο όρος που δηλώνει τη θεομητρότητα της Παναγίας και αυτόν κατοχυρώνει δογματικά. Είναι απαραίτητη η ομολογία περί αυτού. Μας λέει ο ιερός Πατήρ πως «αρκεί τοιγαρούν προς ορθήν και αδιάβλητον της πίστεως ημών ομολογίαν, το Θεοτόκος λέγειν και ομολογείν την αγίαν Παρθένον». Με την επιμονή του στον όρο αυτό, ήθελε να τονίσει τις σωτηριολογικές διαστάσεις του θέματος. Και αλλού γράφει: «Ουκούν οι μεν άλλοι πάντες, ως έφην, είεν αν και μάλα εικότως δια το κεχρίσθαι χριστοί, μόνος δε Χριστός Θεός αληθινός ο Εμμανουήλ. Και ουκ αν αμάρτοι ταληθούς, ει τις αν έλοιτο λέγειν ως αι των άλλων μητέρες χριστοτόκοι μεν, ου μην έτι και θεοτόκοι. Μόνη δε παρ' εκείνας η αγία Παρθένος χριστοτόκος τε ομού και Θεοτόκος νοείται τε και λέγεται. Γεγέννηκε γαρ ου ψιλόν άνθρωπον καθ' ημάς, σαρκωθέντα δε μάλλον και ενανθρωπήσαντα τον εκ Θεού Πατρός Λόγον».
Για τον επίλογο είναι αδύνατον να μην αφήσουμε να μιλήσει ο κατεξοχήν ερωτευμένος με το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου άγιος Κύριλλος Αλεξανδρεύς, ο οποίος σε εγκώμιο του γράφει: «Χαίροις, Παρθένε Μαρία, μήτηρ και δούλη, Παρθένε μεν, διά τον εκ σου της Παρθένου τεχθέντα. Μήτηρ δε διά τον εν αγκάλαις σαις βασταχθέντα, και γάλακτι σω τραφέντα. Δούλη διά τον μορφήν δούλου λαβόντα. Χαίροις Μαρία, το χωρίον του αχωρήτου, η τον Μονογενή Θεόν Λόγον χωρήσασα, η τον στάχυν άνευ αρότρου και σπέρματος βλαστήσασα τον αμαράντινον. Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι’ ης ήνθησε και εξέλαμψε το της αναστάσεως κάλλος».
Καταπληκτικό κείμενογια το πρόσωπο της Θεοτόκου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ σάλος