Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΪΝΤΑΝΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ GOLDBERG ΤΟΥ BACH


Johann Sebastian Bach: Θέμα (Aria) και 30 Παραλλαγές – Goldberg Variationen, BVW 988. 
Ένα μουσικό ταξίδι σ’ ένα Σύμπαν αυστηρής γεωμετρικότητας και πολυπρισματικής αρμονίας
Του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη, Φιλολόγου
Ο Johann Sebastian Bach (1685-1750), χαρακτήρισε το έργο του αυτό, γνωστό πια με την επωνυμία “Παραλλαγές Goldberg”, έργο μελέτης-άσκησης για πληκτροφόρο όργανο (τσέμπαλο), το οποίο έγραψε –σύμφωνα με όσα ανέφερε σχετικά (όχι όμως με αδιαμφισβήτητη εγκυρότητα) ο πρώτος βιογράφος του συνθέτη, Forkel- για το νεαρό μαθητή του Johann Gottlieb Goldberg. Το έργο εκδόθηκε, ενταγμένο στο στο 4ο μέρος του συνόλου κομματιών “Clavierϋbung”, το 1741 και, κατά τον Forkel, ο 13χρονος Johann Gottlieb, ο οποίος εκείνη την εποχή εργαζόταν υπηρετώντας τον Κόμη Keyserlingk στην Αυλή της Δρέσδης, συχνά έπρεπε να προσφέρει μουσική ψυχαγωγία κατά τη διάρκεια των πολλών νυκτών αϋπνίας που ταλαιπωρούσαν τον Κόμη. 
Ωστόσο, το εύρος της σύλληψης και η πολυδιαστατικότητα της μνημειώδους αυτής σύνθεσης, ακόμα και αν ο Bach είχε κατά νου και την παιδαγωγική αξία ενός τέτοιου έργου ως υλικού διδασκαλίας, το καθιστούν Μουσική και Ερμηνευτική πρόκληση ακόμα και για - ή, κυρίως, για - μεγάλους καλλιτέχνες του τσέμπαλου ή του πιάνου, αναλόγως της ερμηνευτικής μεθόδου και προσέγγισης που έχει κάποιος ενστερνιστεί, ειδικά στην εποχή μας, της “Ιστορικά Ενημερωμένης Ερμηνείας”. Για τον επαγγελματία πιανίστα οι δυσκολίες, τεχνικής και πρωτίστως Τέχνης, που αναφύονται από τις σελίδες του Έργου αυτού, είναι πολυειδείς και πολύπτυχες. Αναμέτρηση με τη μορφή, με την ουσία, ενός μορφοπλαστικού επιτεύγματος, του οποίου ειδοποιό χαρακτηριστικό είναι ο θαυμαστός συγκερασμός διαφορετικών συνθετικών τεχνικών και μορφών, ύφους και υφής της γραφής, που ο συνθέτης αξιοποιεί και τελειοποιεί σε μια μουσική πορεία όπου κάθε λεπτομέρεια οδηγεί στο Όλον και αντιστρόφως. Το έργο αρχίζει με μια, φαινομενικά, απλή “Aria” ως Θέμα και ολοκληρώνεται με την επιστροφή σ’ αυτήν. 
Η “Aria” αποτελεί μια γεωμετρική και αρμονική μικρογραφία ολόκληρου του έργου. Συγκροτείται από 32 μουσικά μέτρα, ερειδόμενη σε ένα “Θεμελειακό Βάσιμο” (Fundamental Bass), μια μουσική γραμμή/αρμονική αλληλουχία που διατρέχει και συνέχει την εξέλιξη της σύνθεσης, άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα, ενώ η σαγηνευτική μελωδία (που θυμίζει sarabande), με τη γαλήνια κίνηση και τον διακριτικό μουσικό της διάκοσμο, ως ένα βαθμό επισκιάζει το, τόσο σημαντικό, αρμονικό υπόβαθρό της. 
Έχει ήδη επισημανθεί, όσον αφορά τη γεωμετρική σύλληψη και διεκπεραίωση των “Παραλλαγών” πως η Aria απαρτίζεται από 32 μέτρα, όσες και οι παραλλαγές που την ακολουθούν, και απολήγουν στην τελική επανάληψή της. Επιπροσθέτως, το “Θέμα” του έργου χωρίζεται σε δύο μέρη, το καθένα από τα οποία αποτελείται από 16 μουσικά μέτρα. Το ίδιο το έργο, επίσης, μοιάζει να χωρίζεται σε δύο μέρη, με 16 τμήματα/κομμάτια το καθένα. Το Α’ μέρος αρχίζει με την Aria και καταλήγει στην Παραλλαγή 15 (Κανόνας alla Quinta), ενώ το Β’ μέρος οριοθετεί η Παραλλαγή 16, γραμμένη σε στυλ Γαλλικής Εισαγωγής, και καταλήγει στην αρχική Aria. 
Μέσα σ’ αυτό το θαυμαστό μουσικό Σύμπαν περιλαμβάνονται, και πλαστουργούνται, μορφές και ρυθμοί χορών (polonaise, allemande, passepied, Italian gigue, French gigue, menuet), καθώς και μορφές αντιστικτικές, κυρίως η Fuga (στην 10η Παραλλαγή), η fugetta (στην 16η Παραλλαγή, ως στοιχείο της Γαλλικής Ouverture), o Canon (Κανόνας). Και ειδικά ο Κανόνας, από την πιο απλή εκδοχή του (3η Παραλλαγή) επανέρχεται, σε ολοένα και συνθετότερη μορφή, σαν σε ένα ιδιότυπο crescendo πολυπλοκότητας, ανά τρία μέρη/παραλλαγές. 
Μια κατά τι λεπτομερέστερη αναφορά σε κάποιες από τις παραλλαγές είναι ίσως αναγκαία, ώστε να σκιαγραφηθεί το στίγμα τους μέσα στο έργο. Πιο συγκεκριμένα, η Aria, η 16η Παραλλαγή, η 25η, η 29η, και η 30η, που τιτλοφορείται Quodlibet, είναι ιδιαίτερης σημασίας, από άποψη μουσικής λειτουργικότητας, καθώς νοηματοδοτούν με τον πλέον έκτυπο τρόπο το σύνολο, πλουτίζοντας την, ή εκ-πλήσσοντας την διαδικασία της ακρόασης με ηχοχρώματα καινοφανή, σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε αυτών, πιθανώς και αιφνιδιάζοντας με τη μουσική τόλμη του συνθέτη που μοιάζει να ενωτίζεται ήχους πέρα από την εποχή του. 


Aria – Ο αργός ρυθμός της Γαλλικής sarabande tendre, ως βασική αρμονική γραμμή και η σχεδόν αιθέρια, γαλήνια μελωδία που παίζεται από το δεξί χέρι, με τη διαυγή εκφραστικότητά της, αν και γραμμένα στην τονικότητα της Σολ μείζονος, αποπνέουν ένα αδιόρατο αίσθημα μελαγχολικής εσωστρέφειας και στοχαστικότητας. 
Variation 1. Χαρακτηρίζεται από τη χάρη και ευγένεια του ρυθμού τής polonaise. Ο ερμηνευτής, ήδη από την παραλλαγή αυτή θα “σταυρώσει τα χέρια” του για τις ανάγκες της εκτέλεσης, μια κίνηση τεχνικής που θα επαναληφθεί και θα αξιοποιηθεί επιπλέον στις πιο απαιτητικές Παραλλαγές – etudes.
Variation 16. Το Β’ μέρος των “Παραλλαγών” αρχίζει με έναν τολμηρό, δομικά και μουσικά, τρόπο, με τη μορφή Γαλλικής Εισαγωγής (Ouverture). Μια πυκνή συγχορδία στο αριστερό χέρι δίνει έναν τόνο μεγαλοπρέπειας, ενώ η Γαλλική φόρμα προκρίνεται με γρήγορες ανιούσες κλίμακες, και επιρρωνύεται με τη μικρή φούγκα που ακολουθεί και οδηγεί την Παραλλαγή αυτή στην κατάληξή της.
Variation 25. Γραμμένη σε ελάσσονα τονικότητα, το κιαροσκούρο μιας βαθύτατης εσωστρέφειας, με ριπές συγκρατημένης απόγνωσης. Ένα τοπίο ψυχής σε δοκιμασία καθώς το γκρίζο πυκνώνει, ενώ οι λεπτοφυείς χρωματισμοί στη γραμμή του μπάσσου τονίζουν την εναγώνια αναζήτηση που εκφράζεται μέσω της μελωδίας από το δεξί χέρι, καθώς αυτή μοιάζει να ελίσσεται ανάμεσα σε δυσαρμονίες, και μουσικά νεύματα μοναξιάς, δισταγμών, και μιας μουσικής δομής όλο πιο λιτής και αβέβαιας. Ο Bach, στην Παραλλαγή αυτή, πλησιάζει σχεδόν την ατονικότητα. 
Variation 29. Η δεξιοτεχνική κλιμάκωση εδώ επιτυγχάνεται με διττό τρόπο: αφενός, με τη γρήγορη εναλλαγή τρίφωνων συγχορδιών σε μορφή δεκάτων έκτων και από τα δύο χέρια, και αφετέρου με γρήγορα περάσματα στη μεγαλύτερη έκταση των πλήκτρων, σαν ξέσπασμα, έκλυση της έντασης που είχε επισωρευθεί στην προηγούμενη Παραλλαγή. Εδώ, η αξιοποίηση του λεγόμενου stylus phantasticus ή στυλ φαντασίας γίνεται το μέσο για την (δι)άρθρωση του μουσικού υλικού. 
Variation 30. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά και απολαυστικά χαρακτηριστικά, και τμήματα, των “Παραλλαγών” είναι η 30η – Quodlibet. Περισσότερα από έξι αποσπάσματα/θραύσματα μελωδιών συνυφαίνονται αριστοτεχνικά, δημιουργώντας ένα καλειδοσκοπικό ηχητικό πλέγμα, γεμάτο ζωντάνια και σφρύγος, όπου το θριαμβικό στοιχείο και η αυθορμησία κυριαρχούν, καθώς και οι αντηχήσεις από λαϊκά τραγούδια της εποχής. Η επιδίωξη της μίμησης αντιστικτικών μορφών επιτυγχάνεται με τον πιο απαιτητικό, από συνθετική άποψη, τρόπο. Μια αποθέωση του γήινου και του ανθρώπινου, πριν ξανακουστεί η αρχική Aria, ολοκληρώνοντας το έργο. Τελικά, αυτό το υψηλόπνοο μουσικό οδοιπορικό των “Παραλλαγών Goldberg” τι είναι; Ίσως η “Τέχνη του Κανόνα” ή “η Τέχνη του Χορού” (το ρητορικό ερώτημα έθεσε πρώτος, μάλλον, ο τσεμπαλίστας Kenneth Gilbert). 
Ο Bach δεν έγραψε ένα συνηθισμένο σύνολο παραλλαγών σε κάποιο θέμα και, σίγουρα, όχι μια πρακτική άσκηση για φερέλπιδες σπουδαστές πληκτροφόρων! Ένα Έργο που κλείνει σε κύκλο, εναρμονίζοντας με τρόπο μοναδικό, μουσικά στοιχεία, ακόμα και ετερόκλητα μεταξύ τους, σε μια αληθινή Σύνθεση. Αρχίζει με το Θέμα-Aria και τελειώνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Και προ(σ)καλεί τόσο τον ερμηνευτή όσο και τον ακροατή να εστιάσουν το μέσα τους βλέμμα στην αναζήτηση και την ανακάλυψη της Αρμονίας που συν-τελείται στη θέαση του αΐδιου δημιουργικού Κύκλου.

- Το παραπάνω κείμενο του φιλολόγου Κώστα Μεϊντάνη δημοσιεύθηκε στο πρόγραμμα του ρεσιτάλ του πιανίστα Νίκου Λαάρη στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, όπου ερμήνευσε τις Παραλλαγές Goldberg του Bach. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου