Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ ΓΙΑ ΤΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ


Δημήτρης Μπαλτᾶς 
Ἀπό τήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876) 
α΄. Βιογραφικά 
Ὁ Μιχαήλ Ἀλεξάντροβιτς Μπακούνιν γεννήθηκε πρίν ἀπό διακόσια χρόνια, τό 1814, στό χωριό Πριαμούκινο, σέ μία παλαιά ἀριστοκρατική οἰκογένεια[1]. Ὁ πατέρας τοῦ Μιχαήλ ἦταν διπλωμάτης, θαυμαστής μέν τοῦ Ρουσσώ, ἀλλά καί συντηρητικῶν πολιτικῶν ἀπόψεων[2]. Στήν σύντομη αὐτοβιογραφική του ἀναφορά γιά τά χρόνια 1815-1840, ὁ Μπακούνιν σημειώνει ὅτι ὁ ἴδιος καί τά ἀδέλφια του «λάτρευαν περισσότερο τόν πατέρα τους πού ἦταν γεμᾶτος καλωσύνη»[3]. Ἰσχυρίζεται δέ ὁ ἴδιος ὁ Μιχαήλ ὅτι κατά τά χρόνια αὐτά δέν ἔλαβε κάποια ἰδιαίτερη θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἐνῶ ὡς πρός τόν χαρακτῆρα του ἦταν «σκεπτικιστής παρά πιστός, ἤ μᾶλλον ἀδιάφορος»[4]. 
Ὕστερα ἀπό τήν σύντομη στρατιωτική του καριέρα (1828-1832), μεταβαίνει ὁ Μπακούνιν στήν Μόσχα ὅπου ἐντάσσεται στόν λεγόμενο «κύκλο τοῦ Στάνκιεβιτς», μέ τήν βοήθεια τοῦ ὁποίου ἀνακαλύπτει τήν γερμανική φιλοσοφία. 
Τό πρῶτο κείμενο τοῦ Μπακούνιν εἶναι ἡ μετάφραση (1836) τῆς πραγματείας Einige Vorlesungen über die Bestimmung des Gelehrten (1794) τοῦ Γ. Φίχτε (1726-1814)[5]. 
Ἀκολουθεῖ ἡ μετάφραση τῶν Γυμνασιακῶν Λόγων τοῦ Γκ. Χέγκελ (1770-1831), ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε τό 1838 στήν περιοδική ἔκδοση «Ὁ παρατηρητής» τοῦ Β. Μπελίνσκι (1811-1848)[6].
Τό 1840 ἐγγράφεται στό πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου ὅπου παρακολουθεῖ μαθήματα φιλοσοφίας. Τήν ἴδια χρονιά δημοσιεύει τό ἄρθρο «Περί τῆς φιλοσοφίας», ὅπου ἐπιχειρεῖ νά ὁρίσει τό ἀκριβές περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Ρῶσσος φιλόσοφος ὅτι «ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν ἱκανότητα νά σκέπτεται πράγματι καί πού ἀσχολεῖται οὐσιαστικῶς μέ τήν φιλοσοφία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐπιφανειακή σκέψη καί ποτέ δέν θά εἶναι ἄθεος καί ἀερολόγος φιλελεύθερος. Τό πρῶτο πραγματικό βῆμα στήν σφαῖρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιφανειακῆς σκέψεως: μέσα ἀπό τήν σταδιακή ἐξέλιξή της ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά πέσει σέ μονομερή σκέψη, στήν ἀφαίρεση, ὅμως ὁ σκοπός της εἶναι πάντοτε σημαντικός, εἶναι πάντοτε διαποτισμένος ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια: μία τέτοια φιλοσοφία δέν θά εἶναι ποτέ ἄθεη καί ἀναρχική, διότι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καί τῆς κινήσεώς της συνίσταται στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ αἰωνίου»[7]. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ τοποθέτηση αὐτή ἀνήκει στήν ἐποχή τῆς λεγομένης «δεξιᾶς ἑγελιανῆς φάσης του»[8]. Μάλιστα σ’ ἕνα ἄλλο ἄρθρο αὐτῆς τῆς περιόδου ὁ Μπακούνιν παρουσιάζει τήν «Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος» τοῦ Χέγκελ[9]. 
Ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς ἐντάξεως τοῦ Μπακούνιν στήν λεγόμενη «ἑγελιανή ἀριστερά», ἡ ὁποία «ἀπορρίπτει κάθε τάση συμβιβασμοῦ τῆς φιλοσοφίας μέ τό πρωσσικό κράτος»[10]. Τό ἄρθρο πού δείχνει ἀκριβῶς τήν ἐξέλιξη τοῦ Μπακούνιν, εἶναι «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» (1842). Ὁ Μπακούνιν ὑπογράφει τό κείμενο μέ τό ψευδώνυμο Jules Élyzard[11], ἐνέργεια μέ τήν ὁποία, κατά μία ἄποψη, «ὑπογράμμιζε μᾶλλον μιά ἐσωτερική στροφή πρός τούς Γάλλους, τή στιγμή πού σάν χεγκελιανός τῆς ἀριστερᾶς προσπαθοῦσε νά συμπληρώσει τή φιλοσοσφική ἐλευθερία, κατάκτηση τῆς γερμανικῆς σκέψης, μέ τήν πολιτική καί κοινωνική ἐλευθερία, προσφιλή στόν γαλλικό σοσιαλισμό»[12]. 

Ἐάν γίνει δεκτό ὅτι ἡ ἑγελιανή ἀριστερά «ἔδωσε τήν σαφῶς ἐπαναστατική στροφή στή χεγκελιανή διαλεκτική»[13], τότε μπορεῖ νά κατανοηθεῖ τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἐτῶν 1848-1874 ἡ ζωή τοῦ Μπακούνιν πλαισιώνεται ἀπό τήν συμμετοχή του σέ ἐξεγέρσεις (στήν Δρέσδη, στήν Λυών καί στήν Μπολώνια), ἀπό φυλακίσεις (στό φρούριο Πετροπαυλόφσκ) καί ἐξορίες (στήν Σιβηρία κ.ἄ.). Μέ ἄλλα λόγια, πρόκειται γιά τήν περίοδο τῆς ἔντονης ἐπαναστατικῆς δράσεως τοῦ Μπακούνιν. Ἔχει γενικότερα σημειωθεῖ ὅτι στά χρόνια αὐτά «ὁ Μπακούνιν πέρασε ἀπό τήν θρησκεία στόν ἀθεϊσμό καί ἀπό τά σχέδια γιά μία πανσλαβική ὁμοσπονδία στήν ἀναρχία»[14]. 
Μεταξύ τῶν κειμένων πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, θά ἀναφερθεῖ ἡ Ἐξομολόγηση (1851)[15], ἕνα ἐνδιαφέρον κείμενο πού ἔγραψε ὁ φυλακισμένος Μπακούνιν κατόπιν ‘’προτάσεως’’ τοῦ Τσάρου Νικολάου Α΄. Ἀργότερα, τό 1871, γράφει τό Ἡ Κνουτο-Γερμανική αὐτοκρατορία καί ἡ κοινωνική ἐπανάσταση, τό ὁποῖο περιληφθεῖ στόν ΙΙΙ τόμο τῆς πρώτης γαλλικῆς ἐκδόσεως τῶν Ἔργων τοῦ Μπακούνιν (1908)[16]. 
Τό 1872 στό συνέδριο τῆς Α΄ Διεθνοῦς στήν Χάγη ὁ Μπακούνιν διαφωνεῖ μέ τόν Κ. Μάρξ (1818-1883). Ἄν καί ὁρισμένες ἐργατικές Ὁμοσπονδίες βρίσκονται ἰδεολογικά ἴσως κοντά στόν Μπακούνιν[17], ὁ Μάρξ κατορθώνει νά τόν ἀποπέμψει ἀπό τήν Α΄ Διεθνῆ, πρᾶγμα πού ἐπηρεάζει συνολικά τό παγκόσμιο ἐργατικό κίνημα. Ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι μᾶλλον ὀρθότερη ἡ ἄποψη ὅτι «στή διαμάχη αὐτή, πού ἀντικείμενό της εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς ὀργάνωσης, δηλαδή τοῦ διεθνοῦς ἐργατικοῦ κινήματος, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ δύο πρωταγωνιστές ἔπεσαν σέ σφάλματα»[18]. Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Μάρξ καί ὁ Φρ. Ἔνγκελς (1820-1895) ὀργάνωσαν μία συκοφαντική ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ Μπακούνιν, κατηγορώντας τον ἀκόμη καί ὡς «πράκτορα τῆς ρωσσικῆς κυβερνήσεως». Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Nettlau (1865-1944), ὁ Μάρξ καί ὁ Ἔνγκελς «ἐνήργησαν μέ αὐτήν τήν ἀσυνήθιστη ἔλλειψη ἐντιμότητας πού εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν πολεμικῶν τους βασιζόμενοι σέ ἀνεπαρκῆ στοιχεῖα, τά ὁποῖα, ὅπως συνήθιζαν, συμπλήρωσαν αὐθαίρετα γιά νά τά καταστήσουν ἀληθοφανῆ στούς ὀπαδούς τους, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἦταν ἐλεεινά παραμορφωμένα, λανθασμένα καί ἀνακριβῆ»[19]. Παρενθετικῶς θά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μπακούνιν, παρά τήν διαφωνία του μέ τόν Μάρξ, ἀνεγνώριζε τήν «ἀνωτερότητά του σέ φιλοσοφικό καί ἐπιστημονικό ἐπίπεδο»[20]. Μάλιστα εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι παλαιότερα, πρό τῆς συγκρούσεως τους, ὁ Μπακούνιν εἶχε μεταφράσει τό «Κομμουνιστικό μανιφέστο» γιά τήν ἐφημερίδα τοῦ Ἀλεξ. Χέρτζεν (1812-1870), ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά μεταφράζει καί τό «Κεφάλαιο», μετάφραση ἡ ὁποία πάντως δέν ὁλοκληρώθηκε ποτέ[21]. 
Τό 1873 ὁ Μπακούνιν γράφει τό Κρατισμός καί ἀναρχία, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα συνθετικό ἔργο, μέ ἱστορικές ἀναφορές στίς διακυβερνήσεις τῆς Γερμανίας, τῆς Γαλλίας καί τῆς Ρωσσίας κατά τόν 19ο αἰ. καί σχετικές συγκρίσεις[22], ἀλλά καί μέ κριτικές τοποθετήσεις τοῦ Μπακούνιν ἀπέναντι στήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ καί τοῦ Μάρξ[23]. Σέ ὁρισμένα σημεῖα[24] τό ἔργο αὐτό περιέχει ἐπαναλήψεις τοῦ ἔργου Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, πού ἔχει δημοσιευτεῖ τό 1871. Καί στήν «Παρισινή κομμούνα» ὁ Μπακούνιν προσεγγίζει κριτικά τό ζήτημα τῆς Διεθνοῦς[25] καί τίς περί ἐπαναστάσεως καί κράτους ἀπόψεις τοῦ Μάρξ[26], ἐνῶ ὁριοθετεῖ τόν σκοπό τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τῶν ἀναρχικῶν, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται στήν ἔκφραση «ὀργάνωση τῆς ἀλληλεγγύης στόν οἰκονομικό ἀγῶνα ἐνάντια στόν καπιταλισμό»[27]. Ἄς λεχθεῖ, παρενθετικά, ὅτι ἀρκετά νωρίς, στήν Ἐξομολόγηση, ὁ Μπακούνιν κάνει λόγο γιά τήν «ἀναγκαιότητα τῆς ἐπαναστάσεως στήν Ρωσσία»[28], ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος παραδέχεται ὅτι «γνωρίζει ἐλάχιστα τήν Ρωσσία»[29]. 
Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ συγκριτική ἀναφορά στόν Μάρξ καί στόν ὁραματιστή τῆς ἑνωμένης Ἰταλίας Τζ. Ματσίνι (1805-1872) πού ἐπιχειρεῖ ὁ Μπακούνιν στήν «Παρισινή κομμούνα»: «Ἀνάμεσα στόν Μάρξ καί στόν Ματσίνι ὑπῆρχε πάντα μία τεράστια διαφορά κι αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι πρός τιμήν τοῦ Ματσίνι. Ὁ Ματσίνι ὑπῆρξε ἕνας φανερά εἰλικρινής καί φλογερός πιστός. Λάτρευε τόν Θεό του, στόν ὁποῖο ἀφιέρωσε ὅ,τι σκεπτόταν, αἰσθανόταν ἤ ἔκανε. Σέ σχέση μέ τόν προσωπικό του τρόπο ζωῆς, ἦταν ὁ πιό ἁπλός ἄνθρωπος, ὁ πιό μετριοπαθής, ὁ πιό ἀνιδιοτελής. Ἀλλά γινόταν ἄκαμπτος, ὀργισμένος, ὅταν κάποιος πρόσβαλε τό Θεό του. Ὁ κύριος Μάρξ δέν πιστεύει στό Θεό, ἀλλά πιστεύει βαθειά στόν ἑαυτό του. Ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ὄχι μέ ἀγάπη ἀλλά μέ μνησικακία … Ὁ Ματσίνι ἤθελε νά ἐπιβάλλει στήν ἀνθρωπότητα τόν θεϊκό παραλογισμό· ὁ κύριος Μάρξ προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τόν ἑαυτό του. Προσωπικά δέν πιστεύω σέ κανένα, ἀλλά ἄν ἤμουν ἀναγκασμένος νά διαλέξω, θά προτιμοῦσα τό Θεό τοῦ Ματσίνι»[30]. Μέ ἀφορμή τήν προσωπικότητα τοῦ Ματσίνι ὁ Μπακούνιν, στό Θεός καί Κράτος, διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι «ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπίσης μεγάλους ἀνθρώπους, ἁγίους ἀνθρώπους, πού πραγματικά ἐφάρμοσαν ἤ πού τουλάχιστον προσπάθησαν μέ πάθος νά ἐφαρμόσουν αὐτά πού κήρυσσαν καί πού οἱ καρδιές τους, ξεχειλίζοντας ἀπό ἀγάπη, δέν ἔκρυβαν παρά μόνον περιφρόνηση γιά τίς ἡδονές καί τ’ ἀγαθά τοῦ κόσμου»[31]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Μπακούνιν εἶχε ἀσκήσει αὐστηρή κριτική στόν Ματσίνι, ὅταν εἶχε γράψει ὅτι «στό βάθος τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τοῦ Ἰταλοῦ πατριώτη ὑπάρχει μία ἀρχή κατ’ οὐσίαν ἐσφαλμένη … Εἶναι ἡ ἀρχή ἑνός ἰδεαλισμοῦ συγχρόνως μεταφυσικοῦ καί μυστικοῦ … Εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ λατρεία τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας, εἶναι ἡ πίστη στόν μεσσιανικό προορισμό τῆς Ἰταλίας … Εἶναι τό πολιτικό πάθος τοῦ μεγαλείου καί τῆς δόξας τοῦ Κράτους, θεμελιωμένων πάνω στήν φτώχεια τῶν λαῶν»[32]. Εἶναι βέβαιο ὅτι στήν κριτική του ὁ Μπακούνιν εἶχε ὑπ’ ὄψιν του τήν παλαιότερη τοποθέτηση τοῦ Μ. Στίρνερ (1806-1856) ὅτι «τό Κράτος παίζει τόν ἴδιο κυριαρχικό ρόλο μέ τήν Ἐκκλησία»[33]. Ἄς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι τίς ἴδιες κατηγορίες εἶχε ἀπευθύνει ὁ Μπακούνιν καί πρός τόν Γάλλο ἀναρχικό Προυντόν (1809-1865): «Ὁ Προυντόν, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες πού ἔκανε νά πατήσει πάνω στό συγκεκριμένο, παρέμεινε ἰδεαλιστής καί μεταφυσικός»[34]. 
Ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν πεθαίνει τό 1876 στήν Βέρνη. 
Λίγο ἀργότερα, τό 1882, ἐκδίδεται τό ἔργο τοῦ Μπακούνιν Θεός καί κράτος[35] ὅπου εἶναι ἐμφανής ὁ μαχόμενος ἀθεϊσμός[36] του. Στό σημεῖο αὐτό θά ὑπομνησθεῖ μία χαρακτηριστική προσέγγιση σχετικά μέ τήν θρησκεία τήν ὁποία εἶχε διατυπώσει παλαιότερα ὁ Μπακούνιν στήν «Ἀντίδραση στήν Γερμανία»: «Πρέπει νά δράσουμε ὄχι μόνο πολιτικά ἀλλά καί θρησκευτικά μέσα στήν πολιτική μας. Αὐτό σημαίνει νά ἔχουμε σάν θρησκεία μας τήν ἐλευθερία, πού ἡ μόνη αὐθεντική ἔκφρασή της εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη. Ναί, γιά μᾶς –πού θεωρούμαστε ἐχθροί τῆς χριστιανικῆς θρησκείας- καί μόνο σέ μᾶς μένει αὐτό τό ἔργο πού τό θεωροῦμε ὕψιστο χρέος: νά ἀσκοῦμε οὐσιαστικά τήν ἀγάπη ἀκόμα καί στίς πιό λυσσαλέες μάχες μας, αὐτήν τήν ἀγάπη πού εἶναι ἡ ὕψιστη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀληθινή ἀρχή τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανισμοῦ»[37]. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ Μπακούνιν ἀνήκει στούς ἐχθρούς τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, καί βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ χριστιανισμοῦ (ἰδιαιτέρως δέ ὑπό τήν ρωμαιοκαθολική καί τήν προτεσταντική ἐκδοχή του), πλήν ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὑπάρχει καί ὁ ἀληθινός χριστιανισμός, ἐν ἀντιθέσει προφανῶς πρός τόν χριστιανισμό ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς γνήσιες διαστάσεις του. Παλαιότερα ὁ σπουδαῖος Ἱστορικός τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας Β. Zenkovsky (1881-1962) εἶχε παρατηρήσει ὅτι στόν Μπακούνιν βρίσκουμε «μία λαϊκή θρησκευτική συνείδηση πού ἀναπτύσσεται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας»[38]. Πρός στήριξη αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ὑπενθυμίζω ὅτι γιά τόν Μπακούνιν «ὁ ἄνθρωπος εἶναι θρῆσκος ἀπό τήν φύση του, εἶναι ὅπως ὅλα τά ἄλλα ζῶα- ἀλλ’ αὐτός μόνο, πάνω σ’ αὐτή τή Γῆ, ἔχει συνείδηση τῆς θρησκείας του»[39]. Ὀρθῶς προσθέτει ὁ Ρῶσσος ἀναρχικός ὅτι «ἡ εὐσέβεια, ὅσο κι ἄν δικαιολογεῖται, δέν θά πρέπει ποτέ νά μεταβληθεῖ σέ εἰδωλολατρεία»[40]. 
Ὡστόσο, καί γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ πολεμική κατά τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα, κατά τό 1867, ὅταν εἶχε συντάξει (ἀλλά δέν ἐξέδωσε) τό ἔργο «Φεντεραλισμός–σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός». Ἐπί τοῦ προκειμένου θά σημειωθοῦν δύο γνωστοί συλλογισμοί τοῦ Μπακούνιν: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐφυής, δίκαιος, ἐλεύθερος, ἄρα ὁ Θεός δέν ὑπάρχει»[41]. Καί ἐπίσης: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα δέν ὑπάρχουν φυσικοί νόμοι καί ὁ κόσμος παρουσιάζει ἕνα χάος. Ὁ κόσμος δέν εἶναι καθόλου χάος, εἶναι διατεταγμένος ἀπό μόνος του, ἄρα δέν ὑπάρχει Θεός»[42]. Εἶναι προφανές ὅτι καί τά δύο συμπεράσματα τοῦ Μπακούνιν εἶναι αὐθαίρετα, ἀφοῦ δέν προκύπτουν κατά λογική ἀκολουθία ἀπό τίς συγκεκριμένες προκείμενες. 
Παράλληλα μέ τήν κριτική ἐναντίον τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὁ Μπακούνιν ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική καί κατά τοῦ κράτους καί τοῦ κρατισμοῦ. Γιά παράδειγμα, στήν «Παρισινή κομμούνα τοῦ 1871» ὁ Ρῶσσος ἐπαναστάτης διακηρύσσει ὅτι «εἴμαστε (ἐνν. οἱ ἀναρχικοί) ἐχθροί τοῦ Κράτους καί κάθε μορφῆς κρατισμοῦ … Εἴμαστε ἐχθροί κάθε Κυβέρνησης καί κάθε Κρατικῆς ἐξουσίας καί Κυβερνητικῆς ὀργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦν νά ὀργανωθοῦν ἀπ’ τή βάση πρός τά πάνω σ’ ἐντελῶς ἐλεύθερες καί ἀνεξάρτητες ἑνώσεις χωρίς τόν Κυβερνητικό Πατερναλισμό, ἄν κι ὄχι χωρίς τήν ἐπίδραση μιᾶς ποικιλίας ἐλεύθερων ἀτόμων καί κομμάτων»[43]. Πάντως ὁ Μπακούνιν εἶχε ἐκφράσει πολύ νωρίς τίς ἐπιφυλάξεις του ἀπέναντι στήν λεγόμενη «κοινοβουλευτική δημοκρατία»[44]. Στό σημεῖο αὐτό μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ ὁ ὁποῖος διακηρύσσει ὅτι «κάθε κράτος εἶναι μία τυραννία, ἀκόμα κι ἄν εἶναι τυραννία τοῦ ἑνός ἤ τῶν περισσοτέρων»[45]. 
Θεωρεῖ δέ ὅτι οἱ μαρξιστές «ὅπως ταιριάζει σέ καλούς Γερμανούς, λατρεύουν τήν κρατική ἐξουσία καί εἶναι ἐπίσης ὑπερμαχοι τῆς κοινωνικῆς τάξης πού εἶναι θεμελιωμένη ἀπό πάνω πρός τά κάτω…»[46]. Ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, ἡ κριτική τῆς κρατικιστικῆς ἀντιλήψεως τῶν μαρξιστῶν ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν ἀπεδείχθη προφητικά σωστή, ἐάν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψιν τόν συγκεντρωτικό καί αὐταρχικό χαρακτῆρα τοῦ σοβιετικοῦ κράτους μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Σχετικά μέ τήν πολεμική γραφή τοῦ Μπακούνιν ὁ γνωστός διανοητής I. Berlin (1909-1997) εἶχε παρατηρήσει παλαιότερα ὅτι «τά ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τῶν θεολογικῶν καί τῶν μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων, οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον ὅλης τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς παραδόσεως –τῆς κοινωνικῆς, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἠθικῆς- οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον τῆς τυραννίας, τόσο τῶν Κρατῶν ὅσο καί τῶν τάξεων πού ἔχουν ἐξουσία, τῶν ἱερέων, τῶν στρατιωτῶν, τῶν γραφειοκρατῶν, τῶν δημοκρατικῶν ἀντιπροσώπων, τῶν τραπεζιτῶν, τῶν ἐπαναστατικῶν ἐλίτ, ἐκτίθενται μέ μία γλῶσσα πού παραμένει ἕνα πρότυπο εὔγλωττης πολεμικῆς πρόζας»[47]. Τό 1896 ἐκδίδεται ἡ Ἀλληλογραφία τοῦ Μπακούνιν. Ὁ ἐπιμελημένος τόμος περιλαμβάνει ἐπιστολές τῶν ἐτῶν 1860-1874 πρός τούς φίλους του Χέρτσεν καί Ὀγκάρεφ, μέ ἐκτενῆ εἰσαγωγή τοῦ Μ. Ντραγκομάνωφ[48]. 
β΄. Ἡ θέση τοῦ Μ. Μπακούνιν στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας 
Ἔχουν κατά καιρούς διατυπωθεῖ ὁρισμένες ἀντιρρήσεις, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Μάρξ[49], ὅσον ἀφορᾶ τήν πρωτοτυπία τῆς φιλοσοφικῆς[50], ἀλλά καί τῆς κοινωνιολογικῆς[51], σκέψεως τοῦ Μπακούνιν. Εἶναι ἀκριβές ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν εἶναι ἕνα μεγάλο ὄνομα τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας -καί ποτέ δέν ζήτησε νά εἶναι»[52]. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν στό ἔργο του Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους διευκρινίζει χαρακτηριστικά: «Δέν εἶμαι οὔτε λόγιος, οὔτε φιλόσοφος, οὔτε κἄν ἐπαγγελματίας συγγραφέας»[53]. Ἡ ἀπόφανση αὐτή ἀποτελεῖ καί μία ἀπάντηση στήν διαπίστωση τοῦ Μ. Νettlau ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν γνώριζε τήν τέχνη τῆς σύνθεσης. Ἄν διαβάσει κανείς τά χειρόγραφά του, βλέπει πῶς ἀπό ‘να γράμμα φτάνει νά βγάλει μιά μπροσούρα, ἀπό μιά μπροσούρα ἕνα τόμο»[54]. Θα ἔλεγα ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀπάντηση καί στήν ἐπισήμανση τοῦ I. Berlin ὅτι «ἕνας προικισμένος δημοσιογράφος… Τό λογοτεχνικό ταλέντο τοῦ Μπακούνιν ἦταν πολύ΄περιορισμένο»[55] Παρά ταῦτα, ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν κατέχει μία ἰδιαίτερη θέση στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας καί εἰδικότερα τῆς ρωσσικῆς σκέψεως τοῦ 19ου αἰ[56]. 
Ἀρχικῶς θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου[57] ὁ Μπακούνιν ἔλαβε μιά καλή, ἄν καί ὄχι ὁλοκληρωμένη, φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας μάλιστα τίς παραδόσεις τοῦ Σέλλινγκ (1775-1854) καί μελετώντας ἰδιαιτέρως τά «προβλήματα τῆς μεταφυσικῆς»[58]. Συναφῶς ἐπισημαίνεται ὅτι «ὅπως ὁ Χέρτζεν, ἀπό τόν Κάντ, τόν Φίχτε καί τόν Σέλλινγκ, ὁ Μπακούνιν περνᾶ στόν Χέγκελ καί ἀπό τόν Χέγκελ στόν Φόϋερμπαχ»[59]. Ἀναγνωρίζεται ἐπίσης ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε στό πνεῦμα καί στόν λόγο του ὁ Φίχτε[60]. Ἄν καί διαφωνεῖ μέ τήν γνωστή διατύπωση τοῦ Χέγκελ ὅτι «αὐτό πού εἶναι λογικό, εἶναι ἀληθινό καί αὐτό πού εἶναι ἀληθινό, εἶναι λογικό»[61], ἐντούτοις ὁ Ρῶσσος διανοητής καί ἐπαναστάτης στό ἄρθρο «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» θά γράψει ὅτι «ὁ Χέγκελ εἶναι ἀναντίρρητα ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς μας, τό ὑψηλότερο σημεῖο τῆς σύγχρονης κουλτούρας»[62]. Ἀλλά καί στό ἔργο Κρατισμός καί ἀναρχία (1873) ἀποτιμᾶ τήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ ὡς «ἕνα ἀξιοπαρατήρητο γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἐξέλιξης τῆς σκέψης. Ἦταν ἡ τελευταία λέξη τοῦ πανθεϊστικοῦ κι ἀφηρημένα ἀνθρωπιστικοῦ κινήματος τῆς γερμανικῆς σκέψης πού ἄρχισε μέ τά ἔργα τοῦ Λέσσινγκ κι ἀναπτύχθηκε ὁλοκληρωμένα ἀπ’ τόν Γκαῖτε. Ἦταν ἕνα κίνημα πού δημιούργησε ἕναν κόσμο ἄπειρο, ἀπέραντο, πλούσιο, ἀνεβασμένο καί προικισμένο μέ ἀπόλυτη λογική, ἀλλά πού παρέμεινε ξένος πρός τήν πραγματικότητα, πρός τή ζωή καί πρός τή γῆ, σάν τόν οὐρανό τῶν χριστιανῶν καί τῶν θεολόγων»[63]. Ὁμοίως καί στήν πολεμική πραγματεία Θεός καί Κράτος ὁ Μπακούνιν χαρακτηρίζει τόν Χέγκελ ὡς τήν «μεγαλύτερη φιλοσοφική μεγαλοφυία πού ἐμφανίστηκε μετά ἀπ’ τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα»[64]. 
Δέν εἶναι ἄνευ σημασίας ἡ παραδοχή τοῦ Φρ. Ἔνγκελς ὅτι ὁ Μπακούνιν κατανόησε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν διαλεκτική τοῦ Χέγκελ[65]. 
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπίδραση τοῦ Σέλλινγκ στόν Μπακούνιν, ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ἦταν αὐτή μόνον ἕνας ἐνθουσιασμός, «πού δέν θά καθορίσει τόν ὁριστικό φιλοσοφικό προσανατολισμό τοῦ Μπακούνιν»[66]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν θεωρεῖ τόν Σέλλινγκ ἕνα «ἀπό τούς σπουδαιότερους θεμελιωτές»[67] τῆς φιλοσοφίας. 
Συμπέρασμα
Σέ μία τελική ἀποτίμηση, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι ὁ Μπακούνιν ὑπῆρξε μία ἰδιαίτερη φυσιογνωμία, χαρακτηριζόμενη ἀπό ρομαντισμό[68], ρητορική εὐγλωττία καί πάθος[69], ἀγάπη γιά τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, προσπαθώντας νά συνδυάσει τήν Θεωρία μέ τήν Πράξη, ἀδιαφόρως ἄν τελικῶς τό κατάφερε. Διέθετε φιλοσοφική παιδεία, ἄν καί ὄχι συστηματική, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά διακρίνει κανείς σέ διάφορα, μεγαλύτερα ἤ μικρότερα, ἔργα του. Ὁπωσδήποτε στίς ἐπιθέσεις τοῦ Μπακούνιν κατά τοῦ κράτους καί τῆς θρησκείας θά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Μπαλτάς, Δρ. Φιλοσοφίας 

Βιβλιογραφία 
α΄ Πηγές 
Bakounine Μ., Œuvres τ. Ι, εἰσ. Μ. Nettlau, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1895 
Bakounine Μ., Œuvres τ. ΙΙ, πρόλ.-σημ. καί «notice biographique» J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1907 
Bakounine Μ., Œuvres τ. III, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1908 
Bakounine Μ., Œuvres τ. IV, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1910 
Bakounine Μ., Œuvres τ. V, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1911 
Bakounine Μ., Œuvres τ. VI, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1913 
Bakounine M., Correspondance. Lettres à Herzen et à Ogareff, πρόλ.-σημ. M. Dragomanov, μετ. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι 1896 
Bakounine M., Confession, μετ. P. Brupbacher, εἰσ. F. Brupbacher καί σημ. M. Nettlau, Παρίσι 1932
Bakounine M., «Ηistoire de ma vie», La societé nouvelle, 1896, σσ. 309-324. 
Βakounine M., Considérations philosophiques, εἰσ. J.-Chr. Angaut, Éditions Entremonde, Γενεύη 2010
Bakounine M., Confession, présentastion par J.-Chr. Angaut, Éditions Le passager cladestin, Neuvy-en-Champagne 2013 
Feuerbach L., Ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ, μετ. Θ. Γκιούρας, Ἐκδόσεις ΚΨΜ, Ἀθήνα 2012
Μπακούνιν M., Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός ἀντιθεολογισμός, μετ. Γ. Νταλιάνη, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ. 
Μπακούνιν M., Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, μετ. Ν. Κούρκουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1987
Μπακούνιν Μ., Κρατισμός καί ἀναρχία, μετ. Γ. Γαλανόπουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1979
Μπακούνιν Μ., Θεός καί Κράτος, μετ. Ν. Ἀλεξίου-Ἀ. Γκίκας, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1986
Μπακούνιν Μ., Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, μετ. T. Λουμάλα, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ. 
Μπακούνιν Μ., Ἀπάντηση ἑνός διεθνιστῆ στόν Τζουζέπε Ματσίνι, μετ. Μ. Λογοθέτη, Π. Καλαμαράς, Ἐλευθεριακή Κουλτούρα, Ἀθήνα 1997 (Ἀντί τοῦ συγκεκριμένου κειμένου προτείνω τήν γαλλική ἔκδοση: Réponse d’ un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-128) 
Stirner M., L’ Unique et sa proprieté, trad. H. Lasvignes, La Table Ronde, Paris 2000 
Βοηθήματα 
Arvon H., Ὁ ἀριστερισμός, μετ. Β. Βασιλείου, Ἐκδοτικός Οἶκος Ἰ.Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι 1975
Arvon H., Mπακούνιν, μετ. Π. Γκέκα, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Άθήνα 2009 
Berlin I., Les penseurs russes, trad. D. Olivier, Éditions Albin Michel, Paris 1984 
Γκερέν Ντ., Ὁ ἀναρχισμός. Ἀπό τήν θεωρία στήν πράξη, μετ. Μπ. Λυκούδης, Ἀθήνα, 1973 
Guérin D., Ni Dieu ni Maître. Anthologie de l’ anarchisme, Éditions La Découverte, Παρίσι 2011 
Lesourd Fr. (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe, L’ Age d’ Homme, Λωζάνη 2010 
Μπαλτᾶς Β.Δ., Ρῶσσοι φιλόσοφοι. 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαββάλας, Ἀθήνα 2002 
Μπαλτᾶς Δ., Σταθμοί τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2008 
Masaryk Τh., The spirit of Russia, transl. E.& C. Paul, τ. I, Λονδίνο-Νέα Ὑόρκη 1919 
Nettlau Μ., M. Bakounin. Eine biographische Skizze, Verlag von P. Pawlowitsch, Βερολίνο 1901 
Nettlau M., Ἱστορία τῆς ἀναρχίας, μετ. Σ. καί Μ.Κ., Διεθνής Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 1999 
Ζenkovsky B., Histoire de la philosophie russe, trad. C. Andronikof, Gallimard, [Paris] 1992 
________________________________________________________
[1] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie…, σ. 310. 
[2] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας…, σ. 116. 
[3] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie…, σ. 312. 
[4] Βλ. καί Ι. Berlin, Les pesnseurs russes…, σ. 192. 
[5] Μ. Nettlau, M. Bakounin…, σ. 4. Σημειωτέον ὅτι τό ἔργο τοῦ Φίχτε εἶχε μεταφρασθεῖ καί στήν ἑλληνική ὑπό τόν τίτλο «Διδασκαλίαι περί τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σπουδαίου» (μεταφρασθεῖσαι ὑπό Δρόσου Μανσόλα, Ἑρμούπολις 1829). 
[6] Th. Masaryk, The spirit of Russia…, σ. 434. Σχετικά μέ τούς «Γυμνασιακούς Λόγους» βλ. G.W.F. Hegel, Sämtliche Werke, B. 3, Philosophische Propädeutik, Frommann, Στουτγκάρδη, 1949. Ἐπίσης, βλ. τό κείμενο «Discours de Gymnase (2 Sept. 1811)» στόν τόμο G.W.F. Hegel, Textes pédagogiques, trad. B. Bourgeois, Éd. Vrin, Παρίσι, 1978. 
[7] Δ.Β. Μπαλτᾶς, Ρῶσσοι φιλόσοφοι…, σσ. 29-30. 
[8] Μ.Α. Gillespie, Ὁ μηδενισμός πρίν ἀπό τόν Νίτσε, μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, Ἀθήνα 2004, σ. 282. 
[9] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe…, σ. 279. 
[10] H. Arvon, Mπακούνιν…, σ. 42. 
[11] M. Bakounine, Confession…, σ. 36. 
[12] H. Arvon, Mπακούνιν…, σ. 43. 
[13] H. Arvon, Mπακούνιν…, σ. 43. 
[14] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe…, σ. 275. 
[15] Ὁ γράφων ἑτοιμάζει τήν μετάφραση τοῦ ἔργου στήν ἑλληνική, μέ εἰσαγωγή καί σχόλια. 
[16] M. Bakounine, Œuvres t. III. 
[17] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία…, σ. 63. 
[18] Ντ. Γκερέν, Ὁ ἀναρχισμός…, σ. 27. 
[19] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας…, σσ. 156-157. 
[20] Th. Masaryk, The spirit of Russia…, σ. 464. 
[21] Th. Masaryk, The spirit of Russia…, σ. 464. 
[22] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία…, σσ. 7-34, σσ. 40-52, σσ. 77-93, 128-134, σσ. 156-171. 
[23] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία…, σσ. 136-137 καί σσ. 147-148. 
[24] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σσ. 35-36. 
[25] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σ. 66. 
[26] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σσ. 42-43, σ. 46, σ. 51, σ. 64, σ. 84, σ. 89, σ. 105. 
[27] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σ. 71. 
[28] Μ. Bakounine, Confession…, σ. 101, σ. 102, σ. 114. 
[29] Μ. Bakounine, Confession…, σ. 103, σ. 109. 
[30] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σσ. 74-75. 
[31] Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος…, σ. 52. 
[32] M. Bakounine, Réponse d’ un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-110. Γιά τήν κριτική ἐναντίον τοῦ Ματσίνι βλ. ἐπίσης Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός…, σ. 34, σημ. 1. 
[33] Μ. Stirner, L’ Unique et sa proprieté…, σ. 241. 
[34] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία…, σ. 148. 
[35] Ἐδῶ εἶναι χρήσιμη καί μία διευκρίνιση τόσο γιά τόν εἰδικό μελετητή τοῦ Μπακούνιν, ὅσο καί γιά τόν ἁπλό ἀναγνώστη. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πρῶτες ἐκδότες τοῦ ἔργου Θεός καί κράτος «δέν ὑποπτεύθηκαν- οὔτε ἔμαθαν ποτέ- ὅτι τό χειρόγραφο ἦταν στήν πραγματικότητα ἕνα κομμάτι τοῦ ἔργου Ἡ Κνουτογερμανική Αὐτοκρατορία καί ἡ Κοινωνική Ἐπανάσταση … Τό Β΄ τῆς Κνουτογερμανικῆς Αὐτοκρατορίας καταλαμβάνει τίς σελ. 9-177 τοῦ τ. Γ΄, τοῦ ὁποίου οἱ σελ. 18-131 περιέχουν τό σωστό κείμενο πού ὁ Καφιέρο καί ὁ Ρεκλύ ἐκδώσανε μέ τίτλο Θεός καί Κράτος» (Π. Ἄβριτς, «Εἰσαγωγή», στό Θεός καί Κράτος…, σσ. 11-13). 
[36] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος…, σ. 32, σ. 39, σ. 40, σ. 42, σ. 113. 
[37] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία…, σσ. 18-19. 
[38] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe…, σ. 276. 
[39] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός…, σ. 86. 
[40] M. Bakounine, Réponse d’ un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σ. 112. 
[41] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός…, σ. 64. 
[42] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός…, σ. 74, σημ. 1. 
[43] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σ. 97. 
[44] Βλ. ἀναλυτικῶς Bakounine, Confession…, σσ. 117-119. 
[45] Μ. Stirner, L’ Unique et sa proprieté…, σ. 210. 
[46] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σ. 41. 
[47] Ι. Berlin, Les Penseurs russes…, σ. 147. 
[48] Correspondance de M. Bakounine. Lettres à Herzen et à Ogareff, préf. et annot. M. Dragomanov, trad. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι. 
[49] Th. Masaryk, The spirit of Russia…, σ. 463. 
[50] H. Arvon, Mπακούνιν…, σσ. 105-106. 
[51] Ι. Berlin, Les Penseurs russes…, σ. 152. 
[52] J.-Chr. Angaut, «Introduction», στό Considérations philosophiques…, σ. 9. 
[53] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους…, σ. 11. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά ἀνατρέξει καί στήν γνωστή ἀνθολογία τοῦ D. Guérin, Ni Dieu ni Maître…, σσ. 165-264. 
[54] Μ. Νεττλώ, «Εἰσαγωγή», στό Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός- ἀντιθεολογισμός…, σ. 11. 
[55] Les penseurs russes…, σ. 122. 
[56] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe…, σ. 273. Fr. Lesourd (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe…, σσ. 73-74. 
[57] Μ. Bakounine, Confession…, σ. 137. 
[58] M. Bakounine, Confession…, σ. 34. 
[59] Th. Masaryk, The spirit of Russia…, σ. 432. 
[60] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe…, σ. 276. 
[61] Γκ. Χέγκελ, Βασικές κατευθύνσεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου, εἰσ.-μετ. Στ. Γιακουμῆς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2004, σ. 29. 
[62] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία…, σ. 23. 
[63] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία…, σ. 136. 
[64] Θεός καί Κράτος…, σ. 80. 
[65] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τόν H. Arvon (Μπακούνιν…, σ. 25). 
[66] H. Arvon, Mπακούνιν…, σ. 28. 
[67] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, ὅ.π., σ. 35. 
[68] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe…, σ. 276. 
[69] Ι. Berlin, Les Penseurs russes…, σ. 150.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου